.

Sunday, July 29, 2012

Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός
περί του ονόματος
της ουσίας του Θεού /

Gregory of Nazianzus
concerning the name
of God's essence




PG 36:125, ftn. 63



(17.)   Ἀρκτέον δὲ ἡμῖν ἐντεῦθεν. τὸ θεῖον ἀκατονόμαστον· καὶ τοῦτο δηλοῦσιν, οὐχ οἱ λογισμοὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ Ἑβραίων οἱ σοφώτατοι καὶ παλαιότατοι, ὅσον εἰκάζειν ἔδοσαν. οἱ γὰρ χαρακτῆρσιν ἰδίοις τὸ θεῖον τιμήσαντες, καὶ οὐδὲ γράμμασιν ἀνασχόμενοι τοῖς αὐτοῖς ἄλλο τι γράφεσθαι τῶν μετὰ θεὸν καὶ θεόν, ὡς δέον ἀκοινώνητον  εἶναι καὶ μέχρι τούτου τὸ θεῖον τοῖς ἡμετέροις, πότε ἂν δέξαιντο λυομένῃ φωνῇ δηλοῦσθαι τὴν ἄλυτον φύσιν καὶ ἰδιάζουσαν; οὔτε γὰρ ἀέρα τις ἔπνευσεν ὅλον πώποτε, οὔτε οὐσίαν θεοῦ παντελῶς ἢ νοῦς κεχώρηκεν, ἢ φωνὴ περιέλαβεν. ἀλλ’ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν σκιαγραφοῦντες τὰ κατ’ αὐτὸν, ἀμυδράν τινα καὶ ἀσθενῆ καὶ ἄλλην  ἀπ’ ἄλλου φαντασίαν συλλέγομεν. καὶ οὗτος ἄριστος ἡμῖν θεολόγος, οὐχ ὃς εὗρε τὸ πᾶν, οὐδὲ γὰρ δέχεται τὸ πᾶν ὁ δεσμός, ἀλλ’ ὃς ἂν ἄλλου φαντασθῇ πλέον, καὶ πλεῖον ἐν ἑαυτῷ συναγάγῃ τὸ τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, ἢ ἀποσκίασμα, ἢ ὅ τι καὶ ὀνομάσομεν.

(18.)   Ὅσον δ’ οὖν ἐκ τῶν ἡμῖν ἐφικτῶν, ὁ μὲν ὤν, καὶ ὁ θεός, μᾶλλόν πως τῆς οὐσίας ὀνόματα· καὶ τούτων μᾶλλον ὁ ὤν· οὐ μόνον ὅτι τῷ Μωυσεῖ χρηματίζων ἐπὶ τοῦ ὄρους, καὶ τὴν κλῆσιν ἀπαιτούμενος, ἥ τίς ποτε εἴη, τοῦτο προσεῖπεν ἑαυτὸν, Ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με, τῷ λαῷ κελεύσας εἰπεῖν· ἀλλ’ ὅτι καὶ κυριωτέραν ταύτην  εὑρίσκομεν. ἡ μὲν γὰρ τοῦ θεοῦ, κἂν ἀπὸ τοῦ θέειν, ἢ αἴθειν, ἠτυμολόγηται τοῖς περὶ ταῦτα κομψοῖς, διὰ τὸ ἀεικίνητον καὶ δαπανητικὸν τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, —καὶ γὰρ πῦρ καταναλίσκον ἐντεῦθεν λέγεται, —ἀλλ’ οὖν τῶν πρός τι λεγομένων ἐστί, καὶ οὐκ ἄφετος· ὥσπερ καὶ ἡ Κύριος φωνή, ὄνομα εἶναι θεοῦ καὶ αὐτὴ λεγομένη· Ἐγὼ γάρ, φησι, κύριος ὁ θεός σου· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα. καί, Κύριος ὄνομα αὐτῷ. ἡμεῖς δὲ φύσιν ἐπιζητοῦμεν, ᾗ τὸ εἶναι καθ’ ἑαυτό, καὶ οὐκ ἄλλῳ συνδεδεμένον· τὸ δὲ ὂν [PG ftn./υποσημ.: Ων] ἴδιον ὄντως θεοῦ, καὶ ὅλον, μήτε τῷ πρὸ αὐτοῦ, μήτε τῷ μετ’ αὐτόν, οὐ γὰρ ἦν, ἢ ἔσται, περατούμενον ἢ περικοπτόμενον.

(19.)   Τῶν δ’ ἄλλων προσηγοριῶν αἱ μὲν τῆς ἐξουσίας εἰσὶ προφανῶς, αἱ δὲ τῆς οἰκονομίας, καὶ ταύτης διττῆς· τῆς μὲν ὑπὲρ τὸ σῶμα,  τῆς δὲ ἐν σώματι· οἷον ὁ μὲν παντοκράτωρ, καὶ ὁ βασιλεύς, ἢ τῆς δόξης, ἢ τῶν αἰώνων, ἢ τῶν δυνάμεων, ἢ τοῦ ἀγαπητοῦ, ἢ τῶν βασιλευόντων· καὶ ὁ κύριος, ἢ σαβαώθ, ὅπερ ἐστὶ στρατιῶν, ἢ τῶν δυνάμεων, ἢ τῶν κυριευόντων. ταῦτα μὲν σαφῶς τῆς ἐξουσίας· ὁ δὲ θεός, ἢ τοῦ σώζειν, ἢ ἐκδικήσεων, ἢ εἰρήνης, ἢ δικαιοσύνης, ἢ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ παντὸς Ἰσραὴλ τοῦ πνευματικοῦ καὶ ὁρῶντος θεόν· ταῦτα δὲ τῆς οἰκονομίας. ἐπειδὴ γὰρ τρισὶ τούτοις διοικούμεθα, δέει τε τιμωρίας,  καὶ σωτηρίας ἐλπίδι, πρὸς δὲ καὶ δόξης, καὶ ἀσκήσει τῶν ἀρετῶν, ἐξ ὧν ταῦτα· τὸ μὲν τῶν ἐκδικήσεων ὄνομα οἰκονομεῖ τὸν φόβον· τὸ δὲ τῶν σωτηρίων τὴν ἐλπίδα· τὸ δὲ τῶν ἀρετῶν τὴν ἄσκησιν· ἵν’ ὡς τὸν θεὸν ἐν ἑαυτῷ φέρων ὁ τούτων τι κατορθῶν μᾶλλον ἐπείγηται πρὸς τὸ τέλειον, καὶ τὴν ἐξ ἀρετῶν οἰκείωσιν. ταῦτα μὲν  οὖν ἐστι κοινὰ θεότητος τὰ ὀνόματα. ἴδιον δὲ τοῦ μὲν ἀνάρχου, πατήρ· τοῦ δὲ ἀνάρχως γεννηθέντος, υἱός· τοῦ δὲ ἀγεννήτως προελθόντος, ἢ προιόντος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. ἀλλ’ ἐπὶ τὰς τοῦ υἱοῦ κλήσεις ἔλθωμεν, ὅπερ ὡρμήθη λέγειν ὁ λόγος.



(XVII.) We will begin thus. The Deity cannot be expressed in words. And this is proved to us, not only by argument, but by the wisest and most ancient of the Hebrews, so far as they have given us reason for conjecture. For they appropriated certain characters to the honour of the Deity, and would not even allow the name of anything inferior to God to be written with the same letters as that of God, because to their minds it was improper that the Deity should even to that extent admit any of His creatures to a share with Himself. How then could they have admitted that the invisible and separate Nature can be explained by divisible words? For neither has any one yet breathed the whole air, nor has any mind entirely comprehended, or speech exhaustively contained the Being of God. But we sketch Him by His Attributes, and so obtain a certain faint and feeble and partial idea concerning Him, and our best Theologian is he who has, not indeed discovered the whole, for our present chain does not allow of our seeing the whole, but conceived of Him to a greater extent than another, and gathered in himself more of the Likeness or adumbration of the Truth, or whatever we may call it.

(XVIII.) As far then as we can reach, He Who Is, and God, are the special names of His Essence; and of these especially He Who Is, not only because when He spake to Moses in the mount, and Moses asked what His Name was, this was what He called Himself, bidding him say to the people “I Am hath sent me,” but also because we find that this Name is the more strictly appropriate. For the Name Θεός (God), even if, as those who are skilful in these matters say, it were derived from Θέειν (to run) or from Αἴθειν (to blaze), from continual motion, and because He consumes evil conditions of things (from which fact He is also called A Consuming Fire), would still be one of the Relative Names, and not an Absolute one; as again is the case with Lord, [ftn. Lord (Κύριος) is simply the LXX. rendering of the word which in reading Hebrew is substituted for the Ineffable Name. Thus in the passages quoted, had the original language been used, the Four-Lettered Name would have appeared.] which also is called a name of God. I am the Lord Thy God, He says, that is My name; and, The Lord is His name. But we are enquiring into a Nature Whose Being is absolute and not into Being bound up with something else. But Being is in its proper sense peculiar to God, and belongs to Him entirely, and is not limited or cut short by any Before or After, for indeed in him there is no past or future.

(XIX.) Of the other titles, some are evidently names of His Authority, others of His Government of the world, and of this viewed under a twofold aspect, the one before the other in the Incarnation. For instance the Almighty, the King of Glory, or of The Ages, or of The Powers, or of The Beloved, or of Kings. Or again the Lord of Sabaoth, that is of Hosts, or of Powers, or of Lords; these are clearly titles belonging to His Authority. But the God either of Salvation or of Vengeance, or of Peace, or of Righteousness; or of Abraham, Isaac, and Jacob, and of all the spiritual Israel that seeth God,—these belong to His Government. For since we are governed by these three things, the fear of punishment, the hope of salvation and of glory besides, and the practice of the virtues by which these are attained, the Name of the God of Vengeance governs fear, and that of the God of Salvation our hope, and that of the God of Virtues our practice; that whoever attains to any of these may, as carrying God in himself, press on yet more unto perfection, and to that affinity which arises out of virtues. Now these are Names common to the Godhead, but the Proper Name of the Unoriginate is Father, and that of the unoriginately Begotten is Son, and that of the unbegottenly Proceeding or going forth is The Holy Ghost. Let us proceed then to the Names of the Son, which were our starting point in this part of our argument.

(transl. Ph. Schaff, NPNF v.2-07)




(17.) Και ας αρχίσωμεν απ' εδώ. Το θείον δεν έχει όνομα. Και αυτό το δείχνουν όχι μόνον οι λογικοί στοχασμοί, αλλά και οι σοφώτατοι και αρχαιότατοι Εβραίοι, όσον μας επέτρεψαν να υποθέσωμεν. Αυτοί που ετίμησαν το θείον με ιδιαίτερα γράμματα, [υποσημ. «Οι χαρακτήρσιν ιδίοις το θείον τιμήσαντες». Μέχρι της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας οι Εβραίοι είχον μίαν γραφήν αλφαβήτου ομοιάζουσαν πρoς την αρχαίαν ελληνικήν αριστερόστροφον. Μετά την βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν εχρησιμοποίουν την αραμαϊκήν, αυτήν την οποίαν έχουν μέχρι σήμερον. Εις αυτήν την νέαν γραφήν μετέγραψαν και το κείμενον της Π. Διαθήκης περίπου επί Έσδρα. Κατά την μεταγραφήν όμως εκράτησαν το κατ' εξοχήν όνομα του Θεού Γιαχβέ γραφόμενον διά των παλαιών γραμμάτων. Το όνομα τούτο ουδέ καν επροφέρετο κατά την ανάγνωσιν, επονομασθέν διά τούτο «ανεκφώνητον όνομα», αλλ' αντ' αυτού ανεγίνωσκον Αδωναΐ ή Ελωχίμ. Συν τω χρόνω άρχισε να γράφεται και τούτο με τα νέα αραμαϊκά γράμματα, αλλ' όχι και να προφέρεται. Αυτά εγίνοντο δια τον απέραντον σεβασμόν των Εβραίων προς το όνομα του Θεού.] και δεν εθεώρησαν επιτρεπτόν ούτε με τα γράμματα τα ίδια να γράφουν και τον Θεόν και άλλα του Θεού κατώτερα, διότι έπρεπε το θείον να είνε άσχετον με τα ανθρώπινα μέχρι και αυτού του σημείου, ουδέποτε θα ήτο δυνατόν να δεχθούν να εκφράζεται με αναλυομένην προφοράν η άλυτος και μοναδική φύσις. Διότι ούτε τον αέρα όλον ανέπνευσε ποτέ κανείς μέχρι τώρα, ούτε την ουσίαν του Θεού εχώρεσε ποτέ πλήρως ένας νους ή την εξέφρασε μια προφορά. Αλλά σχηματίζομεν μίαν φανταστικήν και αμυδράν και όλως έμμεσον εντύπωσιν μόνον, σκιαγραφώντας αυτόν εκ των δημιουργημάτων του. Και άριστος θεολόγος μεταξύ μας θεωρείται όχι όποιος ευρήκε και συνέλαβε το παν, αφού το κομπόδεμα (δηλαδή ο ανθρώπινος νους) δεν χωρεί το παν, αλλ' όποιος θα φαντασθή περισσότερον από τον άλλον, και περισυλλέξη εις περισσότερον βαθμόν εντός της διανοίας του το ίνδαλμα της αληθείας, ή αποσκίασμα, ή όπως και αν το ονομάσωμεν.

(18.) Και όσον μεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ των προσιτών εις ήμας, το μεν Ων και το Θεός είνε τα ονόματα που πλησιάζουν περισσότερον την ουσίαν· και απ' αυτά περισσότερον το Ων· όχι μόνον διότι, όταν ωμίλει κάποτε προς τον Μωϋσήν και του εζητήθη να είπη ποίον είνε το όνομά του, έτσι ωνόμασε τον εαυτόν του, και του είπε να είπη εις τον λαόν «Ο Ων απέσταλκέ με», αλλά και διότι αυτό ευρίσκομεν και περισσότερον κυριολεκτικόν. Διότι το μεν όνομα «Θεός», και αν οι περί τα τοιαύτα ειδικοί το ετυμολογούν από το ρήμα «θέω», ή από το «αίθω», επειδή το θείον είνε αεικίνητον και κατακαίει τας μοχθηράς υπάρξεις (απ' εδώ λέγεται το θείον και «πυρ καταναλίσκον»), εν τούτοις το όνομα αυτό είνε από τα λεγόμενα προς τι (δηλαδή τα εν σχέσει προς κάτι) και όχι απόλυτον. Ομοίως και η λέξις Κύριος, που χρησιμοποιείται και αυτή ως όνομα του Θεού. Διότι λέγει· «Εγώ Κύριος ο Θεός σου· τούτο μού εστιν όνομα»· και «Κύριος όνομα αυτώ». Ημείς όμως αναζητούμεν την φύσιν, η οποία είνε το είναι καθ' εαυτό, και όχι εν σχέσει προς κάτι άλλο· το δε όν [PG υποσημ.: Ων] είνε πράγματι ίδιον του Θεού και ολόκληρον, μη περατούμενον μήτε διακοπτόμενον από κάτι προ αυτού ή μετά απ' αυτόν· διότι δεν είνε ήν (παρελθόν) ή έσται (μέλλον).

(19.) Εκ των άλλων ονομάτων άλλα μεν αναφέρονται προφανώς εις την εξουσίαν, άλλα δε εις το σχέδιον της θείας οικονομίας και μάλιστα αν την εννοώμεν διττήν, αφ' ενός σωματικώς και αφ' ετέρου υπεράνω του σώματος. Π.χ. σαφώς εις την εξουσίαν αναφέρονται τα ονόματα παντοκράτωρ, βασιλεύς, ή της δόξης, ή των αιώνων, ή των δυνάμεων, ή του αγαπητού, ή των βασιλευόντων, και ο Κύριος ή Σαβαώθ, δηλαδή των στρατιών, ή των δυνάμεων, ή των κυριευόντων. Εις δε το σχέδιον της θείας οικονομίας ανήκουν τα ονόματα Θεός τού σώζειν, ή των εκδικήσεων, ή της ειρήνης, ή της δικαιοσύνης, ή Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, και του όλου Ισραήλ, του πνευματικού και θεόπτου. Διότι με τα εξής τρία διοικούμεθα· με τον φόβον της τιμωρίας, με την ελπίδα της σωτηρίας και επί πλέον της δόξης, και με την άσκησιν των αρετών από τα οποία προέρχονται αυτά. Και το μεν όνομα Θεός εκδικήσεων προκαλεί τον φόβον το δε Θεός της σωτηρίας την ελπίδα· και των αρετών την άσκησιν. Ώστε με την συνείδησιν ότι έχει εντός του τον Θεόν όποιος κατορθώνει περισσότερον κάτι απ' αυτά να σπεύδη προς το τέλειον και προς την διά των αρετών οικείωσιν. Και αυτά μεν είνε τα ονόματα τα κοινά της θεότητος· ιδιαίτερον δε του μεν ανάρχου είνε το Πατήρ, του δε ανάρχως γεννηθέντος το Υιός, του δε αγεννήτως προελθόντος ή προερχομένου είνε το Πνεύμα το άγιον. Αλλ' ας έλθωμεν εις τας ονομασίας του Υιού, διά τας οποίας εξεκινήσαμεν κατά την αρχήν του λόγου.

(μετάφρ. Στ. Σάκκου, ΕΠΕ 25:183-189)


Gregory of Nazianzus / Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός,
Theologica Quarta: De filio / Λόγος θεολογικός Τέταρτος: Περί Υιού
(oratio / λόγος 30) 17-19.

(PG 36:124C-128C)



Wednesday, July 25, 2012

A God with a difficult (!) name
& the translators in embarrassment
as depicted at the "feta case" /

Ο Θεός με το δύσκολο (!) όνομα
& οι μεταφραστές σε αμηχανία
όπως απεικονίζεται στην "υπόθεση της φέτας"



*


ES:
En la Biblia se encuentra la primera referencia a una denominación de origen, al narrar la construcción del templo de Jerusalén, prometido por el rey David a Yahveh, para la que Jiram, rey de Tiro y Sidón, taló cedros del Líbano por encargo de Salomón, cuyo palacio se edificó después con tal profusión de esos cedros que se le conocía como la Casa «Bosque del Líbano», pues disponía de cuatro filas de columnas de la preciada madera, de la que también se hallaba recubierto el vestíbulo del trono, «donde administraba justicia, el Vestíbulo del Juicio».

EL:
 Η πρώτη αναφορά σε ονομασία προελεύσεως απαντάται στη Βίβλο, στην αφήγηση της κατασκευής του ναού της Ιερουσαλήμ, τον οποίο υποσχέθηκε ο Βασιλιάς Δαβίδ στον Ιεχωβά [en: Jehovah] και για τον οποίο ο Χιράμ, Βασιλιάς της Τύρου και της Σιδώνας, έκοψε κέδρους του Λιβάνου, κατ’ εντολή του Σολομώντα, στου οποίου το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια τόση ποσότητα τέτοιων κέδρων ώστε ήταν γνωστό ως οίκος του «Δρυμού του Λιβάνου», δεδομένου ότι στηριζόταν σε τέσσερις σειρές στύλων από το πολύτιμο αυτό ξύλο, με το οποίο ήταν επενδεδυμένη και η στοά των θρόνων, «εκεί όπου εδίκαζεν ο βασιλεύς, δηλαδή των δικαστηρίων».

EN:
The first reference to a designation of origin can be found in the Bible where it describes the construction of the temple of Jerusalem, promised to Yahveh [en. usually Yahweh] by King David. For that purpose, Hiram, King of Tyre and Sidon, cut down cedars from Lebanon at the request of Solomon, whose palace was later built using so many of those cedars that it was known as the House of the Forest of Lebanon because it had four rows of columns made from the prized wood. The same wood was used to panel the throne room, ‘where he administered justice, the Hall of Judgment’.

CS:
První odkaz na označení původu se nachází v Bibli v příběhu o stavění Jeruzalemského chrámu, který slíbil Bohu [en: God] král David a pro který Chíram, král Týrský a Sidonský, pokácel libanonské cedry na žádost Šalamouna, jehož palác byl poté postaven následně z takového množství uvedených cedrů, že byl znám pod názvem „dům lesu Libanonského“. Byl totiž postaven na čtyřech sloupových řadách tohoto vzácného dřeva, kterým byl také pokryt trůnní sál, „kde vykonával spravedlnost, tedy soudní síň“.

DA:
I Bibelen findes den første henvisning til en oprindelsesbetegnelse i beretningen om opførelsen af templet i Jerusalem, som kong David havde lovet Jahve, og hvortil Jiram, konge over Sidon og Tyrus, fældede cedertræer på befaling fra Salomon, hvis palads derefter blev opført med en sådan mængde af disse cedertræer, at det blev kendt som »skoven fra Libanons hus«, for det havde fire rækker af søjler af den højt værdsatte træsort, der ligeledes udgjorde loftet over tronsalen, »hvor han sad til doms i domssalen«.

DE:
Der erste Hinweis auf eine Ursprungsbezeichnung findet sich in der Bibel, und zwar in der Schilderung der Errichtung des Tempels von Jerusalem, den König David dem Herrn [en: Lord] versprochen hatte und für den Hiram, der König von Tyrus und Sidon, Zedern im Libanon im Auftrag von Salomon fällen ließ, dessen Palast sodann mit einer solchen Menge dieser Zedern erbaut wurde, dass er unter dem Namen „Libanonwaldhaus“ bekannt war. Er errichtete sodann vier Reihen von Säulen aus dem wertvollen Holz, mit dem er auch die Thronhalle austäfeln ließ, „die Gerichtshalle, um darin Recht zu sprechen“.

ET:
Esimene viide päritolunimetusele esineb Piiblis, kus jutustatakse, kuidas ehitati Jeruusalemma templit, mille kuningas Taavet oli tõotanud Jahvele ja mille ehituseks Tüürose ja Siidoni kuningas Hiiram raius Liibanoni seedreid Saalomoni käsul, kelle palee ehitati pärast rikkalikult nendest seedritest ja oli tuntud Liibanonimetsakojana, sest selles oli neli rida sambaid sellest hinnatud puidust, millega oli kaetud ka troonisaal, „kus ta kohut mõistis, kohtusaal […]”.

FR:
La première référence à une appellation d’origine se trouve dans la Bible, dans le récit de la construction du temple de Jérusalem, promis à Yahvé par le roi David, pour laquelle Hiram, roi de Tyr et de Sidon, a coupé des cèdres du Liban à la demande de Salomon, dont le palais a été édifié par la suite avec une telle profusion desdits cèdres qu’il était connu sous le nom de «maison de la Forêt du Liban». En effet, il était construit sur quatre rangées de colonnes de ce bois précieux, dont la salle du trône, «où il rendait la justice, la salle du jugement», était également recouverte.

IT:
Già nella Bibbia troviamo un primo riferimento ad una denominazione di origine, quando si narra della costruzione del tempio di Gerusalemme, promesso dal re Davide a Yahvé, progetto per il quale Jiram, re di Tiro e Sidone, abbatté una quantità di cedri del Libano su richiesta di Salomone, il cui palazzo fu poi edificato con tanto di quel legname di cedro, da diventare noto come la «Foresta del Libano», poiché aveva quattro file di colonne di questo pregiato legno; Salomone aveva altresì rivestito di cedro il vestibolo del trono «ove rendeva giustizia, cioè il Vestibolo della Giustizia».

LV:
Pirmā norāde uz cilmes vietas nosaukumu atrodama Bībelē esošajā aprakstā par ķēniņa Dāvida [tam] Kungam [en: Lord] apsolītā Jeruzalemes tempļa būvniecību, kura būvniecībai Tiras un Sidonas ķēniņš Hīrāms nocirta Libanona [Libānas] ciedrus, kā to bija lūdzis Salamans [Zālamans], kurš savam namam izmantoja tādu lērumu šo ciedru, ka tas kļuva pazīstams kā “Libanona [Libānas] meža” nams. Tas tika būvēts uz četrām rindām šā dižkoka stabu, ar tiem izklājot arī troņa telpas “kurās [viņš vēlāk] noturēja tiesas sēdes [..] – tiesas telpas”.

LT:
Pirmoji užuomina apie kilmės vietos nuorodą yra Biblijoje, pasakojime apie Jeruzalės šventyklos statybą, kurią karalius Dovydas buvo pažadėjęs Jahvei ir kuriai Tiro ir Sidono karalius Hiramas Saliamono prašymu nukirto Libano kedrų, ir po to jo rūmai buvo pastatyti iš tokios gausybės minėtų kedrų, kad jie tapo žinomi kaip „Libano miško namas“. Šie rūmai buvo pastatyti ant keturių šio brangaus medžio kolonų eilių; juose taip pat buvo valdovo salė, kurioje jis „vykdė teisingumą“, t. y. teismo salė.

HU:
Az első eredetmegjelölésre történő utalás a Bibliában található: a jeruzsálemi templom megépítésének – amelyre Dávid király ígéretet tett Jahvének – elbeszélésében, amely megépülése érdekében Hirám, Tírus és Sídon királya Salamon megbízásából libanoni cédrusokat vágatott ki, és mivel az ő palotájának megépítéséhez olyan sokat használtak fel belőle „Libánon erdő házá”-nak is nevezték, tekintettel arra, hogy négy rend oszlopsor állt ebből az értékes fából, amelyből a trónterembe is jutott, „a hol ítélt, a törvényházban”.

NL:
De eerste verwijzing naar een oorsprongsbenaming bevindt zich in de Bijbel, in de vertelling over de bouw van de tempel van Jeruzalem, die koning David aan de Heer [en: Lord] had beloofd en waarvoor Chiram, koning van Tyrus en Sidon, op verzoek van Salomo ceders liet kappen op de Libanon. Het paleis van Salomo werd vervolgens met een dusdanige hoeveelheid van deze ceders gebouwd, dat het bekend werd onder de naam „Woud van de Libanon”. Hij plaatste vervolgens vier rijen cederhouten zuilen. De troonzaal, „waarin hij rechtsprak”, liet hij eveneens met cederhout lambriseren.

PL:
W Biblii znajduje się pierwsza wzmianka dotycząca nazwy pochodzenia, przy okazji opisu budowy obiecanej Jahwe przez Dawida świątyni w Jerozolimie, na budowę której na polecenie Salomona król Tyru i Sydonu, Hiram, ścinał cedry z Libanu. Salomon wzniósł następnie pałac, przy budowie którego użyto tak znacznej ilości tych cedrów, że nazwany on został „Domem Lasu Libanu”, ponieważ posiadał cztery rzędy kolumn z tego cenionego drewna. Drewnem tym została pokryta także sala tronowa, „w której sądził, sala sądowa”.

