μια απόπειρα επιστημονικής προσέγγισης της ανθρώπινης θρησκευτικότητας
an attempt for a scientific approach of human religiosity "Sedulo curavi humanas actiones non ridere, non lugere, neque detestari, sed intelligere" —Spinoza, Tractatus Politicus 1:4
⏳ ⌛ First post: October 30, 2008 / Πρώτη ανάρτηση: 30 Οκτωβρίου 2008
Friday, June 3, 2022
Η Καθολική Εκκλησία & ο Χίτλερ /
Catholic Church & Hitler
Συμφωνία
του Θεού με τον Διάβολο: Πώς η Καθολική Εκκλησία μιλούσε μυστικά με τον
Χίτλερ και γιατί ο Πάπας σιώπησε μέχρι τέλους για το Ολοκαύτωμα
copyright Ap Photos
Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε Συμφωνία του Θεού με τον Διάβολο και κάτι τέτοιο ήταν, αν υποθέσουμε ότι ο Πάπαςείναι ο εκπρόσωπος του Θεού επί της Γης!
Λίγα θέματα στην ιστορία της Εκκλησίας ή την ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου λεχουν σχολιαστεί - και σχολιάζονται ακόμα τόσα χρόνια μετά - τόσο έντονα όσο η απόφαση του Πάπα Πίου XII να αποφύγει να ασκήσει άμεσα δημόσια κριτική στον Αδόλφο Χίτλερ και στο καθεστώς του και να παραμείνει απόλυτα σιωπηλός απέναντι στο Ολοκαύτωμα.
Έγγραφα του Βατικανού,
που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα, αποκαλύπτουν ένα
επτασφράγιστο μυστικό: Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Πάπας
Πίος XII χρησιμοποίησε έναν Ναζί πρίγκιπα για να διαπραγματευτεί με τον Αδόλφο Χίτλερ!
Πολλοί
συντηρητικοί κύκλοι της Εκκλησίας παρουσιάζουν τον Πάπα Πίο ως έναν
σταθερό, θαρραλέο εχθρό του Χίτλερ και του φασισμού. Άλλοι τον επέκριναν
σκληρά επειδή απέτυχε να καταγγείλει τον πόλεμο των Ναζί και την
προσπάθεια του Χίτλερ να εξοντώσει όλους τους Εβραίους της Ευρώπης.
Ακόμη και όταν τα SS συγκέντρωσαν περισσότερους από 1.000 Εβραίους στη
Ρώμη, στις 16 Οκτωβρίου 1943, ο Πάπας αρνήθηκε να μιλήσει. Η φωνή του
δεν ακούστηκε! Οι Εβραίοι κρατήθηκαν για δύο ημέρες κοντά στα τείχη του
Βατικανού, στοιβάχτηκαν στη συνέχεια στα λερά βαγόνια ενός τρένου και
κατευθύνθηκαν στο Άουσβιτς.
Το 2019, ο Πάπας Φραγκίσκος
ενέκρινε το άνοιγμα των αρχείων του Πίου XII, τα οποία τέθηκαν στη
διάθεση των μελετητών το 2020. Από τότε, κανένα εύρημα δεν ήταν τόσο
εντυπωσιακό όσο η ανακάλυψη ότι, λίγο αφότου έγινε πάπας ο Πίος XII ήρθε
σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ· μια ιστορία που ακούγεται
για πρώτη φορά.
Να τονίσουμε ότι τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ο προκάτοχος του Πίου XII, ο Πίος XI,
είχε γίνει ενοχλητικός για τον Αδόλφο Χίτλερ. Το 1937, ο Πίος XI
εξέδωσε εγκύκλιο που καταδίκαζε τη ναζιστική κυβέρνηση για διώξεις της
Εκκλησίας και την υποστήριξη μιας παγανιστικής ιδεολογίας. Ο Πάπας,
μάλιστα είχε δηλώσει ότι δεν μπορούσε να αντέξει τη Σβάστικα, την οποία
ονόμασε «σταυρό που δεν είναι ο σταυρός του Χριστού».
Ο Πίος XI πέθανε στις αρχές του 1939, προς μεγάλη ανακούφιση του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Πάπας εξελέγη ο καρδινάλιος Εουτζένιο Πατσέλι,
ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών, λαμβάνοντας το όνομα
«Πίος XII». Ο Χίτλερ είχε τώρα την ευκαιρία να βελτιώσει τις σχέσεις με
το Βατικανό, ή σε κάθε περίπτωση να εμποδίσει τον νέο Πάπα να ασκήσει
ανοιχτή κριτική στο καθεστώς του. Ως μυστικό μεσολαβητή του με τον Πάπα,
επέλεξε τον 36χρονο πρίγκιπα Φίλιπ φον Χέσεν (Φίλιππος
της έσης), γαμπρό του βασιλιά της Ιταλίας Βιτόριο Εμανουέλε Γ'. Λίγοι
γερμανοί αριστοκράτες είχαν πιο πλούσιο γενεαλογικό δένδρο από τον φον
Χέσεν, του οποίου παππούς ήταν ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ΄ και του οποίου η προγιαγιά ήταν η βασίλισσα Βικτώρια της Μεγάλης Βρετανίας!
