ε) Ο μοναχισμός, εξάλλου, στην Ανατολή, μέσα στο πλαίσιο ενός Καισαροπαπισμσύ, αναπτύχθηκε προς δύο κατευθύνσεις: την υπεράσπιση της αποστολικής παράδοσης έναντι των αυτοκρατορικών επιλογών (βλ. παράδειγμα Μάξιμου του Ομολογητή) αφενός και, αφετέρου, την έμφαση όχι τόσο στην κοινωνική δράση όσο στην «ησυχία», στις ουράνιες οπτασίες και από τούδε στη θέα του ίδιου του Θεού. Ο μοναστικός μυστικισμός είχε στην Ανατολή, άσχετα από τις αρχές του, πολλές φορές το χαρακτήρα αντίθεσης προς τα ορθολογικώς τεκταινόμενα υπό του βυζαντινού κατεστημένου και εξέφραζε έτσι την ελευθερία του χριστιανού ανθρώπου. Μετά την Εικονομαχία και την ήττα της αυτοκρατορικής αυθάδειας των Ισαύρων, ο μοναστικός μυστικισμός συνδέθηκε στενά προς τη λειτουργική και εικονογραφική εξέλιξη, με κέντρο το μυσταγωγικό χαρακτήρα της ορθόδοξης λατρείας και της λειτουργίας, χωρίς να διατηρήσει κάποιο προφητικό ιδιαίτερο ρόλο για την εκκλησία.
Έτσι μπορούμε να πούμε πως η Ορθοδοξία μάς κληροδοτήθηκε από το Βυζάντιο με κάποια συν και κάποια πλην: στα συν ανήκει η εποχή των Πατέρων, ανθρώπων αγωνιστών, για τη νέα διατύπωση της πίστης κατά την κάποια συνάντησή της με το δικό τους τότε κόσμο. Επίσης, στα συν ανήκει η μέσα από όλες τις διαμάχες διατήρηση της συνέχισης της ευαγγελικής αποστολικής παράδοσης, της διατήρησης της ελευθερίας του χριστιανού ανθρώπου να συναντήσει το Θεό όχι μόνο μέσω καθιερωμένων οδών, αλλά και μέσω της απευθείας μυστικής σύνδεσης με το Θεό είτε στη συλλογικότητα της λειτουργίας είτε κατ' ιδίαν. Στα πλην της αρχικής εποχής ανήκουν: η επιβολή της αυθεντίας της αυτοκρατορικής ή παπικής κοσμικής εξουσίας ως ισόθεης. Το πνεύμα πως η Ορθοδοξία έφτασε στην αποκορύφωσή της στο Βυζάντιο, κάτι που μόνον η Ρωσική Εκκλησία μπόρεσε να αποτινάξει (ασφαλώς με τη συνεργία εθνικιστικών και πολιτικών παραγόντων) και δεν μένει πια παρά η εσαεί τυπική επανάληψή της. Ο στραγγαλισμός της ανθρώπινης ελευθερίας και προσωπικότητας ως προϋπόθεσης για μια έκφραση της πίστης χωρίς γνησιότητα και ακεραιότητα. Το έντονο αντιδυτικό πνεύμα, που είχε ίσως κάποιο νόημα για τους Βυζαντινούς εξαιτίας της Φραγκοκρατίας, έπαψε όμως να έχει νόημα για τους μετέπειτα Ρώσους και Έλληνες ορθοδόξους, που είχαν ενώπιόν τους άλλες επιλογές, κατά τη μεταβυζαντινή εποχή, κάτω από νέες ιστορικές συγκυρίες. Αυτά για τη βυζαντινή κληρονομιά της Ορθοδοξίας εν συντομία.
Ένα νέο ιστορικό στάδιο, η μακρά περίοδος της δουλείας των Ρώσων υπό τους Μογγόλους και ιδίως των Ελλήνων και των άλλων Σλάβων της Βαλκανικής υπό τους Τούρκους, προσθέτει και τονίζει κάποια νέα στοιχεία στην Ορθοδοξία: Το ακόμα μεγαλύτερο κλείσιμο στον εαυτό της για λόγους αδυναμίας και άμυνας. Χωρίς τις ανθούσες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, καθώς και κάποιες νησίδες στο εσωτερικό, η υπόδουλη Ελλάδα θα είχε βουλιάξει σε πνευματικό τέλμα. Εξάλλου, η εκκλησία και ο κλήρος, ιδίως ο ανώτερος, υποχρεώθηκαν κάτω από τις τότε περιστάσεις, να παίξουν εθναρχικό ρόλο για τη διάσωση της πίστης και του έθνους. Αυτό όμως δεν έγινε χωρίς τίμημα - η εκκλησία εκκοσμικεύθηκε σε μεγάλο βαθμό για να ανταποκριθεί όχι στην πνευματική και ηθική της αποστολή, αλλά για την εκπλήρωση άλλων εθνικών σκοπιμοτήτων, επιτακτικών μεν αλλά άλλων. Επίσης, η ευνόητη από μέρους του Οθωμανού κατακτητή εύνοια προς την εκκλησία και τα μοναστήρια δημιούργησε από την εκκλησία ένα μεγάλο ιδιοκτήτη γης και από τους μοναχούς, μέσα στην ανυπαρξία ελλαδικής διανόησης, απαιτήσεις πνευματικής ηγεσίας με βάση κάποια δήθεν αόρατη θεία χάρη, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν τέτοια διαπιστευτήρια.
