.

Monday, May 31, 2021

Ιστορία των Ελληνοεβραίων των Σερρών/

A history of the Greek Jews of Serres

 


 

Χρονικό της Εβραϊκής Κοινότητας των Σερρών

Χαράλαμπος Βουρουτζίδης
Σέρρες 2004


«Στην Ελλάδα γεννηθήκαμε. Η Ελλάδα είναι η γη των πατέρων μας. Είμαστε Έλληνες. Δεν αλλάζουμε την Εθνικότητά μας για κανένα λόγο, με καμιά αμοιβή» .

Αυτή ήταν η απάντηση του Εβραϊκού Συμβουλίου Σερρών στην απαίτηση των Βουλγάρων κατακτητών, το καλοκαίρι του 1941, για προσχώρηση αρχικά της κοινότητάς τους στη βουλγαρική λέσχη Σερρών και στη συνέχεια, για αλλαγή της Εθνικότητάς τους.

Η αρχή εγκαταστάσεως εβραϊκού πληθυσμού στην περιοχή των Σερρών μας είναι άγνωστη. Η ιστορική όμως διαδρομή της κοινότητας τους, με βάσει κάποια ψήγματα ιστορικών στοιχείων, μπορεί να χαραχθεί. Η προσφορά τους στον πολιτισμό και στην οικονομία της πόλεως των Σερρών, προτού η πόλη αυτή να στερηθεί για πάντα τη ζωντανή και πρωτότυπα δημιουργική παρουσία τους, είναι δυνατό, παρά το γεγονός πως δεν υπάρχουν επαρκείς ιστορικές μαρτυρίες, να ανιχνευθεί.

