.

Friday, January 20, 2012

P. Boumis on Acts 20:28:
Whose blood? /

Ο Π. Μπούμης περί του Πρα 20:28:
Τίνος το αίμα;







Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ,
ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους
ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ,
ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου.
(Πράξεις 20:28, NA27)


Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο,
μέσα στο οποίο το άγιο πνεύμα σάς διόρισε επισκόπους,
για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού
την οποία αγόρασε με το αίμα του ίδιου του Γιου του.
(Πράξεις 20:28, ΜΝΚ)


Προσέχετε, λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο,
στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους
για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού,
που την έκανε δική του με το αίμα του.
(Πράξεις 20:28, ΜΠΚ)



Πρό καιροῦ ἐντυπωσιάστηκα ἀπό τόν τίτλο ἑνός θεολογικοῦ ἄρθρου, πού εἶχε ὡς ἑξῆς: «Τό αἷμα τοῦ Θεοῦ», ἀντί τοῦ γνωστοῦ «Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Τουλάχιστον μοῦ «χτύπησε» ὡς ἀσυνήθιστη καί (παρά)ξενη ἔκφραση, ὅπως θά γινόταν καί ὅταν κάποιος ἔλεγε «ἡ σάρκα τοῦ Θεοῦ» ἤ «Θεός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ἀντί γιά τό ὀρθό «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».

Προβλέποντας, προφανῶς, ὁ ἀγαπητός ἀρθρογράφος αὐτήν τήν ἔκπληξη-ἀντίδραση τοῦ ἁπλοῦ ἀναγνώστη, στό ἴδιο ἄρθρο σπεύδει καί γράφει, γιά νά αἰτιολογήσει τή φράση: «Ἡ φράση "τό αἷμα τοῦ Θεοῦ" ἠχεῖ παραδόξως στίς ἀκοές, διότι παρουσιάζει τό Θεό ὡς ἔχοντα αἷμα. Ἀλλ᾽ ἔχει ὁ Θεός αἷμα; (ρωτάει). Ναί, ἔχει! (ἀπαντάει). Κατά τό Πράξ. κ´ 28 "ὁ Κύριος καί Θεός περιεποιήσατο τήν Ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδίου αἵματος". Ὁ Κύριος καί Θεός ἀπέκτησε τήν Ἐκκλησία μέ τό ἰδικό του αἷμα. Ἀλλά πῶς ὁ Κύριος καί Θεός ἔχει αἷμα; (ρωτάει πάλι). Ὡς ἄνθρωπος (ἀπαντάει). Ἀφοῦ ὁ Κύριος καί Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος ἔχει σῶμα καί αἷμα. Αὐτό δέ τό αἷμα ὡς αἷμα Θεανθρώπου ἔχει ἄπειρη δύναμη καί ἀξία».

Ὡστόσο αὐτές οἱ διατυπώσεις δημιουργοῦν μᾶλλον κάποια σύγχυση στόν ἀναγνώστη παρά τόν βοηθοῦν στήν ἑρμηνεία καί τήν ὀρθή κατανόηση τῶν πιστευομένων καί λεγομένων.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐμεῖς ἀναγκαστήκαμε, γιά νά διαλύσουμε κάπως τήν ἀπορία μας καί νά ἱκανοποιήσουμε τήν περιέργειά μας, νά καταφύγουμε στό δάσκαλό μας, ἀείμνηστο Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, καί μάλιστα στό σχετικό Ὑπόμνημά του ὡς ἕνα «Σταθμό Πρώτων Βοηθειῶν», γιά νά ἐλέγξουμε τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τά σχετικά σχόλια. Ἔχει, λοιπόν, ἐκεῖ τό κείμενο: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος»[1].

Τό ἴδιο κείμενο ἔχει καί ἡ ἐπίσημη ἔκδοση τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[2], χωρίς δηλαδή τό «τοῦ Κυρίου», ὅπως δέχεται ὁ ἀρθρογράφος μας, «ὁ Κύριος καί Θεός».