Τέλος, μέσα στο ιστορικό στάδιο της Νεότερης Ελλάδας, η Ελληνική Ορθοδοξία ήταν φυσικό πως διατήρησε την επιρροή της επί του λαού χάρη στη νομική κατοχύρωση και νομική εποπτεία της από τη «νόμω κρατούσα πολιτεία». Οι γενικές και πολιτικές συγκυρίες στην Ελλάδα κατά και μετά την επανάσταση δεν επέτρεψαν δυστυχώς ούτε μετά ταύτα τη δημιουργία ελεύθερης εκκλησίας. Η έλλειψη θεολογικής και γενικής μόρφωσης καταδίκασε την ελλαδική εκκλησία στη συμπαράταξή της όχι προς τα ανανεωτικά στοιχεία της διανόησης και της πολιτικής, αλλά προς παρατάξεις της συντήρησης όχι της καλύτερης αλλά της χειρότερης κληρονομιάς του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας. Έτσι, η εκκλησία στον τόπο μας έγινε μέρος της αρματωσιάς μιας χαμηλής τάξης πολιτικών, που την αντιμετωπίζουν σαν μέσο ψηφοθηρίας και πνευματικής υποδούλωσης του λαού. Δυστυχώς, οι Θεολογικές Σχολές, εξαιτίας του όχι ελεύθερου αλλά κρατικού τους χαρακτήρα και της απροθυμίας τους για οποιοδήποτε διάλογο με τη δική μας και την ξένη διανόηση, δεν βοήθησαν καθόλου την εκκλησία - κάτι που επεχείρησαν οι θρησκευτικές οργανώσεις με τη στράτευση του λαϊκού στοιχείου στις τάξεις τους, χωρίς να πετύχουν κι αυτές το ποθούμενο, αφού δεν έκριναν θεολογικά και κατά τους Κανόνες την εκκλησία στα ίσια, και ενώ βρίσκονταν αριστερά ως προς τα εκκλησιαστικά, βρέθηκαν στα πολιτικά πολύ δεξιά: Contradictio in terminis!
Τα παραπάνω φανερώνουν τον πολύ πλούσιο αλλά και συμπιληματικό και ιστορικά συμπτωματικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας: από την αρχή μέχρι σήμερα κάθε ιστορικό στρώμα στη ζωή της Ορθοδοξίας εμπέδωσε κάτι που σχετιζόταν με την αποστολική παράδοση και πλούτισε την πείρα της. Στο πολύ φυσικό ερώτημα του αναγνώστη για το πώς επιτυγχάνεται η ενότητα μέσα σε μια τόσο μακρά και με εναλλαγές πορεία, η απάντηση είναι: μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να εγγυηθεί εν πάση περιπτώσει για τις κάθε φορά σωστές επιλογές της Εκκλησίας, αφού κάθε φορά κάτι που ήταν στο κέντρο μπορεί ενδεχομένως να απωθηθεί στο περιθώριο και κάτι από το περιθώριο να έλθει στο κέντρο. Κριτήριο της Ορθοδοξίας ή της αγιοπνευματικής επιλογής της είναι η πιστή συνέχιση της ευαγγελικής αποστολικής παράδοσης και το πνευματικό συμφέρον του λαού του Θεού.
Σχετικά όμως με την Ελληνική Ορθοδοξία πρέπει να τονιστεί ότι έγιναν και γίνονται μέσα στον αιώνα μας προσπάθειες για ανανέωση. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες αλλεπάλληλων πολέμων και συμφορών εθνικών, και παρά την αστάθεια της πολιτικής ηγεσίας του τόπου και τις συνεχείς ευκαιριακές επεμβάσεις της στα της εκκλησίας, η Ελληνική Ορθοδοξία έβγαλε από μέσα της και κάποιες αξιόλογες δυνάμεις, με σφρίγος για σοβαρούς αγώνες στους κόλπους της, για οράματα και προφητικές φωνές.
Η εκκλησία πρέπει να στηρίζει τις επιλογές της στο ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, στην αποστολική παράδοση και στη μακραίωνη πείρα της περί της πιστότητας στο ευαγγέλιο διά μέσου των αλλαγών των συνθηκών στο πέρασμα των αιώνων. Για να μπορεί δημιουργικά η εκκλησία να ζήσει στο εκάστοτε παρόν το μυστήριο του ευαγγελίου πρέπει να μπορεί, σε κάθε πολιτιστική περίοδο, να επιλέγει με αγιοπνευματικά κριτήρια τι πρέπει να καταλάβει το κέντρο της προσοχής της και τι μπορεί να πάει στην περιφέρεια, για να μπορέσει έτσι ο κόσμος να εννοήσει το χριστιανικό ευαγγέλιο. Τίποτε δεν χάνεται από τη «μνήμη» της εκκλησίας. Όμως, παρά την ενότητα του μυστικού χαρακτήρα του εκκλησιαστικού σώματος, ως ιστορικός οργανισμός η εκκλησία επιβάλλεται να αλλάζει σε έμφαση, σε μορφή, σε γλώσσα κ.λπ., έτσι ώστε να προσφέρει το ευαγγέλιο κατανοητό και γνήσιο στις ανάγκες ενός μεταβαλλόμενου κόσμου. Αυτό γίνεται με την επιλογή των στοιχείων εκείνων που προωθούνται στο κέντρο καθώς και αυτών που τοποθετούνται στην περιφέρεια. Κέντρο και περιφέρεια αναγκαστικά υπάρχουν πάντοτε. Τα κριτήρια του σχηματισμού τους δεν εμπνέονται πάντοτε από το Αγιο Πνεύμα. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις...» (Ιω. 3, 8)· πάντοτε, δηλαδή, αφήνει σαφή τα ίχνη της παρουσίας του: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριος Ιησούς ειμή εν πνεύματι αγίω...» (Α' Κορ., 12, 3)· «...Από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε» την παρουσία του Πνεύματος, σε όσους εμφανίζονται ως προφήτες μέσα στην Εκκλησία (Μτ. 7,16)· «...Ου δε το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία...» (Β' Κορ. 3,17)· «...ο παράκλητος, το πνεύμα της αληθείας...» έρχεται σε μια εκκλησία όχι παραδομένη στον κόσμο, παραδομένη σε ένα λειτουργικό λεξιλόγιο, αλλά αγωνιζόμενη προς τα κακά στοιχεία, γι' αυτό καλείται «παράκλητος» (Ιω. 14, 25. 15, 6). Επομένως, η επιλογή κάθε φορά δεν είναι κάτι που αναλαμβάνει η κυβέρνηση της χώρας· ούτε κάποιο απλώς εκκλησιαστικό γραφειοκρατικό επιτελείο, όσο χρήσιμα κι αν είναι τα επιτελεία αυτά και συντονιστικά. Η επιλογή γίνεται από ένα ένστικτο που υπάρχει μέσα στο λαό του θεού ως οργανισμό, από το ένστικτο του Ιησού Χριστού που λειτουργεί μέσα σε όλα τα ζωντανά μέλη της εκκλησίας, από το πνεύμα του Χριστού που μερικές φορές βρίσκει μυστηριώδη και παράξενο τρόπο έκφρασης. Αυτά -πολύ περιληπτικά- για τη σχέση του παρόντος προς το παρελθόν της Ορθοδοξίας.