Η αρχαιότερη ένδειξη παρουσίας εβραϊκού στοιχείου στην περιοχή των Σερρών ανάγεται στην εποχή της Ρωμαϊκής κυριαρχίας και τόπος δράσεως της κοινότητας τους ήταν η Αμφίπολη. Η επόμενη βεβαιωμένη μαρτυρία υπάρξεως εβραϊκού στοιχείου στην περιοχή των Σερρών σημειώνεται από το ραββίνο Βενιαμίν μπεν Γιονά, από την Τουδέλα της Ισπανίας, που επισκέφθηκε την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας περί το 1162. Από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις ο ραββίνος Βενιαμίν, και σε απόσταση δρόμου δυο ημερών βρίσκεται το χωριό Mitrizzi στο οποίο κατοικούν Εβραίοι. Το χωριό Mitrizzi, κατά τους μελετητές του έργου του ραββίνου, ταυτίζεται με το χωριό των Σερρών Δημητρίτσι. Έκτοτε και έως το 1333 δεν έχουμε καμιά ένδειξη δραστηριοποιήσεως Εβραίων στην περιοχή των Σερρών. Το Μάρτιο του 1333 μαθαίνουμε από μοναστηριακά έγγραφα της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών πως ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος εκδίδει χρυσόβουλλο λόγο που μαρτυρεί την ύπαρξη μικρής αριθμητικά εβραϊκής κοινότητας στο Κάστρο της Ζίχνης. Το 1345 ο Κράλης των Σέρβων Στέφανος Δουσάν, με χρυσόβουλλο λόγο που απολύει, επιβεβαιώνει την ύπάρξη εβραϊκής κοινότητας στο Κάστρο της Ζίχνης. Μαρτυρίες έγγραφες για την παρουσία Εβραίων στο Κάστρο των Σερρών αυτά τα χρόνια δεν έχουμε. Είναι όμως βέβαιο πως στην περιφέρεια του Κάστρου ζούσαν ελληνόφωνοι Εβραίοι ή Ρωμανιώτες Εβραίοι, οι οποίοι μετά την πτώση της βασιλεύουσας το 1453 και ανάμεσα στα χρόνια 1453 και 1456 μεταφέρθηκαν με διαταγή του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Β΄ στην Κωνσταντινούπολη. Οι βίαια εκπατρισθέντες Εβραίοι των Σερρών, που χαρακτηρίζονταν, όπως άλλωστε και όλοι οι Ρωμανιώτες Εβραίοι της Βασιλεύουσας, ως «surgunlu», δηλαδή υποχρεωτικά μεταφερμένοι, έφτιαξαν στην πόλη, στην περιοχή Μπαλατά, νέα και σπουδαία συναγωγή, η οποία υπήρχε έως και το 19ο αιώνα, οπότε καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αξιοποιώντας όμως τα επώνυμα Εβραϊκών οικογενειών, που βρήκε γραμμένα στα βιβλία της κάποτε ακμαίας κοινότητας των Σερρών, ο Σερραίος Μερκάτο Κόβο κατέγραψε την καταγωγή των σπουδαιότερων από αυτές, αφήνοντάς μας μια εξαιρετικά χρήσιμη πληθυσμιακή χαρτογράφηση της αρχαίας σερραϊκής εβραϊκής κοινότητας. Ως πρώτη λοιπόν και αρχαιότερη ομάδα Εβραίων, που παρά την υποχρεωτική μετεγκατάσταση των περισσοτέρων μελών της στην Κωνσταντινούπολη το 1453-1456, παρέμεινε μια υπολογίσιμη δύναμη στην κοινωνική δομή της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών, καταγράφεται η ομάδα των Ρωμανιωτών ή Βυζαντινών Εβραίων. Ονόματα σπουδαίων μελών της κοινότητας των Σερρών, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς ή Ρωμανιώτες Εβραίους, είναι οι απόγονοι των οικογενειών: Ovadia, Galimidi, Hazz, Mizrahi, Garanfil, Meschoulam. Μια δεύτερη πληθυσμιακά υπολογίσιμη εβραϊκή ομάδα, που δεν ξέρουμε το πότε ακριβώς ήλθε στην πόλη των Σερρών, είναι η ομάδα των Σερραίων “Asckenazzi” οι οποίοι προερχόμενοι από τη Γερμανία ζούσαν στην περιοχή των «Σαράντα Οντάδων». Τα σπουδαιότερα ονόματα αυτής της ομάδας ήσαν οι οικογένειες των: Faiz, Simlra, Boulissa. Αν και δεν υπάρχει μαρτυρία εγγράφου για τον ακριβή χρόνο αφίξεώς τους, ένας μεγάλος αριθμός εβραϊκών οικογενειών εγκαταστάθηκε στην πόλη των Σερρών, και μάλιστα μέσα στο Κάστρο, μετά τους διωγμούς των Εβραίων στην Ισπανία από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα από το 1487 έως και το 1492. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Β’ (1481 - 1512 ) εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία που του δινόταν να ενισχύσει την αυτοκρατορία του με νέο ανθρώπινο δυναμικό και κυρίως με νέα τεχνογνωσία και πρόσφερε προστασία στους διωγμένους εβραίους. Πρώτη μνεία του προσφυγικού αυτού στοιχείου από την Ισπανία και την Πορτογαλία έχουμε σε βακουφναμέ της Μονής Βατοπαιδίου, που χρονολογείται στα τέλη του Ραμαζάν 900, κατά αντιστοιχία 15-25 Ιουνίου του 1495. Η μονή Βατοπεδίου είχε στην πόλη των Σερρών ιδιοκτησία από έξι δωμάτια, στην περιοχή της εβραϊκής συνοικίας, ιδιοκτησία που μνημονεύεται στον βακουφναμέ του 1495 ως εξής, «Τα εν αυτάς τας Σέρρας κατά την υπό το όνομα {Γιαχουτιλέρ Χαβλισή}, αυλή των Εβραίων, γνωστήν θέσιν κείμενα εξ δωμάτια». Το γεγονός πως η θέση της συνοικίας θεωρείται ευρέως γνωστή από το συντάκτη του αφιερωτηρίου εγγράφου δηλώνει την παρουσία και λόγω ενοικιάσεως μοναστηριακής περιουσίας, την αποδοχή υπάρξεως εβραϊκού στοιχείου στην πόλη πριν την έκδοση του βακουφναμέ.

