.

Wednesday, June 26, 2013

Η έννοια της ψυχής
κατά τον Αριστοτέλη /

The meaning of soul
according to Aristotle






Η κατανόηση της γνωστικής διαδικασίας, δηλαδή του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο αποκτούμε τις γνώσεις, διευκολύνεται αν αναλύσουμε την σημασία του όρου ψυχή. Τί σημαίνει η λέξη ψυχή στον Αριστοτέλη; Ας διευκρινίσουμε εκ των προτέρων, ότι η ψυχή δεν έχει την μεταφυσική έννοια, που τις αποδίδει μερικές φορές ο Πλάτων και στη συνέχεια ο χριστιανισμός. Ψυχή δεν είναι η ουσία, η οποία μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου απoχωρίζεται από το σώμα του και μεταβαίνει σ' έναν υπερ-φυσικό ή υπερ-ουράνιο τόπο. Ο Αριστοτέλης συνδέει την έννοια της ψυχής με την έννοια της ουσίας[5]. Τα όντα της φύσης, τα φυσικά σώματα, και, γενικώτερα, του κόσμου έχουν ως συστατικά στοιχεία την ύλη και το είδος, δηλαδή την ενέργεια[6]. Η ουσία των όντων αποτελείται από ύλη και ενέργεια. Τα φυσικά όντα διαιρούνται σε άψυχα και έμψυχα[7]. Η ψυχή είναι μία ειδική μορφή ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται στο εσωτερικό των εμβίων όντων. Η ιδιαιτερότητά της συνίσταται στο ότι επιτελεί ένα σύνολο από λειτουργίες, που συνιστούν το γεγονός της ζωής[8]. Οι ψυχικές λειτουργίες είναι το αποτέλεσμα της δράσης των πέντε ειδικώτερων δυνάμεων της ψυχής[9]. Στην περίπτωση του ανθρωπίνου όντος, οι πέντε δυνάμεις της ψυχής και οι αντίστοιχες λειτουργίες τους είναι οι ακόλουθες. Κατ' αρχήν, η θρεπτική δύναμη, η οποία είναι κοινή σ' όλους τους ζώντες οργανισμούς, ακόμη και στα φυτά[10] και η οποία επιτελεί τις λειτουργίες της διατήρησης του οργανισμού στην ζωή και της αναπαραγωγής του είδους[11]. H αισθητική δύναμη, η οποία παράγει τις αισθήσεις και τα αισθήματα της ηδονής (χαράς) και της λύπης[12]. Η ορεκτική δύναμη, η οποία προϋποθέτει την αισθητική δύναμη και προκαλεί τις ορέξεις[13]. Οι ορέξεις είναι δύο ειδών, δηλαδή, αφ' ενός, η επιθυμία, η οποία είναι η όρεξη του ηδέος (ηδονικού, ευχάριστου)[14] και, ως εκ τούτου, επειδή εμποδίζει τον δρώντα άνθρωπο να διακρίνει το αληθές αγαθόν και να προγραμματίσει κατά τρόπο ορθό το μέλλον και την ζωή του[15], είναι άλογη[16], και, αφ' ετέρου, η βούληση, δηλαδή η όρεξη, η οποία, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως έλλογη όρεξη, διότι προέρχεται από την δραστηριότητα του πρακτικού νου (λόγου)[17], ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προβλέπει το μέλλον[18]. Η νοητική ή διανοητική δύναμη, ή λόγος[19], η οποία προκαλεί την νόηση[20] και, τέλος, η κινητική δύναμη, η οποία είναι η αιτία της κατά τόπον κίνησης[21]. Η γνωστική διαδικασία συνδέεται με την αισθητική και νοητική δύναμη, δηλαδή δύο ψυχικές δυνάμεις, που αποτελούν τις δύο κύριες πηγές της ανθρώπινης γνώσης. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η σύγχρονη επιστήμη ανάγει τις λειτουργίες της αισθητικότητας και του νου στις λειτουργίες των τμημάτων του εγκεφάλου.

-------------
[5] ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί ψυχής, Β 1, 412 a 20-21 : « Αναγκαίον άρα την ψυχήν ουσίαν είναι ως είδος σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος ».

[6] Αυτόθι, , 412 a 12-13 : « ουσίαι δε μάλιστ' είναι δοκούσι τα σώματα, και τούτων τα φυσικά, ταύτα γαρ των άλλων αρχαί ». 412 a 6-9 : « Λέγομεν δη γένος εν τι των όντων την ουσίαν, ταύτης δε το μεν ως ύλην ... , έτερον δε μορφήν και είδος ..., και τρίτον το εκ τούτων ». Μετά τα φυσικά, Θ 8, 1050 b 1-2 : « φανερόν ότι η ουσία και το είδος ενέργειά εστιν ».

[7] Αυτόθι, Β 1, 412 a 13-14 : « Των δε φυσικών τα μεν έχει ζωήν τα δε ουκ έχει ».

[8] Αυτόθι., 412 a 17-20 : « Επεί δ' εστί και σώμα τοιόνδε, ζωήν γαρ έχον, ουκ αν είη το σώμα ψυχή. Ου γαρ εστι των καθ' υποκειμένου το σώμα, μάλλον δ' ως υποκείμενον και ύλη ». B 4, 415 a 9-10 : « ΄Εστι γαρ η ψυχή του ζώντος σώματος αιτία και αρχή ». Β 1, 412 a 14-15 : « ζωήν δε λέγομεν την δι' αυτού τροφήν τε και αύξησιν και φθίσιν ».

[9] ΄Ενθ' ανωτ., Β 3, 414 a 33-35 : « Δυνάμεις δ' είπομεν θρεπτικόν, ορεκτικόν, αισθητικόν, κινητικόν κατά τόπον, διανοητικόν ».

[10]Αυτόθι, 414 a - 414 b 1 : « Υπάρχει δε τοις μεν φυτοίς το θρεπτικόν μόνον ». Γ 12, 434 a 24-29 : « Την μεν ουν θρεπτικήν ψυχήν ανάγκη παν έχειν ότι περ αν ζη, και ψυχήν έχει από γενέσεως και μέχρι φθοράς ... ανάγκη άρα εν είναι την θρεπτικήν δύναμιν εν πάσι τοις φυομένοις και φθίνουσιν ».

[11] Αυτόθι., B 4, 415 a 25-28 : « ΄Ωστε πρώτον περί τροφής και γεννήσεως λεκτέον, η γαρ θρεπτική ψυχή και τοις άλλοις υπάρχει, και πρώτη και κοινοτάτη δύναμίς εστι ψυχής, καθ' ην υπάρχει το ζην άπασιν. Ης εστίν έργα γεννήσαι και τροφή χρήσθαι ».

[12] Αυτόθι, B 3, 414 a 35 - 414 b 1 : « υπάρχει δε τοις μεν φυτοίς το θρεπτικόν μόνον, ετέροις δε τούτό τε και το αισθητικόν ». 414 b 4-6 : « ω δ' αίσθησις υπάρχει, τούτω ηδονή τε και λύπη, και το ηδύ και το λυπηρόν ».

[13] Αυτόθι, B 3, 414 b 1-3 : « Ει δε το αισθητικόν και το ορεκτικόν. Όρεξις μεν γαρ επιθυμία και θυμός και βούλησις ».

[14] Αυτόθι, 414 b 6 : « ... και η επιθυμία, του γαρ ηδέος όρεξις αύτη ».

[15] Αυτόθι, Γ 10, 433 b : « η δ' επιθυμία διά το ήδη. Φαίνεται γαρ το ήδη ηδύ και απλώς και αγαθόν απλώς, διά το μη οράν το μέλλον ».

[16] Αυτόθι, Γ 10, 433a 28-29 : « Η δ' όρεξις κινεί παρά τον λογισμόν. Η γαρ επιθυμία όρεξίς τίς εστιν ». Γ 9, 432 b : « ? και εν τω αλόγω η επιθυμία και ο θυμός ».

[17] 433 a 26-28 : « Νυν δε ο μεν νους ου φαίνεται κινών άνευ ορέξεως. η γαρ βούλησις όρεξις. Όταν δε κατά λογισμόν κινείται και κατά βούλησιν κινείται ». Γ 9, 432 b 5-6 : « εν τε τω λογιστικώ η βούλησις ».

[18] Αυτόθι, 433 b 8-9 : « ο μεν γαρ νους διά το μέλλον ανθέλκειν κελεύει ».

[19] Αυτόθι, 433 b 19-20 : « ετέροις δε και το διανοητικόν και ο νους ».

[20] Αυτόθι, Γ 6, 430 a 29 : « Η μεν ουν των αδιαιρέτων νόησις εν τούτοις ». Βλ. και κατωτ. υποσ. 64.

[21] Αυτόθι, Β 3, 414 b 17-18 : « Ενίοις δε προς τούτοις υπάρχει και το κατά τόπον κινητικόν ».



* Νικόλαος Κ. Αγγελής,
Η Θεωρία της Γνώσης κατά τον Αριστοτέλη,
Αντίφωνο, 18 Ιουνίου 2008.

* faculty.washington.edu,
Aristotle on the Soul
.