Κι επειδή μιλάμε για την Ορθοδοξία μέσα στο χρόνο, πρέπει στη συνάφεια αυτή να γίνει έστω και σύντομος λόγος για τη σπουδαιότητα που έχει για την Ορθόδοξη Εκκλησία η εσχατολογία ως διάσταση του μέλλοντος. Δυστυχώς, πολλοί Έλληνες ορθόδοξοι πιστεύουν πως η Ορθοδοξία πρέπει να κοιτάζει μόνο προς τα πίσω, όχι προς τα εμπρός, προς τις παρούσες και μελλοντικές της υποχρεώσεις, προς τον ερχόμενο Κύριο της εκκλησίας, τον κριτή ζώντων και νεκρών. Αυτό σημαίνει πως η εκκλησία νιώθει τον εαυτό της συνεχώς υπό την κρίση του Θεού, πως αντιμετωπίζει το μέλλον της εκκλησίας και του κόσμου με πίστη στην υπόσχεση του Θεού για ένα καλύτερο κόσμο αλλά και με ταπείνωση. Γιατί οι εκκλησίες αποφεύγουν την εσχατολογική στροφή και προτιμούν τη στροφή στο παρελθόν; Γιατί η πρώτη συνοδεύεται πάντοτε από κραυγή και αλλαγή, δηλαδή αγώνα προς μετάνοια, ενώ η δεύτερη προσφέρει εύκολα ερείσματα για θριαμβολογίες και αυτοεπαίνους. Γι' αυτό το λόγο.
Από τη σύντομη ιστορική αναδρομή μας, τι βγαίνει ως προς το θέμα «Ορθοδοξία και Ελληνικότητα»; Νομίζω, πολύ απλά, βγαίνει πως η Ελληνική Ορθοδοξία (για καλό της αλλά ίσως και για κακό της) συνδέεται με χίλια νήματα με τον Ελληνισμό, την ελληνικότητα και με το ελληνικό έθνος. Στο συστηματικό μέρος η προσοχή μας θα επικεντρωθεί στο σημαντικό αλλά και επικίνδυνο χαρακτήρα αυτού του θεσμού. Ήδη όμως από το ιστορικό μέρος μπορούμε να πούμε πως όχι μόνον η ελληνική γλώσσα αλλά γενικότερα ο Ελληνισμός δέθηκε με την Ορθοδοξία. Με ποια όμως έννοια; Φυσικά, όχι με την έννοια οποιασδήποτε ταύτισης, όπως πιστεύουν συνήθως όχι μόνον οι Έλληνες πολιτικοί, αλλά και κάποιοι θεολόγοι. Η Ορθοδοξία δεν είναι προϊόν ούτε έκφανση της ζωής του ελληνικού έθνους, αφού η Ορθοδοξία σκοπεύει στον εκχριστιανισμό, στην πνευματική και ηθική μεταμόρφωση του ελληνικού έθνους, σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανικού ευαγγελίου. Ούτε το ελληνικό έθνος μπορεί να παραστήσει εν παντί το διάκονο της Ορθοδοξίας, γιατί αυτό θα σήμαινε παραγνώριση της ουσίας του χριστιανισμού και, εν πολλοίς, παραχάραξη της γνωστής σε όλους ιστορίας. Υπάρχει στενή ιστορική «συνεργία» των δύο αυτών παραγόντων. Η «συνεργία» όμως αυτή δεν σημαίνει απλώς προνόμια από εδώ και από εκεί, αλλά κυρίως σοβαρές υποχρεώσεις και ευθύνες κάτω από την αυστηρή κρίση του Θεού. Όπως θα φανεί καθαρότερα από τη συνέχεια, είναι προς αποφυγή το μοντέλο σύνδεσης της Ορθοδοξίας που έκαναν, κατά τρόπο ειδωλολατρικό, διαπρεπείς Σλάβοι θεολόγοι και διανοούμενοι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Το ίδιο και το μοντέλο σύνδεσης της Ορθοδοξίας με την Ελλάδα έγινε και γίνεται ακόμη από Έλληνες θεολόγους ελληνολάτρες. Τι άλλο είναι ο Ελληνοχριστιανικός Πολιτισμός; Πρόσληψη, κρίση και μεταμόρφωση είναι τα αναφαίρετα χαρακτηριστικά οποιασδήποτε κοινωνίας της Ορθοδοξίας με οποιοδήποτε έθνος και τον πολιτισμό του. Η ουσία και σατανικότητα του «εθνικισμού» βρίσκεται ακριβώς στην αναγόρευση ενός έθνους ως «θεοφόρου» λαού ένεκα δήθεν της «Ορθοδοξίας» του!
Ακούστηκαν και γράφτηκαν εσχάτως πολλά «εθνικιστικά» και στρεβλωτικά περί της Ορθοδοξίας στη σχέση της προς το ελληνικό έθνος. Αυτά δεν υπηρετούν ούτε τη μια πλευρά ούτε την άλλη, εκτός του ότι προδίδουν τεράστια άγνοια της ιστορίας. Προφανώς, υπηρετούν αυτούς που τα γράφουν και τα λένε. Γι' αυτό και η αγανάκτηση που εκφράζεται στην αρχή αυτού του άρθρου. Στη σύντομη ιστορική αναδρομή που κάναμε, φάνηκε πως υπάρχει όποια δική μας βάση για δική μας καύχηση; Πλούσια κληρονομιά; Ναι, έχουμε. Αγίους; Ναι, έχουμε. Ευθύνες; Έχουμε πολλές. Αποτυχίες; Ναι, πολλές είχαμε και έχουμε. Χρέος προς εμάς και προς τους άλλους; Βεβαίως, έχουμε. Βάση για καύχηση δεν έχουμε. Μας δόθηκαν πολλά και δεν φανήκαμε πάντοτε άξιοι του Θεού διάκονοι. Είναι φοβερό γιατί έτσι ανάγουμε και τις αποτυχίες μας σε θριάμβους.
Ας έρθουμε όμως σε κάποια συστηματική παρουσίαση κάποιων ιδιαίτερων απόψεων του θέματός μας που θεωρούμε φρόνιμο να τονιστούν αυτή την ώρα, μπροστά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.