Η ομάδα αυτή των Σεφαρδείμ εβραίων, που ήταν πολυπληθέστατη προερχόταν από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Τα μέλη αυτής της ομάδας είχαν εκπατριστεί από τις πόλεις, Αραγκόν, Καστίλη, Ανδαλουσία και μέρη της Πορτογαλίας. Σπουδαιότερες οικογένειες στις Σέρρες, που προήλθαν από την ιβηρική χερσόνησο, ήσαν οι φαμίλιες των: Abolafia, Ascaloni, Gategno, Abravanel, Almoslino, Benveniste, Amariglio, Passy, Saporta, Asseos, Hamon, Bueno, Castro, Calderon, Benforado, Herrera, Callegos, Athias και Moussatia, που ήλθαν στην πόλη των Σερρών, μετά από παραμονή στις πόλεις Amsterdam και Hambourg αντίστοιχα. Ο συνολικός αριθμός Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη, προφανώς πριν το 1495, ήσαν 56 οικογένειες και 3 άγαμοι Εβραίοι, συνολικά 280 άτομα. Στην πόλη των Σερρών βρήκαν προστασία εβραϊκές οικογένειες που καταγόταν από την Ιταλία και τη Σικελία. Εβραϊκές σερραϊκές οικογένειες, ιταλικής καταγωγής ήσαν οι οικογένειες των: Venezia, Perahia, Alkocer, Bonafiglia, Bonomo, Giudetta. Στην πόλη των Σερρών εγκαταστάθηκαν, άγνωστο ποια χρονιά, εβραϊκές οικογένειες που ήλθαν από την Αφρική. Ονόματα Σερραίων, που μαρτυρούν την αφρικανική καταγωγή τους είναι τα επώνυμα των οικογενειών: Serrero, Kabili, Djebeli, Kallhy, Alcheih. Περί το τέλος του 19ου αιώνα η οικονομική άνθηση της πόλεως των Σερρών προσέλκυσε πολλές αστικές οικογένειες Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Οι οικογένειες των Arditti, Florentin, Hassid, Saporta, Brouno, Saltiel, Covo, Simca, Rousso και των Benoziglio συνέβαλαν σημαντικά στην ανανέωση του δυναμισμού της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών. Σε απροσδιόριστα χρονικά διαστήματα ήλθαν στην πόλη των Σερρών οικογένειες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, που λάμπρυναν με το έργο τους και την όλη τους παρουσία την εβραϊκή σερραϊκή κοινότητα. Οι οικογένειες αυτές ήσαν των Azaria, που καταγόταν από τη Βέροια, των Simantob, που ήρθαν από την Κέρκυρα, των Barki, που ξεκίνησαν από τη Σμύρνη, των Bitschaschi, που καταγόταν από την Ανδριανούπολη, των Princhnali, που ήλθαν από την Πρίστινα, των Matalon, Benchoam και Negrim, που ήρθαν από τη Λάρισα, των Chioti, που ήρθαν από τη Χίο και των Bahar, που ήλθαν από τη Βασιλεύουσα. Η εγκατάσταση στις Σέρρες των νέων εποίκων, που μετέφεραν ακμαίο πολιτισμό, επηρέασε τους λιγότερους αριθμητικά Ρωμανιώτες Εβραίους, που έμειναν στις Σέρρες μετά την υποχρεωτική μετεγκατάσταση των περισσοτέρων ομοθρήσκων τους στην Κωνσταντινούπολη το 1453-56.