PT:
A primeira referência a uma denominação de origem surge na Bíblia, quando descreve a construção do templo de Jerusalém, que o rei David prometera a Javé; Salomão encarregou Hirão, rei de Tiro e de Sidón, de mandar cortar cedros do Líbano para edificar o palácio, construído com tal abundância desta madeira que ficou conhecido como «Casa da Floresta do Líbano», pois tinha quatro filas de colunas desta madeira, da qual também se achava revestida a sala do trono, «onde administrava a justiça, a Sala do Juízo».

SK:
Prvý odkaz na označenie pôvodu je v Biblii v správe o budovaní chrámu v Jeruzaleme, ktorý kráľ Dávid prisľúbil Jahvovi a pre ktorý Hiram, kráľ Týru a Sidónu, nechal na žiadosť Šalamúna narezať cédrové drevo z Libanonu, z ktorého bol palác, známy pod názvom „Libanonský lesný dom“, následne vybudovaný. Bol totiž postavený na štyroch radoch stĺpov z tohto vzácneho dreva, ktorého trónna sieň, „v ktorej súdil, teda súdna sieň“, bola tiež obložená cédrovým drevom.

SL:
Prvo sklicevanje na označbo porekla najdemo v Bibliji v pripovedi o gradnji jeruzalemskega templja, ki ga je Jahveju obljubil kralj David in za katerega je tirski in sidonski kralj Hiram posekal libanonske cedre, kot je zahteval Salomon, čigar palača je bila nato zgrajena s toliko cedrami, da je bila znana pod imenom „hiša libanonskega gozda“. Zgrajena je bila namreč na štirih vrstah stebrov iz tega dragocenega lesa, s katerim je bila pokrita tudi dvorana s prestolom, „kjer je sodil, sodn[a] dvoran[a]“.

FI:
Raamatussa on ensimmäinen viittaus alkuperänimitykseen, kun siinä kerrotaan kuningas Daavidin jumalalle [en: god] lupaaman Jerusalemin temppelin rakentamisesta, sillä Tyyron ja Sidonin kuningas Hiiram kaatoi sitä varten Libanonin seetrejä Salomon pyynnöstä, ja Salomon palatsi, joka tunnettiin nimellä ”Libanoninmetsä-talo”, koska siinä oli neljä pylväsriviä tästä kallisarvoisesta puusta, josta myös valtaistuinsali, ”jossa hän jakoi oikeutta, oikeussali” oli katettu, rakennettiin näistä seetreistä.

SV:
I Bibeln återfinns den första hänvisningen till en ursprungsbeteckning, i berättelsen om byggandet av Jerusalems tempel, som konung David lovat Herren [en: Lord]. Hiram, konungen i Tyrus och Sidon, lät fälla Libanoncedrar på uppdrag av Salomon. Till Salomos eget hus, som byggdes därefter, användes så mycket ceder att det kallades Libanonskogshuset då det var försett med fyra rader pelare av cederträ och även tronförhuset, ”där han skulle skipa rätt”, var beklätt med cederträ från golv till tak.

* Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 10ης Μαΐου 2005. Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (C-465/02) και Βασίλειο της Δανίας (C-466/02) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Γεωργία - Γεωγραφικές ενδείξεις και ονομασίες προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων - Ονομασία "φέτα" - Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2002 - Κύρος.

* Opinion of Mr Advocate General Ruiz-Jarabo Colomer delivered on 10 May 2005. Federal Republic of Germany (C-465/02) and Kingdom of Denmark (C-466/02) v Commission of the European Communities. Agriculture - Geographical indications and designations of origin for agricultural products and foodstuffs - The name "feta" - Regulation (EC) No 1829/2002 - Validity.


Thursday, July 12, 2012

Ioannikios Kartanos:
A pioneer
in translating the Holy Scriptures
in the vernacular Greek /

Ιωαννίκιος Καρτάνος:
Ο πρωτοπόρος
στη μετάφραση της Αγίας Γραφής
στην καθομιλούμενη Ελληνική



Και τότες υπήγεν εις τους Αποστόλους και ηυρίσκει τους και κοιμούνται και λέγει τους: Έτσι δεν ημπορέσετε να αγρυπνήσετε μίαν νύκτα μετ’ εμένα. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη πειραχθείτε, ότι εκείνος οπού με παραδίδει έναι σιμά. Και λέγει του Πέτρου: Εσύ είσαι εκείνος οπού έλεγες ότι την ψυχήν σου να βάλεις διάτ’ εμέν, και τώρα κοιμάσαι. Λέγει: Ναι, Κύριε, καν δέη με συν σοι αποθανείν. Kαι μόνον έρχεται ο Ιούδας ο Ισκαριώτης με τους Εβραίους με όλην την σπείραν αρματωμένοι με κοντάρια, με σπαθία και με ξύλα και με λαμπάδες πολλές αναμμένες, και είχεν τους ειπεί ο Ιούδας ότι εκείνον οπού θέλω φιλήσει εγώ εκείνον πιάσετε, και έτσι ήλθαν μετά φανών και λαμπάδων εις τον Χριστόν και ο Ιούδας ήλθεν και επίασεν και αγκαλίασε τον Χριστόν και λέγει του: Χαίρε, Ραββί. Λέγει του ο Χριστός: Και με το φίλημα ήλθες να με παραδώσεις; Και εκεινών τους λέγει: Και εγώ ήμουν καθ’ ημέρα μετ’ εσάς και δεν με επιάνετε και εδώ ήλθετε να με πιάσετε; Aμή δια να πληρωθεί η Γραφή οπού λέγει: να σκοτώσουν τον ποιμένα και τα πρόβατα να σκορπισθούν, και έτσι έρχονται οι Ιουδαίοι να τον πιάσουν και πέφτουν όλοι κάτω εις την γην με όλα τους τα άρματα, και τότες τους λέγει ο Χριστός: Ασηκωθείτε, τίναν γυρεύετε; Λέγουν του: Ιησούν τον Ναζωραίον. Λέγει τους: Εγώ είμαι. Kαι τότες τον πιάνουν. Και ο Πέτρος εβάσταινε ένα μαχαίρι και εβγάνει το και θέλει να κόψει το κεφάλι του Μάλχου, οπού ήτονε δούλος του Άννα του αρχιερέως, και εκείνος εταύρισε το κεφάλι του και έκοψέ του μόνον το αφτί. Και τότες ο Ιησούς επετίμησε τον Πέτρον και είπε του: Βάλε οπίσω το μαχαίρι, διότι ει τις δώσει μετ’ αυτό απ’ αύτο λαμβάνει. Και του Μάλχου υγίανεν το αφτί και αυτός λέγει του Πέτρου: Τι πιστεύεις, ότι δεν δύνομαι εγώ να κάνω τον Πατέρα μου να μου στείλει δώδεκα λεγεώνας αγγέλων να μου βοηθήσουν, αμή εσύ θέλεις να μου βοηθήσεις, οπού πάσα ένας λεγεών έναι μύριοι μυριάδες αγγέλων, αμή πως, λέγει, θέλεις να πληρωθούν οι Γραφές και να γένει η σωτηρία των ανθρώπων; Έτσι γουν τον επίασαν και εδέσαν τον και υπήραν τον εις του Άννα το σπίτι και ήτονε πενθερός του Καϊάφα και εκείνος τον εκράτειεν όλην την νύκταν οπού τον εξέταζεν και προς την αυγήν τον υπήραν εις του Καϊάφα και οι Απόστολοι έφυγαν όλοι.

Περί του Δείπνου του Μυστικού και ετέρων αποδείξεων Κεφ. ρπ΄.



Ιωαννίκιος Καρτάνος,
 Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,
ήτοι το άνθος και αναγκαίον αυτής
(1536)









Ιωάννης Ν. Καρμίρης,
Ὁ Παχώμιος Ρουσάνος καὶ τὰ ἀνέκδοτα δογματικὰ καὶ ἄλλα ἔργα αὐτοῦ,
Verlag der “ Byzantinisch-Neugriechischen Jahrbücher”, 1935, σ. 32.

[Ελληνικά/Greek, PDF]



Monday, July 9, 2012

France ordered to pay millions
for illegal taxation
of Jehovah’s Witnesses /

Η Γαλλία θα πρέπει να πληρώσει εκατομμύρια
για την παράνομη φορολόγηση
των Μαρτύρων του Ιεχωβά






Association Les Témoins de Jehovah v. France (no. 8916/05) - Chamber Judgment (Just Satisfaction). The applicant is the French association "Les Témoins de Jéhovah". By a judgment of 30 June 2011 the Court held that there had been a violation of Article 9 (freedom of thought, conscience and religion) concerning the taxation of hand-to-hand gifts received by the association between 1993 and 1996. Today’s [July 5, 2012] judgment concerned the question of just satisfaction (Article 41). The Court held that France is to reimburse the applicant association 4,590,295 euros (EUR) for the taxes unduly paid and EUR 55,000 for costs and expenses.


Νομικό σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά κατά Γαλλίας (αρ. 8916/05)
- Δικαστικό Τμήμα (Νόμιμη Ικανοποίηση).
Αιτόν είναι το γαλλικό νομικό σωματείο «Μάρτυρες του Ιεχωβά». Με απόφαση της 30ης Ιουνίου 2011 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας) όσον αφορά στην φορολόγηση των από χέρι σε χέρι δωρεών που έλαβε το νομικό σωματείο μεταξύ του 1993 και του 1996. Η σημερινή [5 Ιουλίου 2012] απόφαση αφορούσε το ζήτημα της νόμιμης ικανοποίησης (Άρθρο 41). Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Γαλλία θα πρέπει να αποζημιώσει το αιτόν νομικό σωματείο με 4.590.295 ευρώ για φόρους που εισπράχθηκαν αδικαιολόγητα και 55.000 ευρώ για δαπάνες και έξοδα.


* Strasbourg Consortium: Freedom of Conscience and Religion at the European Court of Human Rights,
"Recent Decisions and Judgments".


* Council of Europe: European Convention of Human Rights,
"Judges order €4 million Jehovah’s Witnesses award",
July 5, 2012.

* Strasbourg Consortium: Freedom of Conscience and Religion at the European Court of Human Rights,
"Association Les Témoins de Jéhovah v. France",
July 5, 2012.

* Jehovah’s Witnesses Official Media Web Site,
"France ordered to pay millions for illegal taxation of Jehovah’s Witnesses",
July 5, 2012.

* * *

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ:
* 12 Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία:
Η Γαλλία Επιστρέφει Χρήματα που Εισέπραξε Παράνομα
από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
* December 12, 2012, France:
France Returns Funds Collected Illegally
From Jehovah’s Witnesses
+ Source: / Πηγή: www.jw.org

A wave of arson attacks
on Kingdom Halls at Greece:
The hate speech
claims (again) voice
in public space /

Κύμα εμπρηστικών επιθέσεων
κατά Αιθουσών Βασιλείας στην Ελλάδα:
Η ρητορική του μίσους
διεκδικεί (ξανά) λόγο
στο δημόσιο χώρο














Ηγουμενίτσα, 8 Ιουλίου 2012 / Igoumenitsa, July 8, 2012



Update:

Arsonists attacked several places of worship, including informal mosques in downtown Athens and Jehovah’s Witnesses’ houses of worship in Thessaloniki, Igoumenitsa, and Serres. Police opened investigations in each case, but did not identify the perpetrators.

* USA State Dpt,
"GREECE 2012 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT",
p. 9.

Sunday, July 8, 2012

Adolf G. Deissmann
on LXX
& the rendering of the Tetragrammaton /

Ο Adolf G. Deissmann
περί της Ο'
& της απόδοσης του Τετραγράμματου






Die Bibel, deren Gott Jahveh heißt,
ist die Bibel eines Volkes;
die Bibel, deren Gott κύριος [HERR] heißt,
ist die Weltbibel.

The Bible whose God is named Yahweh
is the Bible of a nation,
the Bible whose God is named κύριος [LORD]
is a universal Bible.

«Η Βίβλος της οποίας ο Θεός ονομάζεται Γιαχβέ
είναι η Βίβλος ενός έθνους,
η Βίβλος της οποίας ο Θεός ονομάζεται Κύριος
είναι παγκόσμια Βίβλος».


Adolf Gustav Deissmann,
"Die Hellenisierung des semitischen Monotheismus"
[Ο εξελληνισμός του σημιτικού μονοθεϊσμού],
Neue Jahrbücher für das klassische Altertum,
vol./τόμ. 11, 1903, p./σ. 174.


The Orthodox Church of Greece
& the Greek Jews
at the early 20th century /

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος
& οι Ελληνοεβραίοι
στις αρχές του 20ου αιώνα





Ioannina, 25 March 1944 /
Ιωάννινα, 25 Μαρτίου 1944













Saturday, July 7, 2012

Theophylact of Ohrid (of Bulgaria)
(11th cent.)
on Luke 23:43 /

Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Αχρίδος)
(11ος αι.)
περί του Λουκάς 23:43








Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Αχρίδος) / Theophylact of Ohrid,
Ερμηνεία τις τα Τέσσαρα Ευαγγέλια (1542), p./σ. 369
.




Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Αχρίδος) / Theophylact of Ohrid,
Ερμηνεία εις τα Τέσσαρα Ευαγγέλια /
Commentarii in quatuor Evangelia
(1635), p./σ. 534.





Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Αχρίδος) / Theophylact of Ohrid,
Ερμηνεία εις τα τέσσαρα Ιερά Ευαγγέλια
Μεταγλωτισθείσα εις απλήν φράσιν
(1802),
Παρά Πάνω Θεοδοσίου τω εξ Ιωαννίνων, p./σ. 298
.



*




Κύριλλος Λούκαρις, 1623:
Αλλαγή της χρονολόγησης
«από κτίσεως Κόσμου»
σε «από Χριστού γεννήσεως» /

Cyril Lucaris, 1623:
Changed the "anno Mundi" chronology
to "anno Domini"





Περιοδικό Σιών,
Αρχιμ. Διονύσιος Λάτας (συντ.),
Αθήνα, 1881, έτος 1, τεύχ. αρ. 1, σ. 4.





Friday, July 6, 2012

Hesychius of Jerusalem (early 5th cent.)
on Luke 23:43 /

Ο Ησύχιος Ιεροσολύμων (αρχές 5ου αι.)
περί του Λουκάς 23:43





Codex Vaticanus gr.1209, p. 1347

Δ. Κυρτάτας, Παράδεισος (Paradise).



καὶ εἶπεν αὐτῷ
ἀμήν σοι λέγω σήμερον
μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ

– Luke / Λουκάς 23:43





Jean-Baptiste Cotelier,
Ecclesiæ græcæ monumenta (1686), 3:38, 39.





MPG
93:1432, 1433


Απορία 49η
Πώς εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Κυρίου προς τον ληστή, «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»; (Λου 23:43) Γιατί ο Χριστός μετά τη στάυρωσή του πήγε στον άδη για να ελευθερώσει τους νεκρούς, και έπρεπε επομένως να ελευθερώσει και τον ληστή, που ήταν υπεύθυνος σύμφωνα με τον νόμο της φύσεως.

Εξήγηση
Μερικοί το διαβάζουν ως εξής· «Αλήθεια σου λέω σήμερα»· βάζουν τελεία και συνεχίζουν· «Θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο». Όπως θα μπορούσε να πει κάποιος· Αλήθεια σου λέγω σήμερα που βρίσκομαι στον σταυρό, Θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. Εάν πάλι πρέπει να διαβαστεί, όπως συνηθίζεται, δεν προκύπτει τίποτε αντίθετο. Γιατί ο Σωτήρας μας, με την απερίγραπτη θεότητά του, όχι μόνο στον άδη πήγε, αλλά και στον παράδεισο μαζί με τον ληστή, και στον άδη, και μαζί με τον Πατέρα, και στον τάφο, αφού γεμίζει τα πάντα.

Μετάφρ. ΕΠΕ [Φιλοκαλία 13:393]


Ησύχιος Ιεροσολύμων *, Συναγωγή αποριών και επιλύσεων, αρ. 49 /
Hesychius of Jerusalem *, Collectio difficaltum et solutionum, No 49.





Thursday, July 5, 2012

Ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης
κατά τον Μελίτωνα Σάρδεων (περ. 170 Κ.Χ.) /

The canon of the Old Testament
according to Melito of Sardis (c. 170 CE)







Ἀνελθὼν οὖν εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ ἕως τοῦ τόπου γενόμενος ἔνθα ἐκηρύχθη καὶ ἐπράχθη, καὶ  ἀκριβῶς μαθὼν τὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βιβλία, ὑποτάξας ἔπεμψά σοι· ὧν ἐστι τὰ ὀνόματα· Μωυσέως πέντε, Γένεσις Ἔξοδος Ἀριθμοὶ Λευιτικὸν Δευτερονόμιον, Ἰησοῦς Ναυῆ, Κριταί, Ῥούθ, Βασιλειῶν τέσσαρα, Παραλειπομένων δύο, Ψαλμῶν Δαυίδ, Σολομῶνος Παροιμίαι ἡ καὶ Σοφία, Ἐκκλησιαστής, Ἆισμα Ἀισμάτων, Ἰώβ, Προφητῶν Ἡσαΐου, Ἱερεμίου, τῶν δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ, Δανιὴλ, Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας· ἐξ ὧν καὶ τὰς ἐκλογὰς ἐποιησάμην, εἰς ἓξ βιβλία διελών.

Quated by Eusebius EH 4.26.13–14 /
Παράθεμα του Ευσεβίου ΕΙ 4.26.13–14.



Accordingly when I went East and came to the place where these things were preached and done, I learned accurately the books of the Old Testament, and send them to thee as written below. Their names are as follows: Of Moses, five books: Genesis, Exodus, Numbers, Leviticus, Deuteronomy; Jesus Nave, Judges, Ruth; of Kings, four books;[4] of Chronicles, two; the Psalms of David, the Proverbs of Solomon, Wisdom also, Ecclesiastes, Song of Songs, Job; of Prophets, Isaiah, Jeremiah; of the twelve prophets, one book ; Daniel, Ezekiel, Esdras. From which also I have made the extracts, dividing them into six books.


Transl. Schaff [NPNF2-01]



Ταξιδεύσας λοιπόν εις την ανατολήν, και μεταβάς έως τον τόπον όπου ταύτα εκηρύχθησαν και επράχθησαν, μαθών δε ακριβώς τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, συνέταξα κατάλογον τον οποίον σου στέλλω. Ιδού οι τίτλοι των. Μωυσέως πέντε (Γένεσις, Έξοδος, Αριθμοί, Λευιτικόν, Δευτερονόμιον), Ιησούς Ναυή, Κριταί, Ρουθ, Βασιλειών τέσσαρα, Παραλειπομένων δύο, Ψαλμοί Δαυίδ, Σολομώντος Παροιμίαι λεγόμεναι και Σοφία, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Ιώβ, Προφητών Ησαΐου, Ιερεμίου, των Δώδεκα εις έν βιβλίον, Δανιήλ, Ιεζεκιήλ, Έσδρας. Από αυτά εφιλοτέχνησα τας ανθολογίας, τας οποιας διήρεσα εις έξ βιβλία.


Μετάφρ. ΕΠΕ [29:93, 95]




Wednesday, July 4, 2012

Ερμηνευτική απόδοση Π. Τρεμπέλα:
Ψαλμοί 1-22 /

Trempelas interpretative rendering
of Psalms 1-22


*
Παναγιώτης Τρεμπέλας



Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα.

Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη.
Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Ἀθῆναι 2009.


Κείμενον
1 Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
2 Ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων·
6 ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.

Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις
1 Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐπῆγε ποτὲ εἰς συνέδριον καὶ σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θὰ ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἰδέας των καὶ τὰ φρονήματά των, καὶ δὲν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θὰ παρεσύρετο ἀπὸ τὰς κακὰς πράξεις καὶ συνηθείας των, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθηνται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μετεδίδετο καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρον καὶ ὀλέθριον μόλυσμά των.
2 Ἀλλ’ ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ.
3 Καὶ θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σὰν τὸ δένδρον, ποὺ ἔχει φυτευθῆ ἐκεῖ ποὺ τρέχουν καὶ χύνονται ἄφθονα νερά, καὶ τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ τὸν καρπόν του εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν καὶ τὰ φύλλα του δὲν θὰ πέσουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀειθαλὲς καὶ πάντοτε καταπράσινον· διότι καὶ αὐτὸς τρεφόμενος καὶ ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας καὶ θείας χάριτος θὰ καρποφορῇ πάντοτε πλούσια ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ μαραίνεται ποτέ· ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ θὰ κάνῃ, ἐπειδὴ θὰ εὐλογῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ αἴσιον πέρας καὶ θὰ στέφεται ὑπὸ ἐπιτυχίας.
4 Δὲν εὐδοκιμοῦν οὕτω πως οἱ ἀσεβεῖς. Ὄχι. Ἀλλὰ σὰν ψιλὸ καὶ τριμμένον ἄχυρον, σὰν χνοῦδι ποὺ τὸ ἁρπάζει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ρίπτει μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, οὕτω θὰ ἐκμηδενισθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ σχέδιά των.
5 Δι’ αὐτὸ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, ἀλλὰ θὰ πέσουν κάτω ἐντροπιασμένοι καὶ συντριμμένοι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ τὴν κρίσιν του. Οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἔνδοξον καὶ μακαρίαν σύναξιν καὶ ὁμήγυριν τῶν δικαίων.
6 Διότι ὁ Κύριος, ποὺ ἠξεύρει καὶ πρὸ τῆς κρίσεως ὅλας τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, παρακολουθεῖ ἀπ’ ἐδῶ μὲ στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν βλέμμα τὴν πορείαν καὶ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν δικαίων, ἐνῷ ὅλα αὐτὰ ποὺ σχεδιάζουν καὶ ἐπιχειροῦν οἱ ἀσεβεῖς θὰ καταλήξουν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν καὶ καταστροφήν.



Ψαλμὸς Β’

Κείμενον
1 Ἱνατί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;
2 Παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ. (διάψαλμα)
3 Διαρρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορρίψωμεν ἀφ’ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν.
4 Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς.
5 Τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς.
6 Ἐγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ’ αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ,
7 διαγγέλλων τὸ πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος εἶπε πρός με· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε.
8 Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν του τὰ πέρατα τῆς γῆς.
9 Ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αὐτούς.
10 Καὶ νῦν, βασιλεῖς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν.
11 Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ.
12 Δράξασθε παιδείας, μή ποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας.
13 Ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῷ.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Τί παράπονον ἔχουν καὶ ποίαν ὠφέλειαν περιμένουν οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, αὐτοί, ποὺ σὰν ἵπποι ἀχαλίνωτοι καὶ ἀτίθασοι ἀνεστατώθησαν καὶ ἀφηνίασαν, διατί δὲ καὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ συνέλαβαν σχέδια ἀνόητα καὶ μωρά;
2 Ἐστάθησαν εἰς ἀπειλητικὴν παράταξιν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ συνηθροίσθησαν οἱ ἄρχοντες ἀπὸ συμφώνου καὶ εἰς τὸν αὐτὸν τόπον κατὰ τοῦ κυριάρχου τῶν πάντων Θεοῦ καὶ κατ’ ἐκείνου τὸν ὁποῖον Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔχρισε προφήτην καὶ ἀρχιερέα καὶ βασιλέα.
3 Τὸ ἐπαναστατικόν των σύνθημα ὑπῆρξε τοῦτο: Ἂς σπάσωμεν τοὺς δεσμοὺς τῆς ὑποτελείας μας πρὸς τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Χριστόν του καὶ ἂς ἀποτινάξωμεν μακρὰν ἀπὸ ἐπάνω μας τὸν ζυγὸν καὶ τῶν δύο. Ἂς καταλύσωμεν τὴν κυριαρχίαν των καὶ ἂς ἐκμηδενίσωμεν τὸ κράτος των.
4 Ἀλλ’ αὐτός, ποὺ κατοικεῖ εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ γελάσῃ περιφρονητικῶς εἰς βάρος των καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς περιπαίξῃ καὶ θὰ τοὺς χλευάσῃ.
5 Γρήγορα δὲ μὲ ἀγανάκτησιν θὰ ὁμιλήσῃ πρὸς αὐτοὺς καὶ μὲ τὴν τρομερὰν ἔκρηξιν τοῦ θυμοῦ του θὰ τοὺς συνταράξῃ.
6 Ἐγὼ δὲ ὁ Χριστὸς τοῦ Κυρίου παρὰ τὰς ἀντιδράσεις τῶν ἀσεβῶν ἐγκατεστάθην καὶ ἐνεθρονίσθην ὑπὸ τοῦ Κυρίου βασιλεὺς εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιον τῆς Σιών, εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ,
7 διὰ νὰ ἐξαγγέλω καὶ νὰ κηρύττω τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ δὲ καὶ τὸ πρόσταγμά του μὲ τὸ ὁποῖον μὲ ἀνεβίβασεν ἐπὶ τοῦ θρόνου μου: Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ· Υἱός μου, τὸν ὁποῖον ἐκ τῆς οὐσίας μου ἀϊδίως ἐγέννησα, εἶσαι Σύ. Ἐγὼ σὲ ἐγέννησα σήμερον, ὅτε ἀνέστησα ἐκ τοῦ τάφου καὶ ἐδόξασα τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τὴν ὁποίαν ὑπερφυσικῶς, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, σοῦ ἔδωκα.
8 Ζήτησε ἀπὸ ἐμὲ καὶ θὰ σοῦ δώσω ὡς κληρονομίαν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ θέσω ὑπὸ τὴν ἀπόλυτον κυριαρχίαν σου ὅλην τὴν γῆν μέχρι τῶν ἄκρων καὶ τῶν περάτων αὐτῆς.
9 Θὰ τοὺς κυβερνήσῃς μὲ ράβδον σιδερένιαν καὶ ἄθραυστον, καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ ἀνθίστανται εἰς σέ, θὰ τοὺς συντρίψῃς μὲ τόσην εὐκολίαν, σὰν νὰ ἦσαν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ εὔθραυστα ἀγγεῖα ποὺ ἀπὸ πηλὸν κατασκευάζει ὁ κεραμεύς.
10 Καὶ ἀφοῦ τόσον εὔκολα θὰ συντριβῇ κάθε ἀντίστασίς σας, βάλετε ἐγκαίρως γνῶσιν καὶ συνετίσθητε, ὦ βασιλεῖς· παιδαγωγήθητε ἀπὸ τὰ παθήματά σας καὶ γίνετε φρόνιμοι ὅλοι οἱ ἄρχοντες ποὺ κρίνετε καὶ δικάζετε τοὺς λαοὺς τῆς γῆς.
11 Διὰ τῆς εὐλαβοῦς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν δουλεύσατε μὲ φόβον καὶ σεβασμὸν τὸν Κύριον καὶ δοκιμάσατε τὴν εἰρήνην καὶ ἀγαλλίασιν ποὺ γεννᾷ εἰς τὰς καρδίας ὁ τρόμος, μήπως διὰ τῆς ἁμαρτίας ἐξοργίσητε τὸν Κύριον.
12 Σπεύσατε μὲ ὅλην σας τὴν δύναμιν νὰ ἐγκολπωθῆτε καὶ νὰ κρατήσητε στερεὰ τὴν σύνεσιν καὶ φρόνησιν, τὴν ὁποίαν χαρίζει ἡ θεία διδασκαλία τοῦ Υἱοῦ, μήπως ὀργισθῇ ἐναντίον σας ὁ Κύριος καὶ καταντήσετε εἰς τὸν ὄλεθρον, ὁ οποῖος ἐπιφυλάσσεται εἰς τοὺς ἀπομακρυνομένους ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ τῆς ἀρετῆς.
13 Ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἀνάψῃ ὡς κάμινος ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου, καὶ τότε μακάριοι θὰ εἶναι ὅλοι ὅσοι θὰ ἔχουν στηριγμένην τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν των εἰς αὐτόν.



