.

Wednesday, April 28, 2010

Χάρτες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: 400 & 1050 ΚΧ /
Maps of the Byzantine Empire 400 & 1050 CE



Χάρτης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 400 ΚΧ
Map of the Byzantine Empire 400 CE


Χάρτης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 1050 ΚΧ
Map of the Byzantine Empire 1050 CE



* Source/Πηγή:
Liz James,
A Companion to Byzantium (Companions to the Ancient World),
Wiley-Blackwell Publ., 2010, pp./σσ. 4, 6.

Tuesday, April 27, 2010

Η Εκκλησία της Ελλάδος & η Ταφή των «Αιρετικών» /
The Church of Greech & the Burial of the "Heretics"



Η Ιερά Σύνοδος Της Εκκλησίας της Ελλάδος

Προς τους σεβ. Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Εν συνεχεία της υπ' αριθ. 434 και από 22/10/45 Εγκυκλίου ημών, εις ην ιδιαιτέρως ετονίσθη το αντιχριστιανικόν και αντεθνικόν περιεχόμενον του Χιλιασμού [ενν. των Μαρτύρων του Ιεχωβά] και παρεκλήθησαν οι Σεβ. Αρχιερείς, όπως μετά την εξάντλησιν πάντων των εκ της πατρικής αυτών αγάπης απορρεόντων μέσων αποκοπτώσι τούτους του σώματος της Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επειδή διεπίστωσε την εμμονή των ανωτέρω εις τας πεπλανημένας διδασκαλίας αυτών και μετα την φανατισμού προσπάθειαν διαδόσεως τούτων μεταξύ πιστών, έγνω, όπως παρακαλέση και αύθις τους Σεβ. Αρχιερείς, ίνα κατά τα καθορισμένα, μη επιτρέπωσι του λοιπού την ταφήν των, μέχρι του θανάτου αυτών, εμμενόντων εις την πλάνην του Χιλιασμού εν τοις νεκροταφείοις αλλ' εκτός αυτών.

Εν Αθήναις τη 16 Νοεβρίου 1948

Ο Αθηνών ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρόεδρος,
ο Ξάνθης ΙΩΑΚΕΙΜ,
ο Διδυμοτείχου ΙΩΑΚΕΙΜ,
ο Σάμου ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ,
ο Σερρών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ,
ο Αλεξανδρουπόλεως ΙΩΑΚΕΙΜ,
ο Ζακύνθου ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
ο Μαντινείας και Κυνουρίας, ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ,
ο Αττικής και Μεγαρίδος ΙΑΚΩΒΟΣ,
ο Τρίκκης και Σταγών ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ,
ο Ηλείας ΓΕΡΜΑΝΟΣ,
ο Φωκίδος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ.
Ο Αρχιγραμματεύς, Αρχιμ. Δαμασκηνός Κοτζιάς.


* Γιώργος Καραγιάννης,
Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο,
εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001, σ. 361.

Μητρ. Μενεβίσογλου:
Ο εορτασμός του Πάσχα από την Ορθόδοξη εκκλησία & οι αποφάσεις της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας /
Metrop. Bishop Menevisoglou:
Easter celebration by the Greek Orthodox church & the resolutions of the First Council of Nicea


«Κατά ταύτα, ο κανών ή ο «όρος» τής εν Νικαία συνελθούσης πρώτης οικουμενικής συνόδου περί του αγίου Πάσχα διελάμβανε λίαν πιθανώς, τα ακόλουθα: Έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω όπως η αγία εορτή του σωτηριώδους Πάσχα τελήται υπό πάντων εν μια και τη αυτή ημέρα, ήτοι την Κυριακήν, ήτις ακολουθεί την πρώτην πανσέληνον μετά την εαρινήν ισημερίαν (ή την πανσέληνον την συμπίπτουσαν κατά την ημέραν της εαρινής ισημερίας).

Ατυχώς, παρά τας ώς άνω σαφείς και συγκεκριμένας αποφάσεις τής εν Νικαία πρώτης οικουμενικής συνόδου, το άγιον Πάσχα δεν εορτάζεται (από του έτους 1582) πάντοτε καί υπό πάντων εν «μια και τη αυτή ημέρα». H νέα αύτη ασυμφωνία προέρχεται:

α) εκ του γεγονότος ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία καθορίζει την εαρινήν ισημερίαν (21 Μαρτίου), επί τη βάσει του ιουλιανού ημερολογίου (3 Απριλίου τού εν χρήσει ημερολογίου), ενώ από του έτους 1582 αι δυτικαί εκκλησίαι καθορίζουν την εαρινήν ισημερίαν (21 Μαρτίου) επί τη βάσει του γρηγοριανού ημερολογίου (21 Μαρτίου τού έν χρήσει ημερολογίου), και

β) εκ του γεγονότος ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία καθορίζει την πανσέληνον του Πάσχα επί τη βάσει του «κύκλου του Μέτωνος» (του «κύκλου της σελήνης»), όστις λόγω συσσορευθείσης διαφοράς εκ της αστρονομικής πραγματικότητος, ορίζει (σήμερον) τας πανσελήνους κατά 5 ημέρας βραδύτερον των αληθών, ενώ αι δυτικαί εκκλησίαι χρησιμοποιούν μεν τον αυτόν «κύκλον του Μέτωνος», αλλά με ωρισμένας διορθώσεις, αίτινες τον κατέστησαν ακριβέστερον αστρονομικώς.

Εν τούτοις είναι προτιμότερον, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζη το άγιον Πάσχα εις άλλην από άλλας εκκλησίας ημέραν, εν παραβάσει πολλάκις των σχετικών αποφάσεων τής εν Νικαία πρώτης οικουμενικής συνόδου, διατηρή όμως την ενότητα αυτής εν τω εορτασμώ του Πάσχα, παρά να προκληθή «λειτουργική διάσπασις» και να δημιουργηθούν «νέαι έριδες, σκάνδαλα και σχίσματα εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας», δεδομένου ότι «ού τοσούτον κατόρθωμα, από της των χρόνων ακριβείας», «όσον έγκλημα, από της διαιρέσεως και του σχίσματος»».




* Παύλος Μενεβίσογλου [μητροπολίτης],
Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σσ. 164-166.

Monday, April 26, 2010

Barreau & Bigot:
Jews & their God /
Οι Εβραίοι & ο Θεός τους


«Αναφορές στην ύπαρξη ενός μοναδικού θεού είχαν ήδη γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν, κυρίως από τον Αιγύπτιο Φαραώ Ακενατών (1374-1354 π.Χ.), η ιδέα αυτή όμως δεν είχε συνέχεια.

Οι Εβραίοι κατόρθωσαν να επιβάλουν τον μοναδικό Θεό και, διακηρύσσοντας ότι τα άστρα ή η θάλασσα δεν αποτελούσαν θεότητες, να εγκαταλείψουν τα είδωλα.

Η κίνηση αυτή θα είχε σημαντικές ιδεολογικές επιπτώσεις.

Η φύση χάνει τη θεϊκή της υπόσταση, αποτελεί δημιούργημα, και ο άνθρωπος καλείται να τη δαμάσει. Αυτά είναι και τα πρώτα λόγια της Βίβλου, στο βιβλίο της Γενέσεως.

Ο χρόνος δεν είναι πια κυκλικός. Η ιστορία αποκτά νόημα –τη σωτηρία. Ο κόσμος που δημιουργήθηκε δεν έχει περατωθεί, τελικά όμως θα ολοκληρωθεί. Αυτή είναι η θεωρία του λεγόμενου μεσσιανισμού, του οποίου οι συνέπειες έμελλε να έχουν τεράστια σημασία.

Το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο από το παρελθόν. Ο χρόνος έπαψε να αποτελεί ρόδα, είναι ένα βέλος που κάπου πηγαίνει. Η αλλαγή δεν αποτελεί πια ανάθεμα, αλλά αντιθέτως οι προφήτες (εκείνοι που μιλάνε στο όνομα του Θεού) εύχονται να πραγματοποιηθεί. Έτσι πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία των ανθρώπων η έννοια της προόδου.

Ο ιουδαϊσμός επέβαλε και την ιδέα του ατόμου: εφόσον ο Θεός είναι «κάποιος», τότε και ο άνθρωπος είναι «κάποιος». Το άτομο δεν είναι πια καταφρονητέο, η αδικία δεν είναι πια ανεκτή. Επιπλέον, ο Θεός των Εβραίων, ο Ιεχωβά, είναι ένας καλός Θεός, δεν είναι αλλοπρόσαλλος όπως οι ειδωλολατρικοί θεοί. Αγαπά τον λαό του καθώς και όλα τα όντα, όπως ο εραστής την ερωμένη του».

* Ζαν-Κλωντ Μπαρρώ & Γκιγιώμ Μπιγκό
[Jean-Claude Barreau & Guillaume Bigot],
Η ιστορία του κόσμου Από τους προϊστορικούς χρόνους ώς τη σημερινή εποχή
[Toute l’histoire du monde De la Préhistoire à nos jours],
(μετάφρ. Μαρία Μάνδακα, επιμέλεια σειράς Ν. Ε. Καραπιδάκης)
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009, σσ. 41, 42.

Sunday, April 25, 2010

Τσομπανίδης: Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος & οι Εκκλησίες /
Tsompanidis: The First World War & the Churches


«Η εμπειρία κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο της ηθικής υποστήριξης των εμπόλεμων μερών από τις εκκλησίες τους [ήταν τόση] που θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο πόλεμος έγινε επίσης στο όνομα της πίστης».

[«The experience of the moral support of the belligerent parties by the Churches during the First World War [was of such a degree] that one could believe that the war was made in the name of faith as well».]


* Στυλιανός Χ. Τσομπανίδης [Tsompanidis Stylianos],
Η Συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών,
Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 68, 69.