Ο διαμεσολαβητής του Χίτλερ φον Χέσεν
Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον Πάπα
Ο
φον Χέσεν ήταν μέλος των SA και είχε το προτέρημα να κρατά
μυστικά. Λίγο μετά την εκλογή του νέου Πάπα, ο Χίτλερ κάλεσε τον φον
Χέσεν. Δεδομένης της προθυμίας του νέου Ποντίφικα να γυρίσει σελίδα στις
κακές σχέσεις του Βατικανού με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ο Χίτλερ
είχε αποφασίσει να διερευνήσει την πιθανότητα μιας συμφωνίας. Ο φον
Χέσεν κλήθηκε να δει αν μπορούσε να προγραμματίσει μυστική συνάντηση με
τον ηγέτη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για να αρχίσουν συζητήσεις. Μια
Κυριακή στα μέσα Απριλίου του 1939, μόλις ένα μήνα αφότου ο Πατσέλι
έγινε Πάπας, ο φον Χέσεν κάλεσε τον «άνθρωπό» του – διαμεσολαβητή, στη
Ρώμη. Εκεί εξήγησε ότι ο Χίτλερ του είχε ζητήσει να ξεκινήσει
διαπραγματεύσεις με τον νέο Ποντίφικα έξω από τους κανονικούς
διπλωματικούς διαύλους. Ο Πάπας συνάντησε τον απεσταλμένο του Χίτλερ
για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου. Για να βοηθήσει στη διασφάλιση της
μυστικότητας, ο Πάπας, έκανε το εξαιρετικά ασυνήθιστο βήμα να
πραγματοποιήσει τη συνάντηση στο διαμέρισμα του καρδινάλιου Λουίτζι
Μαλιόνε, του υπουργού Εξωτερικών του. Οι δύο άντρες μίλησαν στα
γερμανικά, τα οποία ο Πάπας μιλούσε άπταιστα. Τα αρχεία του Βατικανού
περιέχουν στα γερμανικά την αφήγηση της συνομιλίας τους. Ό,τι
ανακαλύφθηκε πρόσφατα, προσφέρει την ακριβή περιγραφή των όσων
ειπώθηκαν.
Πολύ ευγενικός ο Καγκελάριος...
Σε αυτή
την πρώτη συνάντηση, ο Πάπας κρατούσε αντίγραφο μιας επιστολής που είχε
στείλει στον Χίτλερ, στην οποία εξέφραζε την εκτίμησή του για τις ευχές
του Φύρερ για την εκλογή του. Την διάβασε δυνατά στον πρίγκιπα και μετά
διάβασε την απάντηση του Χίτλερ. Τελειώνοντας την ανάγνωση, ο Πάπας
είπε: «Ήμουν πολύ προσεκτικός και η απάντηση του Καγκελαρίου του Ράιχ
ήταν πολύ ευγενική. Αλλά η κατάσταση από τότε έχει επιδεινωθεί». Ως
παράδειγμα, ανέφερε το κλείσιμο καθολικών σχολείων και την… κατήχηση στα
ιδεώδη του Τρίτου Ράιχ, την έκδοση βιβλίων που επιτίθενται στην
Εκκλησία και τον παπισμό και την περικοπή των κρατικών επιχορηγήσεων
στην Εκκλησία της Αυστρίας. Είπε στον πρίγκιπα ότι ήταν πρόθυμος να
καταλήξει σε συμφωνία με τον Χίτλερ και ότι ήταν έτοιμος να συμβιβαστεί
στο βαθμό που του επέτρεπε η συνείδησή του, «αλλά για να συμβεί αυτό,
πρέπει πριν από οτιδήποτε άλλο να υπάρξει ανακωχή: «Είμαι βέβαιος ότι αν
αποκατασταθεί η ειρήνη μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, όλοι θα είναι
ευχαριστημένοι. Ο γερμανικός λαός είναι ενωμένος και η αγάπη του για την
Πατρίδα δεδομένη. Μόλις έχουμε ειρήνη, οι Καθολικοί θα είναι πιστοί στο
κράτος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον», είπε! Και διευκρίνισε με
νόημα στον φον Χέσε: «Κοιτάξτε την Ιταλία. Και εδώ υπάρχει μια αυταρχική
κυβέρνηση. Και όμως η Εκκλησία μπορεί να φροντίσει για τη θρησκευτική
εκπαίδευση των νέων… Κανείς εδώ δεν είναι αντιγερμανός. Αγαπάμε τη
Γερμανία. Είμαστε ευχαριστημένοι που η Γερμανία είναι μεγάλη και
ισχυρή».
Ο Πάπας συγχωρεί τους διεστραμμένους σεξουαλικά ιερείς του... /copyright Ap Photos«Τέτοια λάθη συμβαίνουν παντού»!