Ψαλμὸς Γ’

Κείμενον
2 Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ’ ἐμέ·
3 πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα)
4 Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.
5 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ.
6 Ἐγὼ δὲ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. (διάψαλμα)
7 Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτεθεμένων μοι.
8 Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
9 Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε, εἰς πόσον μέγα καὶ δυσεξαρίθμητον πλῆθος ηὐξήθησαν οἱ ἐχθροὶ ποὺ μὲ θλίβουν! Πολλοὶ ἐπανεστάτησαν κατ’ ἐμοῦ καὶ μὲ πολεμοῦν.
3 Πολλοὶ λέγουν διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ὕπαρξίν μου: Δὲν ὑπάρχει δι’ αὐτὸν σωτηρία, διότι ὁ Θεός του τὸν ἐγκατέλιπε καὶ ματαίως ἐλπίζει εἰς αὐτόν.
4 Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Σὺ θὰ μὲ δοξάσῃς καὶ πάλιν καὶ θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὴν κεφαλήν μου, τὴν ὁποίαν τώρα ἐντροπιασμένος ἔχω σκυμμένην πρὸς τὰ κάτω.
5 Πολλὰς εἰς τὸ παρελθὸν φορὰς μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν ἐφώναξα πρὸς τὸν Κύριον ζητῶν τὴν βοήθειάν του καὶ μὲ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, ὅπου φυλάσσεται ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης του καὶ ἔγινε δι’ αὐτὸ ἅγιον τὸ κατοικητήριόν του.
6 Ὡς ἐκ τούτου καὶ εἰς τὰς δυσκόλους αὐτὰς τοῦ παρόντος στιγμὰς δὲν ἔχασα τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰρήνην μου, ἀλλὰ μολονότι μὲ ἔχουν κυκλώσει τόσοι ἐχθροί, ἐκοιμήθην κατὰ τὴν νύκτα ἥσυχος καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον ἤρεμον καὶ βαθύν. Ἐσηκώθην δὲ τὸ πρωΐ γεμᾶτος θάρρος καὶ ἐλπίδα, διότι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσῃ καὶ θὰ μὲ προστατεύσῃ.
7 Ὄχι· δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη λαοῦ, ποὺ μὲ ἔχουν κυκλώσει, καὶ ἀπὸ πᾶσαν διεύθυνσιν ἐπιτίθενται ὅλοι μαζὶ κατ’ ἐμοῦ.
8 Σήκω ἐπάνω, Κύριε, καὶ σπεῦσον κατὰ τῶν ἐχθρῶν μου. Σῶσε με, ὦ Θεέ μου· διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι Σὺ θὰ πατάξῃς ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν. Σὺ θὰ συντρίψῃς τὰ δόντια τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡς θηρία ἄγρια ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν καὶ μὲ καταφάγουν.
9 Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ μοῦ δοθῇ ἡ σωτηρία, καὶ εἰς ἐκείνους, Κύριε, οἱ ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται καὶ εἶναι ἰδικός σου λαός, θὰ ἔλθῃ ἡ εὐλογία σου.




Ψαλμὸς Δ’

Κείμενον
2 Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσάς μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου· ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. Οἰκτείρησόν με καὶ εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου.
3 Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος; (διάψαλμα)
4 Καὶ γνῶτε, ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ. Κύριος εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτόν.
5 Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἃ λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐπὶ ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε. (διάψαλμα)
6 Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον.
7 Πολλοὶ λέγουσι· τίς δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά; Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε.
8 Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.
9 Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ’ ἐλπίδι κατῴκισάς με.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Ὁσάκις σὲ ἐπεκαλέσθην, ἤκουσες μὲ εὐμένειαν τὴν προσευχήν μου, ὦ Θεέ, ποὺ προστατεύεις τὸ δίκαιόν μου καὶ μοῦ ἀποδίδεις αὐτό. Ὅταν εὑρέθην εἰς θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν, μὲ ἐπαρηγόρησες καὶ ἔδωκες πλάτος καὶ ἄνεσιν εἰς τὴν πιεζομένην καρδίαν μου. Σπλαγχνίσου με καὶ τώρα καὶ κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν μου.
3 Ὦ σεῖς ἄνθρωποι, ποὺ μὲ ἐχθρεύεσθε καὶ μὲ συκοφαντεῖτε. Ἕως πότε θὰ ἔχετε σκληρὰν καὶ εἰς τὰ γήϊνα προσκολλημένην τὴν καρδίαν σας; Διατί ἀγαπᾶτε νὰ διαδίδετε εἰς βάρος μου ματαίας καὶ ἀνυποστάτους κατηγορίας καὶ ζητεῖτε μὲ συκοφαντίας καὶ ψεύδη νὰ μὲ καταστρέψετε;
4 Μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος μέχρι τοῦδε κατέστησε περιφανῆ καὶ θαυμαστὸν τὸν εὐσεβῆ, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένος εἰς αὐτόν. Ὅπως δὲ εἰς τὸ παρελθόν, οὕτω καὶ τώρα ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν μου, ὅταν μὲ πόθον φωνάζω εἰς αὐτόν.
5 Ἂς ὀργίζεσθε ἐναντίον μου, προσέχετε ὅμως νὰ μὴ ἁμαρτάνετε καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τὰ πονηρὰ σχέδια καὶ τοὺς ἐφαμάρτους διαλογισμούς, ποὺ συλλαμβάνετε μὲ τὸν νοῦν σας καὶ κυκλοφορεῖτε εἰς τὰς καρδίας σας, νὰ τὰ ἐξετάζετε τὴν νύκτα εἰς τὴν κλίνην σας καὶ καταλαμβανόμενοι ὑπὸ μετανοίας καὶ κατανύξεως νὰ συγκρατῆσθε ἀπὸ τοῦ νὰ τὰ θέσετε εἰς πρᾶξιν.
6 Προσφέρετε ὡς θυσίαν ὄχι ζῶα καὶ προσφορὰς ὑλικάς, ἀλλὰ δικαιοσύνην καὶ ἀγαθότητα καὶ στηρίξατε ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν σας εἰς τὸν Κύριον.
7 Πολλοί, ἐπειδὴ ἔχασαν τὴν ἐλπίδα αὐτήν, λέγουν: Ποῖος θὰ μᾶς δείξῃ καὶ ποῖος θὰ μᾶς δώσῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Εἰς ἡμᾶς ὅμως, Κύριε, ποὺ ἐλπίζομεν εἰς σέ, ἐνετυπώθη βαθειὰ ἡ στοργὴ καὶ ἡ πλεονάζουσα ἀγάπη καὶ χάρις τοῦ προσώπου σου· καὶ ἔλαμψεν εἰς ὅλους φανερὰ ἡ ὑπὲρ ἡμῶν πρόνοια καὶ ἀντίληψίς σου·
8 ἐγέμισες τὴν καρδίαν μου ἀπὸ εὐφροσύνην, ὁποίαν δὲν δοκιμάζουν οἱ ἀντίπαλοί μου, μολονότι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ καρπὸν σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
9 Μὲ τὴν ἐλπίδα μου ἀκλόνητον εἰς Σὲ θὰ κοιμηθῶ ἥσυχος καὶ ἐν εἰρήνῃ, συγχρόνως δὲ καὶ θὰ χορτάσω ὕπνον, διότι Σύ, Κύριε, ἂν καὶ εἶμαι κατάμονος, παρέχεις εἰς ἐμὲ τὴν προστασίαν σου, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς ὁποίας κατοικῶ γεμᾶτος πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα.




Ψαλμὸς Ε’

Κείμενον
2 Τὰ ρήματά μου ἐνώτισαι, Κύριε, σύνες τῆς κραυγῆς μου·
3 πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου, ὁ βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου, ὅτι πρὸς σὲ προσεύξομαι, Κύριε·
4 τὸ πρωΐ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς μου, τὸ πρωΐ παραστήσομαί σοι καὶ ἐπόψει με·
5 ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοι πονηρευόμενος,
6 οὐδὲ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου· ἐμίσησας πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν·
7 ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. Ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος.
8 Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου.
9 Κύριε, ὁδήγησόν με ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, κατεύθυνον ἐνώπιόν σου τὴν ὁδόν μου.
10 Ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν.
11 Κρῖνον αὐτούς, ὁ Θεός. Ἀποπεσάτωσαν ἀπὸ τῶν διαβουλιῶν αὐτῶν· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε.
12 Καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ· εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται, καὶ κατασκηνώσεις ἐν αὐτοῖς, καὶ καυχήσονται ἐν σοὶ πάντες οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου.
13 Ὅτι σὺ εὐλογήσεις δίκαιον· Κύριε, ὡς ὅπλῳ εὐδοκίας ἐστεφάνωσας ἡμᾶς.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Εὐδόκησε, Κύριε, νὰ δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου τοὺς λόγους τῆς προσευχῆς μου, εὐδόκησε νὰ κατανοήσῃς τὰ ὅσα μὲ ἀγωνιώδη καὶ ἰσχυρὰν κραυγὴν σοῦ ἀπευθύνω·
3 πρόσεξε εἰς τὴν φωνὴν τῆς παρακλήσεώς μου, Σύ, ποὺ εἶσαι ὁ ὑπέρτατος καὶ αἰώνιος βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου. Διότι οὐχὶ εἰς τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα, ἀλλ’ εἰς σὲ καὶ μόνον θὰ προσεύχωμαι, Κύριε. Καὶ ἐκτὸς σοῦ ἄλλον προστάτην δὲν ἔχω.
4 Τὸ πρωΐ, μόλις ἀπὸ τὴν κλίνην μου ἐγερθῶ καὶ προτήτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο ἔργον μου, Σὲ πρῶτον θὰ ἐπικαλεσθῶ καὶ Σὺ θὰ ἀκούσῃς τὴν ἱκετευτικὴν φωνήν μου. Λίαν πρωΐ θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν σου καὶ θὰ εὐδοκήσῃς νὰ ρίψῃς εὐμενὲς τὸ βλέμμα σου ἐπ’ ἐμοῦ.
5 Διότι σὺ δὲν εἶσαι Θεὸς ποὺ θέλεις τὴν ἀνομίαν καὶ ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν ἐμίσησα καὶ ἐγώ, ἐργάζονται δὲ οἱ ἐχθροὶ καὶ διῶκται μου. Οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν θὰ παραμείνῃ πλησίον σου ὡς οἰκεῖος καὶ φίλος σου, ὅποιος πονηρεύεται καὶ μηχανᾶται τὸ κακόν.
6 Οὔτε θὰ σταθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου αὐτοί, ποὺ παραβαίνουν τὸν νόμον σου. Ἐμίσησας ὅλους ἐκείνους, ποὺ ὡς ἔργον των ἔχουν νὰ διαπράττουν τὴν ἀνομίαν καὶ ἁμαρτίαν.
7 Θὰ ἐξολοθρεύσῃς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι χωρὶς ἴχνος εὐσυνειδησίας καὶ ἐντροπῆς λαλοῦν καὶ διαδίδουν τὸ ψεῦδος. Τὸν αἱμοβόρον ἄνθρωπον, ποὺ βάφει τὰς χεῖρας του εἰς ἀδελφικὰ αἵματα καὶ διὰ δόλων ἐπιζητεῖ τὴν βλάβην καὶ καταστροφὴν τοῦ πλησίον, τὸν μισεῖ καὶ τὸν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος.
8 Ἀντιθέτως ὅμως ἐγὼ βασίζομαι εἰς τοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ ὄχι εἰς τὸν δόλον καὶ τὴν ἀπάτην ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντίπαλοί μου. Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα μου στηριγμένην εἰς τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου θὰ εἰσέλθω εἰς τὸν οἶκον σου καὶ θὰ προσκυνήσω, γεμᾶτος σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν πρὸς σέ, εἰς τὸν ἅγιον ναόν σου.
9 Κύριε, οἱ ἀδικοῦντες με εἶναι πολλοί. Καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ἀδίκων τούτων ἐχθρῶν μου σὲ παρακαλῶ, γενοῦ ὁδηγός μου ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἀπάλλαξε τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μου ἀπὸ κάθε ἐμπόδιον καὶ παγίδα, ὥστε ἀσφαλῶς νὰ βαδίζω τὸν εὐθὺν δρόμον ποὺ σοῦ εἶναι ἀρεστός. Λύτρωσέ με σὺ ἀπὸ τὰς παγίδας τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς, ὥστε ἐξ αἰτίας αὐτῶν νὰ παρεκκλίνω ἀπὸ τὸ θέλημά σου. Ἔχω ἀπόλυτον ἀνάγκην τῆς ὁδηγίας καὶ προστασίας σου.
10 Διότι δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ στόμα των ἀλήθεια· ἡ καρδία των εἶναι ἀνειλικρινὴς καὶ διαλογίζεται μάταια καὶ πονηρά. Ὁ λάρυγξ των σὰν τάφος ἀνοικτός, ποὺ ἀναδίδει μολυσματικὴν δυσοσμίαν, μόνον λόγους βλασφημίας καὶ βρωμερᾶς αἰσχρότητος ἐκβάλλει. Μὲ τὰς συκοφαντικὰς καὶ ψευδολόγους γλώσσας των ὑφαίνουν δολιότητας καὶ φαρμακερὰς ἐπινοήσεις.
11 Καταδίκασέ τους, ὦ Θεέ μου. Εἴθε νὰ πέσουν ἔξω καὶ νὰ ἀποτύχουν εἰς τὰ δόλια σχέδια καὶ τὰς ἐσκεμμένας πλεκτάνας, τὰς ὁποίας συνέλαβον καὶ ἐμηχανεύθησαν κατ’ ἐμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν τους σκόρπισέ τους καὶ ἀπομάκρυνέ τους, διότι μὲ τὸ νὰ πολεμοῦν τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς Σὲ δούλους, σὲ κατεπίκραναν, Κύριε.
12 Καὶ θὰ εὐφρανθοῦν τότε ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν εἰς Σέ, διότι θὰ ἴδουν, ὅτι εἰσακούεις τὴν προσευχὴν καθενὸς ποὺ στηρίζει τὴν πεποίθησίν σου εἰς σὲ καὶ ματαιώνεις τὰς ἐπιβουλὰς τῶν μισούντων τοὺς ἐκλεκτούς σου. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασίς των θὰ εἶναι ἀκατάπαυστος καὶ διαρκής, διότι θὰ ἀντιληφθοῦν καὶ θὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὰ πράγματα, ὅτι ἔχεις στήσει τὴν σκηνήν σου πλησίον των καὶ κατοικεῖς ὡς προστάτης των καὶ κατοικεῖς ὡς προστάτης των καὶ κηδεμὼν ἐν μέσῳ αὐτῶν. Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά σου, θὰ καυχηθοῦν διὰ τὴν προστασίαν τὴν ὁποίαν τοὺς παρέχεις.
13 Διότι σὺ θὰ εὐλογήσῃς τὸν δίκαιον καὶ συνεπῶς αἱ κατ’ αὐτοῦ κατάραι καὶ βλασφημίαι τῶν ἀσεβῶν εἰς οὐδὲν θὰ ἰσχύσουν. Κύριε, ἡ πολλή σου εὐαρέσκεια καὶ ἀγάπη ἔγινεν εἰς ἡμᾶς ὅπλον, ἰσχυρὸν καὶ ἀκαταγώνιστον, μὲ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπροστάτευσες, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐχάρισες τὸν στέφανον τῆς νίκης.




Ψαλμὸς ΣΤ’

Κείμενον
2 Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.
3 Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου,
4 καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;
5 Ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου, σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου.
6 Ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ᾅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
7 Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.
8 Ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου.
9 Ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
10 ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο.
11 Αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε, φανοῦ ἐπιεικὴς πρὸς ἐμέ. Μὴ ἐλέγξῃς, σὲ παρακαλῶ, καὶ μὴ κολάσῃς μὲ τὸν θυμόν σου τὰς πράξεις μου, μηδὲ διευθύνῃς μὲ τὴν ὀργήν σου κατ’ ἐμοῦ τὴν παιδαγωγικὴν μάστιγά σου. Τιμώρησέ με φιλανθρώπως.
3 Ἐλέησέ με, Κύριε, διότι ἀπὸ τὰς πολλὰς τιμωρίας σου καὶ τὴν συντριβήν μου κατάκειμαι ἀσθενής. Ἰάτρευσέ με, Κύριε, διότι ἀπὸ τὸν πολὺν πόνον μου καὶ τὴν βαρεῖαν λύπην μου μετεκινήθησαν καὶ ἐκλονίσθησαν καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ὀστᾶ μου.
4 Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν μου, ἡ ἀσώματος καὶ ἄϋλος ψυχή μου ἐταράχθη πάρα πολύ. Καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε θὰ εἶσαι ὠργισμένος κατ’ ἐμοῦ καὶ θὰ μὲ στερῇς τοῦ ἐλέους σου;
5 Μὴ φεύγῃς καὶ μὴ μὲ ἀφήνῃς, Κύριε, ἀλλ’ ἐλθὲ πάλιν πλησίον μου· ἐλευθέρωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται, σῶσε με διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὸ ἀνεξάντλητον ἔλεός σου.
6 Ὀλίγος μοῦ ἀπομένει τῆς μετανοίας ὁ καιρός. Καὶ ἐὰν ἀποθάνῃ τις προτοῦ προφθάσῃ νὰ συμφιλιωθῇ μαζί σου, δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ σὲ ἐνθυμῆται μὲ ἐλπίδα συγχωρήσεως καὶ μετανοίας. Εἰς τὸν σκοτεινὸν δὲ καὶ ἔρημον τῆς παρουσίας σου ᾄδην ποῖος θὰ ἀναμέλψῃ ὕμνους εἰς τὸ φοβερὸν μεγαλεῖον σου;
7 Ἀπέκαμα ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς διὰ τὰς παρεκτροπάς μου. Ἔλουσα καὶ λούω κάθε νύκτα τὸ κρεββάτι μου καὶ βρέχω τὸ στρῶμα μου μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά μου.
8 Κλαίω συνεχῶς ἐξ αἰτίας τοῦ θυμοῦ σου καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ ροὴν τῶν δακρύων μου μὲ ἐπόνεσαν τὰ μάτια μου. Κατήντησα νὰ περιφρονοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου σὰν ροῦχον πεπαλαιωμένον.
9 Ἀλλ’ ὄχι· τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μου εἶναι ἄβυσσος πολλὴ καὶ δι’ αὐτὸ θὰ μὲ προστατεύσῃ. Φύγετε λοιπὸν μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ ἐντροπιασμένοι ὅλοι ὅσοι ἐργάζεσθε τὴν ἀνομίαν. Δὲν σᾶς φοβοῦμαι πλέον. Διότι ὁ Κύριος ἤκουσε μὲ εὐμένειαν καὶ πλῆθος οἰκτιρμῶν τὴν φωνήν, ποὺ μὲ δάκρυα πολλὰ τοῦ ἀπηύθυνα.
10 Ἤκουσεν ὁ Κύριος τὴν δέησίν μου. Ὁ Κύριος εὐηρεστήθη νὰ δεχθῇ τὴν προσευχήν μου.
11 Ἂς ἐντροπιασθοῦν καὶ ἂς κυριευθοῦν ἀπὸ ταραχὴν καὶ τρόμον ὅλοι οἱ ἐχθροί μου. Ἂς ὑποχωρήσουν νικημένοι καὶ ἂς κατεντροπιασθοῦν γρήγορα καὶ παρευθύς.




Ψαλμὸς Ζ’

Κείμενον
2 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ρῦσαί με,
3 μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου,
5 εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν μου κενός·
6 καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου καὶ καταλάβοι καὶ καταπατήσαι εἰς γῆν τὴν ζωήν μου καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα)
7 Ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν ὀργῇ σου, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν σου· ἐξεγέρθητι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι, ᾧ ἐνετείλω,
8 καὶ συναγωγὴ λαῶν κυκλώσει σε, καὶ ὑπὲρ ταύτης εἰς ὕψος ἐπίστρεψον.
9 Κύριος κρινεῖ λαούς· κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν ἀκακίαν μου ἐπ’ ἐμοί.
10 Συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν, καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός.
11 Δικαία ἡ βοήθειά μου παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
12 Ὁ Θεὸς κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ’ ἑκάστην ἡμέραν.
13 Ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
14 καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου, τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς καιομένοις ἐξειργάσατο.
15 Ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
16 Λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτὸν καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃ εἰργάσατο·
17 ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται.
18 Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς σὲ ἐστήριξα ὅλην τὴν ἐλπίδα μου. Σῶσε με ἀπὸ ὅλους ὅσοι μὲ καταδιώκουν καὶ γλύτωσέ με ἀπὸ αὐτούς.
3 Ἐλθέ, Κύριε, εἰς βοήθειάν μου, μήπως σὰν λέων ἄγριος καὶ σκληρὸς ἁρπάσῃ ὁ ἐχθρὸς τὴν ζωήν μου καὶ κατασπαραχθῶ, ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ πλευρόν μου κανεὶς ποὺ νὰ μὲ γλυτώσῃ καὶ μὲ σώσῃ.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐὰν πράγματι ἔκαμα αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον καταδιώκομαι, ἐὰν αἱ χεῖρες μου διέπραξαν ἀδικίαν·
5 ἐὰν ἀνταπέδωκα κακὸν εἰς ἐκείνους ποὺ μοῦ ἀνταποδίδουν κακὰ ἀντὶ τῶν πρὸς αὐτοὺς εὐεργεσιῶν μου, αἲ τότε εἴθε νὰ πέσω ἔξω καὶ νὰ νικηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, ἔρημος καὶ γυμνωμένος ἀπὸ πᾶσαν βοήθειαν καὶ ἐλπίδα.
6 Ἂς καταδιώξῃ τότε ὁ ἐχθρὸς ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν μου καὶ ἂς μὲ συλλάβῃ αἰχμάλωτον καὶ ἂς ποδοπατήσῃ εἰς τὸ χῶμα τὴν ζωήν μου καὶ μὲ ἀτιμίαν πολλὴν ἂς τὴν καταθάψῃ εἰς τὰ σκοτεινὰ σκηνώματα τοῦ τάφου, ἐξαλείφων ὁλοτελῶς τὸ ἔνδοξον ὄνομά μου.
7 Σήκω, Κύριε, χωρὶς οἰκτιρμοὺς καὶ σπεῦσον θυμωμένος εἰς τὴν βοήθειάν μου. Φανέρωσε τὸ ὕψος τῆς δυνάμεώς σου γύρω ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ στρατοπέδου τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε νὰ μὴ διαφύγῃ κανεὶς τὴν τιμωρίαν σου. Ἐξεγέρθητι εἰς ὑπεράσπισίν μου, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὀνόματι τοῦ προστάγματος τὸ ὁποῖον καθώρισες νομοθετήσας, ὅτι πρέπει νὰ βοηθοῦνται καὶ νὰ προστατεύωνται οἱ ἀδικούμενοι, νὰ πατάσσωνται δὲ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἄδικοι.
8 Καὶ ἀμέσως τότε σύναξις λαῶν ἀπὸ ἔθνη πολλὰ θὰ σὲ περιστοιχίσουν, διὰ νὰ δοξάσουν τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὴν πρόνοιάν σου. Καὶ διὰ τὴν σύναξιν ταύτην τῶν λαῶν, ἡ ὁποία δὲν θέλεις ποτὲ νὰ σκανδαλίζεται καὶ νὰ κλονίζεται εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν καὶ ἐλπίδα, ἀνέβα καὶ πάλιν εἰς τὸ ἐν οὐρανοῖς ὑψηλὸν δικαστικόν σου βῆμα, τὸ ὁποῖον οἱ ἀσεβεῖς, παρεξηγοῦντες τὴν μακροθυμίαν σου, νομίζουν ὅτι τὸ ἐγκατέλιπες.
9 Ναί· ὁ Κύριος ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ του θρόνου καὶ θὰ κρίνῃ τοὺς λαούς. Κρῖνε καὶ δίκασε, Κύριε, καὶ ἐμέ, ὁ ὁποῖος μολονότι εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιόν σου, προσεπάθησα ὅμως πάντοτε νὰ συμπεριφέρωμαι πρὸς τοὺς ὁμοίους μου μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀκακίαν, μὴ διαπράξας εἰς κανένα κακόν τι.
10 Ἂς λάβῃ πέρας καὶ ἂς ἐξαφανισθῇ λοιπὸν ἡ πονηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ τότε, σύ, ὦ Θεέ μου, ποὺ γνωρίζεις τὰ κεκρυμμένα ἐλατήρια τῶν ἀνθρώπων, διότι ἐξετάζεις τὰς εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν των σκέψεις των καὶ τὰ εἰς τοὺς νεφρούς των ἀπόκρυφα συναισθήματά των, θὰ ὁδηγήσῃς τὸν δίκαιον ἀνενόχλητον καὶ ἀνεμπόδιστον ἀπὸ ἀντιδράσεις είς τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀρετῆς.
11 Δικαίως θὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σώζει ὅλους ὅσοι ἔχουν καρδίαν εὐθεῖαν καὶ ἀπηλλαγμένην ἀπὸ δόλον καὶ κακίαν.
12 Ὁ Θεὸς εἶναι κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρός. Καὶ ἔχει λοιπὸν τὴν δύναμιν νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς ἀδίκους. Ἀλλ’ εἶναι συγχρόνως καὶ μακρόθυμος καὶ δὲν ἐκδηλώνει τὴν ὀργήν του μὲ καθημερινὰς ποινὰς καὶ τιμωρίας κατὰ τῶν παραβατῶν.
13 Ἐὰν ὅμως καταφρονήσετε τὴν μακροθυμίαν του καὶ δὲν μετανοήσετε ἐγκαίρως, ὡς πολεμιστὴς ἀκαταγώνιστος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον, θὰ τροχίσῃ καὶ θὰ γυαλίσῃ τὴν ρομφαίαν του. Ἰδοὺ ἐτέντωσε τὴν χορδὴν τοῦ τόξου του καὶ τὸ ἑτοίμασε διὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσῃ.
14 Καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἑτοίμασε ὄργανα καὶ ὅπλα φονικὰ καὶ θανατηφόρα. Τὰ βέλη ποὺ θὰ ρίψῃ μὲ αὐτὸ ἔχουν κατασκευασθῆ τέλεια μὲ πίσσαν καὶ ἄλλας εὐκόλως καιομένας καὶ ἀναφλεγομένας ὕλας, ὥστε νὰ εἶναι πύρινα καὶ καυστικά.
15 Ἰδοὺ αὐτὸς ποὺ μὲ καταδιώκει ἀδίκως, σὰν γυναῖκα ποὺ κοιλοπονεῖ, ἐγέννησε μὲ κόπον καὶ προσπάθειαν πολλὴν ἀδικίαν κατ’ ἐμοῦ· συνέλαβεν εἰς τὴν ψυχήν του σχέδιον πόνου καὶ ὀδύνης ἐναντίον μου καὶ ἐγέννησεν ἀνομίαν.
16 Ἤνοιξε λάκκον διὰ νὰ συλληφθῶ μὲ παγίδα εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἀνεσκάλευσεν, ὥστε νὰ μὴ φαίνεται καὶ ἀνύποπτος νὰ διέλθω δι’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγὼ θὰ πέσῃ μέσα εἰς τὸν βόθρον, τὸν ὁποῖον μὲ τόσην τέχνην καὶ κόπον κατεσκεύασε.
17 Σὰν πέτρα, ποὺ τὴν ἐξεσφενδόνισεν ὑψηλά, θὰ γυρίσῃ πίσω καὶ θὰ πέσῃ εἰς τὴν ἰδίαν του κεφαλὴν τὸ κακὸν αὐτὸ ποὺ μὲ πόνον καὶ κόπον ἡτοίμασε· καὶ εἰς τὴν κορυφὴν καὶ τὸ ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματός του θὰ καταβῇ βαρεῖα καὶ συντριπτικὴ ἡ ἀδικία του.
18 Ἀντιθέτως ἐγώ, ποὺ τόσον ἐπροστατεύθην καὶ ἐβοηθήθην, θὰ ἀνυμνήσω καὶ θὰ δοξάσω τὸν Κύριον σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην ποὺ ἔδειξε καὶ θὰ ψάλω ὕμνον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι Ὕψιστος καὶ ὑπερουράνιος καὶ ἀπλησίαστος εἰς τοὺς ἐχθρούς του.