Friday, April 23, 2010

Baynes & Moss:
Το Βυζάντιο, η υπεράσπιση της πίστης & η θεϊκή εύνοια προς το κράτος /
Byzantium, the protection of the faith, & the divine favour to the State


Image source / Πηγή εικόνας:
Chris McNab, The Roman Army: The Greatest War Machine
of the Ancient World
(2010, Osprey Publishing)

«Ποια ήταν τα στοιχεία δυνάμεως που διατήρησαν την αυτοκρατορία στην προσπάθεια επιβίωσής της; Μπορεί σύντομα να συνοψισθούν. Ίσως ο παράγων που αξίζει να καταλάβη την πρώτη θέση είναι η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα θελήσεως τού Θεού και ότι προστατεύονταν απ' Αυτόν και τον Υιόν του. Είναι αυτή η πεποίθηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξηγεί την εμμονή στην παράδοση, τον υπερβολικό συντηρητισμό στο Βυζάντιο. Προς τί οι καινοτομίες, όταν το κράτος είναι θεμελιωμένο στην εύνοια του Θεού; Ο αρχηγός μπορεί να ανατραπή όχι όμως και το πολίτευμα· κάτι τέτοιο θα ήτο πραγματική αποστασία. Η απολυταρχία παρέμεινε αμετάβλητη. Και έχοντας τη θέληση του Θεού εξασφαλισμένη ο βυζαντινός ηγεμόνας και το βυζαντινό κράτος ήταν και οι δυο υπερασπιστές της πίστεως. Για το Βυζαντινό η ιδέα των σταυροφοριών αναπτύχθηκε νωρίτερα απ' ό,τι στη Δύση, γιατί, είτε ο πόλεμος γίνονταν με τους Πέρσες είτε αργότερα με τούς Άραβες, οι εχθροί ήταν όμοια άπιστοι, ενώ το σήμα, που έφερναν στο κεφάλι οι στρατιωτικές δυνάμεις του Βυζαντίου, ήταν μια χριστιανική εικόνα —κατά καιρούς μια από εκείνες τις ιερές παραστάσεις, που δεν είχαν ζωγραφηθή ποτέ από ανθρώπινο χέρι. Ο Βυζαντινός έκανε μάχες για χάρη του Θεού των Δυνάμεων και μπορούσε να βασίζεται σε υπερφυσική βοήθεια. Τη ψυχολογική δύναμη μιας τέτοιας πεποιθήσεως, όπως αυτή, ο σύγχρονος μελετητής πρέπει να αναζητήση να την συλλάβη φανταστικά —και τούτο δεν είναι εύκολο».

«What were the elements of strength which sustained the Empire in its saecular effort? They may be briefly summarized. Perhaps the factor which deserves pride of place is the conviction that the Empire was willed by God and protected by Him and by His Anointed. It is this conviction which in large measure explains the traditionalism, the extreme conservatism of East Rome: why innovate if your State is founded on Heaven's favour? The ruler may be dethroned, but not the polity; that would have been akin to apostasy. Autocracy remained unchallenged. And, with God's approval secure, the Byzantine Sovereign and the Byzantine State were both Defenders of the Faith. To the Byzantine the Crusades came far earlier than they did to the West, for whether the war was waged with Persia or later with the Arabs, the foes were alike unbelievers, while the standard which was borne at the head of the East Roman forces was a Christian icon—at times one of those sacred pictures which had not been painted by any human hand. The Byzantine was fighting the battles of the Lord of Hosts and could rely upon supernatural aid. The psychological potency of such a conviction as this the modern student seek imaginatively to comprehend—and that is not easy».


* Baynes H. Norman & Η.St.L.B. Moss,
Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό
[original/πρωτότυπο:
Byzantium, An Introduction to East Roman Civilization,
Oxford at The Clarendon Press. 1953. First pub. 1948. 1953, p. xxi,
(English/Αγγλικά PDF)],
8η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2004, σσ. 24, 25.

Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ: Βία & μίσος, μη βία & αγάπη /
Martin Luther King Jr.: Violence and hatred, non-violence & love


  • I submit that an individual who breaks a law that conscience tells him is unjust, and who willingly accepts the penalty of imprisonment in order to arouse the conscience of the community over its injustice, is in reality expressing the highest respect for the law.
  • In the end, we will remember not the words of our enemies, but the silence of our friends.
  • Returning violence for violence multiplies violence, adding deeper darkness to a night already devoid of stars... Hate cannot drive out hate: only love can do that.
  • Nonviolence is the answer to the crucial political and moral questions of our time; the need for mankind to overcome oppression and violence without resorting to oppression and violence. Mankind must evolve for all human conflict a method which rejects revenge, aggression, and retaliation. The foundation of such a method is love.
  • Injustice anywhere is a threat to justice everywhere.
  • The ultimate measure of a man is not where he stands in moments of comfort and convenience, but where he stands at times of challenge and controversy.


  • Υποστηρίζω ότι ένα άτομο που παραβαίνει ένα νόμο τον οποίο η συνείδησή του τού υπαγορεύει ότι είναι άδικος, και ο οποίος πρόθυμα αποδέχεται την ποινή της φυλάκισης έτσι ώστε να εξεγείρει τη συνείδηση της κοινότητας σχετικά με την αδικία που εκείνη διαπράττει, είναι στην πραγματικότητα έκφραση του υψηλότερου σεβασμού για το νόμο.
  • Στο τέλος, θα θυμόμαστε όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας.
  • Η ανταπόδοση της βίας με τη βία πολλαπλασιάζει τη βία, προσθέτει βαθύτερο σκοτάδι σε μια ήδη άναστρη νύχτα... Το μίσος δεν μπορεί να απομακρύνει το μίσος: μόνο η αγάπη μπορεί να το πετύχει αυτό.
  • Η μη βία είναι η απάντηση στα κρίσιμα πολιτικά και ηθικά ζητήματα της εποχής μας· η ανάγκη της ανθρωπότητας να ξεπεράσει την καταπίεση και τη βία χωρίς την προσφυγή σε καταπίεση και βία. Η ανθρωπότητα πρέπει να αναπτύξει για όλες τις ανθρώπινες συγκρούσεις μια μέθοδο η οποία απορρίπτει την εκδίκηση, την επιθετικότητα, και την ανταπόδοση. Το θεμέλιο μιας μεθόδου αυτού του είδους είναι η αγάπη.
  • Η αδικία οπουδήποτε αποτελεί απειλή για τη δικαιοσύνη παντού.
  • Το ύψιστο μέτρο για τον άνθρωπο δεν είναι η στάση που τηρεί  σε κατάσταση άνεσης και βολικότητας, αλλά η στάση που τηρεί σε στιγμές πρόκλησης και αντιπαράθεσης.

* Sayings by Martin Luther King Jr. / Λεγόμενα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ.

Πλωτίνος: το φιλοσοφικό του σύστημα /
Plotinus: His philosophical system


Το πλωτινικό φιλοσοφικό σύστημα θεωρείται μονιστικό, γιατί, σύμφωνα με αυτό, ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά απορροών από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης, όπως θα δούμε, παρέχει ύπαρξη στην Ύλη.

Κεντρικός άξονας, λοιπόν, στη σκέψη του είναι η οντολογική ιεράρχηση του σύμπαντος σε τέσσερις υποστάσεις. Στην κορυφή βρίσκεται το Εν, η αρχή των πάντων και επέκεινα του όντος, στο οποίο καταλήγουν όλα. Το Εν το ονοματίζει και Πρώτο, Αγαθό ή Θεό και Υπέρκαλον, όχι λόγω της υπερβολικής ομορφιάς του αλλά διότι ίσταται υπεράνω του κάλλους. Συνεπώς, ο Νους και η Ψυχή, ακόμη και η ίδια η Ύλη, πηγάζουν κατά τον Πλωτίνο από αυτή την ακίνητη πρωταρχή, δηλαδή το Εν, το οποίο δεν είναι ενέργεια αλλά δημιουργεί χωρίς να κινείται. Το γεγονός, βέβαια, πως το Εν δημιουργεί και γεννά τα πάντα δίχως να είναι ούτε κινούμενο ούτε στάσιμο, χωρίς να προσδιορίζεται από χωροχρονικές ιδιότητες, οφείλεται στην πληρότητα και στην τελειότητα του. Επιπλέον το Εν δεν έχει καμία σωματική ιδιότητα, γιατί είναι απεριόριστο και άπειρο. Δεν έχει όμως και καμία πνευματική ιδιότητα, δηλαδή δεν έχει νόηση ούτε βούληση. Ασφαλώς, το γεγονός ότι το Εν δεν γιγνώσκει, δεν σημαίνει ότι αγνοεί. Απλώς δεν γνωρίζει κάτι άλλο από αυτό το ίδιο. Το Εν είναι απαλλαγμένο από την ανάγκη να σκεφθεί και σαφώς δεν γνωρίζει με τη συνήθη έννοια που γνωρίζουμε εμείς. Τα έχει όλα μπροστά του σε αιώνια όψη και δεν χρειάζεται να σκεφθεί, γιατί έχει άμεση γνώση των πάντων.

Η πρώτη απόρροια του Ενός είναι ο Νους. Πρόκειται για την εικόνα του Ενός που προκύπτει από τη στροφή του Ενός προς αυτό το ίδιο. Στον Νου εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πολλότητας και της ετερότητας. Η εμφάνιση αυτή όμως δεν είναι παρά νοητή, και συνίσταται στις ιδέες, στις νοητές ουσίες, οι οποίες ως όλον συνιστούν τον Νου και θα συντελέσουν στη δημιουργία του κόσμου. Ο Νους στον Πλωτίνο φιλοξενεί τις Ιδέες, αντίθετα με τη θεωρία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και ελεύθερες οντότητες.

Επειδή όμως ο Νους είναι τέλειος, πρέπει να γεννήσει και αυτός κάτι άλλο (σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Πλωτίνου, οτιδήποτε είναι τέλειο παράγει αυτόματα και κάτι άλλο). Το γέννημα αυτό είναι η Ψυχή. Η ψυχή βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στον Νου και στον επιστητό κόσμο. Φωτίζεται δηλαδή από τον Νου αλλά επηρεάζεται και εξαρτάται από τον υλικό κόσμο. Αυτή η ίση απόσταση της από τον νοητό και τον υλικό κόσμο είναι και η αιτία του μερισμού και της διχοτόμησης της. Από τη μια πλευρά δηλαδή προσφεύγει στον νοητό κόσμο, όπου διατηρεί την ενότητα της, αλλά από την άλλη έλκεται από το σώμα, εμπλέκεται μαζί του και επιμερίζεται. Εντούτοις, η ψυχή ποτέ δεν λησμονεί την ουράνια και ασώματη ζωή της, παρά τη λαγνεία και τη μέθη που προκαλούν τα πάθη της επίγειας ζωής.