Ἴσως, γιά νά κατοχυρώσει ὁ Π. Τρεμπέλας τήν προτίμησή του αὐτή στήν παράθεση μόνο «τοῦ Θεοῦ», δηλ. «τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» χωρίς τό «τοῦ Κυρίου», συμμεριζόμενος (;) καί τήν ἄποψη τοῦ J. A. Bengel, γράφει: «Ὁ Παῦλος συχνάκις χρησιμοποιεῖ τήν ὀνομασίαν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς πρός Θεσσαλ., Κορ., Γαλ., Τιμόθεον, οὐδέποτε δέ τήν ὀνομασίαν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου, ἀλλ᾽ οὔτε καί τήν φράσιν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, μετά παρεμβολῆς δηλαδή τοῦ καί μεταξύ. Μένει λοιπόν ἡ γραφή ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ»[3]. Πράγματι ἡ ἔκφραση αὐτή «ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ» φαίνεται ὅτι ἦταν πολύ προσφιλής στόν Ἀπόστολο Παῦλο. Πρβλ. τά χωρία Αʹ Κορ. 10, 32· 11,22· 15,9, Γαλ. 1,13, Αʹ Τιμ. 3,15 κ.ἄ.

Ἀλλ' ἐνῶ γράφει τά ἀνωτέρω ὁ Π. Τρεμπέλας στό Ὑπόμνημά του, ἀντιθέτως στό κείμενο, πού παραθέτει στή «Σύντομη ἑρμηνεία» τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει τήν ἔκφραση «τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ»[4]. Σημειωθήτω ὅτι τό ἴδιο πράττει καί ὁ Ἰωάννης Κολιτσάρας στή νεότερη ἔκδοση τῆς «Ζωῆς» Ἡ Καινή Διαθήκη, Κείμενον Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις[5]. Τό ἴδιο πράττουν καί ἄλλοι[6].

Ἴσως ἀναγκάστηκε καί ὁ Π. Τρεμπέλας καί (οἱ) ἄλλοι ἑρμηνευτές νά καταφύγουν στήν προσθήκη αὐτή «τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ» καί νά μή ἀφήσουν μόνο του τό «τοῦ Θεοῦ», γιά νά ἀποφύγουν ἐνδεχόμενο σκανδαλισμό τῶν ἁπλῶν πιστῶν. Γιατί πράγματι ἡ διαφορά αὐτή μεταξύ τοῦ «Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» καί «Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ», ἐπειδή πρόκειται γιά λεπτά δογματικά ζητήματα, δέν εἶναι χωρίς σημασία. Ὅταν ποῦμε «τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ» τό βάρος πέφτει στό Κυρίου, μέ τό ὁποῖο κάλλιστα ἐννοοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦταν καί Θεός. Ἐνῶ ὅταν θά ποῦμε «τοῦ Θεοῦ» μόνο του, ὁ νοῦς μας φυσικά πηγαίνει στό Θεό Πατέρα ἤ ἔστω στόν Τριαδικό Θεό· καί ὅτι ὁ Θεός Αὐτός «περιεποιήσατο τήν Ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδίου (;) αἵματός Του».

Πάντως οἱ διαφορές αὐτές μέ ἐντυπωσίασαν καί «παρώξυναν» ἀκόμη περισσότερο καί ἡ ἔκπληξη καί ἡ ἀπορία μου μεγάλωσαν, ὅπως καί ἡ περιέργειά μου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτά στάθηκαν ἱκανά νά μέ ἀναγκάσουν νά προσφύγω στίς κριτικές ἐκδόσεις τῶν Eb. καί Er. Nestle[7], Kurt Aland[8] κ.ἄ., ὅπως καί στήν κοινή αὐτῶν ἔκδοση Nestle Aland[9].

Ἐκεῖ τά πράγματα ἐμφανίζονται ἤ καθίστανται ἀκόμη πιό περίπλοκα, γιατί ἔχουμε πολλές γραφές καί ἐκδοχές. Πιό συγκεκριμένα τό apparatus criticus:

G. C. Knapp, Novum Testamentum Graece (1824),
Sylloge conjecturar.
"Primitively perhaps it was thus written:
'the church, which he [God, v. 27]
purchased with the blood
of his own [namely, Son].' Rom. 8:3, 32."
1) Στήν ἔκδοση τῶν E. E. Nestle ἔχει καί τίς ἑξῆς παραλλαγές: (Τήν Ἐκκλησίαν): α) τοῦ Κυρίου,… β) τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ,… γ) ἥν περιεποιήσατο ἑαυτῷ,… δ) (διά) τοῦ ἰδίου αἵματος,… ε) (διά) τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου υἱοῦ (Knapp).

