Tuesday, January 12, 2010

Πόλεμος & Πολιτεία:
Η περίπτωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά
στην Ελλάδα


 
«Χαρακτηριστική περιγραφή του κλίματος και της αντιμετώπισης που επιφυλασσόταν [στους Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιρρησίες συνείδησης] στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του 1960 καταγράφεται στο αυτοβιογραφικό διήγημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου που έγραψε το 1963 με τίτλο Ο Χιλιαστής —μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες τρίτων που σώζονται επί του θέματος από εκείνη την εποχή. Ο συγγραφέας περιγράφει την τυχαία γνωριμία του με έναν Μάρτυρα του Ιεχωβά κρατούμενο στο κέντρο κατάταξης κοντά στην Κόρινθο όπου είχε παρουσιαστεί και εκφράζεται με θαυμασμό για το ηθικό σθένος του. Οι μαρτυρίες του αποτελούν δείγμα της βαναυσότητας με την οποία αντιμετωπίστηκαν εκείνοι που αρνούνταν να πάρουν όπλο».

Η μαρτυρία του Χριστιανόπουλου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρά το ότι θεωρεί ότι ο νεαρός αντιρρησίας ανήκε σε "μια αίρεση πού τη θεωρούσε σαχλή" και, όπως είχε ο ίδιος διδαχτεί από μικρός, αποτελούσε "όργανο του διεθνούς σιωνισμού, η οποία πλήρωνε τα μέλη της για να φέρνουν σύγχυση μεταξύ των χριστιανών".

Ο συγγραφέας καταγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ότι όταν ο υπολοχαγός του κέντρου κατάταξης απευθύνθηκε στους άντρες ενός θαλάμου επαινώντας τους "που είχαν καταλάβει γιατί τους είχαν δώσει τα όπλα —για να σκοτώνουν, να σκοτώνουν τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον τούς πείραζε την αδερφή", στράφηκε προς ένα «ωραίο ξανθό παιδί» λέγοντας: «Κι όμως, είναι ένας από τον λόχο μας, ένα σκουλήκι, ένα κάθαρμα, ένας χιλιαστής, που αρνήθηκε να πάρει όπλο». Στην ερώτηση τι επρόκειτο να τον κάνουν, ο ίδιος απάντησε: «Θα τον σπάσουμε στο ξύλο κι άμα δε βάλει μυαλό —στρατοδικείο». «Άλλοι κακοτύχιζαν τον φουκαρά, πού θα 'τρωγε τα νιάτα του για μια βλακεία. Όλοι είχαν μάθει πως θα περνούσε στρατοδικείο κι ότι τα ισόβια τα είχε σίγουρα, ενώ, αν είχαμε πόλεμο, δεν θα γλίτωνε το ντουφέκι. Κατά βάθος όλοι τον θαύμαζαν». Στη συνέχεια, ο κρατούμενος οδηγήθηκε στο απομονωτήριο το οποίο ήταν «ένα μικροσκοπικό κτιριάκι, ούτε δυο τετραγωνικά, χωρίς ταβάνι και παράθυρα, μονάχα με μια πόρτα κλειστή» όπου πήγαιναν όσους επρόκειτο να τους κάνουν βασανιστήρια. Κάθε μέρα ένας "αλφαμίτης" τον "έσπαγε στο ξύλο" ενώ του έδιναν αλμυρό φαγητό χωρίς νερό και τον άφηναν εκτεθειμένο στην παγωνιά και τη βροχή καθώς δεν υπήρχε σκεπή. Όταν ο Χριστιανόπουλος ρώτησε έναν από τους "αλφαμίτες" αν τελικά αντέχει, του απάντησε: «Αντέχει, λέει! "Όσα δόντια και να μου σπάσετε", τούς είπε όταν τού ξήλωσαν τη μασέλα, "εγώ δεν αλλάζω μυαλό"». Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Κανείς δεν παραπονιούνταν όταν τον έβαζαν να πλύνει την Καλλιόπη ή τα καζάνια· σκέφτονταν τον χιλιαστή, που τον είχαν κλείσει μια ολόκληρη μέρα σ' ένα βαρέλι πετρελαίου —και το βούλωνε. Μια φορά πού βραχήκαμε λίγο στις ασκήσεις, κανείς δεν είπε κιχ· κόβω το κεφάλι μου πώς όλοι σκεφτόμασταν τον χιλιαστή, που ως τότε είχε φάει τρεις γερές μπόρες». Όταν ο δεκανέας μια μέρα διέταξε τον συγγραφέα να πάει φαγητό στον Μάρτυρα, εκείνος ρώτησε τον δεκανέα ποιος τον πήγαινε ως τότε φαγητό και η απάντηση ήταν: «Τον είχαν νηστικό μια ολόκληρη εβδομάδα. Σήμερα είναι η πρώτη φορά». «Ανατρίχιασα», ομολογεί. Αργότερα, σε συζήτηση που είχε μαζί του, ο θεολόγος του κέντρου κατάταξης τού περιέγραψε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο κρατούμενος: «Τον είχαν σακατέψει στο ξύλο. Τα δόντια του σπασμένα, το κορμί του μελανιασμένο. Εκεί μέσα ενεργούνταν και ουρούσε, και δεν είχε ούτε μια καρέκλα» να καθίσει. Ο θεολόγος είπε στον βασανισμένο κρατούμενο: «Άκουσε, συνάδελφε, σε θαυμάζω για την πίστη σου και νιώθω πως δεν μπορώ να σε φτάσω ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που δεν αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να θυσιάζεσαι για μια τέτοια αίρεση». Ο νεαρός τον κοίταξε "μ' ένα πικρόχολο αίσθημα ευγνωμοσύνης" και του είπε: «Δεν πειράζει, συνάδελφε, πάντως σ' ευχαριστώ. Μονάχα σε παρακαλώ, πες τους πως δεν πρόκειται ν' αλλάξω και να μη με βασανίζουν».