Η επικράτηση της ισπανοεβραϊκής γλώσσας, που μιλιόταν, σύμφωνα με μαρτυρίες, έως και το 1932, είναι μάρτυρας αδιάψευστος της πολιτισμικής επικρατήσεως στις Σέρρες των Εβραίων Σεφαρδείμ. Ο τόπος μέσα στο Κάστρο των Σερρών, όπου εγκαταστάθηκαν οι Εβραίοι Σεφαρδείμ, ονομαζόταν «Γιαχουτιλέρ Χαβλισή» ή «Αυλή των Εβραίων» ή «Σαράντα Οντάδες». Ο χώρος αυτός βρισκόταν βόρεια της πόλεως και ανάμεσα στις εκκλησίες των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης και Ιωάννου του Προδρόμου (Προδρομούδι), όπου πιθανολογείται πως ήταν και ο αρχαίος ιππόδρομος των Σερρών. Η μαρτυρία της Σερραίας Άννας Τριανταφυλλίδου, που έζησε στις Σέρρες πριν το 1913, είναι πολύτιμη, γιατί μας βεβαιώνει πως η συνοικία των Εβραίων άρχιζε από το στενό της Αγίας Παρασκευής, η οποία πριν την καταστροφή της από την πυρκαγιά του 1913 ήταν χτισμένη μερικές δεκάδες μέτρα βορειότερα από τη σημερινή της θέση και έφτανε (η συνοικία των Εβραίων) έως και τα όρια του ναού του Αγίου Ιωάννου (Προδρομούδι). Τα σπίτια της συνοικίας, κατασκευασμένα από ξύλο, ήσαν παρατεταγμένα στις πλευρές μιας τετράγωνης και αρκετά ευρύχωρης αυλής . Σύμφωνα με τουρκικά απογραφικά στοιχεία το 1503 ζουν και δραστηριοποιούνται στην πόλη των Σερρών 56 πλήρη νοικοκυριά Εβραίων, αριθμός που ήταν ίδιος, σύμφωνα πάντα με τα απογραφικά στοιχεία των κατακτητών, και το 1512 (περίπου 280 άτομα). Ο πληθυσμός της κοινότητας το 1519 μειώνεται, όπως βεβαιώνουν τα απογραφικά στοιχεία της εποχής,. Τα νοικοκυριά των Εβραίων στην πόλη των Σερρών είναι 54. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1528-30, ο συνολικός αριθμός τους αυξάνεται στα 66, ενώ το 1566-67 στην πόλη των Σερρών υπάρχουν 56 πλήρη νοικοκυριά και 39 ενήλικες, άγαμοι Εβραίοι. Τον 16ο αιώνα η αριθμητική δύναμη της κοινότητας αντιπροσώπευε το 3,8% του χριστιανικού πληθυσμού.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα τα πληθυσμιακά στοιχεία που αφορούν την εβραϊκή κοινότητα των Σερρών είναι φτωχά. Η κοινωνική όμως αποδοχή των Εβραίων και η αρμονική συνύπαρξή τους με τον γηγενή ελληνικό και χριστιανικό πληθυσμό των Σερρών είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία εγγράφου του έτους 1610, που σώζεται στον β΄ αρχαίο κώδικα της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Το Μοναστήρι των Σερρών αυτή τη χρονιά ενοικιάζει σε Εβραίους τα δωμάτια ενός χαρβασαρά (ξενώνα) που κατείχε στην πόλη.

Οι μελετητές εξ άλλου των φορολογικών στοιχείων της τότε τουρκικής αυτοκρατορίας συμπεραίνουν πως ο αριθμός των Εβραίων που ζουν στην πόλη των Σερρών πριν το 1676–7 πρέπει να ήταν αρκετά μεγαλύτερος από 280 άτομα. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως και το εβραϊκό στοιχείο των Σερρών αποδεκατίσθηκε από την πανούκλα δύο φόρες που έπληξε την πόλη, κατά τη μαρτυρία του χρονογράφου εκείνων των χρόνων Παπασυναδινού μία το 1623, όπου «Απέθαναν ως οκτώ χιλιάδες άνθρωποι» που ζούσαν στην πόλη των Σερρών, και μια το 1641, που ήσαν περισσότεροι από 12 χιλιάδες(;).