2) Ὁ K. Aland κ.ἄ. ἔχουν: (Τήν Ἐκκλησίαν): α) τοῦ Θεοῦ, β) τοῦ Κυρίου, γ) τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, δ) τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ε) τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, στ) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ζ) τοῦ Χριστοῦ, η) (διά) τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου, θ) τοῦ ἰδίου αἵματος.

3) Οἱ Nestle Aland ἔχουν: (Τήν Ἐκκλησίαν): α) τοῦ Κυρίου, β) τοῦ Κυρίου καί (τοῦ) Θεοῦ, γ) περιεποιήσατο ἑαυτῷ, δ) (διά) τοῦ ἰδίου αἵματος αὐτοῦ, ε) τοῦ αἵματος αὐτοῦ, στ) τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου υἱοῦ (Knapp).

Ἀλλά τόσο ἡ ἔκδοση τῶν Nestle ὅσο καί ὁ Aland, ὅπως καί ἡ κοινή ἔκδοσή τους, καταλήγουν στήν ἔκφραση «προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου». Αὐτήν υἱοθετοῦν καί αὐτήν παραθέτουν στό κυρίως κείμενο ὡς τήν πιό μαρτυρημένη καί αὐθεντική γραφή καί ὡς πρός τή φράση «τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» καί ὡς πρός τή φράση «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου».

Κατόπιν τούτου καί ἐμεῖς, βασιζόμενοι καί σ' ὅλα τά ἀνωτέρω στοιχεῖα, νομίζουμε ὅτι, ἐφ' ὅσον θά υἱοθετήσουμε τή γραφή «τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» (καί ὄχι «τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ»), ὀρθότερο εἶναι νά υἱοθετήσουμε καί τό «περιεποιήσατο διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου», ὅπως ἔχουν καί τά περισσότερα χειρόγραφα (καί ὄχι «διά τοῦ ἰδίου αἵματος»). Ἄλλωστε ὅτι ἡ γραφή «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου» εἶναι πιό αὐθεντική ἀπό τήν ἄλλη «διά τοῦ ἰδίου αἵματος» στηρίζεται καί στό νόμο ἀρχή τῆς παλαιογραφίας, πού λέει ὅτι ἡ πιό δύσκολη καί σπάνια γραφή εἶναι καί ἡ πιό αὐθεντική, ἤ μᾶλλον ἡ προτιμότερη[10]. Αὐτά θά διαπιστώσουμε καί πιό κάτω.

Ἀλλά τότε ποιά εἶναι ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῆς περικοπῆς; Γιά νά ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεός «περιεποιήσατο» τήν Ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδικοῦ Του αἵματος, δηλ. διά τοῦ αἵματός Του, εἶναι μᾶλλον ἀδύνατον. Αὐτό δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν καί οἱ Πατέρες καί ἄλλοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί γι' αὐτό σέ πολλές παραθέσεις τοῦ χωρίου ἤ σέ ἑρμηνεῖες τους προσθέτουν πρό τοῦ Θεοῦ («τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ») τό «τοῦ Κυρίου», ὥστε νά ἐν νοεῖται τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν βεβαίως καί Θεός. Αὐτή ὅμως ἡ γραφή, ὅπως προείπαμε, καί κατά τή μαρτυρία μεγάλου ἀριθμοῦ χειρογράφων, δέν εἶναι ἡ αὐθεντική. Ἄρα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι στήν ἄλλη αὐθεντική πρόταση γραφή «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου», νά παραμείνουμε καί νά προσδώσουμε τήν κατάλληλη ἑρμηνεία.