Στη
συνέχεια, ο φον Χέσεν ανέφερε αυτό που ήταν ένα άλλο κομβικό σημείο
στις σχέσεις του Βατικανού με το Ράιχ, τις διαβόητες δίκες «ηθικής» των
γερμανών ιερέων: Εκατοντάδες είχαν κατηγορηθεί για σεξουαλικά εγκλήματα,
συμπεριλαμβανομένης της κακοποίησης παιδιών. «Τέτοια λάθη συμβαίνουν
παντού», παρατήρησε ο Πάπας! Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της πρώτης
συνάντησης, ο φον Χέσεν τόνισε επανειλημμένως το μυστικό χαρακτήρα της
συνάντησης: «Κανείς δεν ξέρει ότι κάνουμε αυτή τη συζήτηση», τον
διαβεβαίωσε ο Πάπας. «Ακόμη και οι πιο στενοί μου συνεργάτες δεν το
γνωρίζουν». Μετά τη συνάντηση , ο φον Χέσεν ταξίδεψε στο Βερολίνο
για μεταφέρει στον Χίτλερ τι είχε πει ο Πάπας. Ο Χίτλερ έδειξε
ικανοποιημένος και ευχαρίστησε με επιστολή τον Πάπα. Και όλα άλλαξαν
μονομιάς στις σχέσεις εκκλησίας και Ναζί! Για πράδειγμα, ο γερμανικός Τύπος
πήρε διαταγή να τερματίσει τις επιθέσεις του κατά της Καθολικής
Θρησκείας και των καθολικών ιερέων στη Γερμανία και, αντίθετα, να γράφει
επαίνους γι' αυτούς.
Πριν από τη φωτιά του πολέμου
Κατά
τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1939, καθώς ο Χίτλερ ετοιμαζόταν να
εισβάλει στην Πολωνία, συνέχισε να χρησιμοποιεί το «μυστικό κανάλι» του
για να δελεάσει το Βατικανό με την προοπτική μιας συμφωνίας. Η επόμενη μυστική συνάντηση του φον Χέσεν με τον Πίο ΧΙΙ έγινε στις 26 Αυγούστου, στο Καστέλ Γκαντόλφο.
Μια λεπτομερής περιγραφή αυτής της συνάντησης έρχεται με τη μορφή ενός
εγγράφου - στη γερμανική γλώσσα - που βρέθηκε στα αρχεία της Γραμματείας
του Βατικανού. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες πριν ο Χίτλερ
στείλει γερμανικά στρατεύματα στην Πολωνία, αρχίζοντας και τυπικά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο
Γερμανός πρίγκιπας ξεκίνησε λέγοντας στον Πάπα ότι ο Χίτλερ ήθελε να
τον διαβεβαιώσει για την «πιο ένθερμη επιθυμία» του να αποκαταστήσει την
ειρήνη με την Εκκλησία. Ο Φύρερ, είπε ο φον Χέσεν, δεν πίστευε ότι τα
«μεγάλα ζητήματα» που τους δίχαζαν. «Ο Χίτλερ, είπε ο φον Χέσεν,
θεωρούσε ότι το πρώτο από αυτά τα εμπόδια, το φυλετικό ζήτημα
(αναφερόταν στις διώξεις των Εβραίων), θα μπορούσε να αποφευχθεί,
πιθανώς με τη συνέχιση της πολιτικής του νέου Πάπα να παραμένει σιωπηλός
για το θέμα»! Στις συνομιλίες του με τον φον Χέσεν, ο Πάπας δεν
εξέφρασε ποτέ καμία ανησυχία ή δυσφορία για την αντιεβραϊκή εκστρατεία
των Ναζί. Το γερμανορωσικό σύμφωνο μη επίθεσης - το οποίο έδωσε στον
Χίτλερ τις εγγυήσεις που ζητούσε για να ξεκινήσει την εισβολή του στην
Πολωνία - είχε υπογραφεί τρεις ημέρες νωρίτερα στη Μόσχα. Αλλά οι
διαπραγματεύσεις με τον Πάπα παρέμειναν στο μέγιστο ενδιαφέρον για τον
Χίτλερ.
«Πώς είναι ο Αδόλφος, καλά;»
Η επόμενη
συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1939. Με την οδυνηρή
κατάκτηση της Πολωνίας να έχει πλέον ολοκληρωθεί, ο Χίτλερ άφησε τον
Πάπα να καταλάβει ότι ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει τις μυστικές
διαπραγματεύσεις τους. Ο Πάπας ήταν πρόθυμος να τα βρει με τον Χίτλερ.
Και η συνάντηση πραγματοποιήθηκε, το ΄διο μυστικά όπως πριν. Καθώς ο φον
Χέσεν καθόταν, ο Πάπας ρώτησε πώς ήταν η υγεία του Χίτλερ. «Τα πάει
πολύ καλά, παρά τις σημαντικές εντάσεις», απάντησε ο πρίγκιπας, που
συμπλήρωσε: «Δυστυχώς, οι Πολωνοί αυτοκαταστράφηκαν. Η πεισματική άρνησή
τους να αναγνωρίσουν την ήττα τους είχε τραγικές συνέπειες. Η απόφαση
της πολωνικής στρατιωτικής διοίκησης να συνεχίσει την άσκοπη αντίσταση -
είπε ο φον Χέσεν - είχε θυσιάσει άσκοπα πολλές ζωές». «Όμως -
απάντησε ο Πάπας - ακόμη και οι Γερμανοί έπρεπε να αναγνωρίσουν τη
γενναιότητα των Πολωνών στρατιωτών». Ειπώθηκαν πολλά και ενδιαφέροντα
για την ταραγμένη εποχή εκείνη.