Η Ύλη είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας, γι' αυτό και η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασης της από το Εν. Η ύπαρξη της συνίσταται στη διείσδυση της ψυχής μέσα της. Συνεπώς, πριν συμβεί αυτό, η ύλη είναι ανύπαρκτη, είναι μη ον. Οταν λοιπόν η δημιουργική ψυχή εισέρχεται μέσα της, αποκτώντας ταυτόχρονα μορφή, η ύλη δεν χάνει ουσιαστικά την ιδιότητα της, όπως δεν χάνει την ιδιότητα του το θήλυ, όταν λαμβάνει τον σπόρο του άρρενος. Η κάθοδος της ψυχής προς το σώμα, δηλαδή την ύλη, σηματοδοτεί την είσοδο της στον αισθητό κόσμο. Η ύλη λοιπόν αυτή καθεαυτή θεωρείται έννοια αρνητική και κακή, γιατί στερείται «την αρετή, το κάλλος, τη σοφία, τη μορφή, την ποιότητα».

Συνεπώς, προορισμός κάθε ανθρώπου είναι η λύτρωση και ο καθαρμός της ψυχής του. Το εγχείρημα αυτό βέβαια - η άνοδος της Ψυχής προς το Εν - είναι δύσκολο. Απαιτείται εγκατάλειψη των γήινων και φθαρτών και στροφή προς τον νοητό κόσμο και το Εν. Οι ιδέες ασφαλώς είναι άπειρες και θεωρούνται ουσίες, απαραίτητες για τη σκέψη και τον λόγο του ανθρώπου, δεν αποτελούν όμως τον τελικό προορισμό και τον απόλυτο στόχο. Αυτός υλοποιείται μόνο με τη θέα της πρώτης αρχής μέσω της έκστασης, της αποφυγής δηλαδή των ανθρωπίνων και της σύλληψης ενός κάλλους ανύπαρκτου, που ενδημεί επέκεινα των νοητών, στη σφαίρα του Ενός. Για τον Πλωτίνο, ουσιαστικά είναι η έκσταση εκείνη που συμβάλλει στην όραση του Ενός και στη σύλληψη ενός ύψιστου κάλλους. Κάτι αντίστοιχο είχε βιώσει και ο Πλωτίνος, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη ηρεμία, δεν είχε κανένα αίσθημα και καμία επιθυμία και αποστρεφόταν τα ωραία πράγματα, γιατί ακριβώς τα είχε υπερβεί. Άφηνε πίσω του όχι μόνο τον κόσμο της εμπειρίας αλλά και όλα τα νοήματα, τις ιδέες, γιατί δεν γνώριζε απλώς τον Θεό, τον ζούσε και συγχωνευόταν μαζί του. Ο άνθρωπος, βέβαια, πρέπει να καταβάλει ο ίδιος προσπάθεια, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιος μιας τέτοιας ένθεης κατάστασης. Πρέπει να αποσείσει κάθε αισθησιακότητα και κάθε άλλη δική του βούληση. Είναι ανάγκη να ξεφύγει από τις επιμέρους σχέσεις που τον καθορίζουν και να ξαναγυρίσει στην καθαρή, στην απλή ουσία του. Αυτή ακριβώς η απλότητα καθιστά την ψυχή ομοούσια του θείου. Μόνο εάν ο άνθρωπος υψωθεί ως τη θεότητα θα συμμετάσχει στη θεϊκή θεωρία. Δυστυχώς, στην επίγεια ζωή αυτή η κατάσταση διαρκεί μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό συμβαίνει γιατί η απροσδιοριστία του Ενός προξενεί φόβο στην ψυχή, εξαιτίας της πεπερασμένης φύσης της. Η έκσταση, λοιπόν, είναι στιγμιαία, αλλά μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά η ψυχή χάνει την ετερότητα της και κάθε μέρος της εφάπτεται, γίνεται ένα με το Εν».


* Σόφια Ρούσου,
«Πλωτίνος Ο ιδρυτής της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας» * ,
περιοδικό Ιστορικά Θέματα,
Τεύχ. 92. Φεβρουάριος 2010.

Wednesday, April 21, 2010

Διωγμοί Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Σοβιετική Ένωση / Persecution of Jehovah's Witnesses in Soviet Union



CHAPTER 12   JEHOVAH'S WITNESS

«After living with the inmates of the penal camp, I realized how few were in for political reasons. Most of the women were in the camp for religious "crimes." The Constitution states that there is freedom of religion in the Soviet Union, a half-truth which applies only to the large churches. In the main churches there is usually an official pastor, whose sermons are subject to state censorship. He is permitted to express from the pulpit only state-approved views. For example, on June 14, 1941 Stalin began the first wave of massive deportations of Latvians. In the free world this day is observed as a national day of mourning. If a pastor in Latvia were to mention these deportations during a sermon, he would be sentenced for "distortion of Soviet reality." After serving his sentence he could labor at a collective farm, but he would never again be allowed onto the pulpit.

One of the most persecuted religious groups in the Soviet Union is the Jehovah's Witnesses most of whom live in the former Romanian territory of Moldavia in the Ukraine and in the Irkutsk region of Siberia. Founded in 1872 by Charles Taze Russell in Pittsburgh, the Jehovah's Witnesses are headquartered in Brooklyn, New York. The Soviet Jehovah's Witnesses receive their religious literature from Brooklyn illegally since its Importation into the Soviet Union is strictly forbidden. In fact, literature from Brooklyn arrives regularly, in good shape and in large quantities through unofficial and well-organized channels, not only in many cities, including Siberia, but even in the penal camps of Potma. This fact distressed the camp authorities. No one could understand how this land of barbed wire and limited human contact could be penetrated by forbidden literature-and from the United States at that!