Tuesday, June 25, 2013

Case of Avilkina and Others v. Russia






47.  Turning to the circumstances of the present case, the Court observes that the applicants were not suspects or accused in any criminal investigation. The prosecutor merely conducted an inquiry into the activities of the applicants’ religious organisation in response to complaints received by his office. The medical facilities where the applicants underwent treatment did not report any instances of alleged criminal behaviour to the prosecutor’s office. In particular, it was open to the medical professionals providing treatment to the second applicant, who was two years old at the time, to apply or to ask the prosecutor to apply for judicial authorisation for a blood transfusion if they believed her to be in a life-threatening situation. Likewise, there is nothing in the materials before the Court to suggest that the doctors who reported the fourth applicant’s case to the District Prosecutor opined that her refusal of a blood transfusion was not an expression of her true will but rather the product of pressure exerted on her by other adherents of her religious beliefs (see, mutatis mutandis, Jehovah’s Witnesses of Moscow, cited above, §§ 137-38). In such circumstances, the Court does not discern any pressing social need for requesting the disclosure of the confidential medical information concerning the applicants. It therefore considers that the means employed by the prosecutor in conducting the inquiry need not have been so oppressive for the applicants.




* Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 23 Ιουνίου 2013, "ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ".


Hans Küng
on the divisive role of religion /

Ο Χανς Κουνγκ
περί του διαιρετικού ρόλου της θρησκείας







“The most fanatical, the cruelest political struggles are those that have been colored, inspired, and legitimized by religion.”

«Οι πιο λυσσαλέες και ανελέητες πολιτικές συγκρούσεις επηρεάζονται, εμπνέονται και νομιμοποιούνται από τη θρησκεία».


Hans Küng,
Christianity and world religions:
paths of dialogue with Islam, Hinduism, and Buddhism
,
Orbis Books, 1993,
p./σ. 442.


Wednesday, June 19, 2013

Το «μυστήριον»
(«ιερό μυστικό», ΜΝΚ)
ως ο σκοπός του Θεού για την ανθρωπότητα






Η λέξη μυστήριον κατέχει τεράστια σημασία στη βιβλική γραμματεία [...] Οι βιβλικοί λόγιοι, απελευθερωμένοι πλεόν από την πρότερη ιδέα ότι οι αναφορές της ΚΔ στον όρο "μυστήριο" προέρχονται από τις ελληνιστικές μυστηριακές θρησκείες, συνεχίζουν να βρίσκουν την πλούσια σημασία της λέξης. [...] Η βασική αντίληψη του μυστηρίου είναι εκείνη του σκοπού ή του σχεδίου του Θεού, το οποίο απεργάζεται φάση προς φάση στην ανθρώπινη ιστορία και διαμέσου της εκκλησίας. Τα ζητήματα του προβλήματος του κακού, των παθημάτων και της αργοπορίας της [ενν. θεϊκής] δικαίωσης θα λυθούν όταν ο Θεός αποκαλύψει τελικά το "μυστικό" του , το οποίο "ολοκληρώνεται" (ετελέσθη) αφού θα έχει λήξει η "καθυστέρηση" (χρόνος) της Αποκάλυψης 10:6, 7. Το "μυστήριο" ή "μυστικό" αποκαλύπτεται μόνο από την υπέρτατη χάρη του Θεού προς τον λαό του. Όπως αναφέρει εδώ ο Λουκάς, "Η γνώση των μυστικών της βασιλείας του Θεού έχει δοθεί σε εσάς".

* The Expositor's Bible Commentary,
Walter L. Liefeld (ed.) Luke (vol. 8)
,
Grand Rapids, MI: Zondervan, 1984,
p./σ. 906.



Monday, June 17, 2013

Ησαΐας 45:1:
Κύρος ή κύριος; /

Isaiah 45:1:
Cyrus or Kyrios ("Lord")?



Cyrus the Great /
Κύρος Β΄ ο Μέγας


כֹּה־אָמַ֣ר יְהוָה֮ לִמְשִׁיחֹו֮
לְכֹ֣ורֶשׁ
אֲשֶׁר־הֶחֱזַ֣קְתִּי בִֽימִינֹ֗ו לְרַד־לְפָנָיו֙ גֹּויִ֔ם
וּמָתְנֵ֥י מְלָכִ֖ים אֲפַתֵּ֑חַ לִפְתֹּ֤חַ
לְפָנָיו֙ דְּלָתַ֔יִם
וּשְׁעָרִ֖ים לֹ֥א יִסָּגֵֽרוּ׃


Οὕτως λέγει κύριος ὁ θεὸς τῷ χριστῷ μου
Κύρῳ
[κυρί
, Irenaeus, psBarnabas & Justin's LXX /
Ειρηναίου, ψΒαρνάβα & Ιουστίνου Ο']
,
οὗ ἐκράτησα τῆς δεξιᾶς ἐπακοῦσαι ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἔθνη,
καὶ ἰσχὺν βασιλέων διαρρήξω,
ἀνοίξω ἔμπροσθεν αὐτοῦ θύρας,
καὶ πόλεις οὐ συγκλεισθήσονται.

— Ησαΐας / Isaiah 45:1.



Richard Patrick Crosland Hanson,
Allegory and Event A Study of the Sources and Significance
of Origen's Interpretation of Scripture
,
Westminster John Knox Press, 1959,
p./σ. 111.




Saturday, June 15, 2013

William Tyndale
& his mission
to translate the Bible
into English,
on BBC Two /

Ο Γουίλιαμ Τίντεϊλ
και η ιερή αποστολή του
να μεταφράσει την Αγία Γραφή
στην Αγγλική,
στο BBC Two



*
Melvyn Bragg explores the dramatic story of William Tyndale and his mission to translate the Bible into English. Melvyn reveals the story of a man whose life and legacy have been hidden from history but whose impact on Christianity in Britain and on the English language endures today. His radical translation of the Bible into English made him a profound threat to the authority of the church and state, and set him on a fateful collision course with Henry VIII's heretic hunters and those of the pope.

* BBC Two.

Tuesday, June 11, 2013

«Επ' αυτού παραμένω στη θέση μου.
Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
Ο Θεός ας με βοηθάει». /

“On this I take my stand.
I can do no other.
God help me.”





«Επ' αυτού παραμένω στη θέση μου.
Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
Ο Θεός ας με βοηθάει».
/

“On this I take my stand.
I can do no other.
God help me.”




However, since I am a man and not God, I cannot provide my writings with any other defense than that which my Lord Jesus Christ provided for His teaching. When He had been interrogated concerning His teaching before Annas and had received a buffet from a servant, He said: "If I have spoken evil, bear witness of the evil." If the Lord Himself, who knew that He could not err, did not refuse to listen to witness against His teaching, even from a worthless slave, how much more ought I, scum that I am, capable of naught but error, to seek and to wait for any who may wish to bear witness against my teaching.

And so, through the mercy of God, I ask Your Imperial Majesty, and Your Illustrious Lordships, or anyone of any degree, to defeat them by the writings of the Prophets or by the Gospels; for I shall be most ready, if I be better instructed, to recant any error, and I shall be the first in casting my writings into the fire. . . .

Thereupon the Orator of the Empire, in a tone of upbraiding, said that his [Luther's] answer was not to the point, and that there should be no calling into question of matters on which condemnations and decisions had before been passed by Councils. He was being asked for a plain reply, without subtlety or sophistry, to this question: Was he prepared to recant, or no?

Luther then replied: Your Imperial Majesty and Your Lordships demand a simple answer. Here it is, plain and unvarnished. Unless I am convicted [convinced] of error by the testimony of Scripture or (since I put no trust in the unsupported authority of Pope or councils, since it is plain that they have often erred and often contradicted themselves) by manifest reasoning, I stand convicted [convinced] by the Scriptures to which I have appealed, and my conscience is taken captive by God's word, I cannot and will not recant anything, for to act against our conscience is neither safe for us, nor open to us.

On this I take my stand. I can do no other. God help me.

Amen.

Words attributed to Martin Luther, who appeared before Emperor Charles V in April 1521 to defend what he had taught and written. /

Λόγια
που αποδίδονται στον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Κάρολου Ε΄ τον Απρίλιο του 1521 για να υπερασπιστεί αυτά που είχε διδάξει και είχε γράψει.





Πότε γεννήθηκε ο Ιησούς; /

When was Jesus born?









Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
(symbole@mail.com)


Τὰ τελευταῖα χρόνια γίνεται πολὺς λόγος γύρω ἀπὸ τὰ ἱστο­ρικὰ καὶ χρονολογικὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου· πότε ἀκριβῶς γεν­νήθηκε, ποιό ἔτος, ποιό μῆνα, ποιά ἐποχή. αὐτὲς οἱ συζητήσεις ὅμως δὲν γίνονται πάντοτε καλοπροαίρετα, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔχουν σκοπὸ νὰ ἀμφι­σβη­τήσουν τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγο­νό­τος τῆς γεν­νή­σεως, κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ νὰ πλήξουν τὴν πεποίθησι στὴν πραγ­μα­τικὴ ὕπαρξι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ καὶ ἐν τέλει νὰ κλο­νί­σουν τὴν ἐμπι­στοσύνη μας καὶ τὴν πίστι μας στὸ θεανδρικὸ πρόσωπό του. ἐδῶ λοιπὸν θὰ προσεγγίσουμε τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ κυρίως ἀπὸ πλευρᾶς ἱστο­ρι­κῆς καὶ θὰ ἀ­σχο­ληθοῦμε μὲ μία λεπτομέρεια· μὲ τὴν ἡμε­ρο­μηνία τῆς γεννήσεως.