Ψαλμὸς Η’

Κείμενον
2 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
3 Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.
4 Ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας·
5 τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; Ἣ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;
6 Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν,
7 καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
8 πρόβατα καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου,
9 τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν.
10 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε ὁ Θεὸς καὶ δεσπότης ἡμῶν, τοῦ περιουσίου λαοῦ σου, ἐξόχως θαυμαστὴ καὶ ἐκθαμβωτικὴ διαλάμπει ἡ δύναμις καὶ ἡ σοφία σου εἰς τὰ καθ’ ὅλην τὴν γῆν δημιουργήματά σου. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θαυμάζουν τὸ μεγαλεῖον σου καὶ ἀνυμνοῦν τὸ ὄνομά σου. Διότι ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ δόξα σου ὑπερπληρώσασα τὴν γῆν, ὑψώθη ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καὶ ἐξηπλώθη ἐκθαμβωτικὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸν μυριοφώτιστον καὶ μεγαλειώδη ἔναστρον κόσμον.
3 Ὄχι μόνον οἱ ὥριμοι καὶ ἐχέφρονες ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ νήπια καὶ τὰ μικρά, ποὺ ἀκόμη θηλάζουν, ἀνυμνοῦν τὸ μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας σου. Ἀπὸ τὰ στόματά των ἐποίησας τέλειον ὕμνον τῆς δόξης σου, διὰ νὰ ἀποστομωθῇ καὶ ἐξευτελισθῇ μὲ αὐτὸν κάθε ἐχθρὸς ποὺ μὲ πεῖσμα καὶ γεμᾶτος τυφλὴν ἐκδίκησιν ἐπιμένει νὰ ἀρνῆται τὴν τελειότητά σου.
4 Ὅταν βλέπω τοὺς οὐρανίους κόσμους, τὰ ἔργα ποὺ μὲ τόσην εὐκολίαν συνετέλεσας μὲ μόνα τὰ δάκτυλά σου, χωρὶς νὰ παραστῇ ἀνάγκη, ὅπως ἐργασθῇ δι’ αὐτὰ καὶ ἡ παντοδύναμος χείρ σου· ὅταν βλέπω τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας, τοὺς ὁποίους ὡς εἰς θεμέλιον ἀσφαλὲς ἐστερέωσας καὶ ἐτακτοποίησας, σκέπτομαι τότε καὶ ἀνακράζω:
5 Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσον μικρὸς καὶ ἀφανὴς ἐμπρὸς εἰς τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, ὥστε νὰ καταδέχεσαι σὺ νὰ τὸν ἐνθυμῆσαι; Ἢ τί εἶναι κάθε ἀπόγονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ φροντίζῃς σὺ καὶ νὰ μεριμνᾷς ὅλως ἰδιαιτέρως δι’ αὐτόν;
6 Τὸν ἔπλασας ὀλίγον τι κατώτερον ἀπὸ τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους, ἀφοῦ τὸν ἐπροίκισες μὲν μὲ τὴν εἰκόνα σου, τοῦ ἔδωκες ὅμως καὶ ὑλικὸν σῶμα. Ἀλλὰ τὸν ἐστεφάνωσες συγχρόνως μὲ δόξαν καὶ τιμήν, διότι τὸν ἀνέδειξας κυρίαρχον ὅλης τῆς φύσεως.
7 Ἐπὶ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς κτισμάτων σου ἐγκατέστησας αὐτὸν βασιλέα. Ὑπέταξες ὅλα κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του.
8 Ὄχι μόνον τὰ ἥμερα κτήνη, ποὺ διατρέφει διὰ τὰς ἀνάγκας του, τὰ πρόβατα δηλαδὴ καὶ ὅλα τὰ βώδια, ἀλλὰ ἀκόμη ὑπέταξας εἰς αὐτὸν καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ,
9 καθὼς καὶ τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τὰ ψάρια ποὺ ζοῦν εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τὰ μεγάλα κήτη ποὺ διασχίζουν τοὺς ὠκεανούς.
10 Κύριε, σὺ ποὺ ὁρίζεις καὶ ἐξουσιάζεις ὅλους μας, ἀνεκφράστως θαυμαστὸν εἶναι τὸ ὄνομά σου, ἐν μέσῳ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων.




Ψαλμὸς Θ’

Κείμενον
2 Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου·
3 εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε.
4 Ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ προσώπου σου,
5 ὅτι ἐποίησας τὴν κρίσιν μου καὶ τὴν δίκην μου, ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου ὁ κρίνων δικαιοσύνην.
6 Ἐπετίμησας ἔθνεσι, καὶ ἀπώλετο ὁ ἀσεβής· τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξήλειψας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
7 Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ρομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες, ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ’ ἤχου.
8 Καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα μένει, ἡτοίμασεν ἐν κρίσει τὸν θρόνον αὐτοῦ,
9 καὶ αὐτὸς κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.
10 Καὶ ἐγένετο Κύριος καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθὸς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσι·
11 καὶ ἐλπισάτωσαν ἐπὶ σοὶ οἱ γινώσκοντες τὸ ὄνομά σου, ὅτι οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζητοῦντάς σε, Κύριε.
12 Ψάλατε τῷ Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ,
13 ὅτι ἐκζητῶν τὰ αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς δεήσεως τῶν πενήτων.
14 Ἐλέησόν με, Κύριε, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου,
15 ὅπως ἂν ἐξαγγείλω πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών· ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου.
16 Ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, ἐν παγίδι ταύτῃ, ᾗ ἔκρυψαν, συνελήφθη ὁ ποὺς αὐτῶν.
17 Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιῶν, ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. (ᾠδὴ διαψάλματος)
18 Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ,
19 ὅτι οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται ὁ πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν πενήτων οὐκ ἀπολεῖται εἰς τὸ τέλος.
20 Ἀνάστηθι, Κύριε, μὴ κραταιούσθω ἄνθρωπος, κριθήτωσαν ἔθνη ἐνώπιόν σου.
21 Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ’ αὐτούς, γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσι. (διάψαλμα)
22 Ἱνατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν, ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσιν;
23 Ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός, συλλαμβάνονται ἐν διαβουλίοις οἷς διαλογίζονται.
24 Ὅτι ἐπαινεῖται ὁ ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν ἐνευλογεῖται·
25 παρώξυνε τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός· κατὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ.
26 Βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ἀνταναιρεῖται τὰ κρίματά σου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κατακυριεύσει·
27 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐ μὴ σαλευθῶ, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ.
28 Οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου, ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καὶ πόνος.
29 Ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων ἐν ἀποκρύφοις τοῦ ἀποκτεῖναι ἀθῷον· οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν·
30 ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν·
31 ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει αὐτόν, κύψει καὶ πεσεῖται ἐν τῷ αὐτὸν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων.
32 Εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τέλος.
33 Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος.
34 Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβὴς τὸν Θεόν; Εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει.
35 Βλέπεις, ὅτι σὺ πόνον καὶ θυμὸν κατανοεῖς τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺς εἰς χεῖράς σου· σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχός, ὀρφανῷ σὺ ἦσθα βοηθός.
36 Σύντριψον τὸν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ, ζητηθήσεται ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.
37 Βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ἀπολεῖσθε, ἔθνη, ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.
38 Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε Κύριος, τὴν ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς σου,
39 κρῖναι ὀρφανῷ καὶ ταπεινῷ, ἵνα μὴ προσθῇ ἔτι τοῦ μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Θὰ σὲ δοξάσω καὶ θὰ σὲ εὐχαριστήσω, Κύριε, μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου καὶ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου, θὰ διηγηθῶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καὶ προνοίας σου, καθὼς καὶ τῆς πατρικῆς προστασίας σου, ποὺ ἔδειξες καὶ εἰς ἐμέ.
3 Θὰ εὐφρανθῶ καὶ θὰ γεμίσω ἀπὸ ἀγαλλίασιν, σκεπτόμενος τὸ μεγαλεῖον σου καὶ τὴν θαυμαστὴν πρόνοιάν σου· θὰ ψάλω ὕμνον δοξολογίας εἰς τὸ ὄνομά σου, Ὕψιστε.
4 Ὅταν κατετροπώθησαν καὶ ἐστράφησαν εἰς τὰ ὀπίσω οἱ ἐχθροί μου, συνετρίβη ἡ δύναμίς των καὶ ἐξηφανίσθησαν, ἐχάθησαν ἐξ ὁλοκλήρου, μόλις ἐπεφάνη προστατευτικὸν δι’ ἐμὲ τὸ ἐξωργισμένον πρόσωπόν σου.
5 Διότι Σὺ ἔκρινες καὶ ἐδίκασες τὴν ὑπόθεσίν μου· ἐκάθισες ἐπὶ θρόνου δικαστικοῦ Σὺ ποὺ δικάζεις ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀποδίδεις εἰς πάντα ἀδικούμενον τὸ δίκαιόν του.
6 Ἤρκεσαν αἱ ἐπιπλήξεις σου κατὰ τῶν ἐθνῶν διὰ νὰ χαθῇ καὶ ἀπολεσθῇ κάθε ἀσεβής. Ἐξηφάνισες καὶ ἔσβησες τὸ ὄνομά του διὰ παντός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
7 Τοῦ ἐχθροῦ συνετρίβησαν καὶ ἐχάθησαν τελείως αἱ μάχαιραι καὶ τὰ πολεμικά του ὅπλα καὶ κατεκρήμνισες Σὺ τὰς ὠχυρωμένας πόλεις καὶ τὰ φρούριά του. Ὅπως δὲ ἐν σεισμῷ σφοδροτάτῳ ὑπερύψηλον οἰκοδόμημα καταρρέει ἐν μιᾷ στιγμῇ μετὰ πατάγου, ἔτσι ἐχάθη καὶ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ὀνόματός του.
8 Ἀλλ’ ἂν ἡ δύναμις καὶ τὸ κράτος τοῦ ἀσεβοῦς τόσον γρήγορα παρέρχεται καὶ ἐξαφανίζεται, ὁ Κύριος μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ἑτοίμασε τὸν θρόνον του διὰ νὰ δικάσῃ.
9 Καὶ θὰ δικάσῃ μὲ δικαιοσύνην ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην· θὰ δικάσῃ μὲ εὐθύτητα καὶ χωρὶς προσωποληψίαν ἢ ὀπισθοβουλίαν τοὺς λαοὺς ὅλων τῶν γενεῶν καὶ ὅλων τῶν ἐθνῶν.
10 Καὶ ἔγινεν ὁ Κύριος καταφύγιον εἰς τὸν δυστυχῆ καὶ τεταπεινωμένον, ὁ ὁποῖος ἐλπίζει εἰς αὐτόν. Ἀνεδείχθη βοηθός του ἐπικαίρως, ὅταν αἱ θλίψεις ἐπέπεσαν κατ’ αὐτοῦ σφοδραὶ καὶ ἀπειλητικαὶ καὶ ἡ θεία προστασία τοῦ ἦτο ἐπειγόντως ἀναγκαία.
11 Ἀφοῦ λοιπὸν Σὺ εἶσαι τὸ καταφύγιον καὶ ἡ βοήθεια τῶν τεταπεινωμένων εὐσεβῶν, ἂς στηρίξουν ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα των εἰς Σὲ ὅσοι ἐγνώρισαν τὸ ὄνομά σου καὶ ἔλαβον πεῖραν τῆς ἀπείρου τελειότητος καὶ ἀγαθότητός σου. Ἂς ἐλπίσουν οὗτοι εἰς Σέ, διότι δὲν ἐγκατέλιπες ἀβοηθήτους καὶ ἀπροστατεύτους, Κύριε, ἐκείνους ποὺ σὲ ζητοῦν μὲ πόθον καὶ ἐγκαρτέρησιν.
12 Ψάλατε ὕμνον καὶ δοξολογίαν εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὴν Σιὼν καὶ εἰς τὸν ἐν αὐτῇ ναόν του. Καταστήσατε γνωστὰ καὶ διακηρύξατε εἰς τὰ ἔθνη τὰ κατορθώματα καὶ μεγαλουργήματά του.
13 Διότι αὐτὸς ποὺ ζητεῖ νὰ ἐκδικηθῇ διὰ τὰ ἀδικοχυμένα αἵματα τῶν δούλων του, ἐνεθυμήθη καὶ δὲν ἐλησμόνησεν αὐτά· ὅσον καὶ ἂν ἐδείχθη μακρόθυμος καὶ ἀνέβαλε τὴν ὀργήν του, δὲν ἐξέχασε τὰς δεήσεις καὶ τὰς ἐπικλήσεις τῶν πτωχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδύνατοι καὶ ἔρημοι ἀπὸ πᾶσαν ἀνθρωπίνην βοήθειαν ἐστήριξαν τεταπεινωμένοι τὴν ἐλπίδα των εἰς αὐτόν.
14 Ἐλέησόν με, Κύριε· ἴδε εἰς ποῖον ἐξευτελισμὸν καὶ εἰς ποίαν ταπείνωσιν κατήντησα ἕνεκα τοῦ ἀδίκου κατατρεγμοῦ τῶν ἐχθρῶν μου. Ἴδε σύ, ποὺ εἰς στιγμὰς ἐσχάτου κινδύνου μὲ ἀναρπάζεις μετ’ ἐνδόξου ἰσχύος ἀπὸ αὐτὰς τὰς πύλας τοῦ θανάτου καὶ προλαμβάνεις τὴν καταστροφήν μου.
15 Δεῖξε καὶ τώρα τὴν προστασίαν σου εἰς ἐμέ, διὰ νὰ διαλαλῶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην ὅλους τοὺς ὕμνους σου εἰς τὰς πύλας τῆς Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποίαν Σύ, ὡς ἄλλην θυγατέρα σου, ἐθεμελίωσες καὶ ἐλάμπρυνες. Δὲν θὰ δειχθῶ ἀγνώμων, Κύριε· ἀλλὰ διὰ τὴν σωτηρίαν, τῆς ὁποίας θὰ μὲ ἀξιώσῃς, γεμᾶτος ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν θὰ σὲ εὐχαριστήσω.
16 Οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι ἔσκαψαν ὀλέθριον βόθρον κατὰ τοῦ λαοῦ σου. Ἀλλ’ ἔπεσαν αὐτοὶ καὶ ἐκόλλησαν εἰς τὸ βάθος τοῦ βορβόρου, ὥστε ἡ καταστροφή των θὰ ἐπέλθῃ βεβαία. Καὶ ὅ,τι ἐμηχανεύοντο κατὰ τῶν δούλων σου, τὸ ἔπαθον οἱ ἴδιοι. Διότι εἰς τὴν παγίδα αὐτήν, τὴν ὁποίαν μὲ πολλὴν τέχνην ἐκάλυψαν, ὥστε νὰ παραμένῃ κεκρυμμένη εἰς τὰ ἀνύποπτα θύματά των, ἐπιάσθησαν ὡς εἰς ἄλλο δόκανον τὰ ἰδικά των πόδια.
17 Οὕτω καθίσταται ὁλοφάνερον καὶ πασίγνωστον, ὅτι ὁ Κύριος ποιεῖ πάντοτε δικαίας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις. Ἰδοὺ καὶ τώρα ὅτι συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλὸς εἰς τὰ παγιδευτικά του ἔργα, καὶ παρεσκεύασε μὲ τὰς ἰδικάς του χεῖρας τὴν τιμωρίαν αὐτοῦ.
18 Εἴθε νὰ ριφθοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην, τοῦ ὁποίου εἶναι ἀποβράσματα, καὶ εἴθε νὰ ὑποστοῦν ἐκεῖ τὰς τρομερωτέρας τιμωρίας· ἐκεῖ ἂς ἐγκλεισθοῦν ὅλοι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν τὸν Θεὸν καὶ δὲν συγκρατοῦνται ἀπὸ τὸν φόβον του.
19 Διότι δὲν θὰ λησμονηθῇ μέχρι τέλους ὁ εὐλαβὴς πτωχός, ποὺ ὡς μόνον πλοῦτον καὶ ἐλπίδα του ἔχει τὸν Θεόν. Ἡ ὑπομονή, τὴν ὁποίαν δεικνύουν μὲ μαρτυρικὴν ἐγκαρτέρησιν οἱ ἐλπίζοντες εἰς τὸν Κύριον πτωχοί, δὲν θὰ χαθῇ καὶ δὲν θὰ μείνῃ μέχρι τέλους ἄνευ ἀνταποδόσεως καὶ ἱκανοποιήσεως.
20 Σήκω ἐπάνω, Κύριε· ἀρκετὰ ἐμακροθύμησας· ἂς μὴ σφετερίζεται πλέον ὁ εὐτελὴς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμίν σου, παρουσιαζόμενος αὐτὸς κραταιὸς καὶ ἀκαταγώνιστος ἐν μέσῳ τῶν δούλων σου. Ἂς κριθοῦν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός σου καὶ ἂς ὑποστοῦν τὰς ποινὰς τῆς δικαίας ἀποφάσεώς σου οἱ ἐθνικοί.
21 Ἐγκατέστησον ἐπ’ αὐτῶν ἡγεμόνα καὶ διδάσκαλον, ὁ ὁποῖος νὰ ἐπιβάλῃ ὡς χαλινὸν καὶ ὁδηγὸν εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ νόμου σου. Ἂς μάθουν διὰ τῆς ἰσχυρᾶς παρεμβάσεως καὶ ἐκδικήσεώς σου οἱ θεοποιοῦντες τὸν ἑαυτόν τους ἐθνικοί, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀσθενεῖς καὶ τιποτένιοι ἄνθρωποι.
22 Διατί, Κύριε, ἔχεις σταθῆ μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς; Διατί σηκώνεις ἐπάνω τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ φαίνεσαι σὰν νὰ μὴ μᾶς βλέπῃς καὶ νὰ μὴ μᾶς προσέχῃς ἐν μέσῳ τῶν κρισίμων περιστάσεων καὶ θλίψεων, ἀπὸ τὰς ὁποίας εἴμεθα κυκλωμένοι;
23 Εἰς καιρὸν ποὺ ὑπερηφανεύεται διὰ τὴν ἐπικράτησίν του καὶ συμπεριφέρεται μὲ ἀσυγκράτητον ἀλαζονείαν καὶ ἀγερωχίαν ὁ ἀσεβής, καίεται εἰς κάμινον θλίψεως καὶ ἀγωνίας ὁ ἐνάρετος πτωχός, ποὺ ὡς μόνον πλοῦτον καὶ ἐλπίδα του ἔχει τὴν προστασίαν σου. Συλλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι πτωχοὶ εἰς τὰς περιτέχνους παγίδας, τὰς ὁποίας μὲ πανουργίαν πολλὴν ἑτοιμάζουν κατ’ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί.
24 Διότι καυχᾶται καὶ θαυμάζεται ἀπὸ τοὺς ὁμοίους του ὁ ἁμαρτωλὸς δι’ ὅσα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀπολαμβάνει ἡ διαφθαρμένη ψυχή του, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐντρέπεται καὶ νὰ μὴ μεγαλαυχῇ, μακαρίζεται δὲ ἀπὸ τοὺς ὁμοίους του ὁ συστηματικῶς καὶ ἄνευ τύψεως τῆς συνειδήσεώς του ἐργαζόμενος τὴν ἀδικίαν.
25 Ἐξώργισεν ὑπερβολικὰ τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός, διότι λέγει μέσα του· «Κάμνει τὸν ὠργισμένον ὁ Θεός, ἀλλ’ εἶναι φαινομενικαὶ αἱ ἀπειλαί του. Δὲν θὰ ζητήσῃ εὐθύνας διὰ τὰς ἁμαρτίας καὶ ἀδικίας μου». Ἀλλοίμονον! Δὲν αἰσθάνεται ποτὲ ἐμπρός του ὁ ἁμαρτωλὸς τὴν θείαν παρουσίαν καὶ ζῇ ὡς νὰ μὴ ὑπῆρχε δι’ αὐτὸν Θεός.
26 Αἱ πράξεις του εἶναι βδελυραὶ καὶ βρωμεραὶ καὶ εἰς κάθε περίστασιν ρυπαρὸς καὶ μολυσμένος εἶναι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς του. Καταφρονεῖ καὶ ἀθετεῖ ἀσυστόλως τὰ προστάγματα καὶ τὰς ἐντολάς σου. Λόγῳ τῶν προσωρινῶν ἐπιτυχιῶν του φαντάζεται ἐν τῇ ἀλαζονείᾳ του, ὅτι θὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ ὅλων τῶν ἐχθρῶν του, τῶν ἰδικῶν σου φίλων, τοὺς ὁποίους αὐτὸς μισεῖ.
27 Διότι εἶπε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του· «Δὲν θὰ μετακινηθῶ ἀπὸ κανένα. Ἡ εὐτυχία μου εἶναι μόνιμος καὶ διαρκής. Ἐγὼ καὶ οἱ ἀπόγονοί μου, ὅλαι αἱ γενεαὶ ποὺ θὰ προέλθουν ἐξ ἐμοῦ θὰ παραμείνωμεν ἄνευ θλίψεως, μακρὰν οἱουδήποτε κακοῦ».
28 Οὕτω σκέπτεται αὐτός, τοῦ ὁποίου τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κατάραν καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ πικρίαν καὶ δολιότητα κατὰ τοῦ πλησίον. Κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του ὑπάρχει διαρκῶς ἡ κακεντρέχεια καὶ τὸ δηλητήριον τοῦ κόπου καὶ τοῦ πόνου, διὰ νὰ πικραίνῃ καὶ καταπιέζῃ μὲ αὐτὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ ἐλπίζοντα ἐπὶ τὸν Θεὸν πτωχόν.
29 Κάθηται μὲ ἐπιμονὴν εἰς ἐνέδραν καὶ καρτέρι, κρυμμένος μὲ ἄλλους πλουσίους ἐξ ἐκείνων ποὺ παχύνονται μὲ τὸ αἷμα τοῦ πτωχοῦ· παραμονεύει διὰ νὰ φονεύσῃ ἄνθρωπον ἀθῷον, ποὺ δὲν τοῦ ἔπταισεν εἰς τίποτε. Τὰ μάτια του, σὰν μάτια τίγρεως καρφωμένα εἰς τὸ θήραμά της, παρακολουθοῦν ἐξ ἀποστάσεως τὸν πτωχὸν καὶ περιμένει πότε θὰ πλησιάσῃ οὗτος ἀνύποπτος διὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθῇ.
30 Κρυμμένος παραμονεύει, ὅπως ὁ λέων παραφυλάττει σκυμμένος μέσα εἰς τὴν φωλεάν του· ἐνεδρεύει διὰ νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχόν, ναὶ νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχόν, ἀφοῦ μὲ τρόπον ἀπατηλὸν τὸν προσελκύσῃ πλησίον του.
31 Εἰς τὴν παγίδα ποὺ ἔχει στήσει θὰ τὸν ταπεινώσῃ. Θὰ σκύψῃ, θὰ συμμαζευθῇ καὶ θὰ πέσῃ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μεταχειριζόμενος πᾶν ὕπουλον μέσον διὰ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ τῶν πτωχῶν καὶ νὰ καταδουλώσῃ αὐτούς.
32 Θὰ μετέλθῃ πᾶσαν ἀσυνειδησίαν, διότι εἶπεν εἰς τὴν καρδίαν του· «Ἔχει ξεχάσει, ἐλησμόνησε τελείως ὁ Θεός. Δὲν ἐνδιαφέρεται, ἔστρεψεν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ πλέον τίποτε».
33 Σήκω ἐπάνω καὶ κινήσου εἰς ἐκδίκησιν, Κύριε ὁ Θεός μου· ἂς σηκωθῇ ὑψηλὰ ἡ χείρ σου, διὰ νὰ καταπέσῃ βαρεῖα κατὰ τῶν ἀσεβῶν· μὴ λησμονήσῃς παντοτεινὰ καὶ μέχρι τέλους τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι μόνον πλοῦτον καὶ ἐλπίδα ἔχουν τὴν προστασίαν σου.
34 Διὰ ποῖον λόγον παρώργισεν ὁ ἀσεβὴς τὸν Θεόν; Τὸν παρώργισε διότι ἐσχημάτισε τὸ φρόνημα καὶ εἶπε καθ’ ἑαυτόν· «Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ζητήσῃ πλέον λόγον δι’ ὅσα ἀδικῶ».
35 Τὰ βλέπεις ὅλα σὺ καὶ δὲν σοῦ διαφεύγει τίποτε· δὲν παρακολουθεῖς μόνον τὰς ἐξωτερικὰς πράξεις, ἀλλὰ παρακολουθεῖς καὶ αὐτὰ τὰ μυστικὰ ἐλατήρια καὶ τὰς ἀποκρύφους τῶν καρδιῶν μας σκέψεις. Καὶ δι’ αὐτὸ γνωρίζεις ἐπακριβῶς τόσον τοὺς πόνους καὶ τὰς θλίψεις τοῦ πτωχοῦ, ὅσον καὶ τὸν ἄσπλαγχνον θυμὸν τοῦ ἀσεβοῦς. Βλέπεις καὶ παρακολουθεῖς ὅλα προσεκτικῶς διὰ νὰ παραδώσῃς ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου τοὺς ἀσεβεῖς εἰς τὰς ἀδυσωπήτους τιμωρίας τῶν χειρῶν σου. Εἰς τὴν προστασίαν σου καὶ μόνον ἔχει ἐγκαταλειφθῆ ὁ πτωχός, εἰς τὸν ὀρφανὸν σὺ εἶσαι βοηθός.
36 Σύντριψε σὺ τὴν καταπιεστικὴν δύναμιν τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ· θὰ ζητηθῇ τὸ κακὸν καὶ ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔκαμε καὶ δὲν θὰ εὑρεθῇ, διότι θὰ ἔχῃ ἐξαφανισθῆ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον.
37 Θὰ βασιλεύσῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. Σεῖς δὲ οἱ ἐθνικοί, ποὺ λατρεύετε τὰ εἴδωλα, θὰ χαθῆτε ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία εἶναι ἰδική του.
38 Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πτωχῶν εἰσήκουσεν ὁ Κύριος. Εἰς τοὺς πόθους τῆς καρδίας των ἐπρόσεξε, Κύριε, τὸ οὖς σου,
39 διὰ νὰ κάμῃς δικαίαν κρίσιν ὑπὲρ τοῦ ὀρφανοῦ καὶ ταπεινοῦ, ὥστε νὰ μὴ τολμήσῃ πλέον νὰ μεγαλαυχῇ καὶ νὰ ἐπιδεικνύῃ ἀλαζονικῶς τὸ ἀνάστημά του οἱοσδήποτε ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.