After the search was over, the inmates were allowed to return


Many Jehovah's Witnesses receive ten years of hard labor merely for having a few issues of the magazine Watchtower in their apartments. Since people are arrested for possession of these writings, the anxiety and exasperation of the administration over the presence of this literature in camp is understandable. No one has discovered how it gets into the camp. After all, following conviction, every prisoner is stripped of all clothing and completely searched. On arrival at the camp each prisoner is thoroughly searched again, down to the last seam. Suitcases are searched for double bottoms. No stranger is allowed into the camp without good cause. When inmates are let out of the camp zone for work in the fields, they are surrounded by armed guards and no one is permitted to approach them. A thorough search of each prisoner is made when they return to the camp in the evening. But despite this surveillance, the Brooklyn literature finds its readers.
In the camp the Jehovah's Witnesses were the most disadvantaged because they were under constant surveillance. If more than three of them gathered, they were ordered to disperse. The camp authorities maintained a list of festivals I honored by each religion. On one Jehovah's Witnesses holiday armed soldiers were brought in and positioned nearby to wait for the services to begin. Their services began with singing hymns outdoors. Previously organized, the women gathered rapidly, one gave the pitch, and all began to sing. Before the hymn was finished, the camp gates opened and the soldiers and the camp director marched in. The director approached the singing women and ordered them to disperse. They ignored her and continued to sing. Then the director raised her voice and shouted, "I order you to disperse!" No results. "Whom am I ordering?" Still no reaction. 'The Jehovah's Witnesses sang louder. Then the camp director went up to the head of the soldiers and spoke with him quietly; she shrugged and returned to the women. "I am warning you for the last time, get moving at once. You are breaking camp regulation. You know singing is not allowed in the camp." No response. The camp director stood helplessly and listened.
The women disregarded the director, finished one hymn, and started another. The director could hardly contain herself, bit her lip, and darted infuriated looks. "I will give orders to shoot," she threatened. No reaction came from the women, who looked entranced, even blissful, standing close to each other singing. I decided that the soldiers armed with machine guns were present merely to intimidate the women. If the order to shoot came, it would be to shoot above their heads. But that did not happen. When the women finished singing their three hymns, they left without even glancing at the director, as if nothing had happened.
The Jehovah's Witnesses were mainly young women with a few older ones serving second sentences. First sentences ranged from live to seven years, while second sentences were ten years. All Jehovah's Witnesses, except for the Group II disabled, worked at all camp lobs, mainly in the serving division. After work, during rest periods, they regularly recited Bible verses. The more capable ones also studied foreign languages - French, English, and German-in order to translate the religious literature for those who did not understand. It was because of the Jehovah's Witnesses that the camp was so frequently searched. No matter how carefully they hid their scraps of paper with biblical quotations and excerpts from their translations, the authorities always found something.
Often, especially after dark, guards loitered outside the windows to observe what the Jehovah's Witnesses were doing in their beds. If they noticed anyone writing or reading from a scrap of paper, the guards rushed in to tear the paper from the girl's grasp. Often they found only a letter to a relative.
Several times a year the authorities carried out what were known as major raids. Although they always took place on Sundays, no one could predict them. I recall one typical raid when the guards burst through the gates, ran into the various sections and barred all the exits. "With bedding to the work zone!" they ordered. Everyone, ill or well, picked up her bedding and moved. By the gate the women guards shook all the sheets one by one and searched pockets and bodies from head to foot. When the body searches were completed, all inmates were herded into the work zone. Each put down her bedding sat on it and waited. Conversations were strained. As soon as all the inmates were in the work zone, the camp was thoroughly searched, often for several hours.
After the search was over, the inmates were allowed to return and tidy up the sleeping area. Once after such a search, the camp director called me into her office. I was surprised, knowing that no clandestine papers were among my things. The director, Anna Aleksejevna, spread five issues of Watch-tower before me. They were written in different languages, but the director, although a teacher by training, did not recognize the languages. I had never seen the magazine and wanted to read, which I knew would not be allowed. Therefore, I said, "All right. Let me look closely at the spelling. You know, the European languages are so much alike that I could make a mistake. And I want to be accurate." While I was speaking I had already read a few sentences in the German copy. One verse stuck in my memory: "Be harmless as a dove and wise as a serpent." I have often thought about this sentence which is not bad advice for people who have to survive in the Soviet Union.
When I stopped reading because the director was becoming suspicious, I placed the magazines into three piles and declared, "These two are in English, those two are in French, and this one is in German." The director was delighted, since she could mention the languages of the confiscated magazines in her report. The magazines had been found buried in the flower beds, but how they had come into the camp zone, no one knew.
One day while working in the field I could not stand up. I felt such sharp pain in my spine that I could not move. The guard was notified, he passed the message on to the mobile guards, and by the time the work day ended, a horse and a cart arrived. The Jehovah's Witnesses gently lifted me into the cart, lifted me out at the gate and carried me inside the zone, into my barracks and placed me in my bed. All through my sickness they were diligent nurses. I could not have wished for better care, especially under camp conditions. Every one of them should have studied medicine and worked with the seriously ill in hospitals. The severe shortage of nursing personnel in the Soviet Union amounts to an emergency. The wages are so low that it is only possible to recruit chronic alcoholics who are not tolerated anywhere else. Consequently, patients in hospitals receive practically no nursing care.
Jehovah's Witnesses consider it their duty to help everyone, regardless of religion or nationality. As no one ever nursed and pampered me like these young women, I found it almost difficult to accept. While nursing me, they sat at my bedside for hours trying to convert me. Although I said that I had been christened and had my own faith, they explained that it was their duty to she theirs. In contrast to the rest of the inmates, I was more patient, and was interested in hearing their proselytization. Considering their educational level, they knew their subject well and knew many Bible verses by heart.
One woman who had been a member for four years was struggling. She explained, "I lost my house in a fire, and my two children died. I had a difficult time. Then the sisters consoled me and preached their faith. I accepted and two years later I was arrested. Now God is testing my faith."
I asked, "And you don't regret having accepted the faith for which you now must sit in prison?"
"What can he done? Everything happens according to God's will. If we must suffer here, that is because of our sins," she sighed.
I continued, "I do not think the Soviet labor camps are for penance; they are punitive camps where the Party puts people for thinking differently from the government. All of you are in prison not because you believe, but because you preach and try to convert. If you sat at home alone and prayed quietly to God, no one would ever find out or take you to court."
"That is true, But it is our duty to preach and gain new brothers and sisters. We should not be so egotistical to prepare only ourselves for the millennium on earth. All people should be informed so they can live in it. If someone refuses, that is their own business."
Several of the Jehovah's Witnesses told me about events that occurred in connection with their faith. I wondered where they found the strength and energy to carry out such risky and complicated activities. For example, a clandestine printing press was discovered in Irkutsk where translated literature was printed in Russian, in order to reach greater masses of people.
One of the women volunteered, "I don't tell anyone that I speak German. I know you do and we could talk to each other in German."
"Fine. In fact I prefer German to Russian."
"Did you know I was in Germany," she asked.
I was not particularly surprised, as several people had been to Germany. To continue the conversation I asked, "Long ago?"
"It was about ten years ago, when I went to the Netherlands to attend the international conference of the Jehovah's Witnesses."
"Really? But where did you get the necessary documents for the trip?"
"You think I traveled with documents? Without documents! I crossed the border on foot and traveled to Holland. I returned on foot. Besides, I had a large pile of literature to carry back." I looked at her in disbelief. "What do you say to that?" she asked after seeing my astonishment.
"And you went alone?"
"I went alone, but God was with me everywhere."
"But that's incredible!"
"It sounds unbelievable, but it happened, not once, but twice!"
"Both times without documents?"
"Yes. Both times on foot across the border and back."
"If that's true, then God must have guided you across the border."
"Yes, my dear, such is God's power. To make the visible invisible, to make the audible inaudible, and much more."
"But power in your faith is enormous. Without faith, you would never have dared to take such a risk."
"Without a doubt, that too," she agreed.
I remember, too, another conversation I had with the Jehovah's Witnesses about the gods. They insisted that there were two gods, Jehovah and another, whom Jehovah would fight. No matter how hard they tried, using modern science, chemistry, and the newest findings in physics, they could not prove the existence of the other god to me. Despite our disagreement, I found these women, with a few exceptions, good, charitable, virtuous, and extraordinarily strong in their faith.
Then the Jehovah's Witnesses were suddenly and unexpectedly assailed by the tempter, the devil. The Cheka discovered a new method, never before tried, whereby they hoped to eradicate the Jehovah's Witnesses: by discovering their leaders. The task was difficult, but not Impossible. One by one these leaders were taken to Saransk, the capital of Mordovia. Like any larger city, Saransk had stores, theaters, and other attractions. Two Chekists would take a woman, half-staved for years in hard labor camps, to a grocery or restaurant and tell her, "Choose whatever you like. We will buy it for you." When the woman proudly refused, saying that she did not need anything she was taken to a department store and again offered anything. "Then they would say, "Since you do not want anything at least have some ice cream," which would be brought to her. The woman would reply, "Thank you. I don't eat ice cream," and would not accept it. "Perhaps you would like to see a movie or a play?" the Chekist would offer, showing his ignorance, because Jehovah's Witnesses never attended the movies that were occasionally brought to the camp and shown to the inmates in the dining room. The woman was kept for a few weeks in the Saransk Cheka where they tried to convince her to leave the group, with the promise of immediate release from prison. When the Chekists accepted their failure, the victim was returned to camp. After a while another one was taken away.
Upon returning to camp, everyone told the same story. It was horrible to tempt people who had already suffered such a long time. To show people, who haven't eaten well for years, shelves of fresh bread, cakes, cookies and other goodies, is actually torture. Only one woman, a young Moldavian, did succumb. No one ever found out exactly how it happened as she never told anyone. Like the others, she was suddenly taken away with her belongings. Before she left, the other women told her what to expect and gave her sound advice. Even so, the young Moldavian was unexpectedly released, despite a remaining five year sentence. Perhaps she wanted to live and could not endure. Possibly she was taken home from which it was impossible to leave. Nevertheless, if she was free to go home, she had also been forced to renounce her faith and to promise in writing and on tape never to return to her religion.
After about half a year this same woman reappeared in the camp, recuperated, well fed, and accompanied by two Chekists. She came not as an inmate, but as a lecturer. She wore a cherry-colored woolen suit, in bad taste but expensive, black patent leather shoes and a matching handbag. The Jehovah's Witnesses were visibly upset. Work in the sewing division stopped and everyone was called to the living section. There, sitting at the head of the table, the former sister delivered a lecture.
She explained that when she accepted the faith she was not aware of what she was doing. She regretted having convinced women in the Moldavian villages of the existence of Jehovah. She regretted having been responsible for ruining so many families. Convinced of her error, she now felt it her duty to lead her former sisters back to real life. She lectured for several hours. She cried. Yet her former sisters viewed her with scorn.
This experience was both upsetting and depressing. That afternoon no one in the camp laughed. Everyone was involved in her own thoughts. No matter how they tried to conceal their feelings, the Jehovah's Witnesses were terribly concerned. I wondered why this display was necessary. Was anything gained by it? It was an empty performance for which the administration could draw a check mark on their calendar to indicate that their regular hounding of the religious inmates had been performed. Perhaps the Chekists thought it ingenious; perhaps they imagined that the women would line up to denounce their faith. However, the Chekists achieved the opposite effect.
At that time one Jehovah's Witness began to study the laws from the Criminal code and wrote to the All-Soviet Prosecutor's office. After months of study she had discovered that all of them were tried incorrectly for "agitation against the state." Thus their highest penalty could not exceed three years. As soon as the women heard this, they wrote to the courts that they received seven and ten instead of the three years. One's unnecessary years in prison became the only topic of discussion. One woman spent six extra years. In three or four months every sister who wrote to the court was informed that her penalty, reclassified according to a different section of the law, was now reduced to three years. All of them had already spent four or more years in prison. No one offered compensation for the surplus years, no one apologized or asked forgiveness.
It is difficult to imagine another country where the courts could make such an enormous mistake. Because of the misapplication of the clause, hundreds of people were Imprisoned for seven and ten years (with another ten years for second offenders), instead of for three years. Women were serving their second decade for nothing but their faith! Within a year, camp # 17-A had no more Jehovah's Witnesses inmates.
Since they could no longer he classified as "particularly dangerous state criminals," but as ordinary social criminals, Jehovah's Witnesses were placed in camps for criminals. Physically, life was easier for them. Living conditions and food were better. However morally their lives were more difficult because they quickly became objects of ridicule and entertainment for some inmates. At the same time, they continued to proselytize and discovered other inmates ready to accept their faith. There is one tragic footnote to this story: All the Jehovah's Witnesses were released, except one. Because she almost completed her second ten-year term, there was no reason to write. She did not finish serving her time, though, because she died exactly ten days before her release. Agitated, she counted the days until freedom when she would again be among her relatives. The excitement was too much for her heart. In contrast to the women who walked out through the gate, this one was carried out in a coffin made of crude boards. No one knows where she was buried. No matter how hard relatives try, bodies are not released to them».
[«Αφού έζησα με τις φυλακισμένες στο ποινικό στρατόπεδο, αντιλήφθηκα πόσο λίγες  από αυτές ήταν μέσα για πολιτικούς λόγους. Οι περισσότερες γυναίκες βρίσκονταν στο στρατόπεδο για θρησκευτικά "εγκλήματα". Το Σύνταγμα αναφέρει ότι υπάρχει ελευθερία θρησκείας στη Σοβιετική Ένωση, μια μισοαλήθεια αφού εφαρμόζεται μόνο στις μεγάλες εκκλησίες. Στις κύριες εκκλησίες υπάρχει συνήθως ένας επίσημος ποιμένας, του οποίου οι ομιλίες υπόκεινται σε λογοκρισία. Επιτρέπεται σε αυτόν να εκφράσει από άμβωνος μόνο τις απόψεις που είναι εγκεκριμένες από το κράτος. Για παράδειγμα, στις 14 Ιουνίου 1941 ο Στάλιν ξεκίνησε το πρώτο κύμα μαζικών εξορισμών Λιθουανών. Στον ελεύθερο κόσμο αυτή η μέρα αποτελεί επέτειο πένθους. Αν κάποιος ποιμένας στη Λιθουανία επρόκειτο να αναφέρει σε ομιλία του αυτούς τους εξορισμούς, θα καταδικαζόταν για "διατάραξη της σοβιετικής τάξης". Μετά την έκτιση της ποινής του θα μπορούσε να εργαστεί σε κάποια συλλογική φάρμα, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να του επιτραπεί να ανεβεί στον άμβωνα.