Ένας ακόμη παράγοντας, που είναι βέβαιο πως επηρέασε την κοινότητα των Σερρών, ενώ είναι άγνωστο το μέγεθος της επιδράσεως του στην αριθμητική μείωση του εβραϊκού πληθυσμού, ήταν και οι εξισλαμισμοί από τους οπαδούς του αρνησίθρησκου Sabbatai Sevi (Σμύρνη 1626 , Αλβανία 1676) λίγο αργότερα από το 1655. Το μεσσιανικό αυτό κίνημα του Sabbatai Sevi, που τάραξε την εβραϊκή κοινωνία των Σερρών και επηρέασε τη συνοχή της, βρήκε κατ’ αρχάς την αποδοχή από τους ευρυμαθείς της κοινότητας, καθώς από το 1534 οι αυτόχθονες σοφοί Εβραίοι είχαν μυηθεί στο μεσσιανικό κίνημα από τους οπαδούς του Solomon Molho και David Reubeni. Αυτήν την εποχή και υπό την επίδραση ραββίνων της οικογένειας Taitagak μυούνται στη μελέτη της «Καββάλα» πολλές επιφανείς οικογένειες. Τα μέλη των οικογενειών Amon και Ovadia ήσαν εξέχοντες μελετητές της «Καββάλα» (Εβρ. Kabbalah - Ιερή παράδοση) του έργου αυτού της εβραϊκής φιλοσοφίας, που παρουσιάζεται ως περίληψη της μυστικής παραδόσεως του Εβραϊκού λαού. Οι οπαδοί αυτού του κινήματος, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, μελετούσαν έως και το 1870 μόνο το Zohar κάθε Σάββατο.

Στη συνέχεια και κατά τους μέσους αυτούς χρόνους και παρά τη μαρτυρία του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη Arasy ότι ο πληθυσμός της σερραϊκής εβραϊκής κοινότητας το 1777 είναι απροσδιόριστα μικρός, η εβραϊκή κοινότητα είναι αριθμητικά η ισχυρότερη στη Βόρεια Ελλάδα μετά την κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Ο Μ. Κόβο, στηριγμένος σε στοιχεία που πήρε από τα αρχεία της σερραϊκής εβραϊκής κοινότητας, υποστηρίζει, πως οι εβραϊκές κοινότητες Δράμας, Καβάλας, Νευροκοπίου, Ξάνθης και Ζίχνης ιδρύθηκαν στο απώτερο παρελθόν από μέλη της σερραϊκής εβραϊκής κοινότητας

 

Ιερατείο και Συναγωγή

Ο περιορισμένος χώρος της αρχαίας εβραϊκής συνοικίας, που βρισκόταν στο κέντρο σχεδόν της παλαιάς πόλεως των Σερρών, δεν επέτρεπε την ανέγερση μιας μεγάλων διαστάσεων συναγωγής. Η αύξηση όμως του πληθυσμού κατά το τέλος του 18ου αιώνα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το κτίσμα της συναγωγής ήταν παλαιωμένο και υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει, επέβαλαν την ανέγερση ενός νέου ευκτήριου οίκου. Υπό την επίβλεψη του ραββίνου Abraham Stroussa κατεδαφίσθηκε η παλαιά συναγωγή και άρχισε η ανέγερση της νέας. Το όλο κτίσμα ήταν επιβλητικό. Το ύψος της νέας συναγωγής ξεπερνούσε την ανάλογη διάσταση της παρακείμενης εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής. Η «kal Cabol» χωρούσε έως και 2000 άτομα, ενώ η εξέδρα που ιερουργούσαν οι ραββίνοι, η Teba, βρισκόταν στο κέντρο της συναγωγής, είχε σχήμα κυκλικό και ύψος τριών περίπου μέτρων. Στην Teba ανέβαζαν το ραββίνο δεκαπέντε σκαλοπάτια. Το κάτω μέρος της κυκλικής Teba ήταν διακοσμημένο με εικόνες που παρίσταναν διάφορα τοπία, ενώ αναγραφόταν με ωραία καλλιγραφικά στοιχεία τα ονόματα των μεγάλων ευεργετών της εβραϊκής κοινότητας.