῾Ιστορικὰ καὶ ἀστρονομικὰ στοιχεῖα

Οτι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δὲν γεννήθηκε στὶς 25 δεκεμ­βρίου εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ ἐποχή. ἄλλωστε στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ ἐκκλησία οὔτε κἂν ἑώρταζε τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου. γύρω στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος καθι­ε­ρώ­θηκε ἡ δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας καὶ ὡρίστηκε στὶς 5 ἰανουρίου, ἀργότερα δὲ στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου (Β. Στεφανίδη, «᾿Εκκλ. ἱστορία», ᾿Αθῆναι 1959, σ. 116, 313-314. ᾿Αρχίπ­που Βελουχιώτη, «Χριστιανικὲς ἑορτές», Συμβολὴ 14, σ. 15). γιὰ τὸ ἀρχικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ ἱστορικὸς Β. Στεφανίδης γράφει· «ὅσον δὲ ἀφορᾷ τὸ ζήτημα ποῖον γεγονὸς τοῦ βίου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἑωρτάζετο, ὑπῆρχεν ἀμφιταλάντευσις μεταξὺ τῆς βα­πτί­σεως καὶ τῆς γεν­νήσεως αὐ­τοῦ». στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου γιορτάζονταν μαζὶ ἡ γέννησι καὶ ἡ βά­πτισι τοῦ Κυρίου, ἡ ἔμφασι ὅμως δινόταν στὴν γέννησι, διότι θεοφάνειαἐπιφάνεια ἐκαλεῖτο ἡ γέννησι, ἡ κατὰ σάρκα φανέρωσι τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο. γενικῶς ἐπειδὴ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ θεω­ρή­θηκε ὡς ἡμέρα «τῆς ἐπιφα­νείας τῆς μεσ­σι­ανικότητος ἢ θεότητος τοῦ Χριστοῦ» (Β. Στεφα­νίδης), ἔλαβε πολλαπλὸ θεολογικὸ περιεχόμενο, καὶ ἡ ἴδια ἡμέρα κατὰ τόπους ἐθεωρεῖτο συσσωρευτικὰ ὡς μνήμη πολλῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἤ τοι τῆς γεν­νή­σεως, τῆς προσκυνήσεως τῶν ποι­μένων καὶ τῶν μάγων, τῆς περιτομῆς, τῆς βαπτί­σεως, ἀκόμη καὶ τοῦ πρώτου θαυ­μαστοῦ ση­μείου στὸν γάμο τῆς Κανά (᾿Ιω. Φουντούλη, «Λειτουργική», σ. 124).
Τὰ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἦσαν ἀτελῆ, σὰν ἕνα ῥολόι ποὺ χάνει ἢ κερδίζει 1 λεπτὸ κάθε μέρα, καὶ ἄρα ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ κάθε πρω­το­μηνιὰ πήγαι­ναν μπρὸς-πίσω ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἡμερολο­γιακῆς ἀνακριβείας καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο συχνὰ γίνονταν διορ­θώσεις τοῦ ἔτους καὶ βελτιώ­σεις τοῦ ἡμερολογίου. γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ εἶχαν ὡς πρωτο­χρονιὰ τὴν 1η μαρτίου, ποὺ τὴν τοποθέτησαν ἀρχικῶς στὴν ἡμέρα τοῦ ἰσημερίας (ἀρχὴ τῆς ἀνοίξεως), ἐπειδὴ τότε εἶναι τὸ «πρωὶ» τῆς χρονιᾶς, τότε ἄρχιζαν οἱ ἀγροτικὲς ἐρ­γα­σίες, ὁ πλοῦς τῶν ναυτικῶν καὶ οἱ πολε­μικὲς ἐπι­χει­ρήσεις. ὅμως μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ ἰσημερία ἔφυγε ἀπὸ τὴν 1η μαρτίου καὶ πῆγε στὶς 21 τοῦ μηνός· αὐτὸ ὀφείλεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαιότητος.
Γιὰ ἕνα διάστημα οἱ ἀρχαῖοι ῾Ρωμαῖοι ἔκαμαν πρῶτο μῆνα τοῦ ἔτους τὸν σεπτέμ­βριο, διότι τότε τὴν 1η σεπτεμ­βρίου ἦταν ἡ φθινοπωρινὴ ἰση­μερία (σημερινὴ 23η τοῦ μηνός), καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ νέος κύκλος τῶν ἀγροτικῶν ἐρ­γασιῶν, ποὺ ξεκινοῦν μὲ τὰ ὀρ­γώματα γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῶν προσεχῶν καλλιεργειῶν. ὅταν ἀργότε­ρα, σὲ ὄψιμα χρόνια, οἱ ῾Ρω­μαῖοι ἔκαμαν πρωτοχρονιά τους τὴν 1η ἰα­νουαρίου, αὐτὴ ἀντιστοιχοῦσε στὴν σημερινὴ 22α δεκεμ­βρίου, μέγιστη νύ­χτα τῆς χρονιᾶς καὶ πρώτη μέρα ποὺ αὐξάνει τὸν χρόνο της καὶ τὴν ἡλι­ο­φάνεια, ἐνῷ ἡ 1η σεπτεμ­βρίου ἔμεινε σὰν οἰκο­νομικὴ καὶ φορολογικὴ πρωτοχρονιά, ἐπειδὴ τότε τελείωναν ὅλες οἱ συγκομιδές, καὶ οἱ πολῖτες μποροῦσαν νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους των· σὲ εἶδος βέβαια, δηλαδὴ σὲ ἀγροτικὰ προϊόντα, διότι νόμισμα δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, «Λάθος ὁ ἑορτασμὸς τῆς χιλιετηρίδος ἕναν χρόνο νωρίτερα», ἄρθρο τῆς 21ης ἰουλίου 2000).
Μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρ­ρύθμισι τοῦ ᾿Αλεξαν­δρειανοῦ ῞Ελληνος ἀστρονόμου Σωσιγένους ἐπὶ ᾿Ιουλίου Καίσαρος τὸ 46 πρὸ Χριστοῦ οἱ ἡμέρες τοῦ ἔτους –καὶ ἡ 1η σεπτεμβρίου– πῆραν τὴν σημερινή τους θέσι. στὰ χρόνια τοῦ Καίσαρος καὶ τοῦ Χρι­στοῦ ἡ 1η σεπτεμβρίου ἦταν ἡ οἰ­κονομικὴ-φορολογικὴ πρωτο­χρονιά, ἐνῷ ἡ ἡμερολογιακὴ ἦταν ἡ 1η ἰα­νουαρίου. τὸ ῥωμαϊκὸ κράτος κάθε 1η σεπτεμβρίου δεχόταν τὶς φορο­λογικὲς δηλώσεις καὶ τοὺς φόρους καὶ κάθε 15 χρόνια ἔκανε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ γιὰ τοὺς ῾Ρωμαίους ἦταν οἰκονομικὴ-φορολογικὴ καὶ ὄχι στατιστική, ὅπως εἶναι σήμερα, οὔτε στρατολογική, ὅπως ἦταν στὸν βιβλικὸ ᾿Ισραήλ. ἡ 1η σεπτεμβρίου τοῦ πρώτου ἔτους τῆς κάθε δεκα­πεν­ταετίας λεγόταν edictum, ἔδικτον, ἤδικτον, ἴδικτον, ἴνδικτος, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐτοι­χοκολ­λεῖτο σὲ ὅλη τὴν αὐτο­κρατορία τὸ δόγμα (= edictum, διάταγμα) τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ διέτασσε τὴν ἀπογραφή, ἡ ὁποία ἄρχιζε ἀμέσως (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).

Οἱ πληροφορίες τῆς Βίβλου

῾Ο εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν ἱστορῇ τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου, μᾶς λέει (Λκ 2: 1)· «...ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου». τὸ δόγμα = διά­ταγμα τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου ἐτοι­χοκολλήθη, σύμφωνα μὲ τὰ προ­­ηγούμενα, τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἐκείνου τοῦ ἔτους, κι ἀμέσως οἱ ὑπόδουλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων κι ὁ ᾿Ιωσὴφ μὲ τὴν ἔγκυο παρθένο Μαρία, ἔσπευσαν νὰ ἀπογραφοῦν ὁ καθένας στὸν τόπο καταγωγῆς του (Βηθλεὲμ) καὶ ὄχι στὸν τόπο διαμονῆς του (Ναζαρέτ)· ὅπως καὶ σήμερα οἱ ἑτεροδημότες γιὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς τοπικῆς αὐτοδιοι­κήσεως πρέπει νὰ πᾶνε νὰ ψηφίσουν στὸ χωριό τους. παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔσπευ­σαν τὸ ταχύτερο δὲν πρόλαβαν μιὰ ἀνθρώπινη θέσι διανυκτε­ρεύσεως μέσα σὲ σπίτι ἢ πανδοχεῖο, ἀλλ᾿ ἀναγ­κά­στηκαν νὰ διανυκτερεύ­σουν ὅπως ὅπως σ᾿ ἕναν στάβλο, ὅπου τὴν πρώτη βραδιὰ γεννήθηκε ὁ Χρι­στός. μία πορεία ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ μέχρι τὴν Βηθλεὲμ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διαρκοῦσε 4 ἢ 5 ἡμέρες. συνεπῶς ὁ Χριστὸς γεννήθηκε τὴν νύχτα τῆς 4ης πρὸς 5η Σεπτεμβρίου, ποὺ τότε σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα της ἐθεωρεῖτο 5η Σεπτεμβρίου, διότι γιὰ τοὺς ἀρ­χαίους τὸ νέο 24ωρο ἄρχιζε ἀπὸ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα, ὅπως ἀρχίζει σήμερα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).
Σύμφωνα μὲ τὴν διήγησι τοῦ εὐαγγελίου ἀποκλείεται παν­τελῶς ἡ περίπτωσι ὁ Χριστὸς νὰ γεν­νήθηκε χειμῶνα, διότι τὴν νύχτα ἐκείνη «ποι­μένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς...» (Λκ 2: 8). ὅπως γνωρίζουν οἱ κάτοικοι τῶν ἀγροτικῶν περιο­χῶν, οἱ ποιμένες ποτὲ δὲν βγάζουν τὴν νύχτα τὰ κοπάδια τους γιὰ βοσκὴ μέσα στὸ καταχείμωνο, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διότι τὰ ζῷα δὲν θὰ βροῦν τίποτε νὰ φᾶνε, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διότι θὰ ψοφήσουν ἀπ᾿ τὸ κρύο καὶ τὴν ὑγρασία ἢ τὴν κακο­καιρία. αὐτὸ (δηλαδὴ τὴν νυχτερινὴ βοσκὴ) τὸ κάνουν στὴν ζεστὴ περίοδο τοῦ ἔτους, κυρίως μάιο μὲ σεπτέμβριο, διότι τότε λόγῳ τῆς ζέ­στης καὶ τοῦ καύσωνος πάλι τὰ ζῷα διατρέχουν κίνδυνο, ἂν βο­σκήσουν τὴν ἡμέρα. Κι ἂν στὴν ῾Ελλάδα γίνεται αὐτὸ τὸν σε­πτέμ­­βριο, ποὺ εἶναι ζεστὸς καὶ σχεδὸν καλοκαιρινὸς μῆνας, πολὺ πιὸ ζεστὸς εἶναι στὴν Παλαιστίνη.

῾Η λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας

Βέβαια μπορεῖ κάποιος νὰ ἀναρωτηθῇ· καλὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ στοι­χεῖα καὶ οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἔχουμε καμμία σαφέστερη ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία (ἀνάμνησι ἢ παράδοσι) ὅτι ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ σεπτεμβρίου; καὶ ὅμως ἔχουμε! σὲ ἕνα ἀρχαιότατο ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ τῆς ἁγίας Σο­φίας Κων­σταν­τινουπόλεως, σὲ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος (πατ­μια­κὸς κῶδιξ 266, ἔκδοσις Δημητριεύσκη Ι, Κίεβον 1895, σ. 1), στὴν 1η σεπτεμβρίου ὁρίζεται στὸ 3ο ἀν­τί­φωνο τῆς λειτουργίας νὰ ψαλῇ τὸ ἐφύμνιον «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θε­οῦ, ὁ ἐκ παρθένου τεχθείς, ψάλλοντάς σοι ἀλληλούια». ἀλλὰ τὸ ἐφύ­μνιον αὐτὸ εἶναι τῆς λειτουργίας τῶν χριστου­γέννων καὶ ψάλ­λε­ται μέχρι σήμερα στὶς 25 δεκεμβρίου! γιατί νὰ ψαλῇ καὶ τὴν 1η σεπτεμβρίου στὴν ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου; εἶναι ἀσφα­λῶς ἐντυπωσιακὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ πατρι­άρχης ἦταν ὁ ἅγιος Φώτιος ὁ μέγας, στὴν λειτουργία ποὺ ὁ ἴδιος χορο­στατοῦσε στὴν ἁγία Σοφία Κων­σταν­τι­νου­πόλεως τὴν 1η σεπτεμβρίου, ἀνυμνοῦσαν τὴν γέννησι τοῦ Κυ­ρίου! ἡ πληροφορία αὐτὴ ποὺ μόλις δια­σώθηκε μέχρι τῶν ἡμε­ρῶν μας στὸ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος εἶναι μεγάλης θεολογικῆς καὶ ἱστο­ρικῆς σπουδαιότητος, διότι δείχνει ὅτι σὲ ἀρ­χαιότατους χρό­νους ὑ­πῆρ­χε στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεν­νήθη­κε στὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς σεπτεμβρίου.
Μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα κάποια λειτουργικὰ στοιχεῖα τῆς 1ης σε­πτεμ­βρίου, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν εἶχαν τύχει ἰδιαιτέρας προσοχῆς, ἀπο­κτοῦν ἄλλην βαρύτητα. κατ᾿ ἀρχὰς βλέπουμε ὅτι ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης σεπτεμβρίου στὸ μηναῖο εἶναι ἑορτάσιμος ὑπὸ τύπον μικρᾶς δεσπο­τικῆς ἑορτῆς. αὐτὸ πλέον δὲν σημαίνει ἐπίδρασι τοῦ κοσμικοῦ ἑορτολο­γίου (τῆς αὐτο­κρα­τορικῆς ἰνδίκτου-πρωτοχρονιᾶς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολου­θία, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐκκλησία ὥρισε αὐτὴν τὴν ἑορτὴ γιὰ καθαρὰ δικούς της λό­γους. ἐπιπλέον ἂν προσέξουμε τὴν ὑμνογραφία τῆς 1ης σεπτεμβρίου, ὅπως ὑπάρχει στὰ ἐν χρήσει λειτουργικὰ βιβλία (μηναῖα), θὰ ἐκπλα­γοῦμε ἀσφαλῶς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι στὴν θεματολογία τῆς ἡμέρας περι­λαμ­βάνεται καὶ ἡ γέννησις τοῦ Κυρίου. ἀξίζει νὰ δοῦμε λίγα ἀποσπά­σματα.
᾿Απόστιχον τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Θαυμαστὸς εἶ, ὁ Θεός, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ αἱ ὁδοί σου ἀνεξιχνίαστοι· πέλεις γὰρ σοφία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπόστασις τελεία καὶ δύναμις, συνάναρχός τε καὶ συναΐδιος συνεργία· δι᾿ ὃ παντοδυνάμῳ ἐξουσίᾳ κόσμῳ ἐπεδήμησας, ζητῶν ὃ ἐκάλλυνας πλάσμα, ἀνεκφράστως ἐξ ἀπειράνδρου μητρός, μὴ τραπεὶς τῇ θεότητι...»
Κανὼν τῆς ἰνδίκτου, ᾠδὴ α΄, ἦχος α΄, τροπάριον 2ον· «῎ᾼσωμεν πάντες Χριστῷ τῷ πατρικῇ εὐδοκίᾳ ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου...» [ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου = ἡ ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ἐπιφα­νείας, ἤ τοι τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου.]
Αἶνοι τοῦ ὄρθρου, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαί σου μεγάλαι καὶ θαυμασταί· δι᾿ ὃ τῆς οἰκονομίας σου τὴν δυνα­στείαν μεγαλυνοῦμεν, ὅτι φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας εἰς ταλαίπωρον κόσμον σου, καὶ τὴν πρώτην ἀνεῖλες ἀρὰν τοῦ παλαιοῦ ᾿Αδάμ, ὡς ηὐδό­κησας, Λόγε, ...» [φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας = Θεοφάνεια.]
῾Επομένως στὴν καὶ σήμερα ψαλλόμενη ὑμνολογία τῆς 1ης σεπτεμ­βρίου διατηροῦνται πολλὲς ἀναφορὲς ποὺ συνδέουν τὴν ἡμέρα αὐτὴν μὲ τὴν ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας, τὸ περι­ε­χόμενο τῆς ὁποίας σαφῶς ὁρίζεται (στὶς ἴδιες ἀναφορὲς) ὅτι ἦταν ἡ γέν­νησι τοῦ Χρι­στοῦ. ἀρκεῖ νὰ συγκρίνουμε τὰ παραπάνω ἀπο­σπάσματα μὲ τοὺς ὕμνους τῆς 25ης δεκεμβρίου καὶ τῆς 6ης ἰανουαρίου, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι μὲ τὸ 3ο κεκραγάριον ἰδιόμελον τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν χριστουγέννων, ἦχος β΄· «...ὁ σαρκωθεὶς ἐκ Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἐναν­θρωπήσας, φῶς ἡμῖν ἔλαμψας, Χριστὲ ὁ Θεός, τῇ σῇ παρουσίᾳ· φῶς ἐκ φωτός, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πᾶσαν φύσιν ἐφαίδρυνας...» Καὶ μὲ ἕνα στιχηρὸ τῶν αἴνων τῆς 6ης ἰανουαρίου· «Φῶς ἐκ φωτός, ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπιφανεὶς Θεός, τοῦτον λαοὶ προσκυ­νήσωμεν». γίνεται λοιπὸν σαφὲς ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, διότι πρωταρχικὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τῆς γεννήσεως τοῦ θεανθρώπου.
῞Οταν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος θεσπίστηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Θεο­φα­νείας, πρέπει νὰ ὑπῆρχε ἀκόμη ὡς ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι ἡ ἀμυδρὴ ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεν­νή­θηκε στὶς 5 τοῦ μηνὸς μετὰ τὴν πρωτοχρονιά· κι ἐπειδὴ στὴν ξεθω­ριασμένη προφορικὴ παράδοσι λησμο­νήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν οἰ­κονομικὴ-φορολογικὴ πρωτοχρονιά, τὴν «πρώτη τῆς ἰνδί­κτου», καὶ ὄχι γιὰ τὴν κοσμικὴ πρωτοχρονιά, θεωρήθηκε ὅτι ὁ Χρι­στὸς γεννήθηκε στὶς 5 ᾿Ιανουαρίου, ὁπότε γι᾿ αὐτὸ τοποθέτησαν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Θεοφανείας ἢ ᾿Επιφανείας σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμερο­μηνία. τὸ ὅτι στὴν ἴδια ἡμερομηνία κατὰ τὴν ἀρχαιότητα συνέπιπτε τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ ἡ εἰδωλολατρικὴ ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ «θεοῦ» ἡλίου ἦταν κατ᾿ ἀρχὰς μία ἁπλῆ σύμπτωσι. σύντομα ἡ χριστιανικὴ ἑορτὴ ἔγινε διήμερη, 5 καὶ 6 ἰανουαρίου, καὶ τελικῶς ἡ δεύ­τερη ἡμέρα ἔγινε πανηγυρι­κώτερη καὶ ἐπεσκίασε τὴν πρώτη. ἔ­μεινε ὅμως μέχρι σήμερα ἡ συνήθεια νὰ τελῆται τὴν 5η ἰανουαρίου ὄρθρος καὶ λειτουργία καὶ μέγας ἁγιασμὸς πολὺ νωρὶς τὸ πρωί, καὶ λίγοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια. ὑπάρχει ἐπίσης στὴν λαϊκὴ πα­ράδοσι ὁ θρῦλος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη τὴν πρὸς 5 ἰανουαρίου κατὰ τὰ μεσάνυχτα «ἀνοίγουν τὰ οὐράνια», καὶ φαίνεται ὁ Θεός· στοὺς πολὺ πιστοὺς μόνο. αὐτὸ εἶ­ναι ὁ ἀσθενὴς ἀπόηχος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη γεν­νήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, κι ἔγινε ὁρατὸς στοὺς ἀνθρώπους, μὲ πρώτους τοὺς πολὺ πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω). ἑπομένως ἡ κατὰ τὴν 5η ἰανου­αρίου ἑορταζομένη ἀρ­χικῶς Χριστοῦ γέννα δείχνει μὲ κάποιο λάθος τὴν 5η σεπτεμβρίου ποὺ φαίνεται στὰ εὐαγγέλια ὡς ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ὅμως τελικὰ γιορτάζουμε τὰ χριστούγεννα στὶς 25 δεκεμβρίου; καὶ πάλι ἡ αἰτία βρίσκεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαι­ό­τητος. ἡ ῾Ρώμη γιόρταζε τὴν ἑορτὴ τῆς θεοφανείας ὄχι στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου ἀλλὰ στὶς 25 δεκεμβρίου, διότι εἶχε γίνει κάποια ἡμερο­λογιακὴ διόρθωσι, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸ χειμερινὸ ἡλιο­στάσιο, ποὺ παλαιότερα συνέπιπτε στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου, τώρα συνέπιπτε στὶς 25 δεκεμβρίου, ὁπότε καὶ ἡ ἑορτὴ στὴν ῾Ρώμη με­τα­τέθηκε στὴν νέα της ἡμε­ρο­μηνία 25 δεκεμβρίου, ἐνῷ στὴν ᾿Ανατολὴ παρέμεινε στὶς 5 ἰανουα­ρίου. πάντως πολὺ νωρίς, τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος, ἡ 25η δεκεμβρίου ὡς χριστιανικὴ ἑορτὴ ἀπὸ τὴν ῾Ρώμη με­ταφέρ­θηκε στὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ καθιερώθηκε. τότε συνέβη νὰ διατηρηθοῦν ὡς ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ δυὸ ἡμε­ρομηνίες, ἡ μὲν 25η δεκεμβρίου καθαρῶς ὡς γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ 6η ἰανου­αρίου ὡς ἀνά­μνησι τῆς βαπτίσεως αὐτοῦ. ἡ ἀρχαία σύζευξι τῶν δεσπο­τικῶν ἑορτῶν τῆς γεννήσεως καὶ τῆς βαπτίσεως στὶς 5 καὶ 6 ἰα­νου­αρίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στὸ ἑορτολόγιο τῆς ἀρμενικῆς ἐκκλη­σίας.

῾Η σημασία τῶν ἐρευνῶν

Τί σημαίνει ἡ ἐξακρίβωσι τῆς πραγματικῆς ἡμερομηνίας τῆς γεν­νή­σεως τοῦ Κυρίου; ὅτι τώρα θὰ πρέπει νὰ ἀλλά­ξουμε τὴν ἡμερο­μη­νία γιορτῆς τῶν χρι­στου­γέννων; ὄχι. πρέπει νὰ ξέ­ρουμε ὅτι οἱ περισ­σό­τερες ἡμερομηνίες τῶν δεσπο­τικῶν καὶ θεομητο­ρικῶν ἑορτῶν εἶναι συμ­βατικές. ἐπὶ παραδείγματι τὸ γενέσιον τῆς Θεοτό­κου δὲν συνέβη 8 σε­πτεμβρίου, οὔτε ξέρουμε πότε συνέβη. ἡ μεταμόρ­φωσις τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη παρα­σκευή, ἄρα θὰ περίμενε κανεὶς νὰ εἶναι κινητὴ ἑορτὴ καὶ νὰ τὴν γιορτάζουμε φεβρουάριο ἢ μάρτιο, κι ἐμεῖς τὴν γιορτάζουμε αὔγουστο (μετάθεσι 6 μῆνες). ἐπίσης οἱ περισ­σό­τερες μνῆμες ἁγίων δὲν εἶναι στὴν ἡμερομηνία ποὺ μαρ­τύ­ρησαν ἢ ἐκοιμήθησαν ὁσιακῶς, ἀλλὰ σὲ ἄλλη ἡμερομηνία γιὰ διαφόρους λό­γους. ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ Χρυσοστόμου στὶς 13 νοεμβρίου εἶναι κατὰ μετάθεσι 2 ὁλόκληρους μῆνες. ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου μετατίθεται κατὰ 6 ὁλόκλη­ρους μῆνες (ἀπὸ 12 μαρτίου στὶς 12 ὀκτωβρίου). ἐδῶ λοιπὸν στὰ Χριστούγεννα ἔχουμε μετάθεσι γιὰ 4 μῆνες, καὶ μάλιστα ξέρουμε καὶ τοὺς λόγους καὶ τὶς συγχύσεις μηνῶν ποὺ ὡδήγησαν σ᾿ αὐτὴν τὴν μετάθεσι. δὲν εἶναι κά­τι τὸ παράξενο στὸν χῶρο τοῦ ἑορτολογίου.
Σὲ κάθε περίπτωσι ἡ σημασία τοῦ ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς γεν­νή­σεως τοῦ Κυρίου εἶναι με­γάλη. 1) φαίνεται ὅτι οἱ πληροφορίες τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἀκρι­βεῖς, ἄρα κατὰ πάντα ἀληθεῖς. 2) ἡ ἐκκλησία δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς στὸν ἀρχικὸ προσδιορισμὸ τῆς ἡμε­ρο­μηνίας τῶν χριστουγέννων. 3) δὲν ἔχουν σχέσι τὰ δικά μας χρι­στού­γεννα μὲ τὰ δῆθεν χριστούγεννα τοῦ ἐκτὸς ἐκκλησίας κόσμου.


(δημοσιεύτηκε στὸν «᾿Εκκλησιολόγο» Πατρῶν στὶς 17/12/2011)

* Πηγή: symbole.gr.

 
*



Saturday, June 8, 2013

Ignatius of Antioch for Jesus:
The “self-resurrected” /

Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας για τον Ιησού:
Ο “αυτοαναστημένος”







τοῦτον ὁ θεὸς ἤγειρεν [ἐν] τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι
.

—Acts of Apostles / Πράξεις των Αποστόλων 10:40.



Ταῦτα γὰρ πάντα ἔπαθεν δι’ ἡμᾶς,
ἵνα σωθῶμεν·
καὶ ἀληθῶς ἔπαθεν,
ὡς καὶ ἀληθῶς ἀνέστησεν ἑαυτόν.


Ignatius of Antioch, Epistle to the Smyrnaeans /
Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους 2:1.


* Larry W. Hurtado,
Resurrection-Faith and the ‘Historical’ Jesus
Η περί Ανάστασης Πίστη και ο “Ιστορικός” Ιησούς»],
Journal for the Study of the Historical Jesus,
Brill, 11 (2013),
pp./σσ. 35–52.

* 

 

Thursday, June 6, 2013

Όταν φοράνε
τα ρούχα του πολέμου
στο βιβλίο της ειρήνης /

Wearing the army uniform
to the book of peace









Τα χακί «φόρεσε» το ιερό βιβλίο της Αγίας Γραφής προκειμένου να διανεμηθεί από τον Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμο σε στρατιώτες που υπηρετούν σε σχηματισμούς της περιοχής.

Η διανομή ξεκίνησε χθες από τον Μητροπολίτη κ. Άνθιμο και θα ολοκληρωθεί αύριο. Συνολικά 1800 αντίτυπα της Αγίας Γραφής με το εξώφυλλο της σε στρατιωτική παραλλαγή μοιράζει ο Μητροπολίτης κ. Άνθιμος.

Οι σχηματισμοί στους οποίους γίνεται η διανομή είναι: η 12η Μ/Κ Μεραρχία Πεζικού «Έβρου», η 23η Τ/Θ Ταξιαρχία στην Αλεξανδρούπολη, η 31η Μ/Κ Ταξιαρχία «Κάμια» στις Φέρες και η 7η Μ/Κ Ταξιαρχία στον Προβατώνα.

Απευθυνόμενος στους αξιωματικούς και τους οπλίτες ο κ. Άνθιμος μίλησε «για την σημασία και την αξία της Καινής Διαθήκης, κυρίως στην εποχή μας, όπου τα πάντα κλονίζονται και αποσταθεροποιούνται, ενώ ο Λόγος του Θεού μένει ζωντανός και δυναμικός, ικανός να στηρίξει, να ενισχύσει και να εμπνεύσει τους νέους ανθρώπους και την κοινωνία».

Τα βιβλία της Αγίας Γραφής είναι μια προσφορά της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας.


* Δόγμα.gr,
«Η Αγία Γραφή "ντύθηκε" στα χακί»,
5 Ιουνίου 2013.




Tuesday, June 4, 2013

Εκείνοι που ήταν ανυπάκουοι
«εις την φωνήν της Πατρίδος»
η οποία καλούσε «τους πολίτας
εις τα όπλα
...και κατά του συμμοριτισμού» /

Jehovah's Witnesses:
Standing firmly neutral
during the Greek civil war
(1946-1949)



Ο αρχιμανδρίτης Γερμανός Κ. Δημάκος,
ο Πάτερ Ανυπόμονος της Εθνικής Αντίστασης /
Pater Anypomonos,
a communist rebel priest & comrade of Aris Velouchiotis
during the Greek Civil War










* Κωνσταντίνος Δ. Μουρατίδης *,
«Το έγκυρον ή μη
των μεταξύ Χιλιαστών ή Μαρτύρων του Ιεχωβά
τελούμενων γάμων
»,
Ανάτυπον εκ του περιοδικού Εκκλησία,
Αθήναι 1967.










Saturday, June 1, 2013

Εἰσαγωγὴ
εἰς τὴν πατριαρχικὴν ἔκδοσιν
τῆς Καινῆς Διαθήκης
τῶν ἐτῶν 1904 καὶ 1912 /

The introduction
of the Ecumenical Patriarchal edition
of the Greek New Testament
(Antoniades GNT)






Βασίλειος Αντωνιάδης
(ΘΗΕ )


Κατὰ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς ὑποβληθεῖσαν καὶ ἁρμοδίως ἐγκριθεῖσαν γνώμην τῆς ἐπιτροπείας, τῆς πρὸ πενταετίας διορισθείσης πρὸς ἔκδοσιν τῆς ΚΑΙ­ΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ, σκοπὸν προέθετο ἡ ἔκδοσις αὕτη τὴν κατὰ τὸ ἐνὸν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀρχαιοτέρου κειμένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρα­δό­σεως, καὶ μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τοιοῦτον δὲ ἔχουσα σκοπὸν παρεσκευάσθη οὐχὶ ἐπὶ τῇ βάσει οἱωνδήποτε ἐντύπων ἐκδόσεων, οὐδὲ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν πρὸς κριτικὰς ἐκδόσεις χρησιμο­ποι­ου­μένων μεγάλων καὶ μεγάλοις γράμμασι γεγραμμένων κωδίκων, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ βάσει ἐκείνων τῶν χειρογράφων, ὅσα συνήθως παρορῶνται, καί, κατὰ τὸ γραφικὸν λόγιον εἰπεῖν, ἀποδοκιμάζονται ὑπὸ τῶν οἰκο­δο­μούν­των, καὶ δὴ εἰς μὲν τὴν Ἀποκάλυψιν καὶ μέρη τινὰ τῶν Πράξεων, τὰ ἐπ’ ἐκκλησίας μὴ ἀναγινωσκόμενα, ἐπὶ τῇ βάσει ἀπογράφων βυζαντιακῶν, ὡς τὰ πολλὰ γεγραμμένων μικροῖς ἢ ἐπισεσυρμένοις γράμμασι, κατὰ τὸ πλεῖστον νεωτέρων τῆς δεκάτης ἑκατονταετηρίδος, καὶ περιεχόντων τὸ ἱε­ρὸν κείμενον ἐν συνεχείᾳ, εἰς τὰ λοιπά, τὰ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναγινωσκόμενα μέρη τῆς ἱερᾶς συλλογῆς, ἐπὶ τῇ βάσει χειρογράφων ὁμοίας καταγωγῆς, ἡλικίας καὶ γραφῆς, περιεχόντων τὸ ἱερὸν κείμενον κατὰ περικοπὰς ἢ ἀναγνώσματα, καὶ ἀποτελούντων τὰ οὕτω καλούμενα ἐκλογάδια (lectionaria), εἴτε ὡς Εὐαγγελιάρια, εἴτε ὡς Πρα­ξαποστόλους, καὶ εἴτε ὡς πλήρη, περιλαμβάνοντα πάντα τὰ ἀναγινωσκόμενα, καθ’ ὡρισμένον τι σχέδιον διανεμημένα εἰς ἁπάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ, εἴτε ὡς ἀτελ, περιέχοντα μόνον τὰ ἀναγνώσματα τῶν Σαββάτων καὶ τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν ἄλλων ἑορτα­σίμων ἢ ὡς ἑορτασίμων τιμωμένων ἡμερῶν.

Καὶ κατὰ τὸ κείμενον αὐτῶν ἔχουσι τὰ ἐκλογάδια δια­φορὰς πρὸς ἄλληλα. Ἐν τοῖς Εὐαγγελιαρίοις, ἧττον μὲν σαφῶς ἐν τοῖς ἀτε­λεστέροις, σαφέστερον δὲ ἐν τοῖς πληρεστέροις, καὶ μάλιστα ἐν τοῖς καθη­μερινοῖς ἀναγνώσμασι τῶν τριῶν πρώτων Εὐαγγελιστῶν, διακρίνονται δύο τύποι κειμένων, τοῦ μὲν συγγενεύοντος πρὸς τὸ κείμενον τῶν συνήθων βυζαντιακῶν ἀπογράφων, τοῦ δὲ ἑτέρου πρὸς τῇ συγγενείᾳ ἐκείνῃ ἔχοντος καὶ παραλλαγάς τινας καὶ ἀναγνώσεις ἀξιοσημειώτους, ὄχι μὲν ὡς ὅλως ἀ­μαρτύρους ἄλλοθεν, ἀλλ’ ὡς ὑπεμφαινούσας ἀντιγραφὴν ἐξ ἑτέρων ἀπο­γράφων. Ἡ διάκρισις τῶν δύο τύπων καὶ ἡ ἐκ διαφόρων ἀπογράφων ἀντιγραφὴ ἑκατέρων αὐτῶν δείκνυται καὶ ἐντεῦθεν, ὅτι τὰ Εὐαγγελιάρια, τὰ ἐν τοῖς καθημερινοῖς ἀναγνώσμασι παρουσιάζοντα παραλλαγὰς πρὸς τὸ κείμενον τῶν συνήθων βυζαντιακῶν ἀπογράφων, τὰ αὐτὰ ἐν τοῖς ἀναγνώ­σμασι τῶν ἑορτῶν καὶ τοῦ Μηνολογίου ἐπαναλαμβάνουσι πολλάκις τὰς αὐτὰς περικοπὰς μετὰ διαφόρων γραφῶν, καὶ δὴ τῶν τοῦ βυζαν­τιακοῦ τύπου. Κατὰ τὴν ἀναντίρρητον μαρτυρίαν ἑξήκοντα καὶ πλέον χει­ρογράφων τῶν πληρεστέρων Εὐαγγελιαρίων, ὅσα ἢ ἡμεῖς αὐτοὶ παρε­βά­λομεν ἐνταῦθά τε καὶ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει (περὶ τὰ 45) ἢ χάριν ἡμῶν παρεβλή­θησαν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ᾿Ιεροσολύμοις, ἢ ἄλλως παραβληθέντα ὑπ’ ἄλλων προύκειντο εἰς χρῆσιν ἡμῶν, ἀμφότεροι οἱ τύποι οὗτοι ἀνῆκον τῇ Ἐκκλησίᾳ Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἦσαν ἐν κοινῇ καὶ ἐπισήμῳ χρήσει ἀπὸ τῆς ἐνά­της τοὐλάχιστον ἑκατονταετηρίδος μέχρι τῆς δεκάτης ἕκτης, διετηρήθη δὲ ἕκαστος τύπος οὕτως ἐπιμελῶς καὶ ἀσυγχύτως, ὥστε παρὰ τὸν μακρὸν χρόνον ὀλίγα ἀπόγραφα καὶ περὶ ὀλίγα ἐμφαίνουσί τινα ἀλλοίωσιν ἢ ἐπί­δρασιν τοῦ ἑνὸς τύπου ἐπὶ τοῦ ἑτέρου. Τούτου δὲ ἕνεκα ὁ γινώσκων δια­κριτικάς τινας ἀναγνώσεις τοῦ ἑνὸς τύπου ἀπταίστως σχεδὸν μαντεύει καὶ τὰς ἄλλας ἰδιαζούσας ἀναγνώσεις τοῦ αὐτοῦ τύπου, καὶ ὅπερ μέγιστον, ὁ μελετήσας ἀντίγραφά τινα τοῦ ἑνὸς τύπου ὀλίγα ἔχει νὰ μάθῃ ἐκ τῆς μελέτης τῶν λοιπῶν ἀντιγράφων τοῦ αὐτοῦ τύπου.

Ἡ ἐν τῷ κλίματι μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας μεμαρτυρημένη αὕτη καὶ ἐπὶ ὀκτὼ τοὐλάχιστον ἑκατονταετηρίδας διήκουσα παρουσία καὶ ἀσύγ­χυτος σχεδὸν διαφύλαξις δύο τύπων τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου ἁπλουστά­την καθ’ ἡμᾶς ἐξήγησιν ἔχει ταύτην, ὅτι ἀμφότεροι οἱ τύποι ἦσαν καὶ πρό­τερον ἐν κοινῇ καὶ ἐπισήμῳ χρήσει, ὡς ἔχοντες ὑπὲρ ἑαυτῶν τὸ κῦρος τῆς ἀρχαιότητος καὶ τῆς αὐθεντίας. Καὶ ὁ μὲν τύπος ὁ μᾶλλον πλησιάζων τῷ βυζαντιακῷ φαίνεται ὢν ὁ αὐτὸς τῇ ’Αντιοχικῇ ἢ Συριακῇ ἐκδόσει, διαδο­θείσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστό­μου καὶ ὕστερον, ὁ δὲ ἕτερος τύπος πιθανώτατα εἶναι ὁ αὐτὸς τῷ κειμένῳ τῷ ἀπ’ ἀρχῆς ἐν χρήσει ὄντι ἐν τῇ αὐτῇ Ἐκκλησίᾳ. Διὸ καὶ ὁ τύπος οὗτος, ὡς πρότερον ἐν χρήσει ὤν, εὑρίσκεται ἐν τῷ ἀναντιρρήτως πρότερον συ­στάντι μέρει τῶν καθημερινῶν ἀναγνωσμάτων, ἐν ᾧ ὁ ἕτερος τύπος, ὡς ὕστερον εἰσαχθεὶς καὶ κατὰ μικρὸν διαδοθείς, εὑρίσκεται ἐν τοῖς ὕστερον συστᾶσι καὶ κατὰ μικρὸν συμπληρωθεῖσιν ἀναγνώσμασι τοῦ Μηνολογίου.

Ὁμοία διάκρισις τύπων καὶ ἐν τοῖς Πραξαποστόλοις, πιθανὴ οὖσα καθ’ ἑαυτήν, ὑπεμφαίνεται μὲν ὑπὸ τοῦ ὑπ’ ἀριθμὸν 14 ἀπογράφου τῆς Θεολο­γικῆς Σχολῆς, πλὴν δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀναντίρρητος, ἐφ’ ὅσον αἱ περὶ τὸ κείμενον αὐτοῦ παρατηρούμεναι παραλλαγαὶ ἐπιδέχονται καὶ ἄλ­λην ἐξήγησιν, δὲν μαρτυροῦνται δὲ ὁμοφώνως ὑπὸ πλειόνων, ἀρχαιοτέρων καὶ δοκιμωτέρων χειρογράφων, καὶ δὴ καὶ ἐχόντων βεβαιότερα τεκμήρια τῆς καταγωγῆς αὐτῶν, ὡς συμβαίνει ἐν τοῖς Εὐαγγελιαρίοις.

Ἐν τῇ ἑξῆς ἀναγραφῇ δηλοῦνται τὰ χειρόγραφα τὰ παραβληθέντα κατά τε τὴν παρασκευὴν τοῦ κειμένου καὶ κατὰ τὴν ἀναθεώρησιν αὐτοῦ, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ὑπ’ ἄλλων χάριν ἡμῶν ἢ ἄλλως παραβλη­θέντων. Ὡς ἐπιβοηθητικῶς μόνον χρησιμοποιηθέντα, πλὴν ὀλίγων ἐξαιρέ­σεων, παρατρέχονται τὰ πολυάριθμα ἀντίγραφα τῶν ἀτελῶν Εὐαγγε­λιαρίων ὡς καὶ πολλὰ Τετραευάγγελα παραβληθέντα ἔν τε Κων­σταντινουπόλει καὶ ἐν Ἄθῳ. Σημειοῦνται δὲ δι’ ἀστερίσκων (προτασσο­μένων) τὰ ὑφ’ ἡμῶν αὐτῶν μελετηθέντα, καὶ δὴ διὰ ** τὰ κατὰ τὴν παρα­σκευὴν τοῦ κειμένου, καὶ διὰ * τὰ κατὰ τὴν ἀναθεώρησιν αὐτοῦ παρα­βληθέντα, διὰ τοῦ β τὰ Εὐαγγελιάρια τοῦ βυζαντιακοῦ τύπου, διὰ τοῦ α τὰ ἀξιοσημείωτα τῶν ἀτελῶν Εὐαγγελιαρίων καὶ Πραξαποστόλων, διὰ τοῦ † τὰ ἐν σκευοφυλακίοις φυλαττόμενα, καὶ διὰ τοῦ σ τὰ συνεχῆ κείμενα τῶν Πραξαποστόλων. Τὰ τελευταῖα ταῦτα ἐχρησιμοποιήθησαν μάλιστα μὲν διὰ τὸ ὀλιγάριθμον τῶν κατὰ περικοπὰς πληρεστέρων Πραξαποστόλων, ἔπειτα δὲ διὰ τὸ ὁμοφυὲς τοῦ κειμένου αὐτῶν πρὸς τὸ ἐκείνων κείμενον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΡΙΑ
** Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, 1. 3α. 4. 7 Μονῆς, καὶ 1. 2β. 5α. 6α Σχολῆς.
** Ἐμπορικῆς Σχολῆς Χάλκης, † 167. 168β. 169β. 170. 171. 172. 173.
** Μετοχίου Ἁγίου Τάφου ἐν Κωνσταντινουπόλει, 11. 272. 649.
** Ἁγίου Γεωργίου παρὰ τῇ πύλῃ Ἀδριανουπόλεως, δύο †, τὸ μὲν ἀτε­λές, τὸ δὲ πλῆρες (ἐκ τῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας).
* Ἁγίου Δημητρίου Ταταούλων, δύο †, τὸ μὲν ἀπὸ 1550, τὸ δὲ ἀρχαι­ό­τερον β.
* Κουτλουμουσίου, 62β. 64. 65.
* Καρακάλλου, 11. 13β.
* Ξηροποτάμου, 122β.
* Ἰβήρων, 1α. 3β. 9β. 10β. 11. 12β. 13. 638. καὶ ἓν † α.
* Λαύρας, Α 72. 84. 86α. 93β. 95. 97β. 105. 111β. 113. 116β. 117. 118.
Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος, 67. 164. 186.
᾿Ιεροσολυμιάδος Βιβλιοθήκης, 9. 12. 33. 40. 95β. 152. 186β. 236. 245β. (καί τινα τῶν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως β).
Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημείας Πετρουπόλεως, δύο, τὸ ἀπὸ 985β, καὶ τὸ ἀπὸ 1034.

ΠΡΑΞΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
** Θεολογικῆς Σχολῆς, 13. 14. 15α. 9σ. 16σ. 177σ (τὸ τελευταῖον ἐλ­λι­πές).
** Ἐμπορικῆς Σχολῆς, 59. 74. 26σ. 35σ. 96σ. 133σ.
* Κουτλουμουσίου, 80σ.
* Καρακάλλου, 62.
* Ἰβήρων, 24σ. 25σ. 28σ. 29σ. 30σ. 37σ. 39σ. 52σ. 57σ. 60σ.
* Λαύρας, Β 64σ. 74. 79. 90. Γ 123. Α 65σ.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
** Ἐμπορικῆς Σχολῆς Χάλκης, 26. 96.
** Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Τάφου ἐν Κωνσταντινουπόλει, 303.
** Κουτλουμουσίου, 82. 83. 163. 356.
** Ἰβήρων, 25. 60. 589. 594.
** Λαύρας, Α 91. Β 5. 18. 80. Ω 16 (ἐλλιπὲς) καὶ ἄλλα 8, τὸν αὐτὸν ἔχοντα τύπον τῷ Β 80.