»
]


* Helene Celmina,
Women in Soviet Prisons
[Οι Γυναίκες στη Σοβιετική Ένωση],
Chapter12: Jehovah's Witnesses,
Paragon House Publishers, 1985.

Διωγμοί Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ναζιστική Γερμανία /
Persecution of Jehovah's Witnesses in Nazi Germany


Μάρτυρες του Ιεχωβά μη ψηφίσαντες οδηγούνται διά των οδών τής
πόλεως προς εξευτελισμόν.


ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΣ ΕΝΕΚΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Ελάβομεν ειδήσεις περί ενός ενδιαφέροντος περιστατικού εις το Σαξωνικόν χωρίον Νίδερ σλέμα-Τζβίκου. Εις το μέρος αυτό όσοι είχον το δικαίωμα ψήφου εψήφισαν εκτός ολίγων σοβαρώς ασθενών και 6 Σπουδαστών της Γραφής [προηγούμενη ονομασία των Μαρτύρων του Ιεχωβά]. Οι τελευταίοι έδωκαν εξηγήσεις ότι δεν έλαβον μέρος εις τας εκλογάς διότι είχον αντιρρήσεις εκ λόγων συνειδήσεως. Εις το Λιχτεστάιν Κάλιμπεργκ της αυτής επαρχίας υπήρχον επίσης πολλοί Σπουδασταί των Γραφών οίτινες δέν εψήφισαν. Άνθρωποι της S.Α. [ενν. η Sturmabteilung] τούς ωδήγησαν με πυρσούς εις τας χείρας των διά μέσου της πόλεως φέροντας πινακίδας αι οποίαι έγραφον περί της πράξεως των. 
[CONSCIENTIOUS OBJECTIONS OF THE BIBLE STUDENTS
An interesting incident was reported from the Saxon village Niederschlema-Zwiekau. In this place all those entitled to vote did so with the exception of a few people seriously ill–and of six Bible Students [i.e. Jehovah's Witnesses]. The latter explained that they stayed away from the election because they had conscientious objections, in Lichtenstein-Callnberg, in the same district, there were also several Bible Students who did not vote. S.A. men led them with torches in their hands through the town and they carried notices which duly advertised their course of action.]


«Είμεθα προδόται της Χώρας δεν εψηφίσαμεν»

Λιχτενστάιν Κάλιμπεργκ.—Κατά το πέρας των εκλογών του Ράϊχσταγ και του δημοψηφίσματος άνθρωποι της S.A. ωδήγησαν 7 μη ψηφίσαντας (Σπουδαστάς της Γραφής) διά των οδών της πόλεως, έκαστος των οποίων έπρεπε να φέρη πυρσόν. Πέριξ του τραχήλου των έθεσαν σημείωσιν δεικνύουσαν την προδοσίαν των. Εις την αγοράν oι άνθρωποι διετέθησαν εχθρικώς προς αυτούς αφού τους ηνάγκασαν να φωνάζουν δυνατά και καθαρά τα ονόματα των. Η αστυνομία διέταξε να συλληφθούν και οι επτά, επειδή υπήρχε κίνδυνος νά εκδηλώση το πλήθος την έξαψίν του μεταχειριζόμενον βίαν κατ' αυτών.
[Liehtenstein-Callnberg.—At the close of the Reichstags election and the plebiscite S.A. men led seven non-voters (Bible Students) through the streets the city; each one had to carry a torch. They had put a notice around their neck to mark their treason. On the market place the people took a hostile attitude towards them after they had been forced to call out aloud and plainly their names. The police ordered all seven to be arrested, as there was danger of the crowd’s manifesting their excitement by committing acts of violence against them.]

* Αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής όπως παραθέτονται στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών, στην ελληνική και στην αγγλική έκδοση αντίστοιχα.


Ελληνική έκδοση:
Ο Χρυσούς Αιών
[The Golden Age, Greek edition],
«Οι Διωγμοί εις την Γερμανίαν»
Τύποις Χαλκιοπούλου, Αθήναι,
(Αρ. 17) Σεπτέμβριος/September 1934, pp./σσ. 125, 127.

Αγγλική έκδοση:
The Golden Age,
«Persecution in Germany»
Golden Age Publishing Company Inc., New York,
(No. 381) 25 Απριλίου 1934, p. 457.

Tuesday, April 20, 2010

1Τι 3:16: "Ὃς ἐφανερώθη ἐν σαρκί" /
1Tim 3:16: "He was revealed in the flesh" (NRSV)



«In the hymn to Christ in 1 Tim. 3:16 [...] the original reading here was ὃς ἐφανερώθη (as in א* A* C* F G 33. 365 pc), i.e., in the uncial script ΟCΕΦΑΝΕΡΩΘΗ. Only a stroke needed to be added above ΟC, and the misreading of as (θεος) was almost inevitable (perhaps in a single step), with an enhancement of devotional overtones. The correction was made accordingly by later hands in א, A, and C: θεος is read by Xc Ac Cc D2 Ψ \mathfrak{M} vgms, and in a further stage (in 88 pc) the article ὁ was added».

[«Στον ύμνο προς τον Χριστό στην 1 Τιμ. 3:16 [...] η αυθεντική ανάγνωση εδώ ήταν ὃς ἐφανερώθη (όπως στα א* A* C* F G 33. 365 pc), δηλαδή, στη μεγαλογράμματη γραφή ΟCΕΦΑΝΕΡΩΘΗ. Μόνο μια παύλα χρειαζόταν να προστεθεί πάνω από το ΟC, και η παρανάγνωση τού ως (θεος) ήταν σχεδόν αναπόφευκτη (πιθανώς σε ένα και μόνο βήμα), ενισχυμένη από ευλαβικές προεκτάσεις. Η διόρθωση έγινε αντίστοιχα από μεταγενέστερους γραφείς στις א, A, και C: η λέξη θεος εμφανίστηκε στις Xc Ac Cc D2 Ψ \mathfrak{M} vgms, και σε μεταγενέστερο στάδιο (στο 88 pc) προστέθηκε το άρθρο ὁ».]

* Kurt Aland & Barbara Aland,
The text of the New Testament: an introduction to the critical editions and to the theory and practice of modern textual criticism
[Το κείμενο της Καινής Διαθήκης: εισαγωγή στις κριτικές εκδόσεις και στη θεωρία και πρακτική της σύγχρονης κριτικής κειμένου],
translated by/μετάφραση του Enroll F. Rhodes, p./σ. 283.


Νεοπλατωνισμός / Neo-Platonism


NEO-PLATONISM
«The founder of Neo-Platonism is Plotinus (ca.205–270 CE). From their base in Alexandria, the Neo-Platonists came to exert an enormous influence on the intellectual traditions of Rome and, later, Christianity. With his doctrine of the trinity (The One, The Intellect, and The Soul), Plotinus bridges the gap between Plato’s Theory of Forms (the One is the ultimate form equivalent to the Good, the world has reality only because it shares in the Forms) and Christian theology. What Christian scholars took from Plotinus was the idea that the body is essentially unimportant. What matters is the nurturing of the Soul, with the aim of reaching God, the One. Attaining the One was a kind of ecstatic revelation».

[ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
«Ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού είναι ο Πλωτίνος (περ. 205-270 Κ.Χ.). Με βάση τους την Αλεξάνδρεια, οι Νεοπλατωνιστές κατάφεραν να ασκήσουν τεράστια επίδραση στις διανοησιακές παραδόσεις της Ρώμης και, αργότερα, του Χριστιανισμού. Με το δόγμα του περί τριάδας (Το Ένα, Ο Νους και Η Ψυχή), ο Πλωτίνος γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ της Θεωρίας των Μορφών του Πλάτωνα (το Ένα είναι η υπέρτατη μορφή που ισοδυναμεί με το Αγαθό, ο κόσμος υφίσταται μόνο λόγω του ότι συμμετέχει στις Μορφές) και της χριστιανικής θεολογίας. Αυτό που πήραν οι χριστιανοί λόγιοι από τον Πλωτίνο ήταν η ιδέα ότι το σώμα είναι ουσιαστικά ασήμαντο. Αυτό που έχει σημασία είναι η φροντίδα της Ψυχής, αποσκοπώντας στην προσέγγιση του Θεού, του Ενός. Η επίτευξή της ως προς τον Ένα αποτελούσε είδος εκστατικής αποκάλυψης».]

* Stephen Law,
Eyewitness Companions: Philosophy,
Dorling Kindersley Limited, 2007, p./σ. 29.

Monday, April 19, 2010

Κάρελ Βαν Ντερ Τορν:
Η δημιουργία του κανόνα της Εβραϊκής Βίβλου & η Σύνοδος της Ιάμνειας /
Karel van der Toorn:
The making of the canon of the Hebrew Bible & the Council of Jamnia


«The classic view of the history behind the biblical canon is the so-called three-stage theory developed in 1871 by the German scholar Heinrich Graetz and elaborated and disseminated in the works of Frants Buhl, Gerrit Wildeboer, and Herbert E. Ryle. It assumes that the Bible was canonized in three phases: first the Law (Hebrew tôrâ, also known as the five books of Moses, from Genesis through Deuteronomy), then the Prophets (Hebrew nßbî’îm, consisting of the former and the latter prophets; that is, the historical books and the prophetical collections), and finally the Writings (Hebrew kßtûbîm). The entire process took some 500 years and was brought to a close in 100 C.E. by a rabbinical meeting at Jamnia known in the literature as the Council of Jamnia; there the Jewish authorities reached an agreement on the boundaries of the canon.

Today this theory of canonization is no longer in favor with the scholarly community. Its fatal flaw is the alleged Council of Jamnia. A critical reading of the rabbinical sources has led most scholars to conclude that there never was a Council of Jamnia; it is a historical chimera of dubious Christian inspiration. Because the Council of Jamnia is not a historical detail but the cornerstone of the theory, its dismissal disqualifies the theory as a whole. The history of the canonization of the Hebrew Bible has to be written anew. Most biblical scholars are well aware of this challenge, but they are hardly of one mind about the way to handle it.»