Η αναζήτηση της αλήθειας στον κόσμο της εβραϊκής παράδοσης (Kabbalah), με τη βοήθεια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, άφησε τα σημάδια της και στην κατασκευή της μεγάλης συναγωγής. Η συναγωγή φωτιζόταν άπλετα με 26 παράθυρα. Ο συμβολικός αυτός αριθμός θύμιζε το σύνολο των τεσσάρων γραμμάτων του θείου τετραγράμμου. Το υπερώο της συναγωγής είχε βιτρό και το φως του ήλιου, καθώς έμπαινε στη συναγωγή, χρωματιζόταν, δημιουργώντας έτσι μια επιβλητική ατμόσφαιρα στο χώρο. Εφαπτόμενα σχεδόν τα κτίσματα διαφόρων κοινωφελών ιδρυμάτων με το κτίσμα της Kal Cabol, λειτουργούσαν έχοντας ως σημείο αναφοράς το κέντρο της πνευματικής ζωής της εβραϊκής κοινότητας. Τα ευαγή αυτά ιδρύματα ήσαν: ένας χώρος για γυναίκες (Snoga), ένα ιεροσπουδαστήριο, μια ραββινική βιβλιοθήκη, σημαντική για το πλήθος των συγγραμμάτων που περιείχε, ένα άνετο αναγνωστήριο, ένας ξενώνας και ένα παρεκκλήσιο, το οποίο αρχικά είχε χρησιμεύσει ως δημοτικό σχολείο (Melbar).

Οι καλές οικονομικές συνθήκες στην πόλη των Σερρών, σε συνδυασμό με την ανεκτικότητα που επιδείκνυε προς το εβραϊκό στοιχείο, τόσο ο ορθόδοξος πληθυσμός της πόλεως όσο και η τουρκική διοίκηση, προσέλκυσαν νέους εποίκους, που συνέβαλαν στη ραγδαία αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού. Οι οικονομικά εύποροι Εβραίοι έχτισαν τα αρχοντικά τους έξω από την περίμετρο του αρχαίου Κάστρου και πάντως όχι μακριά από την Kal Cabol. Ο περιορισμένος όμως χώρος της αρχαίας κοινότητας στην περιοχή Σαράντα Οντάδες δεν επαρκούσε να στεγάσει τον κύριο όγκο του εβραϊκού πληθυσμού. Έτσι δημιουργήθηκε σιγά σιγά μια νέα συνοικία έξω από τα τείχη της πόλεως.

Περί το 1850 η αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού στην καινούργια συνοικία στο προάστιο Arabajilar, που ονομαζόταν από τους Τούρκους και Dogharby mahalessi, σε συνδυασμό με τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του θέρους και του χειμώνα, επέβαλαν την ανέγερση ενός οίκου προσευχής στο κέντρο της νέας εβραϊκής συνοικίας, που σήμερα συμπίπτει με την περιοχή που ορίζεται από την οδό Αθανασίου Αργυρού. Η ανέγερση του Midrasch στη νέα συνοικία προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολιτικού εβραϊκού κέντρου, που στηριγμένο σε ερμηνείες παλαιών ραββίνων πάνω στο Ταλμούδ Τορά επέμενε στη λογική του ενιαίου χώρου προσευχής για όλη την εβραϊκή κοινότητα. Παρά την αντίδραση, η ανέγερση του νέου ευκτήριου οίκου ολοκληρώθηκε. Για τη λειτουργία όμως αυτού του οίκου προσευχής χρειάζονταν και μερικά Σεφαρείμ, δηλαδή κυλινδρικές περγαμηνές, γραμμένες από καλλιγράφο, που περιείχαν τα κείμενα του Νόμου (Τορά) και φυλάσσονταν στο «Εχάλ Ακοδές», στο ανατολικό μέρος της μεγάλης συναγωγής. Ο μόνος τρόπος αποκτήσεως τους, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να παραχωρηθούν μερικά Σεφαρείμ ως προσφορά του κέντρου προς τη νέα κοινότητα, ήταν η κλοπή. Η παράνομη αφαίρεση των Σεφαρείμ έγινε. Η πράξη όμως αυτή προκάλεσε τη σύγκρουση των δύο κοινοτήτων και τη δημιουργία μίσους, το οποίο ταλάνισε την εβραϊκή κοινότητα των Σερρών για πάρα πολλά χρόνια. Μάλιστα οι διαμάχες είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις, που στοίχισαν τη ζωή και σε ένα μέλος της “σχισματικής” κοινότητας.