II
Στις αρχές του αιώνα ο διαπρεπής Γερμανός θεολόγος Adolf Harnack, στο βιβλίο του Περί της ουσίας του χριστιανισμού (1913), χαρακτηρίζει την Ανατολική Ορθοδοξία ως «κοινωνία λατρείας», κάτι σαν αυτό που ήσαν οι Μυστηριακές Θρησκείες στην αρχαιότητα, μια μυστηριακή κοινωνία με καθορισμένο δόγμα και τυπικό, χωρίς τα προφητικά χαρακτηριστικά του ευαγγελικού κηρύγματος για το Θεό ως Πατέρα και ως του τελικού σκοπού του κόσμου, της βασιλείας του Θεού. Βέβαια, ο Harnack γνώριζε καλύτερα τη Ρωσική, όχι την Ελληνική Ορθοδοξία. Και επικρίθηκε για άγνοια της «Ευαγγελικής Ορθοδοξίας» που εκφράζεται όχι μόνο στους βίους των αγίων της εκκλησίας μας, σε κάποιες χαρακτηριστικές απόψεις του ανατολικού μοναχισμού, αλλά και σε μεταρρυθμιστικά μέσα στην Ορθοδοξία κινήματα. Οι Ρώσοι θεολόγοι εξανέστησαν ιδιαίτερα και, χωρίς δυσκολία, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έδειξε τις θεολογικές και άλλες κινήσεις εντός της Ρωσικής Εκκλησίας, ιδίως μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, με στόχο τη μεταρρύθμιση και την αλλαγή, χωρίς τελικά να επισημαίνει αν κατέληξαν κάπου οι αιτήσεις αυτές. Καταβλήθηκε προσπάθεια να δειχθεί πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια νεκρή, σχεδόν μαζική κοινωνία λατρείας, αλλά ένας πνευματικός οργανισμός που όχι μόνο στα λόγια των αρχαίων κειμένων της, αλλά και στη ζωή και τη δράση της κινείται προς την πραγματοποίηση της διδασκαλίας του Ιησού περί της βασιλείας του Θεού. Επρόκειτο κάθε φορά για το ίδιο πράγμα: άρχιζε κάτι για κάποιο καλό αποτέλεσμα που τελικά δεν ερχόταν για κάποιο λόγο ποτέ. Το ερώτημα όμως παρέμεινε: Πώς θεολόγοι, όπως ο Harnack, είναι δυνατόν να αναλύσουν την Ορθοδοξία ως κοινωνία λατρείας; Στο γράφοντα, που στα εφηβικά του χρόνια υπέστη την επίδραση των θρησκευτικών οργανώσεων, η περιγραφή της Ορθοδοξίας από τον Harnack εμφανίστηκε ως λαθεμένη. Αν όμως επιμένω στο ερώτημα: τι τον ώθησε να καταλήξει σε μια τέτοια περιγραφή, είναι γιατί και εγώ ο ίδιος έχω προβληματιστεί από ορισμένα φαινόμενα της δικής μου θρησκευτικής πείρας, παρά το γεγονός ότι η βιωματική μαρτυρία μου δεν υπήρξε απλώς κοινωνία λατρείας. Εδώ ενδιαφέρουν αυτοί οι προβληματισμοί, και όχι οι ισχυρισμοί του Harnack καθεαυτούς, που περιγράφουν όχι εξαιρέσεις, αλλά κρατούντα φαινόμενα.
Και με έχει όχι μόνο παραξενέψει, με έχει τρομάξει η ιερότητα που έχει αποκτήσει το «εκκλησιαστικό τυπικό» για μας. Η ιερότητα της μορφής, των λόγων και των κινήσεων, δίνει την εντύπωση πως η μορφή έχει εξισωθεί με την ιερότητα του περιεχομένου. Αυτό πλησιάζει επικίνδυνα το χώρο του μαγικού. Γιατί ενώ εγώ, από βίωμα και θεολογική γνώση, βρίσκω τον τρόπο να ξεφύγω, έχω παρατηρήσει πως οι περισσότεροι ιερείς και λαϊκοί προπαντός αδυνατούν να κάνουν τις απαραίτητες διακρίσεις. Αν όμως τόσοι άνθρωποι αδυνατούν πλήρως να αντιληφθούν το ιστορικό συμβολικό βιβλικό στοιχείο που διαπερνά το τυπικό Μυστηρίων (π.χ. μπερδεύουν το εσωτερικό με το εξωτερικό) ένας outsider, όπως ο Harnack, πολύ εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τα τελούμενα ως ειδωλολατρικά λατρευτικά έθιμα. Το πράγμα θα θεραπευόταν, αν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έπαυαν να θεωρούν το εκκλησιαστικό τυπικό ως κάτι sacrosanct και προέβαιναν σε αναθεωρήσεις των λειτουργικών βιβλίων, όπως έκαναν άλλωστε και οι Βυζαντινοί μέχρι το 14ο αιώνα. Θα ξεφεύγαμε έτσι όλοι μας, οι εντός και οι εκτός, από ένα αίσθημα ακινησίας της εκκλησίας μας, μιας ακινησίας που αμυντικά επέβαλε δυσμενείς ιστορικές περιστάσεις, που αποτελεί όμως για την εποχή μας σκάνδαλο.
Το αστείο είναι ότι μερικοί θεολόγοι έφτασαν να θεωρήσουν αυτή την ακινησία ως θεμελιώδες γνώρισμα της Ορθοδοξίας, ένα είδος αναφοράς στην ακινησία του αιωνίου μέσα από το πεπερασμένο του χρόνου. Βέβαια, ο καθένας μπορεί να γράφει ή να λέει ό,τι θέλει, όταν μάλιστα αυτά που γράφει με κάποιον τρόπο εντυπωσιάζουν. Η Ορθοδοξία ξέρει πως μέχρι το 14ο αιώνα είχαμε συνεχή κινητικότητα και εξέλιξη στο Τυπικό. Μήπως με την πτώση της Κωνσταντινούπολης σταμάτησαν οι δείκτες του ρολογιού της ιστορικής πορείας του τυπικού της Εκκλησίας; 'Επειτα, η ακινησία του Τυπικού δεν αναφέρεται στην αιωνιότητα του Θεού και Πατέρα του Ιησού Χριστού, αλλά στην αιωνιότητα κάποιων πράξεων μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, που δίνουν το αίσθημα κάποιας φυγής από την αναγκαστική ροή του χρόνου. Δεν μπαίνω καθόλου στο πρόβλημα των αλλαγών του Νίκωνα στη Ρωσία, γιατί δεν είναι απλό αλλά περίπλοκο.