Μιά πρώτη, πρόχειρη ἀπόδοση στή νεοελληνική γλώσσα εἶναι βεβαίως νά ποῦμε «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδικοῦ του» καί νά ἐπαναπαυθοῦμε σ' αὐτό. Τό νά δεχθοῦμε ὅμως «διά τοῦ δικοῦ του αἵματος, τοῦ Θεοῦ», ὄχι ἄλλου, εἶναι παρακεκινδυνευμένο. Εἶναι σάν νά λέμε καί νά δεχόμαστε ὅτι ὁ Θεός ἔχει αἷμα. Ἐκτός τοῦ ὅτι, ἐάν ἤθελε ἡ Γραφή νά ἐννοήσουμε αὐτό καί γιά νά μή ἀμφιταλαντευόμαστε ἤ περιπλανώμαστε, θά ἔπρεπε νά λέει «διά τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἤ αὑτοῦ». Ἄρα εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά προσανατολιστοῦμε στήν ἄλλη νεοελληνική ἀπόδοση: Νά ἐννοήσουμε «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδικοῦ του, τοῦ ἰδικοῦ του ἀνθρώπου, τοῦ ἰδικοῦ του Υἱοῦ». Εἶναι ὅπως λέμε σήμερα «ὁ δικός μου (ἄνθρωπος)» ἤ ὅπως λέγεται πάλι πολύ ἁπλά: «ὁ δικός σου». Ἔχουμε δηλ. μία οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου ἴδιος.

Τοῦτο ἐνισχύεται καί ἀπό τά ἀκόλουθα χωρία, ὅπου φαίνεται καλύτερα καί ἡ οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου ἴδιος:

α) Τό Ἰω. 1,11: «Εἰς τά ἴδια ἦλθε (ὁ Ἰησοῦς), καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον», τ.ἔ. «οἱ ἰδικοί του οἱ Ἰουδαῖοι» (Ἑρμηνεία Π. Τρεμπέλα), «με ταξύ τῶν ἰδικῶν του, δηλαδή τῶν Ἰουδαίων» (Ἑρμηνεία Ἰω. Κολιτσάρα).

β) Τό Ἰω. 13,1: «Ἀγαπήσας (ὁ Χριστός) τούς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμῳ», τ.ἔ. «τούς ἰδικούς του» (Ἑρμηνεία Π. Τρεμπέλα), «ἠγάπησε τούς μαθητάς του, τούς ὁποίους καθό ἰδικούς του» (Ἑρμηνεία Ἰω. Κολιτσάρα).

γ) Τό Αʹ Τιμ. 5,8 : «Εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καί μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τήν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων», τ.ἔ. «τούς ἰδικούς του ἀνθρώπους» (Ἑρμηνεία Π. Τρεμπέλα), «διά τούς ἰδικούς του ἀνθρώπους» (Ἑρμηνεία Ἰω. Κολιτσάρα).

Τήν ἔννοια αὐτή τοῦ «ἰδικοῦ του», τοῦ δικοῦ του ἀνθρώπου, τοῦ δικοῦ του υἱοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Πατρός, τήν ἐνισχύει καί ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἡ ὁποία μᾶς ὑπογραμμίζει: «Τίνι γάρ εἶπέ ποτε (ὁ Θεός) τῶν ἀγγέλων· υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε; Καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καί αὐτός ἔσται μοι εἰς υἱόν;» (Ἑβρ. 1,5).

Αὐτή ἡ διακήρυξη ἐν συνδυασμῷ καί μέ τά ἑπόμενα χωρία μᾶς ὁδηγοῦν κατ' εὐθεῖαν καί σχεδόν χωρίς ἀμφιβολία στήν ἑρμηνεία πού δίνουμε πιό πάνω. Τά ἐν λόγῳ χωρία δέν εὐνοοῦν καμμία ἀντιλογία, γιατί ἀκριβῶς συντελοῦν ἀποφασιστικῶς στήν ἀντιδιαστολή τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ Πατρός καί στήν ἀποστολή τοῦ Ἰ. Χριστοῦ. Τά χωρία αὐτά εἶναι τά ἑξῆς:

α) «Χριστός δέ παραγενόμενος ἀρχιερεύς… διά δέ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τά ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γάρ τό αἷμα τράγων… πόσῳ μᾶλλον τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅς διά πνεύματος αἰωνίου (ἤ ἁγίου) ἑαυτόν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τήν συνείδησιν ἡμῶν…» (Ἑβρ. 9,11[-]14).

β) «Διό καί Ἰησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διά τοῦ ἰδίου αἵματος τόν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν» (Ἑβρ. 13,12).