[«Η κλασική άποψη για την ιστορία πίσω από τον βιβλικό κανόνα είναι η λεγόμενη θεωρία των τριών σταδιών η οποία αναπτύχθηκε το 1871 από τον Γερμανό λόγιο Χάινριχ Γκρετζ και η οποία επεκτάθηκε και διαδόθηκε στα έργα των Φραντς Μπουλ, Γκέριτ Βίλντεμποερ και Έρμπερτ Ε. Ρίλε. Υποτίθεται ότι η Βίβλος κανονικοποιήθηκε σε τρεις φάσεις: πρώτα ο Νόμος (στα Εβραϊκά τορά, γνωστή επίσης ως τα πέντε βιβλία του Μωυσή, από τη Γένεση ως το Δευτερονόμιο), κατόπιν οι Προφήτες (στα Εβραϊκά νεβιίμ, αποτελούμενο από τους πρώιμους και τους ύστερους προφήτες· δηλαδή, τα ιστορικά βιβλία και τις προφητικές συλλογές), και τελικά τα Συγγράμματα (στα Εβραϊκά κετουβίμ). Η όλη διαδικασία διήρκησε 500 χρόνια και έφτασε στο τέλος της το 100 Κ.Χ. από μια ραβινική συγκέντρωση στην Ιάμνεια που είναι γνωστή στη γραμματεία ως η Σύνοδος της Ιάμνειας· εκεί οι ιουδαϊκές αρχές κατέληξαν σε συμφωνία αναφορικά με τα όρια του κανόνα.

Σήμερα αυτή η θεωρία της κανονικοποίησης δεν υποστηρίζεται πλέον από την κοινότητα των λογίων. Η θανάσιμη αδυναμία της είναι η υποτιθέμενη Σύνοδος της Ιάμνειας. Μια κριτική ανάγνωση των ραβινικών πηγών έχει οδηγήσει τους περισσότερους λόγιους στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ποτέ Σύνοδος της Ιάμνειας· αποτελεί ιστορική χίμαιρα μιας αμφισβητήσιμης χριστιανικής έμπνευσης. Επειδή η Σύνοδος της Ιάμνειας δεν είναι ιστορική λεπτομέρεια αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος της θεωρίας, η απόρριψή της οδηγεί στον αποκλεισμό της θεωρίας στο σύνολό της. Η ιστορία της κανονικοποιήσης της Εβραϊκής Βίβλου πρέπει να ξαναγραφτεί από την αρχή. Οι περισσότεροι βιβλικοί λόγιοι είναι καλά ενήμεροι αυτής της πρόκλησης, αλλά δύσκολα μπορούν να συμφωνήσουν στον τρόπο αντιμετώπισής της».]


* Karel van der Toorn,
Scribal Culture and the Making of the Hebrew Bible

[Η Κουλτούρα των Γραφέων και η Δημιουργία της Εβραϊκής Βίβλου],
Harvard University Press, 2009, pp./σσ. 234, 235.

Κουρτ Άλαντ:
Η πρώιμη εκκλησία και η "συντέλεια του αιώνος" /
Kurt Aland:
The early church and "the end of the time of the world"


«In order to understand these reasons, it is necessary to visualize the condition of the church around the year 150. The early or primitive period was definitely over. Paul and the Twelve had blended, so far as most were concerned, into a unified group, and the tensions between them were forgotten. Christians were resigned to the fact that the Lord had not yet returned. First generation Christians had been firmly convinced that they would see the Last Day and they expected the end of the world at any moment. Even the fact that Christians were dying before the end came could not shake this expectation. The second generation continued in this conviction. Ignatius of Antioch declared, "The last times have come." Gradually, however, around the year 100, the change began to come. To be sure, the Epistle of Barnabas said: "Close at hand is the day." But 2 Clement said: "Thus we do not want to despair, but want to endure in hope . . . since we do not know the day of the appearance of God."

The Shepherd of Hermas suggested a solution to the problem of the Lord's failure to come: God had delayed the return of Christ in order to give Christians the opportunity for a second repentance through which they could wash away the sins committed since their conversion. Of course, this time of penitence was seen as having a limit; but once the theory that the time of the Last Judgment had been delayed was proposed, it soon took hold and found acceptance. Gradually the idea of a limited, final opportunity for repentance faded more and more into the background, until finally the conviction gained ground that Christ's return and the day of judgment would indeed take place, but in an indefinite future.

People no longer lived as if each day might be the last but began quite unconsciously to make themselves at home in this world. Hand in hand with that went a change in the standards applied to their own actions as well as those of others. The moral demands still remained quite rigorous, but they were no longer as absolute as they had been in the first decades. Also, the structure of the congregations underwent change».

[«Για να καταλάβουμε αυτούς τους λόγους, είναι αναγκαίο να οραματιστούμε την κατάσταση της εκκλησίας γύρω στο έτος 150. Η πρώιμη ή αρχαϊκή περίοδος είχε περάσει οριστικά. Ο Παύλος και οι Δώδεκα είχαν συγχωνευθεί, όσον αφορούσε τους περισσότερους, σε μια ενοποιημένη ομάδα, και οι εντάσεις μεταξύ τους είχαν ξεχαστεί. Οι Χριστιανοί είχαν αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Κύριος δεν είχε επιστρέψει. Η πρώτη γενιά Χριστιανών ήταν σταθερά πεπεισμένη ότι θα έβλεπαν την Ημέρα της Κρίσης και πρόσμεναν το τέλος του κόσμου ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και το γεγονός ότι κάποιοι Χριστιανοί πέθαναν πριν έρθει το τέλος δεν ήταν δυνατόν να διαταράξει αυτή την προσμονή. Η δεύτερη γενιά συνέχισε να έχει αυτή την πεποίθηση. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας δήλωσε: "Οι τελευταίες μέρες έφτασαν". Σταδιακά, όμως, γύρω στο έτος 100, άρχισε να συμβαίνει η αλλαγή. Πράγματι, η Επιστολή του Βαρνάβα λέει: "Πολύ κοντά είναι η μέρα". Αλλά η 2 Κλήμεντος λέει: "Συνεπώς δεν θέλουμε να απελπιζόμαστε, αλλά θέλουμε να υπομένουμε με ελπίδα ... καθώς δεν γνωρίζουμε την ημέρα της επιφάνειας [δηλ. φανέρωσης] του Θεού".

Ο Ποιμένας του Ερμά πρότεινε μια λύση στο πρόβλημα της διάψευσης του ερχομού του Κυρίου: Ο Θεός καθυστέρησε τον ερχομό του Χριστού ώστε να δώσει στους Χριστιανούς την ευκαιρία για μια δεύτερη μετάνοια μέσω της οποίας θα μπορούσαν να αποκαθάρουν τις αμαρτίες που διέπραξαν μετά τη μεταστροφή τους. Φυσικά, αυτή η περίοδος μετάνοιας θεωρείτο ότι είχε ένα όριο· αλλά από τότε που προτάθηκε η θεωρία ότι ο χρόνος της Ημέρας της Κρίσης είχε καθυστερήσει, σύντομα υιοθετήθηκε και έτυχε αποδοχής. Σταδιακά η ιδέα μιας περιορισμένης, τελικής ευκαιρίας για μετάνοια άρχισε να υποχωρεί όλο και περισσότερο, μέχρι που τελικά κέρδισε έδαφος η πεποίθηση ότι η επιστροφή του Χριστού και η μέρα της κρίσης θα λάβουν πράγματι χώρα, αλλά σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον.

Οι άνθρωποι δεν ζούσαν πια σαν να επρόκειτο η κάθε μέρα να είναι και η τελευταία αλλά άρχισαν κάπως ασυναίσθητα να εξοικειώνονται με αυτό τον κόσμο. Στενά συνδεδεμένο με αυτό ήταν η αλλαγή στα πρότυπα που είχαν σε σχέση με τις δικές τους πράξεις αλλά και των άλλων. Οι ηθικές επιταγές εξακολούθησαν να είναι αυστηρές, αλλά δεν ήταν πλέον τόσο απόλυτες όσο ήταν τις πρώτες δεκαετίες. Επίσης, η δομή των εκκλησιών υπέστη αλλαγές».]


* Kurt Aland,
Saints and Sinners: Men and Ideas in the Early Church
[Άγιοι και Αμαρτωλοί: Άνθρωποι και Ιδέες στην Πρώιμη Εκκλησία]
Translated by/Μετάφραση του Wilhelm C. Linss,
Fortress Press, pp./σσ. 62, 63.

Saturday, April 17, 2010

Βασίλειος Καισαρείας: Ομολογία της αμαρτίας κάποιου άλλου στον Επίσκοπο /
Basil of Caesarea: One's sin should be mentioned to the Bishop by the one who got to know it


Κανὼν οα': Περὶ τοῦ συνεγνωκότος τινὶ
τῶν προειρημένων ἁμαρτημάτων.

«Ὁ συνεγνωκὼς ἑκάστῳ τῶν προειρημένων ἁμαρτημάτων καὶ μὴ ὁμολογήσας, ἀλλ' ἐλεγχθεὶς, καὶ τοσούτου χρόνου εἰς ὅν ὀ ἐργάτης τῶν κακῶν ἐπιτετίμηται, καὶ αὐτὸς ἔσται ἐν ἐπιτιμίῳ».


[ Κανόνας 71: Σχετικά με εκείνον που γνωρίζει κάτι
σχετικά με τα αμαρτήματα που προαναφέρθηκαν

«Εκείνος που γνώριζε ότι κάποιος διέπραξε οποιοδήποτε από τα αμαρτήματα που προαναφέρθηκαν και δεν το ομολόγησε, αλλά ο οποίος αποδείχθηκε ένοχος, θα του επιβληθεί ποινή τόσης διάρκειας χρόνου όση επιβλήθηκε και σε εκείνον που έκανε τις κακές πράξεις».]