Ψαλμὸς Ι’

Κείμενον
1 Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;
2 Ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
3 Ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε;
4 Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἐπιβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
5 Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.
6 Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν.
7 Ὅτι δίκαιος Κύριος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Ἐπὶ τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου ἔχω στηρίξει τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα μου. Καὶ πῶς σεῖς λέγετε εἰς ἐμέ· «Φεῦγε καὶ γίνε μετανάστης, πέταξε σὰν στρουθίον τρομαγμένον εἰς τὰ ὄρη, ζητῶν ἐκεῖ τὴν σωτηρίαν σου;
2 Φεύγε τὸ γρηγορώτερον, διότι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐτέντωσαν τὰ τόξα των, ἑτοίμασαν εἰς τὴν φαρέτραν βέλη ἀκονισμένα καὶ φαρμακερὰ διὰ νὰ τοξεύσουν μὲ λύσσαν καιροφυλακτοῦντες εἰς ἀπόκρυφα καὶ ἀθέατα καρτέρια τοὺς ἐναρέτους καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους.
3 Οἱ κόποι σου ἀποβαίνουν ἄσκοποι, διότι ὅσα σὺ ὁ δίκαιος μὲ κόπους πολλοὺς ἐπεμελήθης ἀρτίως καὶ τελείως νὰ οἰκοδομήσῃς, αὐτοὶ ἐν τῇ κακία καὶ τῷ φθόνῳ των τὰ κατεκρήμνισαν. Τί κατώρθωσε λοιπὸν μὲ τοὺς μόχθους αὐτοῦ ὁ δίκαιος;». Αὐτὰ σεῖς, ὦ ὀλιγόπιστοι, μοῦ λέγετε.
4 Ἀλλ’ ὁ Κύριος ζῇ καὶ ὑπάρχει εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς ἅγιον καὶ ὑπερκόσμιον ναόν του. Ἔχει ὁ Κύριος τὸν θρόνον του εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου κανὲν βέλος δὲν δύναται νὰ φθάσῃ. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὰ μάτια του βλέπουν μὲ προστατευτικὴν εὐμένειαν τὸν πτωχόν, ποὺ ἐλπίζει εἰς αὐτὸν καὶ τὰ βλέφαρά του ἐξετάζουν καὶ διακρίνουν τοὺς ἀπογόνους τῶν ἀνθρώπων.
5 Ὁ Κύριος ἐξετάζει καὶ διαχωρίζει μὲ ἀκρίβειαν καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν πλάνην τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ. Ὅποιος δὲ ἀγαπᾷ τὴν ἀδικίαν καὶ οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας, ἀλλ’ ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτὴν ἐνεργεῖ τὸ κακόν, αὐτὸς μισεῖ καὶ βλάπτει μόνον τὸν ἑαυτόν του.
6 Ὁ Κύριος θὰ ἐξαπολύσῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βροχὴν ὀλεθρίους παγίδας ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Θὰ ρίψῃ κατ’ αὐτῶν φωτιὰ καὶ θειάφι, ποὺ δὲν σβήνει εὔκολα, καὶ ἄνεμον βίαιον καὶ σφοδρόν, διὰ νὰ τὰ ἀναφυσᾷ καὶ τὰ ἀναρριπίζῃ. Αὐτὰ θ’ ἀποτελοῦν τὸ καταστρεπτικὸν μερίδιον ποὺ θὰ γεμίζῃ τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἀναγκασθοῦν νὰ πίουν.
7 Διότι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ δικαιοσύνας ἀγαπᾷ, στρέφει τὸ πρόσωπόν του ἱλαρὸν καὶ εὐμενὲς εἰς τοὺς εὐθεῖς καὶ ἀγαθούς.




Ψαλμὸς ΙΑ’

Κείμενον
2 Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώσθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
3 Μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά.
4 Ἐξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ γλῶσσαν μεγαλορρήμονα,
5 τοὺς εἰπόντας· τὴν γλῶσσαν ἡμῶν μεγαλυνοῦμεν, τὰ χείλη ἡμῶν παρ’ ἡμῖν ἐστι· τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν;
6 Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παρρησιάσομαι ἐν αὐτῷ.
7 Τὰ λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά, ἀργύριον πεπυρωμένον δοκίμιον τῇ γῇ, κεκαθαρισμένον ἑπταπλασίως.
8 Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ εἰς τὸν αἰώνα.
9 Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι· κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Σῶσε με, Κύριε, διότι ἐξηφανίσθη καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ ἀφωσιωμένος εἰς σέ. Σῶσε με, διότι ἔγιναν ὀλιγοσταὶ καὶ σπάνιαι καὶ περιφρονημέναι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων αἱ ἀλήθειαι καὶ οἱ εἰλικρινεῖς καὶ ἀνυπόκριτοι λόγοι.
3 Μάταια καὶ λόγια ψεύδους καὶ ἀπάτης λαλεῖ ὁ καθένας των πρὸς τὸν ἄλλον. Ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ ἀπάτη κυριαρχοῦν. Γλυκὰ καὶ ἑλκυστικὰ λόγια λέγουν μὲ τὰ δόλια χείλη των, ἀλλ’ ἡ διπροσωπία των εἶναι φοβερά. Ἡ καρδία των εἶναι διπλῆ καὶ κρύπτει εἰς τὰ βάθη της τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον σκεπάζουν ἐπιδεξίως μὲ τὰς ἐκφράσεις τῶν χειλέων.
4 Εἴθε νὰ ἐξολοθρεύσῃ ὁ Κύριος ὅλα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ ἀπατηλὰ καὶ τὰς γλώσσας τῶν διπροσώπων αὐτῶν, ποὺ κομπάζουν καὶ μεγαλαυχοῦν ἀλαζονικῶς,
5 λέγοντες· τὴν γλῶσσαν μας θὰ ἀναδείξωμεν ὑψηλὴν καὶ μεγάλην καὶ θὰ ἐπιτύχωμεν πολλὰ καὶ θαυμαστὰ διὰ τῆς εὐγλωττίας ἡμῶν.
Ἐξουσιάζομεν τὰ χείλη μας καὶ ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ὅ,τι θέλομεν μὲ αὐτά. Ποῖος δύναται νὰ γίνῃ κύριός μας καὶ νὰ κλείσῃ τὸ στόμα μας; Ἀπολύτως κανείς.
6 Ἀλλ’ εἰς τὴν ἄφρονα ταύτην ἀλαζονείαν τῶν ἀσεβῶν, ἰδοὺ τί ἀπαντᾷ ὁ Κύριος· Ἐξ αἰτίας τῆς κακοπαθείας τῶν πτωχῶν καὶ ἕνεκα τοῦ στεναγμοῦ τῶν ἐλπιζόντων εἰς ἐμὲ πενήτων, τὰ ὁποῖα βλέπω καὶ ἀκούω συνεχῶς, θὰ σηκωθῶ τώρα καὶ θὰ κινηθῶ εἰς δρᾶσιν καὶ ἐκδίκησιν, λέγει ὁ Κύριος. Θὰ θέσω τὸν καταπιεζόμενον πτωχὸν εἰς τόπον ἀσφαλῆ καὶ σωτήριον, ἀπρόσβλητον ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν ἀσεβῶν καὶ δι’ αὐτοῦ θὰ ἐμφανίσω εἰς τὰ ὄμματα πάντων λαμπρὰν καὶ περιφανῆ τὴν δικαιοσύνην καὶ δύναμίν μου, τὴν ὁποίαν κρύπτει τώρα ἡ πολλὴ μακροθυμία μου.
7 Ποῖος θὰ δοκιμάσῃ ἀμφιβολίαν διὰ τοὺς λόγους αὐτούς; Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι λόγια καθαρά, ἁγνὰ καὶ ἀπηλλαγμένα ἀπὸ πᾶσαν νοθείαν ψεύδους, ὅμοια πρὸς ἄργυρον, ποὺ ἐπυρακτώθη καὶ ἐχωνεύθη εἰς κλίβανον τῆς γῆς, καὶ ἐδοκιμάσθη ἡ καθαρότης του καὶ ἔχει καθαρισθῆ τελείως.
8 Σύ, Κύριε, εἴθε νὰ μᾶς φυλάξῃς καὶ νὰ μᾶς διατηρήσῃς ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν πονηρὰν αὐτὴν γενεὰν καὶ τώρα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
9 Περιπατοῦν τριγύρω μας οἱ ἀσεβεῖς καὶ μᾶς ἐκύκλωσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Σὺ ὅμως δὲν ὀλιγωρεῖς καὶ δὲν ἀδιαφορεῖς διὰ τὰ πλάσματά σου, ἀλλ’ ὅσον εἶναι τὸ ὕψος σου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον τὰ παρακολουθεῖς, τόσον εἶναι μεγάλη καὶ ἡ φροντὶς καὶ προσοχή σου διὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.




Ψαλμὸς ΙΒ’

Κείμενον
2 Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; Ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ;
3 Ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ’ ἐμέ;
4 Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον,
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ.
6 Ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Ἕως πότε, Κύριε, θὰ μὲ ἔχῃς λησμονημένον ἐντελῶς; Ἕως πότε θὰ ἀποστρέφῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμέ, σὰν νὰ μὴ σ’ ἐνδιαφέρῃ καθόλου ἡ δυστυχία μου;
3 Ἕως πότε θὰ συλλαμβάνω σχέδια καὶ ἀποφάσεις εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ θὰ δοκιμάζῃ ἡ καρδία μου θλίψεις καὶ ὀδύνας ἀναζητοῦσα νυχθημερὸν τρόπον σωτηρίας καὶ μέσον ἀσφαλείας ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς περιπετείας μου; Ἕως πότε ὁ ἐχθρός μου θὰ ὑψώνεται ἰσχυρότερος καὶ ἀπειλητικώτερος κατ’ ἐμοῦ καὶ θὰ κινδυνεύω νὰ ποδοπατηθῶ τεταπεινωμένος ἀπὸ αὐτόν;
4 Ρῖψε τὸ βλέμμα σου πατρικὸν καὶ συμπαθὲς ἐπ’ ἐμέ, καὶ εἰσάκουσον τὴν προσευχήν μου, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου. Φώτισε τὰ μάτια μου τὰ βυθισμένα εἰς σκότος θλίψεων καὶ συμφορῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κινδυνεύω νὰ καταληφθῶ ἀπὸ τὸν θανατηφόρον ὕπνον τῆς ἀπογνώσεως καὶ ἁμαρτίας.
5 Δός μου φωτισμὸν καὶ θάρρος ἐλπίδος, διὰ νὰ μὴ εἴπῃ μεγαλαυχῶν καὶ ἐπαιρόμενος ὁ ἐχθρός μου· τὸν κατενίκησα καὶ ὑπερίσχυσα αὐτοῦ. Αὐτοί, ποὺ τώρα μὲ θλίβουν, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν, ἐὰν κλονισθῶ καὶ ἀνατραπῶ.
6 Ἐγὼ ὅμως ἔχω στηριγμένην τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὸ ἔλεός σου. Καὶ ἂν αὐτοὶ χαίρουν τώρα, διότι περιμένουν τὴν πτῶσιν μου, ἔχω ἀκλόνητον πεποίθησιν καὶ ἐγώ, ὅτι ἡ καρδία μου θὰ γεμίσῃ ἀγαλλίασιν, διότι σὺ θὰ μὲ σώσῃς. ᾌσματα εὐγνωμοσύνης θὰ τονίσω εἰς τὸν Κύριον, ποὺ μὲ εὐηργέτησε, καὶ ὕμνους δοξολογίας θὰ ψάλω εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.




Ψαλμὸς ΙΓ’

Κείμενον
1 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
3 Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
4 Οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; Οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
5 Ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ.
6 Βουλὴν πτωχοῦ κατῃσχύνατε, ὅτι Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι.
7 Τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Εἶπεν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικού του ὁ σκοτισθεὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς ἀφροσύνην πωρώσεως καταντήσας ἄνθρωπος· Δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διεφθάρησαν καὶ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ ἀδιόρθωτον διαγωγήν των ἔγιναν βδελυκτοὶ καὶ μισητοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων. Καὶ τόσον πολὺ διεδόθη τὸ κακόν, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας.
2 Ὁ Κύριος ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔρριψε τὰ βλέμματά του κάτω εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ὑπάρχῃ μεταξύ των κανεὶς μὲ σύνεσιν ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὸν Θεὸν ἢ νὰ ποθῇ καὶ νὰ ἐπικαλῆται αὐτὸν προσπαθῶν μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς αὐτόν.
3 Φεῦ! Ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν καὶ κατήντησαν εἰς ἐξαχρείωσιν καὶ διαφθοράν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν· δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ὁ λάρυγξ των σὰν τάφος ἀνοικτὸς ἀναδίδων μολυσματικὴν δυσωδίαν, μόνον λόγους βλασφημίας καὶ ἀκολασίας ἐκβάλλει· μὲ τὰς συκοφαντικὰς καὶ ψευδολόγους γλώσσας των πλάττουν ψεύδη δόλια καὶ φαρμακερὰς ἐπινοήσεις. Δηλητήριον φαρμακερῶν ἀσπίδων ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των. Τὸ στόμα των εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κατάραν καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δολιότητα καὶ πικρίαν κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πόδια των εἶναι ἀκούραστα καὶ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ χύσουν αἷμα. Εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ καταπιέσεις καὶ ἀθλιότητας. Ζωὴν δὲ εἰρηνικὴν καὶ ἥσυχον δὲν ἐγνώρισαν οὔτε διὰ τὸν ἑαυτόν τους οὔτε διὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των.
4 Δὲν θὰ συνετισθοῦν λοιπὸν καὶ δὲν θὰ βάλουν ποτὲ μυαλὸ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν; Δὲν θὰ συνέλθουν ἐπὶ τέλους καὶ δὲν θὰ σωφρονισθοῦν; Αὐτοὶ ποὺ κατατρώγουν τὸν λαόν μου μὲ τόσην εὐχαρίστησιν καὶ ἀσυνειδησίαν, σὰν νὰ ἔτρωγον συνήθη ἄρτον, δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸν Κύριον καὶ εἶναι ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς ἡ προσευχή.
5 Ἀλλὰ διὰ τοῦτο κυριευθέντες ἀπὸ δεισιδαιμονίας, κατεπτοήθησαν ἀπὸ ἀνύπαρκτα φαντάσματα καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ φοβερόν. Καὶ πῶς νὰ μὴ τρομάξουν; Ὁ Θεὸς δὲν ἦτο μετ’ αὐτῶν. Διότι μόνον εἰς τὴν γενεὰν τῶν δικαίων παραμένει ὁ Κύριος, ἀφήνων ἐρήμους καὶ ἀπροστατεύτους τοὺς ἀρνουμένους αὐτόν.
6 Ἐξευτελίζετε καὶ χλευάζετε τὰ φρονήματα καὶ τὰς ἀποφάσεις τοῦ πτωχοῦ, ἐπειδὴ ὡς μόνην ἐλπίδα του ἔχει τὸν Κύριον καὶ πρὸς μόνον αὐτὸν μετὰ πίστεως καταφεύγει.
7 Ποῖος θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν διὰ νὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν εἰς τὸν Ἰσραήλ! Οὐδεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος κατευοδώσῃ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ λαοῦ του ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ γεμίσουν εὐφροσύνην αἱ καρδίαι τῶν Ἰσραηλιτῶν.




Ψαλμὸς ΙΔ’

Κείμενον
1 Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; Ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὄρει ἁγίῳ σου;
2 Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ,
3 ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ αὐτοῦ οὐδὲ ἐποίησε τῷ πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ.
4 Ἐξουδένωται ἐνώπιον αὐτοῦ πονηρευόμενος, τοὺς δὲ φοβουμένους τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν·
5 τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα ἐπ’ ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Κύριε, ποῖος εἶναι ἄξιος ἔστω καὶ ὡς φιλοξενούμενος νὰ παραμείνῃ εἰς τὸ ἐπὶ γῆς κατοικητήριόν σου; Ἢ ποῖος θὰ θεωρηθῇ ἱκανὸς νὰ στήσῃ τὴν σκηνήν του εἰς τὸ ἅγιόν σου ὄρος καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὸν ναόν σου νὰ λατρεύσῃ πρεπόντως τὴν μεγαλειότητά σου;
2 Ἐκεῖνος ὅστις συμπεριφέρεται καὶ πολιτεύεται μὲ ἄμεμπτον διαγωγὴν καὶ ἐργάζεται τὴν τελείαν ἀρετήν, τοῦ ὁποίου τὸ ἐσωτερικὸν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ὥστε αὐτὴν εἰλικρινῶς νὰ ἀγαπᾷ καὶ αὐτὴν πάντοτε ὡς περίσσευμα τῆς καρδίας του νὰ λαλῇ.
3 Ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπλεξε δόλους μὲ τὴν γλῶσσαν του, οὔτε ἔκαμε ποτὲ κακὸν εἰς τὸν πλησίον του καὶ δὲν ἐπεριγέλασε τοὺς ὁπωσδήποτε ἀτυχοῦντας ἀδελφούς του, οὐδὲ διέδωκε δυσφημίσεις καὶ ἀτιμωτικὰς κατηγορίας καὶ διαβολὰς κατ’ αὐτῶν.
4 Θεωρεῖται ὑπ’ αὐτοῦ ἀνάξιος προσοχῆς καὶ συναναστροφῆς καὶ ἐστερημένος τιμῆς καθένας ποὺ πονηρεύεται καὶ πράττει τὸ κακόν, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι πλούσιος καὶ κατὰ κόσμον ἔνδοξος καὶ ἐπιφανής, σέβεται δὲ καὶ τιμᾷ μόνον τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι οὗτοι πτωχοὶ καὶ κατὰ κόσμον ἄσημοι. Ἐκεῖνος θὰ γίνῃ δεκτὸς εἰς τὸ κατοικητήριον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος δίδει ἐνόρκους ὑποσχέσεις εἰς τὸν πλησίον του καὶ δὲν τὰς ἀθετεῖ, ἀλλὰ μὲ φόβον Θεοῦ παραμένει πιστὸς εἰς τοὺς ὅρκους του.
5 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἐξεμεταλλεύθη ποτὲ τὸν πτωχὸν εἰς τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐδάνεισεν ἀτόκως τὰ χρήματά του καὶ δὲν ἔλαβε ποτὲ δῶρα διὰ νὰ βλάψῃ καὶ ἀδικήσῃ τοὺς ἀθώους. Ἐκεῖνος ποὺ πράττει αὐτά, θὰ παραμείνῃ αἰωνίως ἀσάλευτος καὶ ἀκλόνητος ἐν μέσῳ οἱωνδήποτε προσβολῶν καὶ κινδύνων.




Ψαλμὸς ΙΕ’

Κείμενον
1 Φύλαξόν με, Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα.
2 Εἶπα τῷ Κυρίω· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις.
3 Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος, πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς.
4 Ἐπληθύνθησαν αἱ ἀσθένειαι αὐτῶν, μετὰ ταῦτα ἐτάχυναν· οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ’ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου.
5 Κύριος μερὶς τῆς κληρονομίας μου καὶ τοῦ ποτηρίου μου· σὺ εἶ ὁ ἀποκαθιστῶν τὴν κληρονομίαν μου ἐμοί.
6 Σχοινία ἐπέπεσάν μοι ἐν τοῖς κρατίστοις· καὶ γὰρ ἡ κληρονομία μου κρατίστη μοί ἐστιν.
7 Εὐλογήσω τὸν Κύριον τὸν συνετίσαντά με· ἔτι δὲ καὶ ἕως νυκτὸς ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί μου.
8 Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ.
9 Διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι,
10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
11 Ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς· πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου, τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ σου εἰς τέλος.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Φύλαξέ με καὶ προστάτευσέ με, Κύριε, διότι εἰς σὲ ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου.
2 Εἶπα εἰς τὸν Κύριον· σὺ εἶσαι ὁ πραγματικὸς κυρίαρχος καὶ δεσπότης μου, διότι δὲν ἔχεις ἀνάγκην τῶν δώρων μου καὶ τῶν θυσιῶν μου, ἀλλ’ ὅ,τι ἀγαθὸν καὶ ἄν ἔχω, σὺ μοῦ τὸ ἔδωκες καὶ εἶναι ἰδικόν σου.
3 Εἰς τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, ὅσοι ζοῦν ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Παλαιστίνης, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχὴν εἶναι ἰδική του, μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐποίησεν ὁ Κύριος· ὅλα τὰ θελήματά του κυριαρχοῦν μεταξὺ αὐτῶν· αὐτὰ διακυβερνοῦν τὴν ζωήν των καὶ ἐξυψώνουν αὐτοὺς εἰς λαμπρὰ σκεύη τῶν χαρίτων καὶ μεγαλουργημάτων του.
4 Ἐπλήθυναν πολὺ αἱ θλίψεις καὶ αἱ περιπέτειαί των, γρήγορα ὅμως παρῆλθον καὶ ταχέως οὗτοι ἀπηλλάγησαν ἀπ’ αὐτῶν. Δὲν θὰ συναθροίσω ποτὲ καὶ κατ’ οὐδένα λόγον λατρευτικὰς συνάξεις ἀπὸ ἀνθρώπους μολυσμένους μὲ αἵματα ἀνθρώπων ἢ εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Τῶν ἀσεβῶν τούτων καὶ τῶν μισητῶν θεῶν των τὰ ὀνόματα δὲν θὰ τὰ ἐνθυμηθῶ οὐδὲ θὰ τὰ ἀναφέρω μὲ τὰ χείλη μου.
5 Οὐδὲ ἐγὼ θὰ συγκαταλεχθῶ μὲ αὐτούς. Ὁ Κύριος εἶναι τὸ μερίδιον τῆς πολυτίμου κληρονομίας, ποὺ μοῦ ἔλαχεν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρας μου παρέλαβον· αὐτὸς εἶναι τὸ γλυκύτατον πνευματικὸν περιεχόμενον τοῦ ποτηρίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον πίνω καὶ τὸ ὁποῖον εὐφραίνει καὶ ἱκανοποιεῖ πλήρως τὴν ψυχήν μου. Σὺ εἶσαι, ὁ ὁποῖος θὰ μὲ καταστήσῃς εὐτυχῆ εἰς τὴν κληρονομίαν μου καὶ θὰ μὲ ἐπαναφέρῃς εἰς τὴν ποθητὴν καὶ αἰωνίαν πατρίδα.
6 Ὡς διὰ γεωμετρικῶν σχοινίων μετρηθὲν μοῦ ἔλαχε μερίδιον ἀπὸ τὰ πλέον καλύτερα. Πράγματι δὲ ἡ κληρονομία μου εἶναι ἐξαιρετικῶς λαμπρά. Διότι τί ἄλλο ὑπάρχει καλύτερον ἀπὸ τὴν Σιὼν καὶ τί πολυτιμότερον ἀπὸ τὴν θρησκείαν, ποὺ ἐκληρονόμησα ἀπὸ τοὺς πατέρας μου;
7 Θὰ δοξολογήσω καὶ θὰ ὑμνήσω τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐνέπνευσε τὸ συνετὸν φρόνημα νὰ θεωρῶ αὐτὸν πολύτιμον κληρονομίαν μου καὶ εἰς αὐτὸν νὰ στηρίξω τὴν εὐτυχίαν μου. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐσωτερικοὶ τῆς συνειδήσεώς μου νυγμοὶ καὶ αἱ συναισθηματικαὶ κινήσεις τῆς καρδίας μου μὲ συμβουλεύουν καὶ μὲ παιδαγωγοῦν κατὰ τὴν ἡσυχίαν τῆς νυκτὸς τὸν Κύριον νὰ θεωρῶ πλοῦτον μου καὶ στήριγμά μου.
8 Βλέπω τὸν Κύριον πάντοτε ἐμπρός μου· συναισθάνομαι τὴν πρόνοιάν του διὰ παντός· τὸν βλέπω ὅτι εἶναι εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμος νὰ μὲ προστατεύσῃ διὰ νὰ μὴ ταραχθῶ καὶ κλονισθῶ ἀπὸ φόβον ἢ κίνδυνον οἱονδήποτε.
9 Διότι δὲ τὸν αἰσθάνομαι βοηθὸν καὶ προστάτην εἰς τὸ πλευρόν μου, δι’ αὐτὸ εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἡ γλῶσσα μου μεγάλης χαρᾶς ἐλάλησε λόγους, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου, ὅταν θὰ ἀποθάνω, θὰ ἀποτεθῇ εἰς τὸν τάφον μὲ ἐλπίδα σὰν εἰς σκηνὴν ἀναπαύσεως.
10 Διότι δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχήν μου εἰς τὸν ᾅδην, ὥστε νὰ ἐγκλεισθῇ ἐν αὐτῷ διὰ παντός, οὔτε θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ ἀφωσιωμένος εἰς σὲ νὰ δοκιμάσῃ τοῦ τάφου τὴν φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν.
11 Μοῦ ἐγνωστοποίησες δρόμους καὶ τρόπους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν τάφον ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ μακαρίαν ζωήν. Θὰ μὲ χορτάσῃς εὐφροσύνην, ὅταν ἴδω καὶ ἀπολαύσω τὸ πρόσωπόν σου. Εἰς τὴν δεξιάν σου ὑπάρχουν διὰ τοὺς ἐκλεκτούς σου τερπνότητες τέλειαι καὶ πλήρως ἱκανοποιοῦσαι τὰς ψυχάς των.