Για το ίδιο ζήτημα που συζητάμε, μπορεί να γίνει λόγος και από μια άλλη οπτική γωνία. Σήμερα, εξαπλώνεται, ευτυχώς όλο και περισσότερο, η γνώση της Λειτουργίας, που αποτελεί το κέντρο της θείας λατρείας στην Ορθοδοξία. Σήμερα έγιναν περισσότερο γνωστά το βιβλικό υπόβαθρο, η σχέση της Λειτουργίας με το χριστολογικό και το εσχατολογικό δόγμα της εκκλησίας, η Λειτουργία ως συλλογική πορεία του λαού του Θεού μέσα στην ιστορία και μέσα στον κόσμο. Και όμως για το πλείστο των ορθοδόξων, Ρώσων και Ελλήνων, η Λειτουργία εξακολουθεί να είναι αόριστα ένα είδος θεοφάνειας καθώς και κοινωνίας προς το θείο, όχι πολύ διαφορετικά από ό,τι ήταν στα αρχαία μυστήρια. Από το βίωμα αυτό της πλειοψηφίας των ορθοδόξων λείπει πολλές φορές εντελώς η ιστορική διάσταση της σωτηρίας, η σχέση, δηλαδή, του Θεού με την ιστορία, που οδηγεί κατά το παρόν και στο μέλλον σε κάποιες συγκεκριμένες σχέσεις προς την κοινωνία και τον κόσμο. Αυτή η μύηση, που έχει τις αρχές της στην προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης περί Θεού και ιστορίας, μέσα στο εθιμικό τυπικό της Ορθοδοξίας, που επιτρέπει την τέλεση λειτουργίας από τον ιερέα υπέρ ενός ατόμου, κάποιου που πληρώνει για την τέλεση με σκοπό επιτυχίας κάποιας αξιομισθίας, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία πιστών, μετατράπηκε από μεταμόρφωση της χριστιανικής κοινότητας στην πορεία προς τη βασιλεία του Θεού, σε μια ευάρεστη προς το Θεό προσφορά, όπως ήταν όλες οι θυσίες στον προχριστιανικό κόσμο. Εκεί περίπου έφθασε το πράγμα.
Άφησε το άλλο: Ενώ η Λειτουργία είναι συμμετοχή της κοινότητας στη βασιλεία του Θεού, μια πρόγευση της βασιλείας για να προχωρήσει η κοινότητα παραπέρα, προς το πλήρωμα που διακρίνουμε στο τέλος της πορείας, η Ορθοδοξία ανέπτυξε ένα τέτοιο τελετουργικό luxus, λαμπρότητας και ομορφιάς, που δεν υποβάλλει καθόλου τη Λειτουργία ως πρόγευση της βασιλείας, ως ένα σταθμό καθ' οδόν προς την πληρότητα του τέλους, όπου ο άνθρωπος θα φθάσει συνεχίζοντας τον αγώνα του, αλλά αποκαλύπτει την παρουσία ενός παραδείσου, ως αυτός να είναι εδώ και τώρα. Οι Ρώσοι ορθόδοξοι μιλούν ειδικότερα για την ομορφιά της Λειτουργίας ως αποκάλυψης της αλήθειας της Ορθοδοξίας. Αυτά όμως είναι πολύ τραβηγμένα πράγματα, αιτιολογικές θεολογικές θεωρήσεις χωρίς σοβαρό βιβλικό χαρακτήρα. Το θέμα είναι πως, αν έχω τον παράδεισο εδώ και τώρα, υπάρχει λόγος να συνεχίσω αγωνιζόμενος για κάποιο «τέλος» μέσα στην ιστορία, όπως απαιτεί το ευαγγέλιο; Μια παραδοσιακή ερμηνεία της Λειτουργίας μεταβάλλει τελείως τη σχέση της προς τους εκτός, προς τον κόσμο, όπως την ξέρουμε από τη βιβλική και την πατερική παράδοση.
Θα είμαι πολύ σύντομος: Ξέρουμε τι έγινε ιστορικώς με τα παραπάνω αναφερόμενα καθώς και με πλήθος άλλων παράλληλων περιπτώσεων. Με δύο λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η βιβλική και πατερική άποψη περί της Λειτουργίας, περί των Μυστηρίων κ.λπ., έπαψε επί αιώνες να είναι κατανοητή. Υπάρχει στα βιβλία και στις συμβολικές και εικονικές πράξεις, ερμηνεύεται όμως από την πλειονότητα του κλήρου και του λαού σύμφωνα με θρησκευτικούς τύπους και θρησκευτικές έννοιες, κληρονομημένες από τον προχριστιανικό ειδωλολατρικό κόσμο. Μια έτσι διοχετευμένη «ελληνικότητα», έχει σ' εμάς δημιουργήσει μια «λαϊκή θρησκεία» με σαφείς αποκλίσεις από την παράδοση. Αυτή η λαϊκίστικη τάση μέσα στην Ορθοδοξία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα από τη στιγμή που η θεολογική και ποιμαντική ηγεσία της εκκλησίας σήκωσε ψηλά τα χέρια και παραδόθηκε άνευ όρων σε κάτι τέτοια λαϊκά ανάμικτα εκδηλώματα, που θυμίζουν μαζί με τον Ιησού Χριστό γνωστά ελληνικά ειδωλολατρικά ήθη και έθιμα. Πρόκειται για μια σοβαρή όψη του θέματος «Ορθοδοξία και Ελληνικότητα».
Σε ένα φίλο μητροπολίτη, είχα κάποτε παραπονεθεί γιατί άφησε χωρίς εκχριστιανισμό τα γνωστά σε όλους μας πανηγύρια, που γίνονται στην ύπαιθρο και τα νησιά μας. Μου είπε πως είχα δίκιο, μου τόνισε όμως την ανάγκη γενικότερης από την εκκλησία αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων. Κι είχε δίκιο. Επειδή τον γνώριζα ως άνθρωπο ζηλωτή, είμαι βέβαιος πως δεν έκανε τίποτε, γιατί δεν βρήκε εταίρους στην υπόθεση αυτή. Η εκκλησία όχι μόνο δεν νιώθει την ανάγκη μελέτης των θεμάτων αυτών, αλλά είναι τόσο αδύνατη πνευματικά που φοβάται να αντιμετωπίσει το λαό σε οποιαδήποτε απόπειρα θεραπείας των ασθενειών του. Περιττό να αναφέρω και στη συνάφεια αυτή, πως τα έκτροπα των πανηγυριών μας έχουν αναχθεί από μερικούς θεολόγους όχι σε εκτροπές, αλλά, αντίθετα, ως χαρακτηριστικές εκφάνσεις μιας γνήσιας Ορθοδοξίας. Δυστυχώς έγινε ακόμα και αυτό. Πρόκειται για μια μέθοδο επικάλυψης των εκκλησιαστικών αμαρτιών μας, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ της μόδας, στοχεύει δε στο να βοηθήσει τους ιεράρχες να μην κάνουν τίποτε για τα κακώς κείμενα.
Επικρατεί φόβος και δειλία εκεί που έπρεπε η εκκλησία με παρρησία να λέει, χάριν του Χριστού, τα σύκα-σύκα και τησκάφη-σκάφη. Ξέρουμε, επίσης, όλοι μας τι γίνεται στο λαϊκό θρησκευτικό επίπεδο με τις εικόνες. Εδώ μας ενδιαφέρει, από το όλο θέμα, η εικονολατρία που παρατηρείται σε ευρέα ορθόδοξα στρώματα - μια κατάσταση που σιωπηρά παρακολουθείται αλλά, ως μη όφειλε, μάλλον συντηρείται από την εποπτεύουσα εκκλησιαστική αρχή. Πολλοί θεολόγοι μας, μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, καυχώνται πως, ενάντια σε μια σημιτική και παλαιοδιαθηκική ανεικονική αντίληψη περί του θείου, η βυζαντινή εκκλησία, επηρεασμένη από πολύ πνευματικές ελληνικές αντιλήψεις, κατήγαγε θριαμβευτική νίκη υπέρ της Ορθοδοξίας με την αναστήλωση των ιερών εικόνων. Βέβαια, η εκκλησία αναστήλωσε τις ιερές εικόνες σε σχέση με το γενικότερο χριστολογικό δόγμα τους, δεν έκανε αναστήλωση της εικονολατρίας! Όμως η λαϊκή θρησκεία φαίνεται πως και εδώ, τελικά, θριάμβευσε, γιατί, σε τελική ανάλυση, κάτω από τα υψηλής στάθμης χριστολογικά επιχειρήματα της εκκλησίας, κατορθώνει παντού να περνάει τα ελληνικής θρησκευτικής προέλευσης εικονολατρικά της αισθήματα. Θυμάμαι, λοιπόν, έφηβος, τότε που κάποιες από τις θρησκευτικές μας οργανώσεις, στην ακμή τους, σιωπηρά, χωρίς πουθενά να συζητιέται το θέμα, έτσι από πνευματικό χριστιανικό ένστικτο, αληθινά ορθόδοξο, προχώρησαν σιγά-σιγά σε μια κάποια μεταρρύθμιση, δημιουργώντας τέτοιες συνθήκες στην εικονογράφηση και την τοποθέτηση των φορητών εικόνων μέσα στο ναό, που να αποκλείεται από μόνη της η οποιαδήποτε εικονολατρική τάση. Όταν όμως από τη δεκαετία του '50 άρχισε το γνωστό νταβαντούρι της «Νεορθοδοξίας» περί της σημασίας του ορθοδόξου δόγματος και περί του ηθικισμού των οργανώσεων, αυτές δείλιασαν, έπαθαν κάποια ανακοπή και άρχισαν να συμμορφώνονται με το γενικότερο μοντέλο για να προστατέψουν δήθεν την Ορθοδοξία τους.
III
Στο θέμα «Ορθοδοξία και Ελληνικότητα», το πρόβλημα συζητείται στο άρθρο αυτό ελάχιστα και μόνο μέσα στο χώρο της σχέσης των βιβλικών εννοιών προς τις ελληνικές φιλοσοφικές κατηγορίες. Το ουσιαστικότερο όμως μέρος του ζητήματος έγκειται στη σχέση της ορθόδοξης πίστης προς δοξασίες, ήθη και έθιμα της ελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας. Ο Θεοδώρητος ο Κύρου έχει γράψει κατά των συγχρόνων του νεοπλατωνικών επικριτών του χριστιανισμού μια μελέτη με τίτλο Ελληνικών νοσημάτων θεραπευτική. Προσπαθεί να δείξει πως η χριστιανική βιοθεωρία όχι μόνον ανταποκρίνεται στις ευγενείς αναζητήσεις του αρχαίου κόσμου, αλλά και τις ξεπερνάει. Ακολουθώντας μια μεθοδολογία της εποχής του, ο Θεοδώρητος, γνώστης λαμπρός της ελληνικής φιλολογίας, προσπαθεί να δείξει πως τα κυρία δόγματα του χριστιανισμού έχουν τις απαρχές τους στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη! Δεν σταματάει όμως εδώ. Την υιοθέτηση από την εκκλησία θεσμών, όπως η