Ερμηνεία Πηδαλίου:

«Αφ' ού ο Άγιος είπε περί αμαρτημάτων Πρεσβυτέρων, Διακόνων και των λοιπών Εκκλησιαστικών, τώρα εις τούτον τον Κανόνα λέγει ότι, όποιος ηξεύρει ότι ούτοι πάντες αμαρτάνουσι, και δεν ομολογήσει τούτο μυστικώς εις τον Αρχιερέα δια να διορθώση αυτούς, ή και αυτός δυνάμενος να τους εμποδίση από την αμαρτίαν με μυστικήν υπόμνησιν, σκεπάζει τούτο και σιωπά, εάν ούτος, λέγω, φανερωθή μετά ταύτα, ότι ήξευρε μεν, εσιώπα δε και εσκέπαζε ταύτα, να κανονίζεται και αυτός εξίσου, τόσον καιρόν να απέχη της Κοινωνίας, όσον καιρόν εκανονίσθη και ο την εγνωσμένην υπ' αυτού αμαρτίαν ποιήσας. Όρα και τον κε' της εν Αγκύρα, και την υποσημείωσιν του γ' του Θαυματουργού Γρηγορίου».

Ψηφιοποιημένες ελληνικές συλλογές εντύπων /
Digitized Greek book collections



Friday, April 16, 2010

Greenberg & Τσαλαμπούνη:
Ο Ιούδας στις προευαγγελικές παραδόσεις / Greenberg & Tsalampouni:
Judas in Pre-Gospel Traditions




Ο Ιούδας στις προευαγγελικές παραδόσεις / Judas in Pre-Gospel Traditions

Είναι ένα από τα πρόσωπα που κυριάρχησαν κατά τις προηγούμενες μέρες στους ύμνους κυρίως (αλλά και στα ευαγγελικά αναγνώσματα) που ακούσαμε στην εκκλησία. Ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, που δε διστάζει να παραδώσει το διδάσκαλο. Με έναν τραγικό τρόπο είναι εκείνο το πρόσωπο, που συνδέθηκε στενά με το πρόσωπο του ιστορικού Ιησού. Κι όπως είχαμε σχολιάσει σε παλαιότερη ανάρτηση, ο εντοπισμός του ιστορικού Ιούδα είναι τόσο δύσκολος όσο κι εκείνος του ιστορικού Ιησού. Τους λόγους τους είχαμε αναφέρει παλαιότερα (εδώ). Σήμερα στην ιστοσελίδα The Bible and Interpretation έχει αναρτηθεί ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Προέδρου της Biblical Archaeology Society στη Ν. Υόρκη, Gary Greenberg.

O Greenberg στηρίζεται σε τρεις βασικές μαρτυρίες, του Παύλου (1 Κορ 11,23. 15,5), της Q (Μτ 19,28 // Λκ 22,29-30) και στο ευαγγέλιο του Πέτρου για να υποστηρίξει τη θέση ότι στις αρχαιότερες χριστιανικές παραδόσεις η μορφή του Ιούδα δεν είναι αρνητικά φορτισμένη, αλλά αντίθετα εξακολουθεί να θεωρείται ένας από τους 12 μαθητές. Αφετηρία των επιχειρημάτων του είναι οι παρατηρήσεις του Klassen σχετικά με το ρήμα "παραδίδωμι" με το οποίο συνήθως περιγράφεται η πράξη παράδοσης του Ιησού από τον Ιούδα στα ευαγγελικά κείμενα (από τις 120 φ. που απαντά το ρ. στην Κ.Δ. οι 44 συνδέονται με τον Ιούδα). Ο Greenberg ακολουθώντας τον Classen εκφράζει αμφιβολίες για το κατά πόσο η λέξη θα πρέπει να κατανοηθεί με την αρνητική δευτερεύουσα σημασία της ως "προδίδω". Τις επιφυλάξεις του τις στηρίζει στο γεγονός ότι στα δύο αρχαιότερα κείμενα όπου ο Παύλος φαίνεται να υπαινίσσεται τον Ιούδα δεν υπάρχει καμιά νύξη στην προδοσία. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για την Q. O Greenberg στην περίπτωση θεωρεί ότι το κείμενο του Ματθαίου, το οποίο κάνει λόγο για τους 12 θρόνους, όπου θα καθίσουν οι 12 μαθητές (κάτι που δεν αναφέρεται με τόση σαφήνεια στο παράλληλο του Λκ) είναι εκείνο που ακολουθεί πιστότερα την Q. Τέλος, το Ευαγγέλιο Πέτρου, για το οποίο ο Greenberg φαίνεται να υιοθετεί την άποψη ότι είναι αρχαιότερο του Μάρκου, δεν κάνει ουδεμία αρνητική αναφορά στο πρόσωπο του Ιούδα.
Στο τελευταίο μέρος του σύντομου κειμένου του ο Greenberg επαναλαμβάνει τις κεντρικές γραμμές της υπόθεσης που είχε διατυπώσει στο βιβλίο του The Judas Brief; Who Really Killed Jesus? (2007). Σύμφωνα με αυτό το σενάριο οι ιουδαϊκές αρχές φοβούμενες κάποια αναταραχή εξαιτίας του Ιησού κατά τις ημέρες των εορτών έκλεισαν μία μυστική συμφωνία μαζί του με την σύμφωνα επίσης γνώμη του Πιλάτου. Σε αυτές τις διαπραγματεύσεις ο Ιησούς αντιπροσωπευόταν από τον Ιούδα. Η συμφωνία ήταν ότι κατά τη διάρκεια των εορτών οι μαθητές του Ιησού θα έμεναν σε κατ' οίκο περιορισμό. Όταν ο Ηρώδης πληροφορήθηκε τη συμφωνία θύμωσε και απαίτησε το θάνατο του Ιησού. Κάτω από την πίεση των απειλών ότι θα παρουσιασθεί ως εχθρός του Καίσαρα ο Πιλάτος ενέδωσε στον Ηρώδη, ο Ιησούς συλλήφθηκε και εκτελέστηκε. Μέσα σε αυτή τη συνάφεια ο Ιούδας θεωρήθηκε ότι παρέδωσε τον Ιησού. 
[ [Σχολιασμός της κας Τσαλαμπούνη]: Ξεκινώντας από την τελευταία υπόθεση του Greenberg μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως όσο γοητευτική κι αν είναι παραμένει στο χώρο της υπόθεσης. Τα κείμενα της Κ.Δ. δεν μας δίνουν τέτοια στοιχεία που να επιτρέπουν κάποια τέτοια αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων. Από την άλλη είναι σαφές ότι υπήρχαν αρκετές παραδόσεις για τον Ιησού στην αρχαία Εκκλησία. Σίγουρα ο Λουκάς και ο Ιωάννης καταγράφουν κάποιες από τις πλέον αρνητικές εκτιμήσεις του προσώπου του. Από την άλλη ο Ματθαίος, νομίζω, διασώζει μία τάση της παράδοσης όπου το πρόσωπο του Ιούδα το χαρακτηρίζει μία αμφισημία. Ο Ιούδας παραδίδει τον Ιησού, η πράξη του κατανοείται και ερμηνεύεται υπό το φως των προφητειών και τύπων της Π.Δ. και στο τέλος αυτοκτονεί, πράξη που ερμηνεύθηκε από κάποιους ερμηνευτές ως ηρωική, αν και, όπως παρατηρεί ο καθ. U. Luz, παρουσιάζεται κάτω από αμφίβολο φως. Ο λόγος δε νομίζω ότι είναι ότι ο Ιούδας κατά κάποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίζεται θετικά αλλά μάλλον αμφίσημα από κάποιες αρχαίες χριστιανικές παραδόσεις. Μάλλον η αμφισημία οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ιούδας ποτέ δεν υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στο δράμα του Πάθους. Το κεντρικό πρόσωπο παραμένει ο Ιησούς και η θυσία του. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη χρήση του ασαφούς "παραδίδωμι" έναντι του σαφώς αρνητικού "προδίδωμι". Από την άλλη όμως δεν ήταν ποτέ δυνατόν το πρόσωπο εκείνο, όσο περιφερειακό κι αν ήταν στην εξέλιξη των γεγονότων, να μην πεθάνει και μάλιστα με παραδειγματικό τρόπο (βλ. την παράδοση που διασώζουν οι Πρξ, την οποία δε σχολιάζει ο Greenberg και η οποία θεωρείται εξίσου αρχαία). Ο θάνατός του παρουσιάζεται με ανάλογο τρόπο όπως οι θάνατοι όλων των ασεβών και υβριστών της αρχαιότητας. Κι αυτό γιατί πλέον η μορφή του Ιούδα εντάσσεται μέσα στον παραινετικό λόγο των ευαγγελιστών προς την κοινότητά τους. Είναι το παράδειγμα προς αποφυγή. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η μορφή του και ο θάνατός του αποτελούν ένα είδος φιλολογικής damnatio memoriae με όλα τα χαρακτηριστικά που έχει αυτό το αρχαίο φαινόμενο. Γι' αυτά όμως θα μιλήσουμε σε μελλοντική ανάρτηση.]
* Αικατερίνη Τσαλαμπούνη / Ekaterini Tsalampouni,
«Ο Ιούδας στις προευαγγελικές παραδόσεις / Judas in Pre-Gospel Traditions»,
http://biblicalstudiesblog.blogspot.com/ 2ας Απριλίου 2010.

Thursday, April 15, 2010

Bimson & Livingston:
Αναχρονολόγηση της Εξόδου /
Redating the Exodus


«Among Biblical scholars and archaeologists it is almost axiomatic that the Israelites entered Canaan about 1230-1220 B.C. In terms of archaeological periods, this would be towards the end of the Late Bronze Age, for which the Generally Accepted Date (GAD) is 1550-1200 B.C.

Yet there are enormous problems with this dating. In recent decades an increasing number of scholars have recognized that if we accept the GAD of 1230-1220 B.C. for the Israelite entry into Canaan, we must reject the Biblical account of Israel's conquest of Canaanite cities. This is because the Biblical account conflicts so strongly with the archaeological record. The Bible describes the Israelite conquest of Canaan at length and refers to a number of cities encountered by Joshua and his armies. In almost every case the archaeological evidence is inconsistent with the Biblical evidence—if we date the Israelite entry into Canaan to the GAD of 1230-1220 B.C.»