Ψαλμὸς ΙΣΤ’

Κείμενον
1 Εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς δικαιοσύνης μου, πρόσχες τῇ δεήσει μου, ἐνώτισαι τὴν προσευχήν μου οὐκ ἐν χείλεσι δολίοις.
2 Ἐκ προσώπου σου τὸ κρίμα μου ἐξέλθοι, οἱ ὀφθαλμοί μου ἰδέτωσαν εὐθύτητας.
3 Ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω νυκτός· ἐπύρωσάς με, καὶ ούχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικία.
4 Ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληράς.
5 Κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου, ἵνα μὴ σαλευθῶσι τὰ διαβήματά μου.
6 Ἐγὼ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός· κλῖνον τὸ οὖς σου ἐμοὶ καὶ εἰσάκουσον τῶν ρημάτων μου.
7 Θαυμάστωσον τὰ ἐλέη σου, ὁ σῴζων τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ σὲ ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ σου.
8 Φύλαξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπη τῶν πτερύγων σου σκεπάσεις με
9 ἀπὸ προσώπου ἀσεβῶν τῶν ταλαιπωρησάντων με. Οἱ ἐχθροί μου τὴν ψυχήν μου περιέσχον·
10 τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλεισαν, τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν.
11 Ἐκβαλόντες με νυνὶ περιεκύκλωσάν με, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἔθεντο ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ.
12 Ὑπέλαβόν με ὡσεὶ λέων ἕτοιμος εἰς θήραν καὶ ὡσεὶ σκύμνος οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις.
13 Ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτοὺς καὶ ὑποσκέλισον αὐτούς, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀσεβοῦς, ρομφαίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς χειρός σου.
14 Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων ἀπὸ γῆς διαμέρισον αὐτοὺς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν, καὶ τῶν κεκρυμμένων σου ἐπλήσθη ἡ γαστὴρ αὐτῶν, ἐχορτάσθησαν υἱῶν, καὶ ἀφῆκαν τὰ κατάλοιπα τοῖς νηπίοις αὐτῶν.
15 Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνῃ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Εἰσάκουσον, Κύριε, τὸ δίκαιον αἴτημά μου. Εὐδόκησον νὰ προσέξῃς τὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν μου. Ἄκουσον μὲ ὦτα εὐμενῆ τὴν προσευχήν, τὴν ὁποίαν σοῦ ἀπευθύνω μὲ χείλη εἰλικρινῆ καὶ ἐλεύθερα ἀπὸ δόλον.
2 Ἡ περὶ ἐμοῦ κρίσις καὶ ἀπόφασις ἂς ἐξέλθῃ καὶ ἂς ἐκδοθῇ αὐτοπροσώπως ἀπὸ σέ, ποὺ κρίνεις δικαίως καὶ εὐθέως. Οἱ ὀφθαλμοί μου, οἱ ὁποῖοι ματαίως ἀναζητοῦν τὸ δίκαιον καὶ ὀρθὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἂς ἴδουν τὴν ἐπικράτησιν τῶν ἀπροσωπολήπτων καὶ δικαίων ἀποφάσεών σου.
3 Ἠρεύνησες καὶ ἐξήτασες τὰ βάθη τῆς καρδίας μου. Μὲ ἐπεσκέφθης κατὰ τὴν νύκτα, ὅτε κατάμονος καὶ ἐν ἡσυχίᾳ συνεκέντρωνα τὸν νοῦν εἰς τὰς ἀδικίας καὶ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν ἐχθρῶν μου καὶ εἰς τὸν σάλον τῶν περιπετειῶν καὶ κινδύνων μου. Μὲ ἀφῆκες εἰς τὸ πῦρ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν βασανιστικῶν τούτων σκέψεων ὡς εἰς ἄλλο χωνευτήριον νὰ δοκιμασθῶ, καὶ δὲν εὑρέθη μέσα μου σκέψις ἄδικος καὶ ἐμπαθής.
4 Ἐπὶ τὸ σκοπῷ δὲ τοῦ νὰ μὴ δοκιμάσω διὰ τοῦ στόματός μου τὰ πονηρὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ νὰ συμμορφοῦμαι πρὸς τοὺς λόγους καὶ τὰ παραγγέλματα τῶν χειλέων σου, Κύριε, ἐγὼ ἐφύλαξα τὰς δυσκόλους καὶ τραχείας ὁδοὺς τοῦ καθήκοντος.
5 Συμμόρφωσε πλήρως τὸν βίον μου καὶ τὴν διαγωγήν μου, ὥστε νὰ βαδίζω πάντοτε εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν ἐντολῶν σου, διὰ νὰ μὴ κλονισθοῦν ποτὲ οἱ πόδες μου καὶ ὀλισθήσω μακρὰν τοῦ θελήματός σου.
6 Ἐγὼ μὲ πόθον πολὺν καὶ πίστιν ἀκλόνητον ἐφώναξα καὶ σὲ ἐπεκαλέσθην, διότι πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ἐπήκουσας, ὦ Θεέ, τὴν προσευχήν μου. Σκῦψε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ τὸ οὖς σου πρὸς ἐμὲ καὶ ἄκουσε τοὺς λόγους τῆς δεήσεώς μου, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς σοῦ ἀναπέμπω.
7 Φανέρωσε κατὰ τρόπον θαυμαστὸν τὰ ἐλέη σου καὶ πάλιν, σὺ ποὺ πάντοτε σώζεις τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σὲ ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς καὶ τὰς καταδιώξεις τῶν ἀνθισταμένων εἰς τὴν πανίσχυρον δεξιάν σου.
8 Προφύλαξέ με σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ· περιφρούρησέ με, ὅπως οἱ ἄνθρωποι φυλάττουν τὰ μάτια των ἢ ὅ, τι προσφιλὲς καὶ πολύτιμον ἔχουν. Σκέπασέ με ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς κραταιᾶς σου δυνάμεως καὶ προστασίας, ὅπως σκεπάζει ἡ ὄρνιθα τὰ μικρὰ πουλιά της, κρύπτουσα αὐτὰ ἀπὸ τὸν προσεγγίζοντα ἐπίβουλον τῆς ζωῆς των.
9 Οὕτω καὶ σύ, Κύριε, προστάτευσέ με ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἀσεβῶν , ποὺ μὲ ἐταλαιπώρησαν καὶ μὲ ἐβασάνισαν. Ἰδού· οἱ ἐχθροί μου μὲ ἐκύκλωσαν δι’ ἐπιβουλῶν καὶ ἐνεδρῶν, τὰς ὁποίας μοῦ ἔχουν στήσει παντοῦ ὅπου καὶ ἂν στραφῶ.
10 Ἐκλείσθη ἀπὸ πάχος ἀναισθησίας ὁλόκληρος ἡ καρδία των καὶ ἐγένετο σκληρά. Τὸ στόμα των ἐλάλησε λόγους θρασεῖς καὶ ὑπερηφάνους.
11 Ἀφοῦ μὲ ἔβγαλαν ἔξω καὶ μὲ ἀπεδίωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τὸν οἶκον μου, με περιεκύκλωσαν. Πρὸς ἕν καὶ μόνον σημεῖον ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ ὅλην των τὴν προσοχήν, πῶς νὰ μὲ ἐξαπλώσουν κατὰ γῆς καὶ ἐντὸς αὐτῆς νὰ μὲ θάψουν.
12 Μὲ ἐξέλαβον ὡς λείαν καὶ ὡς θήραμα· μὲ ἀντίκρυσαν σὰν λέων ἑτοιμασμένος διὰ νὰ ἐφορμήσῃ πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματός του καὶ σὰν μικρὸν λεοντάριον ποὺ δὲν ἠσκήθη εἰς τὸ κυνήγιον καὶ δὲν ἐθάρρευσεν ἀκόμη, δι’ αὐτὸ δὲ κρύπτεται καὶ παραμονεύει, προκειμένου νὰ ἁρπάσῃ ἀσφαλῶς τὴν λείαν του.
13 Ἀρκετὰ ἐμακροθύμησας, Κύριε· σήκω ἐπάνω καὶ κατάφθασέ τους προτοῦ μὲ θανατώσουν· πεδίκλωσέ τους καὶ ἀνάτρεψέ τους. Γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ τὴν ψυχήν μου. Γλύτωσέ την ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, διότι αὐτὴ εἶναι ρομφαία καὶ ὅπλον τῆς χειρός σου, ἀντιτασσομμένη διὰ τῆς βοηθείας σου κατὰ παντὸς ἀσεβοῦς καὶ μισοῦντος τὸν νόμον σου.
14 Ὦ Κύριε, χώρισε τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβῶν ἀπὸ τοὺς ὀλίγους ἐκλεκτούς σου. Ἀποχώρισε αὐτοὺς ἀπὸ τὴν γῆν, ἤδη ἀπὸ τῆς παρούσης των ζωῆς. Δὲν ἀπήλαυσαν μόνον τὰ κοινὰ ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα τρέφονται ὅλοι. Ἀλλ’ ἐγέμισεν ἡ κοιλία των καὶ μὲ ὅσα ἔχεις ἀποκρύψει εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, τῶν ὁποίων τοὺς θησαυροὺς ἐξέχωσαν καὶ ἀνείλκυσαν. Ἀπέκτησαν ἀπογόνους πολλοὺς καὶ ἐχόρτασαν τὰ μάτια των ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουν πλῆθος υἱῶν. Καὶ ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ ἐθησαύρισαν, ἀφῆκαν τὰ ὑπολείμματα τοῦ πλούτου των εἰς τὰ νήπιά των.
15 Ἰδικός μου ὅμως πλοῦτος εἶναι ἡ ἀρετή. Καὶ μὲ αὐτὴν θὰ παρουσιασθῶ καὶ θὰ ἐμφανισθῶ ἐμπρός σου, θὰ χορτασθῶ δὲ τότε, ὅταν ἀπαύστως θὰ βλέπω καὶ ἀκορέστως θὰ ἀπολαμβάνω τὴν δόξαν τοῦ θείου προσώπου σου.




Ψαλμὸς ΙΖ’

Κείμενον
2 Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου·
3 Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ρύστης μου. Ὁ Θεός μου βοηθός μου, ἐλπιῶ ἐπ’ αύτόν, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου.
4 Αἰνῶν ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι.
5 Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, καὶ χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξάν με.
6 Ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου.
7 Καὶ ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἐκέκραξα· ἤκουσεν ἐκ ναοῦ ἁγίου αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐνώπιον αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ.
8 Καὶ ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν καὶ ἐσαλεύθησαν, ὅτι ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός.
9 Ἀνέβη καπνὸς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ πῦρ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καταφλεγήσεται, ἄνθρακες ἀνήφθησαν ἀπ’ αὐτοῦ.
10 Καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
11 Καὶ ἐπέβη ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη, ἐπετάσθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων.
12 Καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ· κύκλῳ αὐτοῦ ἡ σκηνὴ αὐτοῦ, σκοτεινὸν ὕδωρ ἐν νεφέλαις ἀέρων.
13 Ἀπὸ τῆς τηλαυγήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ αἱ νεφέλαι διῆλθον, χάλαζα καὶ ἄνθρακες πυρός.
14 Καὶ ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ ὁ Κύριος, καὶ ὁ Ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ·
15 ἐξαπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ ἀστραπὰς ἐπλήθυνε καὶ συνετάραξεν αὐτούς.
16 Καὶ ὤφθησαν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου, Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου.
17 Ἐξαπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, προσελάβετό με ἐξ ὑδάτων πολλῶν.
18 Ρύσεταί με ἐξ ἐχθρῶν μου δυνατῶν καὶ ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐστερεώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
19 Προέφθασάν με ἐν ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμόν, ρύσεταί με, ὅτι ἠθέλησέ με.
21 Καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταποδώσει μοι·
22 ὅτι ἐφύλαξα τὰς ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου,
23 ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ ἐνώπιόν μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ οὐκ ἀπέστησαν ἀπ’ ἐμοῦ.
24 Καὶ ἔσομαι ἄμωμος μετ’ αὐτοῦ καὶ φυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου.
25 Καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
26 Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἕσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἕσῃ,
27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἕσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις.
28 Ὅτι σὺ λαὸν ταπεινὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ὑπερηφάνων ταπεινώσεις.
29 Ὅτι σὺ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τὸ σκότος μου.
30 Ὅτι ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
31 Ὁ Θεός μου, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὰ λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, ὑπερασπιστὴς ἐστι πάντων τῶν ἐλπιζόντων ἐπ’ αὐτόν.
32 Ὅτι τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Κυρίου, καὶ τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
33 Ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου·
34 καταρτιζόμενος τοὺς πόδας μου ὡσεὶ ἐλάφου καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶν με·
35 διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ ἔθου τόξον χαλκοῦν τοὺς βραχίονάς μου·
36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας, καὶ ἡ δεξιά σου ἀντελάβετό μου, καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με εἰς τέλος, καὶ ἡ παιδεία σου αὐτή με διδάξει.
37 Ἐπλάτυνας τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἠσθένησαν τὰ ἴχνη μου.
38 Καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀποστραφήσομαι, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν·
39 ἐκθλίψω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι, πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.
40 Καὶ περιέζωσάς με δύναμιν εἰς πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ’ ἐμὲ ὑποκάτω μου.
41 Καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον καὶ τοὺς μισοῦντάς με ἐξωλόθρευσας.
42 Ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν.
43 Καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς.
44 Ρῦσαί με ἐξ ἀντιλογίας λαοῦ, καταστήσεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. Λαός, ὃν οὐκ ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι,
45 εἰς ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου· υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι,
46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὐτῶν.
47 Ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός μου, καὶ ὑψωθήτω ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου,
48 ὁ Θεὸς ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοὶ καὶ ὑποτάξας λαοὺς ὑπ’ ἐμέ,
49 ὁ ρύστης μου ἐξ ἐχθρῶν ὀργίλων, ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ’ ἐμὲ ὑψώσεις με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με.
50 Διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ,
51 μεγαλύνων τὰς σωτηρίας τοῦ βασιλέως αὐτοῦ καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαβὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Σὲ ἀγαπῶ καὶ θὰ σὲ ἀγαπῶ ὁλονὲν περισσότερον, Κύριε, Σέ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις καὶ ἐνίσχυσίς μου.
3 Ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀσάλευτος πέτρα, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀκλονήτως ἐστερεώθην, καὶ τὸ ὀχυρὸν καταφύγιόν μου καὶ ὁ ἐλευθερωτής μου. Ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μου καὶ θὰ ἐλπίζω πάντοτε εἰς αὐτόν· Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου καὶ ἡ ἰσχυρὰ δύναμις, ἡ ὁποία ὡς ἄλλο κέρας ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρίαν μου. Αὐτὸς μὲ προστατεύει καὶ τρέχει εἰς ἀντίληψίν μου.
4 Δι’ αὐτὸ μὲ ὕμνους εὐχαριστιῶν καὶ δοξολογίας θὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Κύριον, ὅταν θὰ κινδυνεύω, καὶ ἀσφαλῶς θὰ σωθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.
5 Μὲ εἶχαν κυκλώσει οἱ πόνοι καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου, κίνδυνοι δέ, τοὺς ὁποίους ἄνθρωποι ἄνομοι καὶ πονηροὶ ἐξαπέλυσαν σὰν ὁρμητικοὺς χειμάρρους κατ’ ἐμοῦ, μὲ ἔρριψαν εἰς ταραχὴν μεγάλην.
6 Μὲ περιεκύκλωσαν φόβοι καὶ συνταρακτικαὶ ἀγωνίαι ἐκ τοῦ κινδύνου, ποὺ διέτρεξα νὰ μὲ καταπίῃ ὁ ᾅδης καὶ μὲ ἐπρόφθασαν παγίδες, ποὺ ἐνέκρυπτον τὸν θάνατον, καὶ ἐκινδύνευσα νὰ πιασθῶ εἰς αὐτάς.
7 Καὶ ἐν μέσῳ τῆς μεγάλης θλίψεώς μου ἐπεκαλέσθην τὸν Κύριον καὶ μὲ πόθον πολὺν ἐφώναξα πρὸς τὸν Θεόν μου· ἤκουσε τὴν φωνήν μου ἀπὸ τὴν ἐν οὐρανοῖς ἁγίαν κατοικίαν του καὶ ἡ γοερὰ κραυγή μου ἔφθασεν ἐνώπιόν του καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ.
8 Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως εἶδον τὴν ἀθέατον εἰς τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς εἰκόνα τῆς καταβάσεως καὶ παρουσίας του. Ἐσείσθη καὶ ἤρχισε νὰ τρέμῃ ὁλόκληρος ἡ γῆ καὶ τὰ βουνὰ συνεταράχθησαν ἐκ θεμελίων. Διότι ὠργίσθη κατ’ αὐτῶν ὁ Θεός.
9 Ἐσηκώθη ὑψηλὰ καπνὸς ἀπὸ τὴν ὀργήν του καὶ θὰ φουντώσῃ πῦρ καταστρεπτικὸν εὐθὺς ὡς ἐμφανισθῇ τὸ πρόσωπόν του, εἰς ἀναμμένα κάρβουνα μετεβλήθησαν ὅλα ἐνώπιόν του, θὰ κατακαῇ κάθε τι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιπέσῃ ἡ τιμωρὸς ὀργή του.
10 Καὶ ἐχαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη καὶ σκοτεινὸν σύννεφον ἀπλώνεται κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του, διότι μυστηριώδης, ἀνεξερεύνητος καὶ ἀκατάληπτος εἶναι ἡ φύσις του.
11 Καὶ ὡς βασιλεὺς ἀνέβη καὶ ἐκάθισεν ὡς ἐπὶ ἅρματος οὐρανίου ἐπὶ τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐπέταξεν, ἐπέταξε γρήγορα σὰν νὰ ἐφέρετο ἀπὸ πτερὰ ἀνέμων. Εἶναι ὁ Κύριος τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ διακονεῖται ἀπὸ τὰς οὐρανίους καὶ ἐγκοσμίους δυνάμεις, αἵτινες εὐπειθῶς ὑπείκουν εἰς τὰ κελεύσματά του.
12 Εἰς σκότος μυστηρίου ἐκρύβη τὸ ἀπροσπέλαστον μεγαλεῖον του. Τριγύρω του ἐξηπλώθη ἡ σκηνή του, ὄχι ἀπὸ ὑφάσματα καὶ δέρματα, ὡς αἱ ἀνθρώπιναι σκηναί, ἀλλ’ ἀπὸ σκοτεινὰ καὶ γεμᾶτα νερὸ σύννεφα, ποὺ ὑψοῦνται μετέωρα εἰς τὸν ἀέρα καὶ μεταφέρονται ἀπὸ τοὺς πνέοντας ἀνέμους.
13 Ἀπὸ τὴν ἐκτυφλωτικὴν καὶ πανταχοῦ ἀπαστράπτουσαν λαμπρότητα τῆς παρουσίας του ἐπέρασαν κατακόκκινα τὰ σύννεφα καὶ ἐξαπελύθησαν χάλαζα καὶ ἀναμμένα κάρβουνα πρὸς ἐξαφανισμὸν τῶν ἐχθρῶν του.
14 Καὶ ἐβρόντησεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὁ Κύριος καὶ ὁ Ὕψιστος ἀφῆκε τὴν τρομερὰν φωνήν του.
15 Ἐξέπεμψε κατ’ αὐτῶν τὰ βέλη του καὶ τοὺς ἐσκόρπισε· ἐξαπέλυσε κατ’ αὐτῶν πλῆθος ἀστραπῶν καὶ συνετάραξεν ἐν ἀσυγκρατήτῳ πανικῷ τὴν ἄνομον καὶ ἀσεβῆ παράταξίν των.
16 Καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ὕδατα διὰ μιᾶς ἐξητμίσθησαν, ὥστε ἐφάνησαν οἱ ἀπεξηραμμένοι πυθμένες τῶν πηγῶν των, καὶ ἐξεσκεπάσθησαν τόσον πολὺ οἱ βυθοὶ τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ὠκεανῶν, ὥστε γυμνὰ καὶ ξηρὰ ἀνεφάνησαν τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησίν σου, Κύριε, ἀπὸ ἕν καὶ μόνον φύσημα τῆς τρομερᾶς ὀργῆς σου.
17 Καὶ ἐν μέσῳ τῆς τρομερᾶς ταύτης καταστροφῆς ἐγὼ διετηρήθην σῶος. Ἔστειλεν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ ἁγίου ὕψους του τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἐπῆρε, μὲ ἐπῆρε στοργικῶς καὶ μὲ ἔσωσεν ἀπὸ ὕδατα πολλά, εἰς τὰ ὁποῖα ἐκινδύνευον νὰ πνιγῶ.
18 Μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπὸ ἐκείνους, οἵτινες μὲ ἐμίσουν καὶ ἀσφαλῶς θὰ μὲ ἐξώντωναν, διότι εἶχον ἐνισχυθῆ καὶ στερεωθῆ πολὺ περισσότερον ἀπὸ ἐμέ.
19 Μὲ ἐπρόφθασαν εἰς ἡμέραν, ποὺ ὑπέφερα πολὺ καὶ οἱ κυκλοῦντες με κίνδυνοι εἶχον καταλήξει εἰς τὸ ἀπροχώρητον, καὶ ὁ Κύριος ἔγινε τὸ κατ’ αὐτῶν στήριγμά μου καὶ ἡ ἀκαταμάχητος προστασία μου.
20 Καὶ ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν μου μὲ ἐξήγαγεν εἰς πλάτος ἀνακουφίσεως καὶ ἀσφαλείας. Καὶ μὲ ἐγλύτωσε, θὰ μὲ γλυτώσῃ δὲ καὶ εἰς τὸ μέλλον, διότι ὡς εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων μὲ ἠγάπησε.
21 Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσιν καὶ τὴν προσπάθειάν μου νὰ πορεύωμαι κατὰ τὸ θέλημά του καὶ νὰ προοδεύω εἰς πᾶσαν ἀρετήν· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διάθεσιν καὶ φροντίδα μου, ὅπως φυλάξω τὰς χεῖρας μου ἁγνὰς καὶ καθαρὰς ἀπὸ πᾶσαν δολιότητα καὶ ἀδικίαν, θὰ μὲ ἀνταμείψῃ ὁ Κύριος.
22 Διότι ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἠσέβησα ποτὲ εἰς τὸν Θεόν μου.
23 Διότι δὲν ἐλησμόνησα ποτέ, ἀλλ’ εἶχα πάντοτε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου ὅλας τὰς δικαίας κρίσεις, τὰς ὁποίας ἔκαμεν ὁ Θεὸς καὶ δι’ ἄτομα καὶ διὰ λαοὺς ὁλοκλήρους, καὶ ὅσα δικαιοῦται ὡς Κύριος καὶ δημιουργός μας νὰ ἀξιοῖ ὅπως φυλάττῃ ὁ καθένας μας, δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν μου καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν μου.
24 Καὶ ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν οὕτω καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ εἶμαι πάντοτε ἄμεμπτος εἰς τὰς μετ’ αὐτοῦ σχέσεις μου· καὶ θὰ προφυλάττωμαι πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀνομίαν, ἡ ὁποία λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔγινε πλέον ἰδική μου καὶ δευτέρα φύσις μου.
25 Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσιν καὶ προσπάθειάν μου νὰ πορεύωμαι κατὰ τὸ θέλημά του καὶ νὰ προοδεύω εἰς πᾶσαν ἀρετήν, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σπουδήν μου ὅπως φυλάξω τὰς χεῖρας μου ἁγνὰς καὶ καθαρὰς ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν καὶ ἐποπτεύουν τὰ πάντα.
26 Ὦ Κύριε, ὅπως συμπεριφέρονται πρὸς σὲ οἱ ἄνθρωποι, τοιοῦτος καὶ σὺ δεικνύεσαι πρὸς αὐτούς. Εἰς τὸν ἀφωσιωμένον εἰς σὲ καὶ τὸν φιλεύσπλαγχνον, ὅσιος καὶ φιλεύσπλαγχνος θὰ παρουσιάζεσαι πάντοτε καὶ σύ. Πρὸς τὸν ἀθῷον καὶ ἠθικῶς ἄμεμπτον, ἀθῷος καὶ ἄμεμπτος θὰ δεικνύεσαι καὶ σύ.
27 Καὶ μὲ τὸν ἐκλεκτὸν ἐκλεκτὸς θὰ εἶσαι πάντοτε καὶ σύ. Καὶ ἀπέναντι τοῦ στρεβλοῦ καὶ διεστραμμένου ἀνθρώπου, ἀνάποδος θὰ ἐμφανισθῇ καὶ ἡ δική σου εὐθεῖα καὶ δικαία ἐν πᾶσι συμπεριφορά.
28 Διότι σὺ τὸν τεταπεινωμένον καὶ ἐπικαλούμενον τὴν προστασίαν σου λαόν, τὸν σώζεις καὶ τὸν εὐλογεῖς πάντοτε, ἐνῷ τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ μὲ ἀγερωχίαν σηκώνουν ὑψηλὰ οἱ ὑπερήφανοι, τοὺς ταπεινώνεις καὶ τοὺς ἐξαναγκάζεις νὰ χαμηλώνουν ἐντροπιασμένοι πρὸς τὴν γῆν.
29 Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον θὰ ἐξακολουθῇς σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, νὰ χύνῃς ἔλαιον εὐημερίας καὶ χαρᾶς εἰς τὸν λύχνον τῆς ὑπάρξεώς μου, σὺ θὰ φωτίζῃς καὶ θ’ ἀποδιώκῃς ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου τὸ σκότος τῆς συμφορᾶς, τῆς πλάνης καὶ τοῦ θανάτου.
30 Διότι διὰ τῆς βοηθείας σου θὰ γλυτώνω καὶ θὰ ἀπαλλάσωμαι ἀπὸ οἱονδήποτε πειρασμὸν καὶ μὲ τὴν προστασίαν καὶ ἐνίσχυσιν σοῦ τοῦ Θεοῦ μου θὰ ὑπερπηδῶ κάθε ἐμπόδιον καὶ δυσκολίαν, ποὺ ὡς ἄλλο ἀνυπέρβλητον τεῖχος θὰ παρεμβάλλεται εἰς τὴν πορείαν μου.
31 Τοῦ Θεοῦ μου αἱ μέθοδοι καὶ αἱ οἰκονομίαι εἶναι ἄμεμπτοι· αἱ ὑποσχέσεις καὶ αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ Κυρίου ἔχουν δοκιμασθῆ καὶ εὑρέθησαν ὑπὸ τῆς πείρας τῶν γενεῶν πάντοτε ἀληθεύουσαι. Τὸ ὑπεσχέθη καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι ὑπερασπιστὴς ὅλων ὅσοι ἐλπίζουν εἰς αὐτόν. Εἶναι δὲ ἡ ὑπεράσπισις καὶ βοήθειά του ἀκαταγώνιστος.
32 Διότι ποῖος ἄλλος εἶναι Θεὸς ἐκτὸς τοῦ Κυρίου; Καὶ ποῖος ἄλλος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ πανίσχυρος ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ μας;
33 Ὁ Θεὸς μὲ περιβάλλει τριγύρω ὁλόκληρον ὡς διὰ ζώνης μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον καὶ αὐτὸς κατέστησεν ἄμεμπτον τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου, ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε δυσχέρειαν καὶ σκάνδαλον.
34 Αὐτὸς καταρτίζει καὶ ἐνδυναμώνει τοὺς πόδας μου, δίδων εἰς αὐτοὺς τὴν εὐκινησίαν καὶ ταχύτητα τῆς ἐλάφου, ὥστε εὐχερῶς νὰ ὑπερπηδῶ τοὺς κινδύνους, καὶ αὐτὸς μὲ ἀναβιβάζει εἰς ὄρη ὑψηλὰ καὶ εἰς ἀσφαλεῖς ἀπὸ κάθε ἀπειλὴν τόπους.
35 Αὐτὸς γυμνάζει καὶ ἀσκεῖ τὰς χεῖρας μου νὰ πολεμοῦν νικηφόρως καὶ κατέστησε τοὺς βραχίονάς μου δυνατοὺς καὶ ἀθραύστους ὡς νὰ ἦσαν τόξον χαλκοῦν εὐλύγιστον καὶ ἀσύντριπτον.
36 Καὶ ηὐδόκησας, Κύριε, νὰ μὲ ὑπερασπίσῃς ὁπλίζων με δι’ ἀσπίδος σωτηρίας. Καὶ ἡ δεξιά σου μὲ ὑπεβάστασε καὶ μὲ ἐκράτησε ἀπὸ τὴν χεῖρα, καὶ ἡ πατρικὴ παιδαγωγία καὶ καθοδήγησίς σου μὲ συμβουλὰς ἢ καὶ τιμωρίας μὲ ἐσήκωσεν ὄρθιον καὶ μὲ διώρθωσε τελείως. Καὶ ἡ παιδεία σου αὐτὴ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ μὲ διδάσκῃ.
37 Σὺ ἀπεμάκρυνας τὰς παγίδας καὶ τὰ σκάνδαλα ποὺ μοῦ ἐπροκάλουν στενοχωρίας καὶ κινδύνους καὶ οὕτω κατέστησας εὐρυχώρους καὶ πλατεῖς κάτωθι τῶν ποδῶν μου τοὺς τόπους τῶν περασμάτων μου, καὶ δὲν ἐκουράσθησαν οὐδὲ ἐξησθένησαν τὰ πέλματά μου.
38 Κατεδίωξα τοὺς ἐχθρούς μου καὶ τοὺς κατέφθασα φεύγοντας ἐν πανικῷ καὶ δὲν ἔστρεψα ὀπίσω ἕως ὅτου ἐξωντώθησαν καὶ ἐξέλιπον.
39 Τοὺς ἔσφιγξα καὶ τοὺς ἔλυωσα κυριολεκτικῶς καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σταθοῦν, ἀλλ’ ἔπεσαν κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας μου.
40 Καὶ μὲ ἔζωσες τριγύρω μὲ δύναμιν διὰ νὰ πολεμῶ νικηφόρως, τοὺς ἐπεδίκλωσες καὶ ἔπεσαν ὑπὸ τοὺς πόδας μου ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μου.
41 Καὶ ἔτρεψας εἰς φυγὴν τοὺς ἐχθρούς μου, οἱ ὁποῖοι πανικόβλητοι ἔστρεψαν πρὸς ἐμὲ τὰ νῶτα των, καὶ παρέδωκας εἰς καταστροφὴν καὶ ὁλοτελῆ ὄλεθρον ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐμίσουν.
42 Καὶ ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ των ἐφώναξαν ζητοῦντες τὴν βοήθειάν σου καὶ δὲν ὑπῆρξε σωτὴρ δι’ αὐτούς· μὲ ἀγωνιώδη κραυγὴν ἀπηυθύνθησαν πρὸς τὸν Κύριον, καὶ δὲν τοὺς εἰσήκουσε.
43 Καὶ τοὺς συνέτριψα σὰν λεπτὸν χνοῦδι ποὺ τὸ φυσᾷ καὶ τὸ σκορπίζει ὁ ἄνεμος· τοὺς κατεπάτησα καὶ τοὺς μετέβαλα εἰς ψιλὴν σκόνην, σὰν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν μετατρέπεται ἡ λάσπη, ποὺ καταπατεῖται εἰς τοὺς πλατεῖς καὶ πολυσυχνάστους δρόμους.
44 Μὲ ἐγλύτωσες ἀπὸ τὰς ἐμφυλίους διαμάχας τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον οἱ συγγενεῖς τοῦ Σαοὺλ ἐζήτουν νὰ διαιρέσουν. Σὺ μὲ ἐγκατέστησας ἀρχηγὸν καὶ κεφαλὴν ἐθνῶν, ὥστε νὰ κυριαρχῶ ἐπὶ τῶν γειτονικῶν βασιλέων. Λαὸς μακρυνός, τὸν ὁποῖον δὲν εἶχον γνωρίσει ποτέ, ὑπεδουλώθη εἰς ἐμὲ καὶ μοῦ προσέφερε φόρον ὑποταγῆς.
45 Εὐθὺς ὡς ἤκουσε περὶ ἐμοῦ καὶ ἡ περὶ τῶν νικῶν μου φήμη ἔφθασεν εἰς τὰ ὦτα του, ἔγινεν ὑπήκοός μου. Υἱοὶ ἀλλογενεῖς καὶ ξένοι ἐκ φόβου ὑπεκρίθησαν εἰς ἐμὲ τὸν φίλον καὶ ἐξ ἀνάγκης ὑπετάγησαν.
46 Υἱοὶ ἀλλοεθνεῖς κατέστησαν ἄχρηστοι ὡς πεπαλαιωμένα καὶ μαραμένα φύλλα καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σταθοῦν ἀκλόνητοι εἰς τοὺς πόδας των, ἀλλ’ ὡς χωλοὶ ἐσκόνταπτον καὶ ἐτρίκλιζον εἰς τοὺς δρόμους των.
47 Ζῇ εἰς τὸν αἰῶνα ὁ Κύριος. Καὶ εἶναι ἄξιος νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός μου. Καὶ ἂς ἀνυμνηθῇ τὸ ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, ὅστις μὲ ἔσωσεν.
48 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ὑπερασπίζει ἐκδικούμενος τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ὁ ὁποῖος ὑπέταξεν εἰς ἐμὲ λαούς,
49 αὐτὸς εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ ρύστης μου ἀπὸ ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι γεμᾶτοι ὀργὴν καὶ ἀσυγκράτητον λύσσαν παραφέρονται κατ’ ἐμοῦ· Σὺ θὰ μὲ ὑψώσῃς νικητὴν κατ’ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν κατ’ ἐμοῦ· ἀπὸ ἄνδρα ἄδικον καὶ μοχθηρὸν γλύτωσέ με.
50 Διὰ τοῦτο θὰ σὲ εὐχαριστήσω καὶ θὰ σὲ δοξολογήσω ἐνώπιον πολλῶν ἐθνῶν, Κύριε, καὶ θὰ ψάλω ὕμνους εἰς τὸ Ὄνομά σου.
51 Αἴνους θὰ ἀναπέμψω εἰς δόξαν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνετέλεσε μεγαλειώδεις καὶ ἐκπληκτικὰς σωτηρίας ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ποὺ αὐτὸς ἀνέδειξε, καὶ ὁ ὁποῖος δεικνύει ἔλεος εἰς τὸν ὑπ’ αὐτοῦ χρισθέντα, εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του εἰς αἰωνίας γενεάς.