Ο φον Ρίμπενροπ έβριζε σαν φανατικός... copyright Ap Photos
Ο
φον Χέσεν επέστρεψε στη Γερμανία και θεωρώντας ότι είχε έρθει η ώρα να
προχωρήσουν οι συζητήσεις σε άλλο επίπεδο, ο Χίτλερ αποφάσισε να στείλει
τον υπουργό Εξωτερικών φον Ρίμπεντροπ να συναντηθεί με τον Πάπα.
Φέρτε μου τον Ρίμπεντροπ...
Ένα
ξεχωριστό δακτυλογραφημένο σημείωμα σε ένα απλό φύλλο χαρτιού, που
βρέθηκε στο αρχείο της Γραμματείας του Βατικανού, δείχνει πόσο γρήγορα
συμφώνησε ο Πάπας για τη συνάντηση. Κατά την προετοιμασία της
συνάντησης, ο Πίος XII συνέταξε βιαστικά ένα έγγραφο, στα γερμανικά, που
απαριθμούσε πέντε αιτήματα για τον Χίτλερ. Το έδωσε στον φον Χέσεν όταν
ο πρίγκιπας εμφανίστηκε εκείνο το βράδυ στο Βατικανό. Τα πέντε βήματα
καλής θέλησης ήταν: 1. Τερματισμός των επιθέσεων
κατά του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας σε έντυπα του κόμματος και του
κράτους και η απόσυρση ιδιαιτέρως προσβλητικών εκδόσεων του παρελθόντος. 2. Διακοπή της αντιχριστιανικής και αντιεκκλησιαστικής προπαγάνδας. 3. Αποκατάσταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. 4. Αποκατάσταση της ελευθερίας της Εκκλησίας να υπερασπίζεται δημόσια τον εαυτό της ενάντια στις δημόσιες επιθέσεις κατά του εκκλησιαστικού δόγματος. 5. Παύση περαιτέρω δεσμεύσεων εκκλησιαστικής περιουσίας, εν όψει της αμοιβαίας εξέτασης μέτρων του παρελθόντος.
Το
πρωί μετά τη συνάντηση, ο φον Χέσεν ενημέρωσε τον φον Ρίμπεντροπ
τηλεφωνικά. Αφού ο Χίτλερ διάβασε το υπόμνημα του Πάπα, συμφώνησε
καταρχήν με τους όρους. Ο Φύρερ είχε αποφασίσει, η επικείμενη συνάντηση
του υπουργού Εξωτερικών του με τον Πάπα, να είναι επίσημη και να μην
παραμείνει μυστική.
«Να του μιλάτε με ωραία λόγια»...
Περιέργως,
συμβουλεύοντας τον Πίο για την προγραμματισμένη συνάντηση με τον φον
Ρίμπεντροπ, ο φον Χέσεν μετέφερε την επιθυμία του Χίτλερ να κολακεύει ο
Πάπας τον υπουργό Εξωτερικών του όσο το δυνατόν περισσότερο: «Κατά τη
διάρκεια της συνάντησης που θα έχει ο φον Ρίμπεντροπ με τον Άγιο Πατέρα -
ίσως καθοριστική για την σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Ράιχ - ο Φύρερ θα
ήθελε ο Άγιος Πατέρας να χρησιμοποιήσει πολλά, πολλά γλυκά λόγια για
τον υπουργό Εξωτερικών του, καθώς είναι πολύ επιρρεπής σε τέτοιες
προσεγγίσεις»!
Αν
και ο Πάπας ήταν πρόθυμος για τη συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών
των Ναζί, η απόφαση του Χίτλερ ότι η συνάντηση έπρεπε να λάβει ευρεία
δημοσιότητα τον έκανε διστακτικό. Από τότε που οι Γερμανοί είχαν
εισβάλει στην Πολωνία, έρχονταν στο Βατικανό αγωνιώδεις εκκλήσεις από
τους καθολικούς Πολωνούς προτρέποντας τον Πάπα να καταγγείλει τη
ναζιστική επιθετικότητα. Το να εμφανιστεί τώρα ο Πάπας σε επίσημη
συνομιλία με τον φον Ρίμπεντροπ θα μπορούσε να έχει δυσάρεστες συνέπειες
για αυτόν.
Στις 8 Φεβρουαρίου, ο Πάπας ετοίμασε ένα νέα
επιστολή για τον φον Χέσεν: «Ο Σεβασμιώτατος πιστεύει ότι θα ήταν πιο
ωφέλιμο να γίνει η πρώτη συνάντηση μεταξύ του ίδιου και του υπουργού
Εξωτερικών του Ράιχ εμπιστευτική, ώστε να επιτραπεί μια ανοιχτή συζήτηση
χωρίς παρεμβάσεις».
Το πρωί της Δευτέρας 11 Μαρτίου του
1940, ο φον Ρίμπεντροπ και η συνοδεία του παρελήφθησαν από τέσσερις
μαύρες λιμουζίνες που έφεραν σημαίες του Βατικανού και των Ναζί.
Ξεκίνησαν για το Αποστολικό Παλάτι, μπαίνοντας στην πόλη του Βατικανού
μέσω της Porta Sant'Anna. Ο 46χρονος υπουργός Εξωτερικών - ένας
«απεριόριστα ματαιόδοξος, αλαζονικός και πομπώδης πρώην πωλητής
σαμπάνιας», όπως τον περιέγραψε ο ιστορικός Ian Kershaw - είχε γίνει
ένας από τους στενότερους έμπιστους συνεργάτες του Φύρερ, αν και τον
έβλεπαν με περιφρόνηση οι περισσότεροι από την ανώτατη ναζιστική ηγεσία. Ο φον Ρίμπεντροπ μπήκε στη βιβλιοθήκη του Πίου XII, με το μεγάλο σκαλιστό γραφείο του. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος αρνήθηκε να γονατίσει
όπως συνηθιζόταν, άρχισε τη συζήτηση μεταφέροντας τους χαιρετισμούς του
Χίτλερ. Σε απάντηση, ο Πάπας μίλησε για τα πολλά χρόνια που έζησε στη
Γερμανία, τα οποία είπε ότι ήταν ίσως τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του. Ο
Ρίμπεντροπ, είπε πως ο Χίτλερ πίστευε ότι η διευθέτηση των διαφορών
τους «ήταν εφικτή», αλλά εξαρτιόταν πρώτα από το να διασφαλίσει ο Πάπας
«ότι ο καθολικός κλήρος στη Γερμανία θα εγκαταλείψει κάθε είδους
πολιτική δραστηριότητα», δηλαδή, να μην ασκεί καμία κριτική στις
κυβερνητικές πολιτικές. Φυσικά, η εποχή του πολέμου δεν ήταν η στιγμή
για τη σύναψη νέων επίσημων συμφωνιών, είπε ο Γερμανός υπουργός, αλλά
«κατά τη γνώμη του Φύρερ, αυτό που είχε σημασία προς το παρόν ήταν να
διατηρηθεί η υφιστάμενη εκεχειρία (μεταξύ Εκκλησίας και κράτους) και αν
είναι δυνατόν, να την επεκτείνουμε». Και τόνισε στον Πάπα: «Αν η
Εκκλησία υπήρχε ακόμα στην Ευρώπη, ήταν μόνο χάρη στον Εθνικοσοσιαλισμό,
που είχε εξαλείψει την απειλή των μπολσεβίκων»! Σύμφωνα με τη
γερμανική εκδοχή για τις συνομιλίες: «ο Πάπας έδειξε πλήρη κατανόηση
στις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών και παραδέχτηκε χωρίς επιφυλάξεις
ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα ήταν όπως αναφέρθηκαν».
«Έβριζε σαν φανατικός»...
Μετά
τη συνάντηση, ο Πάπας παρατήρησε ότι ο φον Ρίμπεντροπ του είχε δώσει
την εντύπωση ως ένας αρκετά δυναμικός νεαρός άνδρας, που όμως έβριζε σαν
φανατικός όταν μιλούσε. Ο φον Ρίμπεντροπ είχε προσπαθήσει να
εντυπωσιάσει τον Πάπα εκθέτοντάς του τη βεβαιότητα των Γερμανών ότι θα
κερδίσουν τον πόλεμο πριν από το τέλος του έτους - έναν ισχυρισμό που
επαναλάμβανε συνεχώς. Δύο μήνες μετά τη συνάντηση του Πάπα με τον φον
Ρίμπεντροπ, ο γερμανικός στρατός άρχισε την προέλασή του προς τα
δυτικά, καταλαμβάνοντας την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία.
Η Πολωνία είχε ήδη διαμελιστεί. Ωστόσο, οι μυστικές συναντήσεις του
Πάπα με τον πρίγκιπα των Ναζί συνεχίστηκαν. Η τελευταία έγινε την άνοιξη
του 1941.
Τελικά, καμία επίσημη συμφωνία δεν προέκυψε από τις συναντήσεις, και έτσι με μια έννοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποτυχημένες.
Αυτό που πέτυχαν οι συναντήσεις ήταν να «υποχρεώσουν» τον Πάπα να
σιωπήσει. Ο Χίτλερ δεν σκόπευε ποτέ να αποκαταστήσει τα προνόμια της
Εκκλησίας στη Γερμανία! Ο Πίος XII και ο Αδόλφος Χίτλερ δεν είχαν
καμία συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Ωστόσο, ο καθένας είχε τους δικούς
του λόγους για να ξεκινήσει αυτές τις συνομιλίες. Ο Πάπας έθεσε ύψιστη
προτεραιότητα στην επίτευξη συμφωνίας με το ναζιστικό καθεστώς για τον
τερματισμό της δίωξης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Τρίτο Ράιχ και
στα εδάφη που κατέκτησε. Από την πλευρά του, ο Χίτλερ είδε την ευκαιρία
να τερματίσει την κριτική της Εκκλησίας, που είχε γίνει τόσο ενοχλητική
υπό τον προηγούμενο Πάπα.
Ολοκαύτωμα είπατε; Ουδέν σχόλιο! /copyright Ap Photos
Δεν
υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Πάπας έθεσε ποτέ ως πρόβλημα το μένος των
Ναζί κατά των Εβραίων της Ευρώπης. (Ούτε, εν προκειμένω, ο πάπας
εξέφρασε τότε οποιαδήποτε αντίθεση στους «φυλετικούς νόμους» του
Μουσολίνι, εφόσον αυτοί επηρέαζαν μόνο τους Ιταλούς Εβραίους.) Καθώς ο
πόλεμος μαινόταν και τα χρόνια περνούσαν φορτωμένα θάνατο και απόγνωση,
ο Πίος XII δέχτηκε μεγάλη πίεση για να καταγγείλει το καθεστώς του
Χίτλερ και τη συνεχιζόμενη προσπάθειά του να εξοντώσει τους Εβραίους της
Ευρώπης· αντιστάθηκε μέχρι τέλους!
Το τέλος των πρωταγωνιστών
Για την Ιστορία να αναφέρουμε ότι ο Πάπας Πίος ΙΙΧ πέθανε το 1958 από καρκίνο έχοντας φρικτούς πόνους και παραισθήσεις. Ο φον Ρίμπεντροπ άφησε την τελευταία του πνοή στην κρεμάλα. O Φίλιπ φον Χέσεν
συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν η Ιταλία παραδόθηκε στους
Συμμάχους, στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Flossenburg και στη
συνέχεια στο Νταχάου, όπου παρέμεινε μέχρι να μεταφερθεί στο Τιρόλο απ'
όπου απελευθερώθηκε στις 30 Απριλίου 1945 και στη συνέχεια συνελήφθη από
τις αμερικανικές δυνάμεις στις 4 Μαΐου 1945 και παρέμεινε κρατούμενος
μέχρι το 1947. Ο φον Χέσεν πέθανε στη Ρώμη το 1980.
Calling the wartime Vatican’s diplomacy “a pact between God and the devil” may land as a striking headline, but it distorts how the Church thinks and acts under tyrannies and it misreads the very record it cites. Catholic moral teaching does not canonize silence, but it does distinguish between prophetic speech and the prudence of saving concrete human lives when speaking loudly will likely make the slaughter worse. That is the key to reading the papacies of Pius XI and Pius XII. From the first moment National Socialism mattered in German public life, Catholic voices—bishops, theologians, editors, and the Catholic press—identified its neopaganism, racism, and totalitarian claims as incompatible with the Gospel. That is why Catholics, as a bloc, were slower than others to vote Nazi; it is why the bishops warned the faithful; it is why the Holy See pressed for legal protections in a concordat even as it knew that dictators treat signatures as scraps of paper. The Reichskonkordat did not bless the regime. It tried to shield the Church’s sacramental life, clergy, schools, and charitable works from a government already showing its teeth. It failed in many respects because the Nazis wanted it to fail. But the very existence of Pius XI’s German-language encyclical Mit brennender Sorge in 1937—smuggled into parishes, read from pulpits, denouncing the state’s violations and the idolatry of blood and race—shows that treaty-making never muzzled the Church’s doctrine.
The charge that Pius XII “remained absolutely silent about the Holocaust” is repeated so often it passes for fact, yet it collapses under the most basic distinctions. Pius XII chose the register of universal moral principle and humanitarian action rather than the register of partisan naming and public shaming from the chair of Peter—in part because he believed, with reason, that explicit papal denunciations would bring furious reprisals against Jews and Catholics alike and close off avenues of rescue. In his first encyclical he called the rape of Poland an “hour of darkness.” He condemned race-murder in his 1942 Christmas message, spoke against the killing of the disabled in Mystici corporis Christi (1943), and used Vatican Radio and nuncios to oppose the ideology of hatred. Meanwhile, he set the Church’s material network in motion: monasteries, convents, seminaries, parish houses, the papal summer residence at Castel Gandolfo, and the Roman houses of religious orders sheltered thousands of Jews; bishops and papal diplomats in places like Budapest, Toulouse, and the Netherlands intervened, issued protective papers, and organized escapes. Inside Germany and its annexed or occupied territories, Catholic resistance and rescue were real, if uneven: priests were arrested by the thousands and concentrated at Dachau’s clergy block; bishops like Clemens August von Galen publicly denounced the regime’s lawlessness and the murder of the “unproductive,” at great personal risk; networks like Msgr. O’Flaherty’s in Rome and lay movements tied to trade unions, the Kreisau Circle, and the July 20 plot mobilized precisely because their consciences, formed by the faith, told them the state had crossed into mortal sin. None of this proves that every choice made in Rome was optimal; it does show that the Church was not a spectator.
What, then, of “secret talks” with Hitler’s intermediaries and Ribbentrop’s 1940 audience? In Catholic eyes there is nothing scandalous about a pope receiving emissaries of a hostile state or sending trusted go-betweens to test whether persecutions can be eased. Vatican diplomacy is not an imprimatur; it is triage. The agenda Pius XII pressed in such contacts was relentlessly institutional and humanitarian—end the propaganda against the faith, stop the closures of schools and houses, free clergy, allow the Church to defend herself publicly—because these are the levers by which the Church protects the weakest and continues to preach, catechize, hear confessions, distribute alms, and hide the hunted. It is easy, from a safe distance, to turn the existence of a backchannel into moral complicity. It is harder to acknowledge how such channels kept doors ajar for relief while the regime smashed them shut elsewhere. Nor does the fact that the Pope did not recite a shopping list of Nazi crimes to a Nazi minister prove indifference to those crimes. It proves he did not treat a propaganda visit as a confessional. When popes wanted to condemn, they did so in their own voice and on their own terms. When they judged that overt blast-furnace rhetoric would get more innocents deported and more convents raided, they chose a different instrument and bore the blame.
The essay you quoted treats Jewish tradition and Christian “tradition” as if they were code words for cowardice, and it folds the Church’s careful public language into an accusation of betrayal. That trope collapses the lived experience of Catholic communities under the Reich. The Nazis did not see a Vatican stooge; they saw an enemy to be dismantled. They shut Catholic newspapers, dissolved youth groups, seized properties, infiltrated seminaries, staged “morality” show trials against clergy, and interned thousands of priests—mostly Poles—at Dachau, where over a thousand died. They ransacked episcopal residences, tapped chancery phones, and planned after-the-war retribution against the very bishops who dared to preach against their crimes. They hated the Church for the same reason totalitarians always do: because she answers to a law and a Lord beyond the state. Is there moral failure in this story? Yes—among some Catholics who accommodated, among a handful of clergy who admired the regime, and later among priests who scandalously helped individual war criminals flee justice. Those sins should be named as sins. But they are not the Church’s policy; they were not ordered from Rome; and when the Holy See learned of such ratline work it moved against it. The moral center of the Catholic response in Germany remained what it had been before 1933: the rejection of neo-pagan blood-ideology, defense of sacramental life and the vulnerable, and the slow, often hidden work of rescue.
It is also historically careless to turn the Centre Party’s fateful vote on the Enabling Act or the 1933 concordat into papal collusion. The Enabling Act was a German parliamentary decision taken under intimidation, not a Vatican decree, and many of the same Catholic leaders who desperately misjudged Hitler’s containability later paid with their lives in purges and prisons. The concordat was a legal firewall the Holy See had pursued with the Weimar governments before Hitler precisely because Catholics had already spent decades as targets of Kulturkampf. To sign such a treaty with a predatory state is not to sanctify that state. It is to buy time and preserve space for worship, education, and charity while you still can. When the regime broke the treaty, the Church protested—in chancelleries and, when necessary, from pulpits. That is the opposite of “silence.”
Finally, the notion that the Pope’s true failure was a lack of “what God cares about” misunderstands Catholic governance. Popes do not pick between God and human beings; they try to serve God by saving human beings. In a continental police state, there were only bad options: speak in thunder and risk accelerating deportations, or speak in principle and act in the shadows while bishops and laity take the public blows. Reasonable people can argue today about this prudential balance. What cannot be maintained in good faith is the caricature that the Catholic Church “made a deal with the devil” and abandoned the Jews. The record—of encyclicals and sermons, of broken treaties and brave protests, of clergy in Dachau and families hidden behind convent walls, of networks that fed and forged and ferried the persecuted—tells a soberer truth. The Church’s wartime witness is not spotless, but it is recognizably Christian: fallible, often cautious, sometimes heroic, never at peace with the false gods of race and power, and, above all, committed to keeping souls and lives intact when Leviathan demanded otherwise.
Calling the wartime Vatican’s diplomacy “a pact between God and the devil” may land as a striking headline, but it distorts how the Church thinks and acts under tyrannies and it misreads the very record it cites. Catholic moral teaching does not canonize silence, but it does distinguish between prophetic speech and the prudence of saving concrete human lives when speaking loudly will likely make the slaughter worse. That is the key to reading the papacies of Pius XI and Pius XII. From the first moment National Socialism mattered in German public life, Catholic voices—bishops, theologians, editors, and the Catholic press—identified its neopaganism, racism, and totalitarian claims as incompatible with the Gospel. That is why Catholics, as a bloc, were slower than others to vote Nazi; it is why the bishops warned the faithful; it is why the Holy See pressed for legal protections in a concordat even as it knew that dictators treat signatures as scraps of paper. The Reichskonkordat did not bless the regime. It tried to shield the Church’s sacramental life, clergy, schools, and charitable works from a government already showing its teeth. It failed in many respects because the Nazis wanted it to fail. But the very existence of Pius XI’s German-language encyclical Mit brennender Sorge in 1937—smuggled into parishes, read from pulpits, denouncing the state’s violations and the idolatry of blood and race—shows that treaty-making never muzzled the Church’s doctrine.
ReplyDeleteThe charge that Pius XII “remained absolutely silent about the Holocaust” is repeated so often it passes for fact, yet it collapses under the most basic distinctions. Pius XII chose the register of universal moral principle and humanitarian action rather than the register of partisan naming and public shaming from the chair of Peter—in part because he believed, with reason, that explicit papal denunciations would bring furious reprisals against Jews and Catholics alike and close off avenues of rescue. In his first encyclical he called the rape of Poland an “hour of darkness.” He condemned race-murder in his 1942 Christmas message, spoke against the killing of the disabled in Mystici corporis Christi (1943), and used Vatican Radio and nuncios to oppose the ideology of hatred. Meanwhile, he set the Church’s material network in motion: monasteries, convents, seminaries, parish houses, the papal summer residence at Castel Gandolfo, and the Roman houses of religious orders sheltered thousands of Jews; bishops and papal diplomats in places like Budapest, Toulouse, and the Netherlands intervened, issued protective papers, and organized escapes. Inside Germany and its annexed or occupied territories, Catholic resistance and rescue were real, if uneven: priests were arrested by the thousands and concentrated at Dachau’s clergy block; bishops like Clemens August von Galen publicly denounced the regime’s lawlessness and the murder of the “unproductive,” at great personal risk; networks like Msgr. O’Flaherty’s in Rome and lay movements tied to trade unions, the Kreisau Circle, and the July 20 plot mobilized precisely because their consciences, formed by the faith, told them the state had crossed into mortal sin. None of this proves that every choice made in Rome was optimal; it does show that the Church was not a spectator.
What, then, of “secret talks” with Hitler’s intermediaries and Ribbentrop’s 1940 audience? In Catholic eyes there is nothing scandalous about a pope receiving emissaries of a hostile state or sending trusted go-betweens to test whether persecutions can be eased. Vatican diplomacy is not an imprimatur; it is triage. The agenda Pius XII pressed in such contacts was relentlessly institutional and humanitarian—end the propaganda against the faith, stop the closures of schools and houses, free clergy, allow the Church to defend herself publicly—because these are the levers by which the Church protects the weakest and continues to preach, catechize, hear confessions, distribute alms, and hide the hunted. It is easy, from a safe distance, to turn the existence of a backchannel into moral complicity. It is harder to acknowledge how such channels kept doors ajar for relief while the regime smashed them shut elsewhere. Nor does the fact that the Pope did not recite a shopping list of Nazi crimes to a Nazi minister prove indifference to those crimes. It proves he did not treat a propaganda visit as a confessional. When popes wanted to condemn, they did so in their own voice and on their own terms. When they judged that overt blast-furnace rhetoric would get more innocents deported and more convents raided, they chose a different instrument and bore the blame.
DeleteThe essay you quoted treats Jewish tradition and Christian “tradition” as if they were code words for cowardice, and it folds the Church’s careful public language into an accusation of betrayal. That trope collapses the lived experience of Catholic communities under the Reich. The Nazis did not see a Vatican stooge; they saw an enemy to be dismantled. They shut Catholic newspapers, dissolved youth groups, seized properties, infiltrated seminaries, staged “morality” show trials against clergy, and interned thousands of priests—mostly Poles—at Dachau, where over a thousand died. They ransacked episcopal residences, tapped chancery phones, and planned after-the-war retribution against the very bishops who dared to preach against their crimes. They hated the Church for the same reason totalitarians always do: because she answers to a law and a Lord beyond the state. Is there moral failure in this story? Yes—among some Catholics who accommodated, among a handful of clergy who admired the regime, and later among priests who scandalously helped individual war criminals flee justice. Those sins should be named as sins. But they are not the Church’s policy; they were not ordered from Rome; and when the Holy See learned of such ratline work it moved against it. The moral center of the Catholic response in Germany remained what it had been before 1933: the rejection of neo-pagan blood-ideology, defense of sacramental life and the vulnerable, and the slow, often hidden work of rescue.
It is also historically careless to turn the Centre Party’s fateful vote on the Enabling Act or the 1933 concordat into papal collusion. The Enabling Act was a German parliamentary decision taken under intimidation, not a Vatican decree, and many of the same Catholic leaders who desperately misjudged Hitler’s containability later paid with their lives in purges and prisons. The concordat was a legal firewall the Holy See had pursued with the Weimar governments before Hitler precisely because Catholics had already spent decades as targets of Kulturkampf. To sign such a treaty with a predatory state is not to sanctify that state. It is to buy time and preserve space for worship, education, and charity while you still can. When the regime broke the treaty, the Church protested—in chancelleries and, when necessary, from pulpits. That is the opposite of “silence.”
DeleteFinally, the notion that the Pope’s true failure was a lack of “what God cares about” misunderstands Catholic governance. Popes do not pick between God and human beings; they try to serve God by saving human beings. In a continental police state, there were only bad options: speak in thunder and risk accelerating deportations, or speak in principle and act in the shadows while bishops and laity take the public blows. Reasonable people can argue today about this prudential balance. What cannot be maintained in good faith is the caricature that the Catholic Church “made a deal with the devil” and abandoned the Jews. The record—of encyclicals and sermons, of broken treaties and brave protests, of clergy in Dachau and families hidden behind convent walls, of networks that fed and forged and ferried the persecuted—tells a soberer truth. The Church’s wartime witness is not spotless, but it is recognizably Christian: fallible, often cautious, sometimes heroic, never at peace with the false gods of race and power, and, above all, committed to keeping souls and lives intact when Leviathan demanded otherwise.