[«Μεταξύ των ειδικών και αρχαιολόγων τής Βίβλου αποτελεί σχεδόν αξίωμα ότι οι Ισραηλίτες εισήλθαν στην Χαναάν περίπου το 1230-1220 π.Χ. Με όρους αρχαιολογικών περιόδων, αυτό θα ήταν προς τα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, για την οποία η Γενικά Αποδεκτή Χρονολογία (ΓΑΧ) είναι το 1550-1200 π.Χ.

Εντούτοις υπάρχουν τεράστια προβλήματα με αυτή τη χρονολόγηση. Στις πρόσφατες δεκαετίες ένας αυξανώμενος αριθμός ειδικών έχουν αναγνωρίσει ότι αν δεχτούμε τη ΓΑΧ του 1230-1220 π.Χ. για την ισραηλιτική είσοδο στη Χαναάν, θα πρέπει να απορρίψουμε τη Βιβλική αφήγηση της κατάληψης των χαναανιτικών πόλεων από τον Ισραήλ. Αυτό συμβαίνει επειδή η Βιβλική αφήγηση έρχεται σε τόσο ισχυρή σύγκρουση με το αρχαιολογικό ιστορικό. Η Βίβλος περιγράφει την ισραηλιτική κατάκτηση της Χαναάν μακροσκελώς και αναφέρεται σε ένα πλήθος πόλεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος ο Ιησούς του Ναυή και τα στρατεύματά του. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση οι αρχαιολογικές αποδείξεις είναι ασυνεπείς ως προς τις Βιβλικές αποδείξεις—αν χρονολογήσουμε την ισραηλιτική είσοδο στην Χαναάν στην ΓΑΧ του 1230-1220 π.Χ.»]

*  John J. Bimson & David Livingston,
«Redating the Exodus»
Αναχρονολόγηση της Εξόδου»],
Biblical Archaeology Review 13:05, Sep/Oct / Σεπτ/Οκτ 1987, pp./σσ. 40-67.
[English/Αγγλικά PDF]

Βασίλειος Τατάκης:
Ο Θεός, το Όνομά του και η φιλοσοφική προσέγγισή τους από τον Δαμασκηνό /
Vasileios Tatakis:
God, His Name and the philosophical approach by Damascenus


«Ο Θεός, o οποίος αποτελεί τη βάση και την ασφάλεια κάθε γνώσης, καθώς και την αιτία του παντός, είναι ακατάληπτος και άρρητος· μπορεί να συλληφθεί με την πίστη καί όχι με τη λογική έρευνα. Όπως δέ μας μετέδωσε την ουσία του, έτσι δέ μας μετέδωσε και τη γνώση της ουσίας του. Ό,τι κατανοούμε από το Θεό δεν είναι η ουσία του, αλλά κάτι γύρω από την ουσία του, δηλαδή τα κατηγορήματα της ουσίας του, αποφατικά στο μεγαλύτερο μέρος τους. Ο Θεός δεν είναι κανένα από τα όντα, όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί βρίσκεται πέρα από τα όντα και πληροί το παν. Το ότι ο Θεός βρίσκεται παντού, και ότι εγκέκραται τοις πάσι, μαζί με τη σκέψη ότι αποτελεί όπως και κάθε κτίσμα ουσία, προδίδουν την επίδραση τού ως ένα βαθμό πανθεϊστικού ιδιώματος του Διονυσίου [ενν. Αρεοπαγίτη]. Ο Δαμασκηνός φροντίζει να βελτιώσει τις ίδιες του τις εκφράσεις, λέγοντας ότι ο Θεός, αφού μας ανέσυρε από το μηδέν, δέ μας μετέδωσε ούτε την ουσία του ούτε τη γνώση της ουσίας του, και παρόλο που αποτελεί μια ουσία βρίσκεται πέρα από τα όντα, πέρα κι από αυτό το Είναι. Ο Θεός έχει συγκεντρώσει μέσα του την πληρότητα τού Είναι, ως πέλαγος ουσίας άπειρον και αόριστον· είναι η πηγή τού όντος. Γι' αυτό, το όνομα που καλύτερα ταιριάζει στο Θεό είναι ο Ων ή ο Αγαθός, γιατί για το Θεό δέν μπορούμε να πούμε πρώτα ο Ων και έπειτα ο Αγαθός. Η αγαθότητα του Θεού τίθεται ταυτόχρονα με την ουσία του. Το Είναι και η αγαθότητα ταυτίζονται στο Θεό. Στο σημείο αυτό ο Δαμασκηνός αντλεί τις ιδέες του από τον Πλάτωνα διά μέσου του ψευδό-Διονυσίου, απομακρυνόμενος από την αντίληψη των Πατέρων, κυρίως του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ο οποίος θεωρούσε ότι μόνο το Είναι στην πληρότητά του προσιδιάζει στο Θεό. Βέβαια, ο Δαμασκηνός φτάνει στο ίδιο συμπέρασμα, υποστηρίζοντας όμως —και ακολουθεί και σ' αυτό το σημείο τον Πλάτωνα— ότι η θεία θέληση ταυτίζεται προς το αγαθό. Ο Θεός δύναται όλα όσα θέλει, αλλά δέ θέλει όλα όσα δύναται. Η επίδραση αυτή του Πλάτωνος εμπόδισε τη χριστιανική σκέψη να ξεχωρίσει με τρόπο βαθύ και καθαρό τη θρησκευτική από την ηθική άποψη, πράγμα που θα μπορούσε να περιμένει κανείς ύστερα από τους Πατέρες του 4ου και του 5ου αιώνα. Όπως και να είναι, ο Θεός παραμένει κατά τον Δαμασκηνό το μοναδικό ον, που η ουσία του είναι ότι υπάρχει. Αυτή η ταύτιση του Θεού με το Είναι ερμηνεύει το πώς οι χριστιανοί στοχαστές μπορούν να συλλαμβάνουν το Θεό ως όν αναγκαίο και ταυτόχρονα ελεύθερο. Παρόλο που είναι ακατάληπτος, ο Θεός είναι ορατός για όποιον θέλει να τον δει, γιατί βρίσκεται παντού, μέσα σε κάθε πλάσμα, αφού κάθε πλάσμα είναι δεμένο με το Είναι και η ύπαρξή του δεν είναι δυνατή, αν δεν πηγάζει από το Θεό, που είναι το Είναι. Ο τρόπος αυτός του σκέπτεσθαι αντιτίθεται στον τρόπο του Αριστοτέλη, για τον οποίο δεν υπάρχει παρά λογική διαφορά μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Για τον Δαμασκηνό, και γενικότερα για το Χριστιανισμό, υπάρχει άβυσσος μεταξύ των δύο. Καθώς ο Θεός είναι το μοναδικό Είναι, έπεται κατ' ανάγκην ότι όλα τα πλάσματα που κατέχουν το Είναι συνιστούν αποτελέσματά του: Στη ρίζα των όντων είναι βαλμένη η πιο καθολική μορφή που υπάρχει».

* Βασίλειος Τατάκης,
Η Βυζαντινή Φιλοσοφία,
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977,
σσ. 117, 118.
[biblioasi.gr]

Τατάκης, Βασίλειος· καθηγητής τής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Άνδρος 1897 - Αθήνα 1986). Μετά την ολοκλήρωση τών φιλολογικών και φιλοσοφικών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Σορβόνη, δίδαξε σε σχολεία τής Ελλάδας και τής Κύπρου (1922-1945). Ενδιάμεσα, διετέλεσε διευθυντής τού Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1934-1938). Το 1939 αναγορεύθηκε διδάκτορας τής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης, όπου παρουσίασε διατριβή με τίτλο Διαίρεση - Μερισμός. Ανώτατος εκπαιδευτικός σύμβουλος από το 1945, εξελέγη τακτικός καθηγητής τής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης το 1958, θέση στην οποία παρέμεινε ώς το 1967. Με το αξιολογότατο ιστορικοφιλοσοφικό έργο του, συνέβαλε σημαντικά στην διερεύνηση τής ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης τών μεσαιωνικών κυρίως, αλλά και τών νεώτερων χρόνων. Επίσης, χάρη στα έργα του Panétius de Rhodes, le fondateur du moyen stoicisme («Παναίτιος ο Ρόδιος, ιδρυτής τού Μέσου Στωικισμού», 1931) και La Philosophie Byzantine («Η βυζαντινή φιλοσοφία», 1η έκδ. 1949. ανατ. 1959, ελλ. μετφρ. 1977). γραμμένα και τα δύο στα Γαλλικά, έγινε ευρύτερα γνωστός και συνέβαλε στην διάδοση τής ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης στο εξωτερικό. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται φιλοσοφικά δοκίμια (Το πρόβλημα τής αλήθειας, 1933· Η τραγωδία τής γνώσεως, 1933· Παραγωγή-Επαγωγή, 1952 κ.ά.), μεταφράσεις πλατωνικών διαλόγων (Κρίτων, Ευθύφρων, Λάχης, Μένων, Θεαίτητος κ.ά). καθώς και έργων ξένων συγγραφέων [Οι δύο πηγές τής Ηθικής και τής Θρησκείας (Les deux sources de la morale et de la religion, 1932) τού Μπερξόν· To ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας (The Greek Genius and its Meaning to Us, 1912) τού Λίβινγκστον κ.ά.] και σημαντικά επιστημονικά συγγράμματα, όπως: Θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας (1952). Φιλοσοφία και Επιστήμη (1961), Λογική (1966), Η συμβολή τής Καππαδοκίας στην χριστιανική σκέψη (1967, ανατ. 1988), Ο Σωκράτης (1970), Η πορεία του ανθρώπου (1973), Γεράσιμος Βλάχος ο Κρης Σκέψη και ελευθερία (1975), Παιδαγωγική (1978), Μελετήματα Ιστορίας τής Φιλοσοφίας (1980) και ο τόμος τής Βασικής Βιβλιοθήκης: Σκούφος - Μηνιάτης - Βούλγαρης - Θεοτόκης (1953). Ο Τατάκης τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Ιστορικών και Κοινωνικών Επιστημών (1982).

[Εγυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ. 56] 


Τεκμήρια