Ψαλμὸς ΙΗ’

Κείμενον
2 Οἱ ουρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τὸ στερέωμα.
3 Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλει γνῶσιν.
4 Οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι, ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν·
5 εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν.
6 Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ αὐτὸς ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ, ἀγαλλιάσεται ὡς γίγας δραμεῖν ὁδὸν αὐτοῦ.
7 Ἀπ’ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ.
8 Ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ἄμωμος, ἐπιστρέφων ψυχάς· ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια.
9 Τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν· ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς·
10 ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος· τὰ κρίματα Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα ἐπὶ τὸ αὐτό,
11 ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον.
12 Καὶ γὰρ ὁ δοῦλός σου φυλάσσει αὐτά· ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτὰ ἀνταπόδοσις πολλή.
13 Παραπτώματα τίς συνήσει; Ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με.
14 Καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου· ἐὰν μή μου κατακυριεύσωσι, τότε ἄμωμος ἔσομαι καὶ καθαρισθήσομαι ἀπὸ ἁμαρτίας μεγάλης.
15 Καὶ ἔσονται εἰς εὐδοκίαν τὰ λόγια τοῦ στόματός μου καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου ἐνώπιόν σου διαπαντός, Κύριε, βοηθέ μου καὶ λυτρωτά μου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Οἱ οὐρανοὶ διὰ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἁρμονίας καὶ τοῦ κάλλους των διηγοῦνται εἰς πάντα νοήμονα ἄνθρωπον τὴν ἔνδοξον σοφίαν καὶ δύναμιν τοῦ δημιουργήσαντος αὐτοὺς Θεοῦ. Τὴν ὑπερθαύμαστον δὲ κτίσιν, τὴν ὁποίαν ἐποίησαν αἱ χεῖρες του, ἐξαγγέλλει ὁ οὐρανός, ποὺ ὡς ἀπέραντος στερεωμένος θόλος ἐκτείνεται ὑπεράνω ἡμῶν.
3 Καὶ ἡ σιωπηλὴ αὕτη τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ μαρτυρία περὶ τοῦ δημιουργοῦ του εἶναι ἄπαυστος καὶ συνεχής. Ἑκάστη ἡμέρα ἀντηχεῖ καὶ διακηρύττει πολυσήμαντον λόγον εἰς τὴν ἐπακολουθοῦσαν ἡμέραν, καὶ ἑκάστη νὺξ μεταδίδει εἰς τὴν ἐπερχομένην νύκτα τὴν περὶ Θεοῦ Δημιουργοῦ γνῶσιν.
4 Αἱ λαλιαὶ δὲ καὶ οἱ λόγοι, οἵτινες ἐκβάλλονται ἀπὸ τὴν σιγηλὴν τοῦ οὐρανοῦ τάξιν καὶ ἁρμονίαν, δὲν εἶναι λαλιαὶ καὶ λόγοι, τῶν ὁποίων δὲν ἀκούονται αἱ φωναί.
5 Ἀλλ’ ὡς ἄλλος μουσικὸς καὶ ἁρμονικὸς φθόγγος ἀντηχοῦν καθ’ ὅλην τὴν γῆν καὶ τὰ λόγια των φθάνουν εἰς τὰς ἐσχατιὰς καὶ τὰ πλέον μεμακρυσμένα ὅρια τῆς οἰκουμένης. Εἰς τρόπον ὥστε δὲν ὑπάρχει ἔθνος καὶ γλῶσσα, ποὺ νὰ μὴ κατανοοῦν τί σημαίνουν καὶ τί ἐννοοῦν αἱ λαλιαὶ καὶ οἱ λόγοι αὐτοί.
6 Εἰς τὸν ἥλιον ὁ οἰκῶν τὸ ἀπρόσιτον φῶς Θεὸς ἐγκατέστησε τὴν σκηνήν του. Καὶ ἀνατέλλει τὸ λαμπρὸν τοῦτο ἄστρον ὡς νυμφίος, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν νυμφικήν του παστάδα στολισμένος μὲ ἐκθαμβωτικὰ καὶ ἀπαστράπτοντα ἐνδύματα. Καὶ ὅμοιος πρὸς γίγαντα καὶ δρομέα ἀκούραστον μετ’ ἀγαλλιάσεως καὶ χωρὶς διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ ἀποκάμῃ ποτέ, προχωρεῖ ἵνα διατρέξει καθ’ ἑκάστην τὸν ἀπὸ ἀνατολῶν μέχρι δυσμῶν δρόμον του.
7 Ἀπὸ τὸ ἕν ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἐξέρχεται κατὰ τὴν πρωΐαν καὶ ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἐκτείνεται ὁ δρόμος, τὸν ὁποῖον θὰ διατρέξῃ καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται τὸ τέρμα, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ καταλήξῃ. Καὶ δὲν δύναται κανεὶς νὰ ἀποκρυβῇ ἀπὸ τὴν θερμότητά του.
8 Ἀλλ’ ὑπὲρ τὴν γνώσιν καὶ ἀποκάλυψιν τὴν ὁποίαν περὶ Θεοῦ μᾶς μεταδίδουν οἱ οὐρανοί, ὑψοῦται φωτεινοτέρα ἡ ἐν τῷ θείῳ νόμῳ ἀποκάλυψις. Ὁ ὑπὸ τοῦ Κυρίου δοθεὶς εἰς τὸν Ἰσραὴλ νόμος εἶναι ἄμεμπτος καὶ πάσης ἐλλείψεως καὶ πλάνης ἐλεύθερος, δι’ αὐτὸ δὲ ἔχει καὶ τὴν δύναμιν νὰ ἐπιστρέφῃ τὰς πεπλανημένας ψυχάς, φωτίζων καὶ καθοδηγῶν αὐτάς. Αἱ ἐν αὐτῷ μαρτυρούμεναι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλαί, αἱ ἀμοιβαὶ καὶ αἱ τιμωρίαι εἶναι κατὰ πάντα ἀξιόπιστοι καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν ἐπακριβῶς. Αἱ ἀπονήρευτοι δι’ αὐτὸ καὶ ἁπλαῖ ψυχαί, ποὺ στηρίζονται εἰς αὐτὰς μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης, σοφίζονται καὶ συνετίζονται ὑπ’ αὐτῶν.
9 Τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιοῦται νὰ ἀξιοῖ παρ’ ἡμῶν, δὲν εἶναι σκληρὰ καὶ καταθλιπτικά, ἀλλὰ δίκαια καὶ εὐθέα, χαροποιοῦν δὲ καὶ εὐφραίνουν τὴν καρδίαν τοῦ τηροῦντος αὐτά. Ἡ ἐντολὴ Κυρίου σκορπίζει ἄπλετον φῶς καὶ μακρόθεν ἀκόμη φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς παντὸς καλοπροαιρέτου ἀνθρώπου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας.
10 Ὁ διεγείρων εἰς τὰς ψυχὰς σωτήριον καὶ εἰρηνικὸν φόβον νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνός, ἀνόθευτος ἀπὸ πλάνην, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν καταλύεται ποτέ, ἀλλ’ ἔχει αἰωνίαν τὴν ἰσχὺν καὶ τὸ κῦρος αὐτοῦ. Αἱ ἐν αὐτῷ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ Κυρίου ἐνσωματώνουν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ ὡς τοιαῦται ἐδικαιώθησαν ὑπὸ τῆς συμφώνου πείρας τῶν αἰώνων, ἥτις ἀπέδειξε πόσον εἶναι ἀληθεῖς.
11 Δι’ αὐτὸ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐδοκίμασαν τὰ πνευματικὰ των θέλγητρα καὶ τὰς ὠφελείας των, εἶναι καὶ ἐπιθυμηταὶ περισσότερον ἀπὸ τὸ χρυσίον καὶ ἀπὸ πλῆθος πολυτίμων λίθων καὶ πολὺ γλυκύτεραι ἀπὸ τὸ μέλι καὶ τὴν κηρήθραν.
12 Ἐδοκίμασα τοῦτο καὶ ἐγώ. Διότι ὁ δοῦλος σου, Κύριε, φυλάσσει τὰ κρίματά σου αὐτά, ὅποιος δὲ φυλάσσει ταῦτα θὰ ἔχῃ ἀνταπόδοσιν καὶ ἀμοιβὴν πολλήν.
13 Πόσον ὅμως παρουσιαζόμεθα ἐλλιπεῖς ἐν τῇ τηρήσει τοῦ νόμου σου! Ἀληθῶς, ποῖος δύναται νὰ γνωρίσῃ τὰ παραπτώματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἀκουσίως καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῇ ὑποπίπτει; Ἐκ τῶν κρυφίων τούτων παραπτωμάτων μου, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπέπεσαν εἰς τὴν ἀντίληψίν μου, καθάρισόν με, Κύριε.
14 Καὶ ἀπὸ αἰσθημάτων καὶ κλίσεων ξένων καὶ ἀλλοτρίων πρὸς τὸν νόμον σου προφύλαξε καὶ λυπήσου τὸν δοῦλον σου. Ἐὰν δὲν μὲ αἰχμαλωτίσουν ταῦτα καὶ δὲν μὲ κυριεύσουν, τότε θὰ εἶμαι ἄμεμπτος καὶ θὰ διατηρηθῶ καθαρὸς ἀπὸ μεγάλας ἁμαρτίας καὶ παρεκτροπάς.
15 Καὶ εἴθε νὰ εἶναι εὐάρεστοι ἐνώπιόν σου οἱ ἱκετευτικοὶ λόγοι τοῦ στόματός μου καὶ νὰ εὐδοκήσῃς νὰ εἰσακούσῃς αὐτούς. Εἴθε καὶ ἡ εὐσεβὴς μελέτη τῆς καρδίας μου, αἱ εὐλαβεῖς σκέψεις καὶ πόθοι αὐτῆς, νὰ εἶναι ὡς θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ παντοτεινὴ ἐνώπιόν σου, Κύριε, βοηθέ μου καὶ λυτρωτά μου.




Ψαλμὸς ΙΘ’

Κείμενον
2 Ἐπακούσαι σου Κύριος ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ὑπερασπίσαι σου τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ.
3 Ἐξαποστείλαι σοι βοήθειαν ἐξ ἁγίου καὶ ἐκ Σιὼν ἀντιλάβοιτό σου.
4 Μνησθείη πάσης θυσίας σου καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά σου πιανάτω. (διάψαλμα)
5 Δῴη σοι Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν σου καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν σου πληρώσαι.
6 Ἀγαλλιασόμεθα ἐν τῷ σωτηρίῳ σου καὶ ἐν ὀνόματι Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα, πληρώσαι Κύριος πάντα τὰ αἰτήματά σου.
7 Νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε Κύριος τὸν χριστὸν αὐτοῦ· ἐπακούσεται αὐτοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ· ἐν δυναστείαις ἡ σωτηρία τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ.
8 Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα.
9 Αὐτοὶ συνεποδίσθησαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρθώθημεν.
10 Κύριε, σῶσον τὸν βασιλέα, καὶ ἐπάκουσον ἡμῶν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Εἴθε νὰ εἰσακούσῃ ὁ Κύριος τὴν δέησίν σου, ὦ βασιλεῦ, κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν τῆς ἐθνικῆς δοκιμασίας, ὅτε ἐκκινεῖς εἰς πόλεμον, εἴθε νὰ σὲ ὑπερασπίσῃ ὁ Θεὸς τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι πύργος καταφυγῆς καὶ προστασία κραταιὰ καὶ ὁ ὁποῖος ὑπερήσπισε καὶ ἐπροστάτευσε τὸν Ἰακώβ.
3 Εἴθε νὰ σοῦ ἀποστείλῃ βοήθειαν ἀπὸ τὸ ἅγιόν του θυσιαστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγου τοῦ προσέφερες θυσίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, ὅπου ἔχει κτισθῆ ὁ ναός του, νὰ σὲ βοηθήσῃ καὶ νὰ σὲ προστατεύσῃ.
4 Εἴθε νὰ ἐνθυμηθῇ εὐμενῶς πάσας τὰς θυσίας, ποὺ τοῦ προσέφερες, καὶ νὰ εὕρῃ παχὺ καὶ εὐάρεστον εἰς αὐτὸν τὸ θῦμα, ποὺ τὸ ἀφῆκες νὰ καῇ ὁλόκληρον εἰς τὸ θυσιαστήριόν του.
5 Εἴθε νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδίας σου καὶ ὅλα τὰ σχέδιά σου, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν νίκην τῶν ἐχθρῶν σου, νὰ τὰ ἐκπληρώσῃ, ἐπιστέφων αὐτὰ διὰ πλήρους ἐπιτυχίας.
6 Ὅλον τὸ ἔθνος θὰ χαρῶμεν καὶ θὰ σκιρτήσωμεν διὰ τὴν νίκην καὶ σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν προστατευόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸν θὰ μᾶς φέρῃς καὶ διὰ τοῦ ἀκαταγωνίστου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναδειχθῶμεν ἔνδοξοι καὶ μεγάλοι. Εἴθε νὰ ἐκπληρώσῃ ὁ Κύριος ὅλα ὅσα προσευχόμενος ἐζήτησες ἀπὸ αὐτόν.
7 Τώρα, ὅτε ἡ θυσία ἐγένετο, ἐπληροφορήθην ἐγὼ ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος τὴν προσέφερα, ὅτι ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ ἐχάρισε τὴν νίκην εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἔχρισε βασιλέα. Θὰ εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν του ἀπὸ τὸ ἐν οὐρανοῖς ἅγιον κατοικητήριόν του, τοῦ ὁποίου ἡ Σιὼν εἶναι σκιῶδες σύμβολον. Διὰ πράξεων καὶ ἐπεμβάσεων θαυμαστῆς δυνάμεως θὰ συντελεσθῇ ἡ νίκη καὶ ἡ σωτηρία, τὴν ὁποίαν ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου θὰ μᾶς χαρίσῃ.
8 Αὐτοὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μας ἐπέρχονται ἐναντίον μας μὲ ἅρματα καὶ ἁμάξας πολεμικάς· καὶ οἱ ἄλλοι πάλιν ὁρμοῦν ἐναντίον μας μὲ ἵππους. Ὅλην τὴν ὑλικὴν δύναμιν συνήθροισαν πρὸς ἐξόντωσίν μας. Ἡμεῖς ὅμως ἐλπίζομεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ διὰ τῆς προστασίας, τὴν ὁποίαν μᾶς παρέχει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, θὰ ἀναδειχθῶμεν ἔνδοξοι καὶ μεγάλοι.
9 Αὐτοὶ ἐπεδικλώθησαν καὶ ἔπεσαν κατὰ γῆς ταπεινωμένοι καὶ νικημένοι, ἡμεῖς δὲ ἐσηκώθημεν ἐπάνω θαρραλέοι καὶ ἐστάθημεν ὄρθιοι ἔχοντες ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν τοὺς ἐχθρούς μας.
10 Κύριε, σῶσον τὸν βασιλέα καὶ ἐπάκουσέ μας εἰς οἱανδήποτε ἡμέραν θὰ σὲ ἐπικαλεσθῶμεν εὐλαβῶς καὶ μετὰ πίστεως.




Ψαλμὸς Κ’

Κείμενον
2 Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου εὐφρανθήσεται ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου ἀγαλλιάσεται σφόδρα.
3 Τὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδίας αὐτοῦ ἔδωκας αὐτῷ καὶ τὴν δέησιν τῶν χειλέων αὐτοῦ οὐκ ἐστέρησας αὐτόν. (διάψαλμα)
4 Ὅτι προέφθασας αὐτὸν ἐν εὐλογίαις χρηστότητος, ἔθηκας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ στέφανον ἐκ λίθου τιμίου.
5 Ζωὴν ἠτήσατό σε, καὶ ἔδωκας αὐτῷ μακρότητα ἡμερῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
6 Μεγάλη ἡ δόξα αὐτοῦ ἐν τῷ σωτηρίῳ σου, δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐπιθήσεις ἐπ’ αὐτόν·
7 ὅτι δώσεις αὐτῷ εὐλογίαν εἰς αἰῶνα αἰῶνος, εὐφρανεῖς αὐτὸν ἐν χαρᾷ μετὰ τοῦ προσώπου σου.
8 Ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐλπίζει ἐπὶ Κύριον καὶ ἐν τῷ ἐλέει τοῦ Ὑψίστου οὐ μὴ σαλευθῇ.
9 Εὑρεθείη ἡ χείρ σου πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς σου, ἡ δεξιά σου εὕροι πάντας τοὺς μισοῦντάς σε.
10 Θήσεις αὐτοὺς ὡς κλίβανον πυρὸς εἰς καιρὸν τοῦ προσώπου σου. Κύριος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ συνταράξει αὐτούς, καὶ καταφάγεται αὐτοὺς πῦρ.
11 Τὸν καρπὸν αὐτῶν ἀπὸ γῆς ἀπολεῖς καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων,
12 ὅτι ἔκλιναν εἰς σὲ κακά, διελογίσαντο βουλάς, αἷς οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.
13 Ὅτι θήσεις αὐτοὺς νῶτον· ἐν τοῖς περιλοίποις σου ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπον αὐτῶν.
14 Ὑψώθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου, ᾄσομεν καὶ ψαλοῦμεν τὰς δυναστείας σου.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε, εὐφραίνεται καὶ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ εὐφραίνεται ὁ βασιλεὺς χάρις εἰς τὴν δύναμιν καὶ ἐνίσχυσιν, τὴν ὁποίαν τοῦ παρέσχες· καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν ἡ βοήθειά σου τοῦ ἐξησφάλισε, σκιρτᾷ καὶ θὰ σκιρτᾷ ἀπὸ ἀγαλλίασιν μεγάλην.
3 Ὅ, τι ἐπεθύμησεν ἡ καρδία του τοῦ τὸ ἔδωκες καὶ δὲν τὸν ἐστέρησες ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον μὲ τὴν προσευχὴν τῶν χειλέων του σὲ παρεκάλεσε.
4 Διότι ἐπρόλαβες αὐτὸν προτοῦ ἐκεῖνος νὰ σοῦ ζητήσῃ, τοῦ προσέφερες εὐλογίας χρηστῶν καὶ ἀγαθῶν δωρεῶν· τὸν ἐδόξασες καὶ ἔθεσες ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του στέμμα βασιλικὸν λαμποκοποῦν ἀπὸ πολυτίμους λίθους.
5 Σοῦ ἐζήτησε ζωὴν καὶ τοῦ ἐχάρισες μακροβιότητα καὶ πλῆθος ἡμερῶν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὥστε αἱ γενεαί του νὰ διαδέχωνται αἰωνίως ἡ μία τὴν ἄλλην.
6 Εἶναι μεγάλη ἡ δόξα, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐξησφάλισεν ἡ σωτηριώδης βοήθεια καὶ συμμαχία σου· ὅπως δὲ τώρα, οὕτω καὶ εἰς τὸ μέλλον μὲ δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν θὰ τὸν περιβάλλῃς, ὥστε λαμπρὸς καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι πάντοτε ὁ βασιλικός του θρόνος.
7 Διότι θὰ τοῦ δίδῃς ἀκαταπαύστως εὐλογίαν, ὥστε νὰ εἶναι ἔνδοξος καὶ εὐτυχισμένος διὰ παντός, θὰ τὸν εὐφραίνῃς μὲ τὴν χαράν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ γεμίζῃς τὴν καρδίαν του, ἐπιβλέπων εἰς αὐτὸν μὲ εὐμενὲς τὸ πρόσωπόν σου.
8 Καὶ θὰ παρέχῃς εἰς αὐτὸν τὰς χάριτας καὶ δωρεάς σου αὐτάς, διότι ὁ βασιλεῦς ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα του ὄχι εἰς στρατεύματα καὶ εἰς κοσμικοὺς συμμάχους, ἀλλ’ εἰς τὸν Κύριον καὶ τὴν προστασίαν αὐτοῦ· χάρις δὲ εἰς τὸ ἔλεος καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Ὑψίστου θὰ παραμείνῃ ἀσάλευτος καὶ ἀήττητος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.
9 Εἴθε, ὦ βασιλεῦ, ἡ χείρ σου νὰ εὑρεθῇ ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου, πατάσσουσα καὶ συντρίβουσα αὐτούς· εἴθε ἡ δεξιά σου νὰ συλλάβῃ ὅλους, ὅσοι σὲ μισοῦν.
10 Εἴθε εἰς καιρὸν ποὺ θὰ φανῇ ἐξωργισμένον κατ’ αὐτῶν τὸ πρόσωπόν σου νὰ τοὺς ρίψῃς ὡς ἄλλα ξύλα καιόμενα εἰς κλίβανον, παραδίδων αὐτοὺς εἰς καταστροφήν· ὁ Κύριος διὰ τῆς ὀργῆς του θὰ τοὺς ταράξῃ ὅλους, σκορπίζων εἰς αὐτοὺς τὸν πανικόν, καὶ φωτιὰ θὰ καταφάγῃ αὐτούς.
11 Τοὺς υἱούς των θὰ τοὺς ἐξοντώσῃς καὶ θὰ τοὺς ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ὅλους τοὺς ἀπογόνους των θὰ τοὺς ἐξαλείψῃς, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ μνημονεύωνται πλέον μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
12 Διότι ἔθεσαν εἰς κίνησιν καὶ ὡς ἄλλα δίκτυα ἐξήπλωσαν δόλια καὶ καταστρεπτικὰ σχέδια κατὰ σοῦ, συνέλαβον πανούργους ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας κατ’ οὐδένα λόγον θὰ μπορέσουν νὰ στήσουν καὶ νὰ πραγματοποιήσουν.
13 Θὰ τρέψῃς αὐτοὺς εἰς φυγὴν καὶ θὰ τοὺς ἐξαναγκάσῃς νὰ σοῦ στρέψουν κατησχυμμένοι τὰ νῶτα· διὰ τῶν ὑπολοίπων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι σὲ περικυκλοῦν ὡς σωματοφύλακές σου, θὰ ἑτοιμάσῃς τὴν ἀντιμετώπισιν καὶ ἐξόντωσιν τοῦ προσώπου των.
14 Δεῖξε διὰ τῆς δυνάμεώς σου, Κύριε, πόσον εἶσαι μέγας καὶ ὑψηλός· θὰ ἀναπέμψωμεν ᾆσμα δοξολογίας καὶ θὰ ψάλωμεν ὕμνους διὰ τὰ κατορθώματα τῆς ἀκαταμαχήτου δυνάμεώς σου.




Ψαλμὸς ΚΑ’

Κείμενον
2 Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἱνατί ἐγκατέλιπές με; Μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου.
3 Ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί.
4 Σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ.
5 Ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐρρύσω αὐτούς.
6 Πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν.
7 Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
8 Πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ρυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
10 Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου,
11 ἐπὶ σὲ ἐπερρίφην ἐκ μήτρας, ἀπὸ γαστρὸς μητρός μου Θεός μου εἶ σύ.
12 Μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν.
13 Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
14 ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
15 Ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου.
16 Ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
17 Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
18 Ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.
19 Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
20 Σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες.
21 Ρῦσαι ἀπὸ ρομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου·
22 Σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου.
23 Διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε.
24 Οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰακώβ, δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτω δὴ ἀπ’ αὐτοῦ ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰσραήλ,
25 ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ μου.
26 Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου, ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ ἐξομολογήσομαί σοι, τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων σε.
27 Φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
28 Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν·
29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν.
30 Ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς· ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν. Καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ, καὶ τὸ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ. Ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη,
32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Θεέ μου, Θεέ μου, δῶσε προσοχὴν εἰς ἐμέ· διατί μὲ ἐγκατέλιπες καὶ μὲ ἐστέρησες τῆς παρηγορίας σου καὶ τῆς ἐνισχύσεώς σου; Παρέπεσα εἰς λάκκον θλίψεως καὶ ὀδύνης καὶ οἱ λόγοι καὶ στεναγμοί μου, τοὺς ὁποίους ἀπὸ τὸ βάθος τῆς πτώσεώς μου ταύτης ἐκβάλλω, ἀπέχουν μακρὰν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν μου, καὶ σὺ ὁ σώζων Θεὸς δὲν ἀκούεις αὐτούς.
3 Ὦ Θεέ μου, θὰ φωνάζω εἰς σὲ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ δὲν θὰ μὲ εἰσακούῃς· θὰ φωνάζω καὶ κατὰ τὴν νύκτα καὶ κανεὶς ἐχέφρων δὲν θὰ μοῦ καταλογίσῃ ἀνοησίαν δι’ αὐτό.
4 Καὶ ὅμως σὺ δὲν εἶσαι μακράν, κατοικεῖς εἰς τὰ ἅγια καὶ ἄδυτα τοῦ ναοῦ σου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου σὲ ἐπαινεῖ καὶ σὲ ἀνυμνεῖ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ.
5 Εἰς σὲ ἐστήριξαν τὰς ἐλπίδας των οἱ πατέρες μας· ἤλπισαν εἰς σὲ καὶ τοὺς ἐγλύτωσες ἀπὸ τόσους κινδύνους.
6 Πρὸς σὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ ἀνάγκας των ἐφώναξαν μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς ζητοῦντες τὴν βοήθειάν σου καὶ δι’ αὐτῆς ἐσώθησαν· ναί, εἰς σὲ ἤλπισαν καὶ δὲν ἐντροπιάσθησαν ὡς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ σαθρᾶς στηρίζονται βάσεως.
7 Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὴν τόσην βοήθειαν καὶ προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἀπήλαυσαν οἱ πρόγονοί μας, ἐγώ, ὁ ἐλπίζων ὡς ἐκεῖνοι εἰς σέ, κατήντησα εἰς ἐσχάτην ἀθλιότητα. Δὲν εἶμαι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλὰ περιφρονημένος καὶ σιχαμερὸς σκώληξ, ποὺ κινδυνεύω νὰ καταπατηθῶ καὶ συνθλιβῶ ἀπὸ τὸν πρῶτον τυχόντα· κατήντησα ὁ περίγελος καὶ χλευασμὸς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὡς τιποτένιαν ὕπαρξιν λαὸς ὁλόκληρος μὲ ἐξουθενεῖ.
8 Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν, μὲ περιφρονοῦν καὶ μὲ περιγελοῦν, λέγουν ὑβριστικοὺς καὶ βλασφήμους κατ’ ἐμοῦ λόγους μὲ τὰ χείλη των, κινοῦν τὴν κεφαλήν των κακεντρεχῶς καὶ μὲ πικρὰν εἰρωνείαν.
9 Λέγουν· ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα του καὶ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον· ἂς τὸν γλυτώσῃ λοιπὸν τώρα ἀπὸ τὸν ἀτιμωτικὸν θάνατόν του. Ἂς ἔλθῃ νὰ τὸν σώσῃ Ἐκεῖνος, διότι μᾶς ἔλεγεν, ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἤθελε καὶ τὸν ἠγάπα ὡς ἰδικόν του.
10 Ἀλλ’ ὅσα καὶ ἂν λέγουν αὐτοί, ἐγὼ εἶμαι πράγματι καὶ ἀληθείᾳ ἰδικός σου. Διότι σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου καὶ ᾠκονόμησας τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησίν μου· Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ τῆς στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν νήπιον ἀκόμη ἐθήλαζα τὸ γάλα τῆς μητρός μου.
11 Ὅταν ἀκόμη ἤμην ἔμβρυον, εἰς σὲ καὶ εἰς τὴν προστασίαν τῆς προνοίας σου εἶχον ἐπιρριφθῆ, ἀφ’ ὅτου ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, σὺ εἶσαι ὁ προστάτης Θεός μου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ποτὲ δὲν ἐχωρίσθην.
12 Μὴ ἀπομακρυνθῇς καὶ τώρα ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ἀναδείχθητι καὶ πάλιν βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Διότι ἡ θλῖψις μὲ ἐπλησίασε καὶ μὲ συσφίγγει πανταχόθεν· διότι δὲν ἔχω κανένα βοηθὸν καὶ εἶμαι ἐγκαταλελειμμένος.
13 Μὲ περιεκύκλωσαν οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη μόσχων ἀτιθάσων, καὶ μὲ ἔχουν κλείσει αἰχμάλωτόν των οἱ αἱμοχαρεῖς καὶ ἄγριοι ἀντίπαλοί μου σὰν ταῦροι θρεμμένοι καὶ ἀσυγκράτητοι.
14 Ἤνοιξαν τὰ στόματά των νὰ μὲ καταβροχθίσουν σὰν λέων πειναλέος, ὁ ὁποῖος μὲ σφοδρότητα ὁρμᾷ νὰ ἁρπάσῃ τὴν λείαν του καὶ ἐκβάλλει τὴν τρομακτικὴν κραυγήν του.
15 Οἱ πόνοι παρέλυσαν τὰς σάρκας μου καὶ κινδυνεύουν αὗται νὰ διαλυθοῦν καὶ νὰ χυθοῦν εἰς τὸ χῶμα σὰν τὸ νερό. Τὰ κόκκαλά μου ἔφυγαν ἀπὸ τὰς ἀρθρώσεις των καὶ κινδυνεύουν ὅλα νὰ διασκορπισθοῦν· ἡ καρδία μου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη φλόγα τῆς θλίψεως καὶ τῆς ὀδύνης ἔγινε σὰν κηρὸς ποὺ λυώνει ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στήθους καὶ τῶν ἐντοσθίων μου.
16 Σὰν σκεῦος πήλινον καὶ χωρὶς νερό, ποὺ τὸ κατακαίει φλογερὸς ἥλιος, οὕτως ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου, καὶ ἡ γλῶσσα μου ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ τὴν ἀγωνίαν ἐκόλλησεν εἰς τὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, ποὺ κυβερνᾷς τὰ πάντα καὶ χωρὶς τὸ θέλημά σου δὲν γίνεται τίποτε, ἐπέτρεψες νὰ καταπέσω εἰς τὸ χῶμα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς πρόκειται νὰ μὲ καταλάβῃ.
17 Διότι μὲ περιεκύκλωσαν ἐχθροὶ πολλοὶ λυσσασμένοι σὰν σκύλοι, μὲ περιτριγύρισαν σύναξις ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ὡς κύριον ἔργον των τὸ πονηρὸν καὶ κακόν. Μὲ τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν ἔσκαψαν καὶ ἤνοιξαν πληγὰς εἰς τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου.
18 Καθὼς μὲ ἔβλεπον τεντωμένον ἐπὶ τοῦ ξύλου μὲ τὴν σάρκα διαφανῆ καὶ ἰσχνὴν ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ μαστιγώσεις καὶ μὲ τὰ μέλη κινδυνεύοντα νὰ ἐξαρθρωθοῦν, διέκριναν χωρισμένα ἀπ’ ἀλλήλων καὶ ἐμέτρησαν ὅλα τὰ ὀστᾶ μου· καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἐπόνουν καὶ ὠδυνώμην, αὐτοὶ διέκριναν καλὰ τοῦτο καὶ ηὐχαρίστουν τὴν ὅρασίν των μὲ τοὺς σπαραγμοὺς καὶ τοὺς τιναγμοὺς τοῦ σώματός μου.
19 Ἐμοίρασαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά μου καὶ διὰ τὸ κυριώτερον καὶ ἀκριβώτερον ροῦχον μου ἔρριψαν κλῆρον, ἵνα δι’ αὐτοῦ κριθῇ ποῖος θὰ τὸ πάρῃ.
20 Σὺ ὅμως, Κύριε, μὴ ἀναβάλλῃς καὶ μὴ ἀπομακρύνῃς τὴν βοήθειαν, τὴν ὁποίαν περιμένω νὰ μοῦ παράσχῃς. Σπεῦσον εἰς ἐνίσχυσιν καὶ προστασίαν μου.
21 Γλύτωσε ἀπὸ τὴν κινουμένην κατ’ ἐμοῦ σπάθην τὴν ζωήν μου καὶ ἀπὸ τὴν βιαίαν ἐπίθεσιν τοῦ λυσσῶντος ὡς κύων λαοῦ τὴν μονάκριβον καὶ πολύτιμον ψυχήν μου.
22 Σῶσον με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, οἵτινες ὡς λέων πειναλέος ἀνοίγουν τὸ στόμα των, ὅπως μὲ καταβροχθίσουν. Γλύτωσέ με τὸν τεταπεινωμένον ἀπὸ τοὺς ἐπιτιθεμένους κατ’ ἐμοῦ μὲ μανίαν ζώου ἔχοντος ἓν μόνον κέρας καὶ εἰς αὐτὸ συγκεντροῦντος τὴν φοβερὰν δύναμίν του.
23 Ἀλλ’ εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶσαι, ὦ Θεέ μου. Διότι ἡ μόνωσις καὶ ἡ ἐγκατάλειψίς μου αὐτὴ δὲν θὰ διαρκέσῃ ἐπὶ πολύ. Λυτρούμενος θαυμαστῶς ὑπὸ τῆς δεξιᾶς σου, θὰ καταστήσω γνωστὸν τὸ ὄνομά σου εἰς τὰ πλήθη τῶν ἀδελφῶν μου, ἐν μέσῳ συνάξεως μεγάλης θὰ σὲ ὑμνήσω.
24 Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, αἰνέσατε καὶ ὑμνήσατε αὐτόν, ὅλοι οἱ ἀποτελοῦντες τοὺς ἀληθινοὺς καὶ πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ δοξάσατέ τον· μὲ εὐλάβειαν βαθεῖαν καὶ μὲ ἔμφοβον σεβασμὸν προσκυνήσατέ τον ὅλος ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος.
25 Διότι δὲν ἀφῆκε νὰ ἐκμηδενισθῇ ὁ ἐλπίζων καὶ ἔχων ἐστραμμένα τὰ βλέμματά του εἰς αὐτὸν πτωχός, οὔτε ἐβαρύνθη ὡς ἐνοχλητικὴν τὴν δέησίν του, οὔτε ἔστρεψε μὲ ἀδιαφορίαν τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ ἐμὲ διὰ νὰ μὴ μὲ βλέπῃ. Καὶ ὅταν ἐν μέσῳ τῆς θλίψεώς μου ἐφώναξα πρὸς αὐτὸν ζητῶν τὴν βοήθειάν του, μὲ εἰσήκουσε.
26 Ἀπὸ σὲ θὰ μοῦ δοθῇ καὶ τὸ θέμα καὶ ἡ ἱκανότης καὶ πᾶσα ἡ ἔμπνευσις νὰ σὲ ἐπαινέσω καὶ νὰ σὲ ὑμνήσω ἀξίως τοῦ μεγαλείου σου, ἐν μέσῳ συνάξεως πολυπληθοῦς θὰ σὲ δοξολογήσω διακηρύττων τὴν θαυμαστὴν ἐπέμβασίν σου. Τὰς ὑποσχέσεις καὶ τὰ ταξίματα, ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὅταν σὲ ἐπεκαλούμην νὰ μὲ σώσῃς, θὰ τὰς ἐκπληρώσω ὡς ἱερὰν ὀφειλὴν ἐνώπιον τῶν φοβουμένων τὸ ὄνομά σου.
27 Εὐχαριστήριον θυσίαν διασώσεως θὰ σοῦ προσφέρω, θυσίαν εὐάρεστον εἰς σὲ καὶ ἐξ αὐτῆς θὰ φάγουν οἱ πτωχοὶ ποὺ ἔχουν σὲ μόνην των ἐλπίδα καὶ θὰ χορτασθοῦν, καὶ θὰ ἀναπέμψουν ὕμνον πρὸς τὸν Κύριον ὅσοι τὸν ποθοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἑνωθοῦν μετ’ αὐτοῦ. Διὰ τῆς βρώσεως αὐτῆς θὰ ζήσουν αἱ ψυχαί των αἰωνίως.
28 Θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν Κύριον καὶ τὰ λησμονήσαντα αὐτὸν ἔθνη, καὶ θὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τοὺς ψευδοθέους, ποὺ λατρεύουν, πρὸς τὸν ἀληθινὸν Κύριον ὅλοι οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν, μὴ ἐξαιρουμένων μηδὲ τῶν εἰς τὰς ἐσχατιὰς αὐτῆς διαμενόντων βαρβάρων. Καὶ θὰ προσκυνήσουν ἐνώπιον αὐτοῦ ὅλαι αἱ φυλαὶ καὶ οἰκογένειαι τῶν ἐθνῶν.
29 Διότι πράγματι ἡ βασιλεία ἐπὶ τῶν ἐθνῶν δὲν ἀνήκει εἰς τοὺς μονάρχας καὶ δυνάστας, οἵτινες φαίνονται ἤδη ὅτι κατέχουν αὐτήν, ἀλλ’ εἰς τὸν Κύριον, καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπέρτατος κυρίαρχος καὶ δεσπότης τῶν ἐθνῶν.
30 Ἔφαγον ἐκ τῆς θυσίας μου καὶ προσεκύνησαν τὸν Κύριον ὅλοι οἱ παχυθέντες ἀπὸ τὴν εὐμάρειαν τοῦ πλούτου καὶ τῆς εὐφροσύνης ἄρχοντες καὶ ἔνδοξοι τῆς γῆς. Ἐνώπιον αὐτοῦ θὰ πέσουν ὑποδεχόμενοι εὐλαβῶς αὐτὸν ὅλοι οἱ ἄσημοι καὶ κακοτυχισμένοι, ποὺ ἔχουν καταπέσει μέχρι τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς καὶ καταπατοῦνται ἀπὸ τοὺς τυράννους των, ἀλλὰ τώρα θὰ εὕρουν καὶ αὐτοὶ τὴν σωτηρίαν των παρ’ αὐτῷ. Καὶ ἡ ψυχή μου, ἡ ὕπαρξίς μου ὁλόκληρος ζῇ καὶ ὑπάρχει δι’ αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ καὶ τῷ εἶναι ἀφωσιωμένη.
31 Καὶ οἱ πνευματικοί μου ἀπόγονοι, ὅσοι διὰ τῆς πρὸς ἐμὲ πίστεως θὰ γίνουν τέκνα καὶ ἀδελφοί μου, θὰ ἀναδειχθοῦν πιστοὶ καὶ ἐν πᾶσιν εὐπειθεῖς καὶ πρόθυμοι δοῦλοι του. Ἡ γενεὰ αὐτή, τῆς ὁποίας ἡ ἔλευσις ἐπίκειται καὶ ἡ ὁποία θὰ ἀναβλαστήσῃ ἐκ τοῦ παθήματός μου, νὰ ἀναγγελθῇ εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς Κύριον ὡς ἀνήκουσα ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν.
32 Καὶ θὰ καταστήσουν γνωστὴν τὴν δικαιοσύνην τοῦ Κυρίου εἰς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ γεννηθῇ ἐκ τοῦ παθήματος τοῦ θριαμβεύσαντος ἤδη ὁσίου, καὶ ἡ γέννησίς του αὐτὴ θὰ συντελεσθῇ διὰ νέας δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὴν νέαν ταύτην κτίσιν αὐτοῦ.




Ψαλμὸς ΚΒ’

Κείμενον
1 Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.
2 Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,
3 τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. Ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
4 Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.
5 Ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν ἐξ ἐναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
6 Καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.


Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Ὁ Κύριος ὡς ὁ καλὸς ποιμήν μου καὶ βοσκός μου λαμβάνει πρόνοιαν διὰ τὴν συντήρησιν καὶ διατροφήν μου καὶ τίποτε δὲν θὰ μοῦ λείψῃ.
2 Εἰς τόπους χλοερούς, ἐκεῖ μὲ ὡδήγησε διὰ νὰ κατασκηνώσω. Ἐφρόντισε αὐτὸς μετὰ στοργῆς νὰ ἔχω πάντοτε ἄφθονα καὶ ἐκλεκτὰ ἀγαθά, ποὺ τρέφουν τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχήν μου. Εἰς ὕδατα δροσερὰ καὶ εἰς τόπους σκιερούς, ἐκεῖ μὲ τρέφει καὶ μὲ ἀναπαύει.
3 Τὴν ἐξηντλημένην ἀπὸ τὸν κόπον, τὸν καύσωνα καὶ τὰς στερήσεις ψυχήν μου τὴν συνέφερε καὶ τὴν ἀνεζωογόνησε· μὲ ὡδήγησε στοργικῶς εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καὶ εὐθεῖς τῆς ἀρετῆς δρόμους. Καὶ μὲ κατηύθυνεν εἰς αὐτοὺς ὄχι διότι ἐγὼ τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ διότι εἶναι μέγα καὶ ἔνδοξον τὸ ὄνομά του ὡς εὐσπλάγχνου καὶ παναγάθου Προνοητοῦ καὶ Καθοδηγητοῦ.
4 Ὦ Κύριε, πλησίον σου εἶμαι ἀσφαλής. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη διαβῶ χαράδρας σκοτεινὰς καὶ εὑρεθῶ ἀντιμέτωπος πρὸς αὐτὸν τὸν θάνατον, οἱουσδήποτε κινδύνους καὶ ἂν διατρέξω, δὲν θὰ φοβηθῶ νὰ πάθω κακόν τι. Διότι σὺ εἶσαι μαζί μου. Καὶ ἡ ποιμαντική σου ράβδος, ἄλλοτε ὡς μάστιξ παιδαγωγικὴ μὲ συγκρατεῖ εἰς τὴν ἀσφαλῆ τῆς ἀρετῆς ὁδὸν καὶ ἀπομακρύνει κάθε λῃστὴν καὶ λύκον ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ἄλλοτε ὡς βακτηρία ὑποστηρίζουσα τὰ κατακοπιασμένα μέλη μου μὲ ἐνισχύει, καὶ καθίσταται οὕτω μέσον ἀνακουφίσεως καὶ παρηγορίας δι’ ἐμέ.
5 Ἀλλ’ ἡ οἰκειότης ποὺ μοῦ δείχνεις μὲ ἐνθαρρύνει νὰ σὲ παρομοιώσω πρὸς οἰκοδεσπότην καταδεκτικόν, ποὺ παρέχει εἰς ἐμὲ τὸν πτωχὸν καὶ εὐτελῆ πᾶσαν φιλοξενίαν. Μὲ κάμνεις ὁμοτράπεζον καὶ συνδαιτυμόνα σου. Ἡτοίμασας καὶ παρέθεσες ἐνώπιόν μου τράπεζαν πνευματικὴν κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, ποὺ μὲ θλίβουν, οἱ ὁποῖοι, βλέποντες ποίας τιμῆς μὲ καταξιώνεις καὶ ποίας ἀσφαλείας ἀπολαύω πλησίον σου, θὰ καταντροπιασθοῦν. Μὲ μύρον ἤλειψες τὴν κεφαλήν μου προτοῦ ἀνακλιθῶ εἰς τὸ πλούσιον δεῖπνον σου καὶ ὅταν κατ’ αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἡ στιγμὴ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ποὺ μοῦ παρέχεις, ὑπερεκχειλίζεται τοῦτο διὰ κρατίστου οἴνου. Πόσον δαψιλεῖς καὶ πανευφρόσυνοι εἶναι αἱ χάριτες καὶ ἀπολαύσεις, τὰς ὁποίας πλησίον σου ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή μου!
6 Καὶ τὸ ἔλεός σου θὰ μὲ καταδιώκῃ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου καὶ ἡ χάρις σου θὰ ἐπιμένῃ νὰ ἐξευρίσκῃ ποικίλα μέσα, ὥστε καὶ φεύγοντα ἀκόμη νὰ μὲ συλλάβῃ εἰς τὸ δίκτυον τῆς σωτηρίας καὶ καταξιωθῶ οὕτω νὰ κατοικῶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐπὶ χρόνον μακρὸν καὶ ἀτελεύτητον.




* Πηγή: Ἀρχονταρίκιον