λατρεία των μαρτύρων, υπερασπίζει έναντι των κατηγόρων νεοπλατωνικών φιλοσόφων, υπενθυμίζοντας την ελληνική λατρεία των «ηρώων». Και ούτε λίγο ούτε πολύ υπεραμύνεται με δυο λόγια το εξής: Γιατί επικρίνετε τους χριστιανούς για τη λατρεία μαρτύρων; Εσείς δεν έχετε τη λατρεία των ηρώων, για μερικούς από τους οποίους δεν έπρεπε να έχετε καθόλου καλή γνώμη; Συγκρίνονται οι δικοί σας ήρωες με τους δικούς μας μάρτυρες; Αυτή η συλλογιστική επικρατεί πάνω σε ένα μεγάλο αριθμό θρησκευτικών θεμάτων και δείχνει πολύ καθαρά πώς σιγά-σιγά παρεισέφρησαν μέσα στην εκκλησία πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και πώς μια απολογητικά προς τον Ελληνισμό στραμμένη θεολογία ήλθε να τα βαφτίσει χριστιανικά και να τα δικαιώσει. Ήταν όμως δυνατό να βρεθεί κάποια χριστιανική δικαίωση για τέτοιες απόψεις;
Υπάρχει ολόκληρη φιλολογία επί του θέματος αυτού. Σε άλλη μας εκτεταμένη μελέτη με τίτλο Η θρησκεία των Ελλήνων, (1983), παραθέτουμε γνώμες Ελλήνων και ξένων ερευνητών και λογίων επί του θέματος αυτού. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το θέμα, αλλά με τα συμπεράσματα εκείνης της μελέτης περί της θρησκευτικότητας του ελληνικού λαού. Είναι μάλλον αποκαρδιωτικά. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την επίδραση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας επί της δικής μας λαϊκής χριστιανικής θρησκευτικότητας. Πιο θλιβερές είναι οι διαπιστώσεις που αφορούν τις περί χριστιανισμού εθνικιστικές αντιλήψεις μιας μερίδας καλοπροαίρετων διανοουμένων, ανθρώπων ομοεθνών μας. Βέβαια, στο χώρο της λαϊκής αγροτικής θρησκευτικότητας πρέπει να συντελέστηκαν μετά το '60 κάποιες αλλαγές με την εισβολή, προπαντός στα τουριστικά μέρη, της εκκοσμίκευσης, δεν υπάρχουν όμως σχετικές μελέτες. Η λαϊκή χριστιανική ευσέβεια, επικουρούμενη γενικά από τον κληρονομικό πλούτο της «ελληνικότητας», φαίνεται πως βαδίζει μάλλον σταθερά το δρόμο της, περισσότερο ή λιγότερο άσχετη προς τα μεγάλα θέματα του χριστιανισμού - περί της βασιλείας του Θεού και περί του κράτους του σατανά, περί της αμαρτίας και της χάριτος, περί της εκκλησιαστικής κοινωνίας, περί της αγάπης και της ελπίδας του χριστιανού για τον κόσμο και τον εαυτό του. Δυστυχώς, και οι θρησκευτικές οργανώσεις δεν μπόρεσαν καθόλου να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό ανοιχτά. Άφησαν την ύπαιθρο στα χέρια των επισκόπων, ενώ αυτές περιόρισαν τη δράση τους στα αστικά κέντρα με τον οργανωμένο σύλλογο και την αίθουσα με τις ποικίλες εκεί συγκεντρώσεις, την εξομολόγηση, κ.λπ. Θυμάμαι τα παράπονα φίλων μητροπολιτών για το ότι οργανωσιακοί ιεροκήρυκες της επισκοπής των δεν έβγαιναν στα χωριά να επικοινωνήσουν θρησκευτικά με τον κόσμο. Έμεναν στην πρωτεύουσα του νομού ή της περιοχής και εκεί ανέπτυσσαν ό,τι αξιόλογο απέδιδε η δράση τους. Και προσωπικά είχα διαπιστώσει πως τα παράπονα ήσαν δικαιολογημένα, δεν έβγαιναν όμως στα χωριά αυτοί οι ιεροκήρυκες όχι γιατί δεν ήθελαν, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν πραγματικά με τους ανθρώπους της υπαίθρου, τους φαίνονταν λίγο-πολύ ξένοι, σαν κάτι άλλο· σαν κάτι που δεν τους καταλάβαινε.
Ξέρω ποιες αντιρρήσεις θα φέρει κάποιος στα παραπάνω: καλά, μπορούμε να ξεχάσουμε ανθρώπους, όπως τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη; Η απάντηση είναι: όχι, δεν μπορούμε να τους ξεχάσουμε, είναι πολύ αξιόλογες, ιδιάζουσες όμως και suigeneus οι περιπτώσεις αυτές! Όλοι οι άνθρωποι δεν μπαίνουν στο ίδιο καλάθι ούτε μετριούνται με το ίδιο μέτρο. Δεν μπορούμε όμως, με βάση είτε τον Μακρυγιάννη είτε τον Παπαδιαμάντη, να κατανοήσουμε τη θρησκεία του Έλληνα αγρότη. Προσφέρουν υλικό άφθονο, όχι συμπεράσματα. Το ιδιάζον δεν μπορεί να γίνει το μέτρο του γενικού. Γι' αυτό θεωρώ την προσπάθεια, με βάση τα παραπάνω, κάποιων θεολόγων μας να ερμηνεύσουν ευαγγελικά τη λαϊκή θρησκευτικότητα όχι μόνον ως λαθεμένη αλλά και μάταιη, ένα είδος ελληνολατρίας που θυμίζει πολύ τους σλαβόφιλους, και γι' αυτό κάτι ζημιογόνο για την εκκλησία.