Ἔτσι ἰσχυροποιεῖται ἡ ἑρμηνεία ὅτι ἡ φράση «διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου» σημαίνει διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδικοῦ του ἀνθρώπου, τοῦ δικοῦ του υἱοῦ. Δέν ὑπάρχει λόγος νά μή δεχθοῦμε ὅτι τό αἷμα ἦταν τοῦ ἰδικοῦ του υἱοῦ, τοῦ Ἰ. Χριστοῦ καί ὄχι τό δικό του, τ.ἔ. τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἤθελε ὁ Ἀπ. Παῦλος νά πεῖ «διά τοῦ αἵματος τοῦ Θεοῦ» στό Πράξ. 20,28 θά ἔλεγε τή συνήθη ἔκφρασή του «διά τοῦ ἰδίου αἵματος» ἤ «διά τοῦ αἵματος αὐτοῦ», ὅπως ἐκφράζεται καί περί τοῦ Ἰ. Χριστοῦ.

Μετά ἀπ' αὐτά ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά, γιά ἄλλη μιά φορά καί τό θέμα τῶν (πρόχειρων) μεταφράσεων τῶν ἱερῶν καί παραδοσιακῶν αὐθεντικῶν κειμένων ἀπό τήν κοινή ἑλληνική γλώσσα στή νεότερη ἑλληνική δημοτική γλώσσα, ἡ ὁποία πάντως ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια καί ἡ ἐξέλιξη (ἴδιος ἰδικός του δικός του) τῆς γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Καταλήγουμε, λοιπόν, καί ἔχουμε ὡς σταθερή καί αὐθεντική, ἀλλά καί δυναμική, βάση τή φράση: «…ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου», ἤτοι τοῦ αἵματος τοῦ ἰδικοῦ του, τοῦ «δικοῦ» Του, τοῦ δικοῦ του υἱοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Θεανθρώπου. Καί κλείνοντας, ἄς εὐχηθοῦμε συνοπτικά: Νά γίνουμε καί μεῖς «δικοί» Του διά τοῦ αἵματος «τοῦ δικοῦ» του.


Ὑποσημειώσεις:

1. Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἀθῆναι 1955, σελ. 553-555.
2. Ἡ Καινή Διαθήκη, Τό πρωτότυπον κείμενον μέ νεοελληνικήν μετάφρασιν (ὑπό Β. Βέλλα, Εὐ. Ἀντωνιάδου, Ἁμ. Ἀλιβιζάτου, Γερ. Κονιδάρη), Ἀθῆναι 19923, σελ. 278.
3. Παν. Τρεμπέλα, ὅπ. παρ., σελ. 555.
4. Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινή Διαθήκη μετά συντόμου Ἑρμηνείας, Τά Εὐαγγέλια καί αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἀθῆναι 19583, σελ. 759.
5. Τά τέσσαρα Εὐαγγέλια καί αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἀθῆναι 19716, σελ. 487.
6. Πρβλ. Ἡ Καινή Διαθήκη, Τό πρωτότυπο κείμενο μέ μετάφραση στή Δημοτική (ὑπό Γ. Γαλίτη, Ἰω. Καραβιδόπουλου, Ἰω. Γαλάνη, Π. Βασιλειάδη), Ἔκδ. Βιβλικῆς Ἑταιρείας, Ἀθήνα 1989, σελ. 279. Πρβλ. καί Ἀθ. Δεληκωστόπουλου, Ἡ Καινή Διαθήκη σέ Νεοελληνική ἀπόδοση, Ἀθήνα 1995, σελ. 371.
7. Greek New Testament, Stuttgart, Ἔκδ. 16η (ἀπό τήν 1936).
8. The Greek New Testament, Münster/Westphalia, Ἔκδ. 3η, 1975/ 1977.
9. Novum Testamentum Graece (Deutsche Bibelgeselschaft), Ἔκδ. 27η, Stuttgart 2006.

10. Πρβλ. B. A. van Groningen - Μτφρ. Ὀδ. Λαμψίδη, Πραγματεία περί τῆς ἱστορίας καί τῆς κριτικῆς τῶν ἑλληνικῶν κειμένων, Ἀθῆναι 1980, σελ. 111, καί Elp. Mioni, Εἰσαγωγή στήν Ἑλληνική Παλαιογραφία (μτφρ. Ν. Μ. Παναγιωτάκη), Ἀθήνα 19792, σελ. 130.






No comments: