.

Monday, February 27, 2017

Το σημάδι /

The mark


P47
(3ος αιώνας / 3rd cent.)



16 Και τους εξαναγκάζει όλους, τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλούσιους και τους φτωχούς, και τους ελεύθερους και τους δούλους, ώστε να δοθεί σε αυτούς σημάδι [χάραγμα, ΝΑ28] στο δεξί τους χέρι ή στο μέτωπό τους, 17 και κανείς να μην μπορεί να αγοράσει ή να πουλήσει παρά μόνο εκείνος που έχει το σημάδι, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του. 18 Εδώ είναι που υπεισέρχεται η σοφία: Εκείνος που έχει νοημοσύνη ας υπολογίσει τον αριθμό του θηρίου, γιατί είναι αριθμός ανθρώπου· και ο αριθμός του είναι εξακόσια εξήντα έξι.
* Απ/Rev 13:16-18, ΑΓΝΚ.
 
4 »Άκου, Ισραήλ: Ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ένας Ιεχωβά. 5 Και πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη τη ζωτική σου δύναμη. 6 Και αυτά τα λόγια τα οποία σε προστάζω σήμερα πρέπει να είναι στην καρδιά σου· 7 και πρέπει να τα ενσταλάζεις στους γιους σου και να μιλάς για αυτά όταν κάθεσαι στο σπίτι σου και όταν περπατάς στο δρόμο και όταν ξαπλώνεις και όταν σηκώνεσαι. 8 Και πρέπει να τα δέσεις ως σημείο [σημεῖον, Ο΄] πάνω στο χέρι σου, και θα είναι προμετωπίδια κορδέλα ανάμεσα στα μάτια σου· 9 και πρέπει να τα γράψεις πάνω στους παραστάτες του σπιτιού σου και στις πύλες σου.
* Δευ/Deu 6:4-9, ΑΓΝΚ.




Saturday, February 25, 2017

Γιατί υφίσταται το Περιθώριο και η Περιθωριοποίηση; /

Why Margins and Marginalization?






Γιατί υφίσταται το Περιθώριο και η Περιθωριοποίηση;

38.   
   Η ιεραποστολή από το περιθώριο επιζητεί ν’ αντικρούσει τις αδικίες στη ζωή, στην Εκκλησία και στην ίδια την ιεραποστολή. Επιζητεί ν’ αποτελέσει μια εναλλακτική κίνηση ιεραποστολής ενάντια στην αντίληψη ότι η ιεραποστολή μπορεί να επιτελεστεί μόνο από τους ισχυρούς προς τους ανίσχυρους, από τους πλούσιους προς τους φτωχούς ή από τους προνομιούχους προς τους περιθωριοποιημένους. Τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να συμβάλλουν στην καταπίεση και την περιθωριοποίηση. Η ιεραποστολή από το περιθώριο αναγνωρίζει ότι το να βρίσκεται κανείς στο κέντρο σημαίνει να έχει πρόσβαση σε συστήματα που βοηθούν στο να γίνονται αποδεκτά και σεβαστά τα δικαιώματα, η ελευθερία και η ατομικότητα του ανθρώπου· το να ζει κανείς στο περιθώριο μπορεί να σημαίνει αποκλεισμό από τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια. Το να ζει κανείς στο περιθώριο, όμως, μπορεί να παράσχει τα δικά του μαθήματα. Άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο έχουν τη δυνατότητα και συχνά μπορούν να δουν αυτά που δεν είναι ορατά από το κέντρο· άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο, οι οποίοι ζουν σε συνθήκες που τους καθιστούν ευάλωτους, συχνά γνωρίζουν ποιές είναι οι δυνάμεις που ωθούν στον αποκλεισμό και οι οποίες αποτελούν απειλή για την επιβίωσή τους και μπορούν να διακρίνουν καλύτερα την επιτακτικότητα των αγώνων τους· άνθρωποι που βρίσκονται σε προνομιούχες θέσεις έχουν πολλά να μάθουν από τους καθημερινούς αγώνες των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες περιθωρίου.

39.   
   Άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί έχουν θεόσδοτα χαρίσματα που αξιοποιούνται ελάχιστα λόγω της αποδυνάμωσής τους και του αποκλεισμού τους από την πρόσβαση σε ευκαιρίες ή/και στη δικαιοσύνη. Μέσα από τη βιοπάλη και τους αγώνες για επιβίωση, άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί αποτελούν δεξαμενές ενεργούς ελπίδας, συλλογικής αντίστασης και εγκαρτέρησης που απαιτείται, ώστε να παραμείνουν πιστοί στην υποσχεμένη βασιλεία του Θεού.

40.   
  Επειδή το πλαίσιο της δραστηριότητας που αναπτύσσεται με την ιεραποστολή επηρεάζει το εύρος και τον χαρακτήρα της, η κοινωνική θέση όλων όσοι συμμετέχουν στο έργο της ιεραποστολής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η εμβάθυνση στα θέματα της ιεραποστολής οφείλει ν’ αναγνωρίσει τους διαφορετικούς αξιακούς προσανατολισμούς που διαμορφώνουν τις προοπτικές της. Σκοπός της ιεραποστολής δεν είναι απλά η μετακίνηση ανθρώπων από το περιθώριο προς τα κέντρα εξουσίας, αλλά η αντιμετώπιση εκείνων που βρίσκονται στο κέντρο με τη διατήρηση των ανθρώπων στο περιθώριο. Αντ’ αυτού, οι Εκκλησίες καλούνται να μεταμορφώσουν τις δομές εξουσίας.

41.   
   Οι κυρίαρχες εκφράσεις της ιεραποστολής, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, απευθύνονται κυρίως προς ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο των κοινωνιών. Αυτές οι εκφράσεις θεωρούν γενικά όσους βρίσκονται στο περιθώριο αποδέκτες κι όχι ενεργούς φορείς της δραστηριότητας της ιεραποστολής. Η ιεραποστολή σ’ αυτό το ζήτημα υπήρξε συχνά συνένοχη των καταπιεστικών συστημάτων που εχθρεύονται τη ζωή. Ευθυγραμμίστηκε γενικά με τα προνόμια του κέντρου και σε μεγάλο βαθμό απέτυχε ν’ αμφισβητήσει τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά συστήματα που περιθωριοποίησαν κάποιους ανθρώπους. Η ιεραποστολή που προέρχεται από το κέντρο υποκινείται από διάθεση πατερναλισμού και από συμπλέγματα ανωτερότητας. Ιστορικά, αυτή η κατάσταση εξίσωσε τον Χριστιανισμό με το δυτικό πολιτισμό κι είχε αρνητικές συνέπειες, περιλαμβανομένης και της άρνησης στα θύματα αυτής της περιθωριοποίησης να υφίστανται ως ακέραια πρόσωπα.

42.   
   Μια βασική κοινή ανησυχία των ανθρώπων που προέρχονται από το περιθώριο είναι η αποτυχία των κοινωνιών, των πολιτιστικών παραδόσεων, των πολιτισμών, των εθνών, ακόμη και των Εκκλησιών ν’ αποδώσουν τιμή στην αξιοπρέπεια και την αξία όλων των ανθρώπων. Η αδικία βρίσκεται στη ρίζα των ανισοτήτων που οδηγούν στην εμφάνιση της περιθωριοποίησης και της καταπίεσης. Η επιθυμία του Θεού για δικαιοσύνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση και την κυριαρχία του Θεού: «Γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κύριος των κυρίων […] εκείνος που αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους, που αγαπάει τον ξένο και του δίνει ψωμί και ρούχα» (Δευτ. 10,17-18). Όλη η δραστηριότητα της ιεραποστολής θα πρέπει, λοιπόν, να διασφαλίζει την ιερή αξία κάθε ανθρώπινου όντος και του πλανήτη (βλ. Ησ. 58).


* Από κοινού για τη Ζωή: Ιεραποστολή και Ευαγγελισμός σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο
[Together towards Life: Mission and Evangelism in changing landscapes]
,
Πέτρος Βασιλειάδης (επιμ.),
εκδ. CEMES, 2017.


Tuesday, February 14, 2017

Ulrich Luz
on “sola Scriptura” /

Ο Ulrich Luz
περί τού “sola Scriptura”




Πάνω στο θέμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα άρθρο του γνωστού προτεστάντη καινοδιαθηκολόγου Ulrich Luz που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του 1997 του περιοδικού Εvangelische Theologie[9]. Στο άρθρο αυτό, με τον πολύ εύγλωττο υπότιτλο “Μια κραυγή βοηθείας για το προτεσταντικό δόγμα περί της Γραφής”, ο Luz περιγράφει αναλυτικά πέντε λόγους που κατέστησαν τη βασική ευαγγελική αρχή του “sola Scriptura” σήμερα αμφισβητούμενη. Οι λόγοι αυτοί είναι:
α) Η εμμονή της ιστορικοκριτικής έρευνας στην αναζήτηση της αρχικής σημασίας των κειμένων μέσα στην ιστορική τους συνάφεια που κατέστησε τα κείμενα αδιάφορα για τη σύγχρονη ζωή και πίστη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για αυθαίρετες προσωπικές αναγωγές στο σήμερα.

β) Η ανακάλυψη, ως συνέπεια της εφαρμογής της ίδιας μεθόδου, της ποικιλίας των θεολογιών που μαρτυρούνται στη Βίβλο, ώστε να καθίστα­ται αδύνατη η πολυπόθητη για τον προτεσταντισμό επιστροφή στις βιβλι­κές βάσεις για την οικοδόμηση της ενότητας της Εκκλησίας.

γ) Η ανακάλυψη από τους προτεστάντες της παντοδυναμίας της παράδο­σης σε ό,τι αφορά την ερμηνεία της Γραφής, ως συνεκτικού ιστού της Εκκλησίας.

δ) Η διαπίστωση ότι καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αξιώνει απόλυτο κύ­ρος και αποδοχή, που ανάγκασε την παλιά προτεσταντική αρχή περί “σαφήνειας” της Βίβλου σε υποχώρηση. Και, τέλος,

ε) Η ανακάλυψη της σημασίας του αναγνώστη για την ερμηνεία ενός κειμένου.

Συνδυάζοντας τα παραπάνω με τα αποτελέσματα μιας κοινωνιολογικής έρευνας που έγινε στην Ελβετία και σύμφωνα με την οποία η θρησκευτικότητα σήμερα χαρακτηρίζεται από τάσεις “ποικιλομορφίας”, “αποθεσμοποίησης της θρησκείας” και “υπέρβασης των ομολογιών”[10], ο Luz καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι προσ­παθούσαν να οικοδομήσουν μια Εκκλησία με βάση τη Βίβλο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και επομένως απαιτείται μια αναθεώρηση του δόγματος “sola Scriptura”[11].

Προς την κατεύθυνση αυτήν ο Luz κάνει πέντε προτάσεις:

1) Η αναγνώριση της πολλαπλότητας ως ουσιαστικού στοιχείου του Ευαγγε­λίου. Οι διαφορετικές ή αντικρουόμενες εκφράσεις, αντιλήψεις ή θέσεις που υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασάφειες που δημιουργούν πρόβλημα ούτε να θεωρούνται ως προσαρ­μογή της αλήθειας στις κάθε φορά καταστάσεις, αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο του ίδιου του Ευαγγελίου. Ως παραδείγματα αναφέρονται η ελευθερία του Ιησού απέναντι στη δική του παράδοση, η πολλαπλότητα των χριστολογικών διατυπώσεων, η μετεξέλιξη της εικόνας του Ιησού στον Παύλο ή στον Ιωάννη, κ.ά. Αυτή η πολυμορφία συνιστούσε, κατά τον Luz, μια ζων­τανή διαδικασία ενότητας, η οποία σταμάτησε, όταν το ζωντανό ζή­τημα “Ιησούς Χριστός” αντικαταστάθηκε από το θεσμοποιημένο ζήτημα της Εκκλησίας ή των κανόνων πίστεως.

2) Η αναζήτηση του ουσιαστικού περιεχομένου του κανόνα και της εσωτερι­κής σαφήνειας της Γραφής. Από τις περί Γραφής αντιλήψεις των μεταρ­ρυθμιστικών δεν θα πρέπει να προβάλλεται το “sola Scriptura” και η ιδιαιτερότητα του βιβλικού κανόνα απέναντι στα άλλα χριστιανικά συγ­γράμματα, ούτε η εξωτερική σαφήνεια της Γραφής, που έτσι κι αλλιώς είναι σχετική. Αντίθετα θα πρέπει το βάρος να πέφτει στην αναζήτηση του, κατά τη ρήση του Λουθήρου, “Τι κινεί τον Χριστό”, μια αρχή που του επέτρεπε ακόμη και να αντιπαραθέτει τον Χριστό προς τη Γραφή και, όπως ο Πέτρος και Παύλος, αλλά προπάντων ο ίδιος ο Χριστός στο Ευ­αγγέλιο, να κάνει καινούργιους δεκαλόγους. Θα πρέπει επομένως να το­νίζεται αυτό που ο Λούθηρος αποκαλούσε “εσωτερική σαφήνεια” και ο Καλβίνος “εσωτερική μαρτυρία του Πνεύματος”, μια υποκειμενική, δη­λαδή, βεβαιότητα που προκύπτει από προσωπική συνάντηση με το βι­βλικό κείμενο.

3) Η θεώρηση του περιεχομένου του κανόνα ως οδοδείκτη. Ο Χριστός, το ουσιαστικό, κατά την αντίληψη των μεταρρυθμιστών, περιεχόμενο του κανόνα, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μέτρο για την κατάκριση των άλ­λων, αλλά ως οδοδείκτης που καθιστά δυνατό το διάλογο για την αναζή­τηση ενός κοινού δρόμου. Ο “Χριστός” δεν παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη ως σαφής και μονοσήμαντη διδασκαλία, ούτε ως σαφής και  μονοσήμαντη ιστορία, αλλά μόνο με τη μορφή εικόνων που είχαν γι’ αυ­τόν άνθρωποι, όπως ο Ματθαίος, ο Παύλος ή ο Ιωάννης. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης καλείται σε ένα διάλογο μαζί τους, ώστε να διαμορφώ­σει τη δική του περί Χριστού εικόνα. Κατά συνέπεια, οι καινοδιαθηκικές εικόνες του Χριστού δεν προτρέπουν σε αποκοπή των άλλων αλλά σε κοινωνία με τους άλλους. Δεν οριοθετούν την αλήθεια, αλλά την καθι­στούν δυνατή. Είναι αλήθεια, όχι όμως με την έννοια του ορισμού αλλά του δρόμου.

4) Η θεώρηση της Εκκλησίας ως κοινότητας σε πορεία. Το αν, μετά τα πα­ραπάνω, μπορεί η Βίβλος να θεωρείται ακόμη ως θεμέλιο της Εκκλησίας εξαρτάται από το πώς κατανοείται η Εκκλησία. Αναμφίβολα δεν μπορεί να είναι θεμέλιο μιας Εκκλησίας που καθορίζεται από ορθόδοξες διδα­σκαλίες ή δικαιικές δομές. Μπορεί όμως να είναι θεμέλιο μιας Εκκλη­σίας, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως αδελφική κοινότητα σε πορεία, στην οποία το “περιεχόμενο του κανόνα”, ο Χριστός, είναι αφετηρία και τέρμα και η Βίβλος δρομολόγιο και χάρτης. Εκκλησία υπό αυτήν την έν­νοια δεν είναι ένα ίδρυμα που συγκροτείται από ορθοδόξους, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες κοινές πεποιθήσεις, αλλά μια κοινότητα από συνειδητούς αναγνώστες, οι οποίοι εμπλουτίζονται από τα βιβλικά κείμενα και συζητούν ανοιχτά μεταξύ τους για την αλήθεια και συζητούν με τα κεί­μενά τους, προκειμένου να βρουν μια κοινή δράση στην κοινωνία.

5) Η θετική αξιοποίηση των σύγχρονων εξελίξεων. Οι εξελίξεις στη σύγχρονη ερμηνευτική μπορούν να αξιοποιηθούν θετικά:
α) Η ιστορικοκριτική έρευνα θα μπορούσε να κατανοηθεί ως υπόμνηση ότι η χριστιανική πίστη προέρχεται από μια συγκεκριμένη ανθρώπινη (όχι υπερανθρώπινη), ιστορικά προσεγγίσιμη (όχι υποκείμενη σε ιδιαίτε­ρους νόμους) και επομένως πολύμορφη (όχι καθοριζόμενη από ένα δόγμα) ιστορία ενός ανθρώπου (όχι ενός θεού προσαρμοσμένου στα αν­θρώπινα πράγματα). Θα μπορούσε έτσι να θεωρηθεί ως υπόμνηση της θείας ενανθρώπισης.
β) Η ανακάλυψη της ποικιλίας της Βίβλου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπόμνηση του πλούτου των χριστιανικών εκδηλώσεων ζωής και της “καθολικής” ευρύτητας του Ευαγγελίου, που συχνά παραθεωρείται από τους ομολογιακούς και πολιτιστικούς περιορισμούς. Υπενθυμίζει ότι η Βίβλος είναι ένα “καθολικό” βιβλίο που δεν περιορίζει τη ζωή της πίστης, αλλά της ανοίγει νέες προοπτικές.
γ) Η επιστροφή στην παράδοση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ομολογία πίστεως στην πιστότητα του Θεού στο λόγο του, στην οποία παράδοση οφείλεται η Βίβλος και η οποία μπορεί να ισχύσει ως καθοδηγητικός άξονας για την ερμηνεία της.
δ) Η διαπίστωση ότι καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αξιώνει απόλυτο κύ­ρος και αποδοχή μπορεί να θεωρηθεί ως υπόμνηση ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι μια θεωρία αλλά μια δημιουργική δύναμη, της οποίας τα προϊόντα δεν νομιμοποιούνται εκ των προτέρων, αλλά γίνονται αποδεκτά ή απορ­ρίπτονται. Τέλος,

ε) Η ανακάλυψη της σημασίας του αναγνώστη για την ερμηνεία θα μπο­ρούσε να θεωρηθεί ως υπόμνηση της ελευθερίας που χαρίζει στον καθέ­να το Ευαγγέλιο, ώστε αυτός ως αγαπημένος από τον Θεό να ακούει ως δικό του Ευαγγέλιο το βιβλικό μήνυμα και ξεκινώντας από αυτήν την αγάπη να κάνει νέους δεκαλόγους που ισχύουν για τον εαυτό του.
[9] U. Luz, Was heißt Sola Scriptura heute?, Ein Hilferuf für das protestantische Schriftprinzip, EvTh 1997/1, σελ. 28-35.
[10] A. Dubach – R. J. Campiche (εκδ.), Jeder ein Sonderfall?, Zürich/Basel 1993, ιδιαίτερα σελ. 296-313.
[11] Ό.π. σελ. 32.

* Μιλτιάδης Κωνσταντίνου,
Η κατανόηση του “sola Scriptura” στον σύγχρονο προτεσταντισμό.

Πηγή: Θεολογικά Δρώμενα.