Αλλά και σε ένα λίγο-πολύ συγκεκριμένο χώρο της διανόησης μας «η Ελληνικότητα» έχει κάνει θραύση. Σε μια ομάδα αφελών διανοούμενων. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν πως ο χριστιανισμός, η διδασκαλία του Ιησού και του Παύλου είναι μια λαϊκότερη διατύπωση της διδασκαλίας και διδαχής των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων της αρχαιότητας περί Θεού, περί αθανασίας της ψυχής, περί αγάπης κ.λπ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η αντίληψη αυτή είναι μάλλον διάχυτη στους Έλληνες μιας γενικής μέσης μόρφωσης, όχι βέβαια σοβαρής. Είναι πολύ σαφές τι θέλω να πω, και δεν χρειάζεται παραπέρα ανάπτυξη.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, στη δεκαετία του '50, αυτή τη φορά υπό την επίδραση των θρησκευτικών οργανώσεων και με την υποστήριξη συντηρητικών πολιτικών κύκλων, παρουσιάστηκε μια νέα παραλλαγή «Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας», μόνο που αυτή τη φορά ονομάστηκε πιο φιλόδοξα: Ελληνοχριστιανικός Πολιτισμός. Ήμουν παρών σε κάποιες συναθροίσεις του «Πρώτου Συνεδρίου του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού» και θυμάμαι πως ανέβηκαν στο βήμα ο Δημ. Μπαλάνος και ο Ευάγγ. Παπανούτσος για να εκφράσουν και οι δύο την ίδια περίπου αντίρρηση για τον όρο «ελληνοχριστιανικός». Είπαν, δηλαδή, πως ο όρος αυτός είναι μεν συνθηματικός αλλά πλήρης ασάφειας. Ασάφεια-ξεασάφεια όμως, οι κρίσιμοι τότε «μετεμφυλιακοί» καιροί χρειάζονταν το σύνθημα, το οποίο καθιερώθηκε και κρατάει μέχρι σήμερα, σε χαμηλότερους, βέβαια, τόνους. Μάλιστα, κάποιοι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας αναγορεύτηκαν πάτρωνες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», και μέχρι σήμερα δεν ακούγεται λόγος κατά την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών χωρίς αναφορά στην ιδιότητά τους αυτή. Συνέβη το εξής, κατά τη γνώμη μου: Ενώ η προηγούμενη ομάδα της ελληνικής intelligentia ξεκινούσε να καταλάβει το χριστιανισμό από την ελληνική σκέψη, οι «μάγειροι» του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού έκαναν την αντίθετη κίνηση, λόγω της έντονης αλλά στενής χριστιανικής τους αυτοσυνειδησίας. Αλλά και η μία λύση και η άλλη ήταν λάθος, δεν ανταποκρινόταν στα πράγματα. Μπορεί να φτιάχτηκε κάτι που για την εποχή εκείνη μπορεί να τους εξυπηρέτησε, δεν ήταν όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε χριστιανισμός, ούτε ελληνισμός, ούτε πίστη στη βασιλεία του Θεού ούτε καθαρός διαλεκτικός λόγος, αλλά ένα κράμα ασαφές που θυμίζει τα ποικίλα κράματα θρησκευτικού συγκρητισμού, που βρίσκουμε στη λαϊκή θρησκεία του 'Ελληνα.
IV
Αν έδειξε κάτι το άρθρο αυτό, είναι ακριβώς η περιπλοκή, η σύγχυση και η αμηχανία που υπάρχει ως προς τη θρησκευτικότητα του λαού μας. Γι' αυτό πιστεύω πως ήταν μάλλον ατυχής η χρησιμοποίηση των Πατέρων της Εκκλησίας από τη νεότερη ιδίως ελληνοχριστιανική κίνηση, αφού ο κύριος σκοπός της ήταν για την εποχή εκείνη επιθετικός κυρίως και απολογητικός, αλλά καθόλου «διαλογικός» με την έννοια που ήταν κυρίως κάτι τέτοιο, δηλαδή «διαλογική», η σχέση των Πατέρων προς τα προβλήματα της εποχής τους. Σε αυτό εν πολλοίς οφείλεται και η δημιουργικότητα τους. Οι απόψεις αυτές υποστηρίζονται από ένα σοβαρό μελετητή των Πατέρων, όπως ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, με αυτά που γράφει περί «ελληνικότητας» όχι μόνο της Ορθοδοξίας αλλά της καθόλου χριστιανικής πίστης, «ελληνικότητας», όπως υποστηρίζει, με την έννοια όχι της αφομοίωσης από αρχαιοελληνικά στοιχεία, αλλά της ορθής προσπάθειας αντιπαράθεσης προς αυτά. Αυτό ονομάζει «πατερική μέθοδο». Στην ιδέα αυτή της «ελληνικότητας» έφθασε ο Φλωρόφσκυ κατ' αντίθεση προς τους σλαβόφιλους συμπατριώτες του. Κι αυτή η «ελληνικότητα» της πατερικής θεολογίας, με αυτή την έννοια, σημαίνει τον ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο, χωρίς φόβο και ανασχέσεις, με την εποχή τους. Αυτό ο Φλωρόφσκυ θεωρεί ως την πρώτη ανάγκη της θεολογίας και σήμερα (γι' αυτό μιλάει πολύ συχνά στα έργα του περί «νεοπατερικής θεολογίας», με την έννοια του ανοιχτού «διαλόγου» προς την εποχή μας). Και ανοιχτός διάλογος σημαίνει χωρίς όρους διάλογος. Ούτε ο Θεός, ούτε η αλήθεια δέχονται συνάντηση με όρους! Ό,τι είναι αληθινό πρέπει να είναι και Ορθόδοξο.
Θα πρόσεξε ο αναγνώστης πως η λέξη «ελληνικότητα» έχει χρησιμοποιηθεί με πολλές έννοιες. Δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένους συγγραφείς και δημοσιεύματα, γιατί ο σκοπός μου είναι «διαλογικός», όχι πολεμικός. Το άρθρο αυτό θέλει ακριβώς να επιστήσει την προσοχή στην ποικιλία αυτών των χρήσεων, καθώς και στο ιδεολογικό και θεολογικό ιδιαίτερο στήριγμα της καθεμιάς, θα τελειώσω εδώ, συνδέοντας την κατακλείδα αυτού του άρθρου με την αρχή: Η Ελληνική Ορθοδοξία έχει απόλυτη ανάγκη να κοιτάξει τον εαυτό της θεραπευτικά με σοβαρότητα και ευθύνη πριν παραστήσει τον θεράποντα αλλωνών. Μακάρι να μπορούσαν να γίνουν και τα δύο συγχρόνως. Τα περί «ελληνικότητας» που αναπτύχθηκαν παραπάνω έδειξαν πως είναι άξιες εμπαιγμού κάθε είδους εθνικιστικές εξαλλοσύνες περί Ορθοδοξίας, όταν μάλιστα προέρχονται όχι από άσχετους ρεπόρτερ των εφημερίδων αλλά από υπεύθυνους θεολόγους, που δεν ισχυρίζονται πως έχουν, αλλά πράγματι νιώθουν φόβο Θεού. Χωρίς «διαλογικό» πνεύμα, που εκπορεύεται από σαφή και στέρεα πατερικά πνευματικά ερείσματα, το καλύτερο αυτή την ώρα είναι να βοηθήσουμε τις αδελφές ομόδοξες εκκλησίες με κάποια κουτιά γάλα και μερικές υποτροφίες. Νομίζω, μάλιστα, πως τελικά αυτό είναι που έγινε. (Εδώ, η αναφορά είναι στην κρίση της Σοβιετικής Ρωσίας εν έτει 1984). Δυστυχώς, δεν φαίνεται ακόμη τίποτε νεότερο στον ορίζοντα.