Ὀλίγιστα τῶν χειρογράφων τούτων εἶναι ἀρχαιότερα τῆς ι΄ καὶ νεώτερα τῆς ιϚ΄ ἑκατονταετηρίδος. Ὀλίγα εἶναι καὶ τὰ ἀνήκοντα εἰς τὴν ιε΄ καὶ ιϚ΄ ἑκατονταετηρίδα. Τὰ λοιπά, τὰ μὲν κατὰ τὴν ἰδίαν μαρτυρίαν, τὰ δὲ κατὰ πιθανωτάτην εἰκασίαν, ἀνήκουσιν εἰς τὸν μεταξὺ χρόνον, ἀπὸ τῆς ι΄ μέχρι τῆς ιδ΄ ἑκατονταετηρίδος. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν νεωτέρων ὑ­πάρχουσί τινα οὐχ ἧττον δόκιμα καὶ πολιώτερα πολλῶν ἀρχαιοτέρων, ὡς ἀντίγραφα ἀρχαίων ἀπογράφων. Καὶ αὐτὸ δὲ τὸ 9 τῆς Θεολογικῆς Σχο­λῆς, χρονολογούμενον ἀπὸ τοῦ ἔτους 1688, σῴζει τινὰς ἰδιότητας τῶν ἀρχαιοτέρων, ἄλλας τε καὶ τὴν παράλειψιν τοῦ Α΄ Ἰωάννου ε΄ 7-8 περὶ τῶν τριῶν μαρτύρων ἐν τῷ οὐρανῷ.

Ἐπὶ τοιούτων βάσεων γενομένη ἔσχεν ὡς εἰκὸς καὶ ἡ ἔκδοσις αὕτη τὴν ἑαυτῆς κριτικὴν καθόλου μὲν περὶ τὴν ἐκλογὴν μεταξὺ τῶν δύο πα­ραλλασσόντων τύπων τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου, ἰδίᾳ δὲ περὶ τὴν ἐκ­λο­γὴν μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀναγνώσεων αὐτῶν καὶ τῶν παντὶ σχεδὸν χει­ρογράφῳ ἰδιαζουσῶν γραφῶν. Πλὴν τοιαύτη ἐγένετο χρῆσις τῆς κριτικῆς, ὥστε, τῆς στίξεως καὶ τῆς ὀρθογραφίας ἐξαιρου­μένης, οὐδεμία παρὰ τὸ κῦρος τῶν ὑποκειμένων ἀπογράφων ἐγένετο οὔτε μετάθεσις οὔτε ὐποκατάστασις οὔτε προσ­θήκη οὔτε ἀφαίρεσις, ἐκτὸς εἰ μὴ ὡς σπάνιαι ἐξαιρέσεις, καὶ αὗται μετὰ ἐπαρκῶν μαρτυριῶν ἄλλοθεν1. Αἱ ἀναγνώσεις τοῦ βυζαντιακοῦ τύπου ὑπε­χώρησαν κατὰ κανόνα ταῖς τοῦ ἑτέρου τύπου, ὑπεχώρησαν δὲ καὶ ἐν Ματθ. ιβ΄ 25-27. 40. ιγ΄ 13. 36. ιζ΄ 22. Λουκ. κα΄ 382. Ὅπου δὲ ἡ κρίσις ἦτο ἀμφίβολος περὶ προσθήκης ἢ ἀφαιρέσεως λέξεώς τινος ἢ καὶ ῥήσεως ὅλης, ἐγράφησαν αὗται διὰ μικροτέρων γραμμάτων. Μικροτέρων γραμμάτων ἐγένετο χρῆσις καὶ εἰς ὀλίγα τινὰ χωρία, ὅσα, καίπερ μὴ ἔχοντα τὴν μαρ­τυ­ρίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων, ὅμως διετηρήθησαν κατ’ ἐξαίρεσιν, ὡς ἐπαρκῶς μαρτυρούμενα ἄλλοθεν3. Ἡ περὶ τῆς μοιχαλίδος γυ­ναικὸς περικοπὴ τοῦ Ἰωάννου (η΄ 3-11), καίπερ μὴ συμπεριειλημμένη ἐν τῇ σειρᾷ τῶν καθημερινῶν άναγνωσμάτων τοῦ Εὐαγγελίου τούτου, ὅμως ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Μηνολογίοις ἱκανῶν Εὐαγγελιαρίων ἔκ τε τῶν ἀτε­λῶν καὶ τῶν τελείων, καὶ δὴ τῇ 8 Ὀκτωβρίου, τῆς Ἁγίας Πελαγίας· τούτου δὲ ἕνεκα ἐτυπώθη διὰ τῶν συνήθων γραμμάτων καί, πλὴν ἐλαχίστων πα­ραλλαγῶν, ὅπως ἀναγινώσκεται ἐν τοῖς περιέχουσιν αὐτὴν ἀπογράφοις.

Ἄλλως ἔχουσι τὰ περὶ τῶν τριῶν μαρτύρων τῆς πρώτης ἐπι­στολῆς Ἰωάννου (ε΄ 7-8). Τὸ χωρίον τοῦτο οὐ μόνον κατὰ τὰς βάσεις τῆς παρούσης ἐκδόσεως, ἀλλ’ οὐδὲ κατ’ ἐξαίρεσιν ἐφαίνετο ἐγχωροῦν, ὡς ὅλως ἀμάρτυρον ἀπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων, ἀπὸ τῶν πατέρων καὶ διδα­σκάλων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τῶν ἀρχαίων μεταφράσεων, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτέρων ἀπογράφων τῆς Σλαυϊκῆς μεταφράσεως, καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς Λατινικῆς, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων, τῶν γεγραμμένων ἀνεξαρτήτως τῆς κατὰ μικρὸν εἰσ­αχθείσης εἰς τὴν Βουλγάταν προσθήκης. Διατηρεῖται κατὰ γνώμην τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.


Οὕτω παρασκευασθὲν καὶ ἐκτυπωθὲν τὸ κείμενον τῆς παρούσης ἐκδό­σεως διαφέρει τοῦ κειμένου τῆς ὑπὸ τῶν Βιβλικῶν Ἑταιρειῶν διαδιδο­μένης Κοινῆς Ἐκδόσεως (Textus Receptus) εἰς ἀναγνώσεις μὲν περὶ τὰς 2000, χωρία δὲ περὶ τὰ 1400, καὶ δὴ 150 Ματθαίου, 176 Μάρκου, 260 Λουκᾶ, 100 Ἰωάννου, 125 Πράξεων, 165 Ἐπιστολῶν Παύλου, 65 Ἐπιστο­λῶν Καθολικῶν καὶ τὰ λοιπὰ τῆς Ἀποκαλύψεως.

Ἐπιμελείας πολλῆς ἠξιώθησαν καὶ τὰ παράλληλα χωρία τά τε κατὰ νοῦν καὶ κατὰ λέξιν, πολλὰκις δὲ καὶ αὐτὰ τὰ κατ’ ἀντίθεσιν, δι’ ἣν ἔχουσι χρησιμότητα εἰς τὴν μελέτην καὶ κατανόησιν τοῦ ἱεροῦ κειμένου, διεσκευά­σθησαν δὲ καὶ συνεπληρώθησαν οὕτω τὰ τῆς Κοινῆς Ἐκδόσεως, ὥστε καὶ κατὰ τοῦτο ἡ παροῦσα ἔκδοσις διαφέρει ἐκείνης.

Διαφέρει δὲ οὐκ ὀλίγον καὶ εἰς τὴν στίξιν καὶ εἰς τὴν ὀρθογραφίαν καὶ εἰς τὴν δήλωσιν τῶν εἰς τὸ ἱερὸν κείμενον παρενειρομένων ῥήσεων, καὶ δὴ αἱ μὲν ἀπὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰλημμέναι, ἀντὶ τῶν εἰσαγωγικῶν, ἐδη­λώθησαν διὰ παχυτέρων γραμμάτων, αἱ δὲ ἄλλοθεν εἰλημμέναι, πρὸς διά­κρισιν ἀπ’ ἐκείνων, ἐτυπώθησαν ἀραιῶς.

Ἐν τέλει πρὸς ὁδηγίαν τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος παρετέθη πίναξ ἐν εἴδει Κυριακοδρομίου καὶ Ἑορτολογίου, δεικνύων τὰς καθ’ ἁπάσας τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἀναγι­νωσκομένας περικοπὰς ἐκ τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων καὶ τῶν Ἐπι­στολῶν.

Κατὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ἔχει βεβαίως καὶ ἡ ἔκδοσις αὕτη, καὶ μά­λιστα ὡς πρώτη ἀπόπειρα ἐν τῷ εἴδει τούτῳ, τὰς ἰδίας κῆρας. Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται ταῖς τῶν ἀνθρώπων ἀτελείαις· «δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι».

Ἐν τῇ κατὰ Χάλκην Θεολογικῇ Σχολῇ, τῇ 22 Φεβρουαρίου 1904.


Η ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ

Ο ΣΑΡΔΕΩΝ ΜΙΧΑΗΛ
Ο ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
  Β. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ (εἰσηγητής).



ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Οὕτως ἐν Μάρκῳ ιβ΄ 29 ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν χειρογράφων πάντων (τῶν) ἐντολῶν ἐκρίθη νὰ ἐκδοθῇ πάντων ἐντολή.
2) Ἀξιοσημείωτος ἐξαίρεσις εἶναι ἡ ἐν Λουκᾷ δ΄ 44 προτίμησις τῆς βυζαντιακῆς ἀναγνώσεως Γαλιλαίας ἀντὶ τῆς ἀναγνώσεως Ἰουδαίας τοῦ ἑτέρου τύπου, καὶ Λουκ. ιβ΄ 48 παρέθεντο ἀντὶ παρέθετο.
3) Ὡς τοιοῦτον εἶναι ἀξιοσημείωτον τὸ Πράξ. η΄ 37, ἔχον τὴν μαρτυρίαν καὶ τοῦ Β 64 τῆς Λαύρας.
 *  *  *  *