Όταν ο Διοικητής έφερε έναν παπά για να λειτουργήσει τους στρατιώτες, τον οδήγησε στον "αιρετικό" για να τον μεταστρέψει. Ως τότε ο κρατούμενος «είχε αδυνατίσει, τα μάτια του όμως εξακολουθούσαν να φέγγουν την ίδια γαλήνη». Σε ένα τέταρτο βγήκε ο παπάς αγανακτισμένος από τον θάλαμο λέγοντας: «Σκεφτείτε, είχε το θράσος να με ελέγξει που ευλογώ, λέει, τα όπλα τους, ενώ ο Χριστός είπε "αγαπάτε τους εχθρούς υμών"!» Όταν το ζήτημα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, ο αντιρρησίας συνείδησης οδηγήθηκε στον Μητροπολίτη. «"Δε μου λες, παιδάκι μου", τού είπε, "γιατί αρνείσαι να λάβεις το όπλον που σου δίδει η πατρίς;" Ο χιλιαστής απάντησε ήρεμα: "Γιατί δεν το επιτρέπει η θρησκεία μου". "Και γιατί δεν πιστεύεις στη μόνη αληθινή θρησκεία, την Ορθοδοξία;" Ο χιλιαστής χαμογέλασε μελαγχολικά και γύρισε και μας έδειξε [ενν. τους "αλφαμίτες"]: "Ποια Oρθοδοξία; αυτήν που κάνει τη δουλειά της με τους αλφαμίτες, όταν δεν τα καταφέρνει με τους θεολόγους;" Τότε σηκώθηκε ο δεσπότης έξω φρενών και μας έδιωξε όλους. Στον δρόμο σκεφτόμουνα πώς δεν διαφέραμε και πολύ από τους γραμματείς και τους φαρισαίους». Αυτή η στάση του κρατούμενου θεωρήθηκε "αυθάδεια" και έγινε αιτία για ακόμη μεγαλύτερη κακομεταχείριση.

Όταν ένα βράδυ είχαν απαγγελία ποιημάτων και τραγούδια στην αυλή του στρατοπέδου, ο Χριστιανόπουλος περιγράφει τι ακολούθησε: «Ακούστηκαν κραυγές απ' τη μεριά της λέσχης υπαξιωματικών. Ήταν, σίγουρα, ο χιλιαστής. Θα τον έδερναν, φαίνεται, για την αυθάδεια που έδειξε στον δεσπότη. Κι όμως ποτέ άλλοτε δεν τον είχαμε ακούσει να φωνάζει. Ένα μήνα τώρα έτρωγε ξύλο βουβά, χωρίς ν' ακούγεται ο παραμικρότερος στεναγμός. Ποιος ξέρει τι θα του 'καναν για να μη βαστάξει άλλο και να ξεφωνίσει. Και τι τρομερό, ένας άνθρωπος να κραυγάζει από πόνο μες στη νύχτα, την ώρα που εμείς ξένοιαστοι επιδιδόμασταν σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις... Σταμάτησα ταραγμένος το ποίημα, κι ένας ένας αρχίσαμε να φεύγουμε με σκυμμένο κεφάλι. Έφυγα κι εγώ χωρίς να καληνυχτίσω κανέναν. Με φαρμάκωνε η σκέψη πώς, ενώ χιλιάδες μάρτυρες σάπιζαν στις φυλακές και τα απομονωτήρια, εγώ εξακολουθούσα ακόμη να είμαι δοσμένος στην ομορφιά και τα ποιήματα».

(Ντίνος Χριστιανόπουλος, συλλογή διηγημάτων Η Κάτω Βόλτα, διήγημα «Ο Χιλιαστής», Εκδ. Ιανός, 2004, σσ. 51-60)




Ένα ενδιαφέρον άρθρο όσον αφορά την αντιμετώπιση στον ελληνικό χώρο τής χριστιανικής θέσης έναντι της βίας και του πολέμου που τηρεί η κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά εμφανίζεται στο άρθρο:

* P. Vasiliadis,
«Οι αντιρρησίες συνείδησης στην Ελλάδα: Η περίπτωση της κοινότητας των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά»,
[Conscientious Objectors at Greece: The Case of the Christian community of Jehovah's Witnesses],
Ιανουάριος 2010.
[Ελληνικά, PDF]

No comments:

Post a Comment