Όπως έγραφε ο Μ. Κόβο, ο Σερραίος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ομορφιά. Αγαπάει και γεύεται σαν καλλιτέχνης τις ωραίες μελωδίες. Στις Σέρρες, όπως και στην Ανδριανούπολη, συνεχίζει ο Μ.Κόβο, ο Εβραίος έχει ένα αηδόνι στο λάρυγγά του. Όταν το σύνολο μιας κοινότητας αγαπάει τη μουσική, είναι επόμενο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη θρησκευτική μουσική. Έτσι, στην ισραηλινή κοινότητα των Σερρών σπουδαίοι ψάλτες ήταν ο Joseph Amariglio, o Rabbi Aron Amariglio, o Rabbi Mocha Amariglio, o Rabbi Abraham Matalon και ο εξαίρετος Ham Abraham Bueno. Οι Σερραίοι μάλιστα ψάλτες της συναγωγής και οι paitanim θεωρούσαν υποχρέωσή τους από αγάπη προς την ανατολίτικη μουσική, να παρακολουθούν την πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, τις συνάξεις των δερβίσηδων Mevlevi, οι τεκέδες (μοναστήρια) των οποίων άνοιγαν για όλους τους λάτρεις της ανατολικής μουσικής.

Η διοίκηση της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών γινόταν από ένα συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ήταν ο μεγάλος ραββίνος και μέλη του, τα μέλη του εβραϊκού συμβουλίου και οι πεπαιδευμένοι και εύποροι Εβραίοι. Τα καθήκοντα αυτού του διοικητικού οργάνου της εβραϊκής κοινότητας ήσαν να καθορίζουν την αναλογία του φόρου σε κάθε ένα μέλος της κοινότητας, να ρυθμίζουν την πρόσληψη και πληρωμή των δασκάλων του σχολείου, να επιβλέπουν και να κατευθύνουν τη λειτουργία του Bikour Holin , να επιβλέπουν, σε συνεργασία με το «Σοχέτ» , τη λειτουργία των σφαγείων, να κατευθύνουν το έργο βοήθειας προς τους φτωχούς, το έργο του συμβουλίου της συναγωγής, το έργο των θρησκευτικών αδελφοτήτων, ενώ διόριζε, το διοικητικό αυτό κέντρο, τις επιτροπές που επέβλεπαν ειδικότερα τη λειτουργία της συναγωγής, του σχολείου, το έργο και τη δράση της κοινωνικής πρόνοιας. Στην εβραϊκή κοινότητα των Σερρών επίσης το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι δεν το είχαν όλα τα μέλη. αλλά μόνο οι εύποροι Εβραίοι. Εξάλλου τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών ανέπτυξαν έντονη κοινωνική δραστηριότητα και με τους Χριστιανούς υπεραμύνονταν τα συμφέροντα της πόλεως τους.

Ο χρονογράφος των Σερρών Παπασυναδινός μας μιλά για τη θετική αλληλοεπίδραση των δύο κοινοτήτων. Έτσι, και χάρη παραδείγματος, μνημονεύω σημείωση του Παπασυναδινού στα 1620–21, στην οποία σημειώνεται η σημαντική συμβολή του εκχριστιανισμένου Εβραίου Χριστοδούλου στην εκμάθηση της υφαντικής τέχνης από τους Σερραίους. Αλλά και η κοινωνική συμπεριφορά των Σερραίων εβραϊκής καταγωγής ήταν ίδια με αυτή των Χριστιανών. Ο Παπασυναδινός σώζει στο χρονογράφημα του μια είδηση, που αφορά το διαγούμισμα (λεηλασία) που έκαναν Χριστιανοί και Εβραίοι στα 1622 στην περιουσία κάποιου Αγιάνη (προύχοντα) ονόματι Μεχμέτ Γιαζιτζή. Από τις πληροφορίες του πολυτίμου για την ιστορία της πόλεως των Σερρών χρονικού του Παπασυναδινού αντλούμε και ειδήσεις για τον κοινό πόνο που έζησαν οι δύο κοινότητες, καθώς και για την αλληλοϋποστήριξή τους το 1641, χρονιά του λοιμού που αποδεκάτισε τον πληθυσμό των Σερρών. Πρόσθετη μαρτυρία της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας έχουμε και από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή που επισκέφθηκε την πόλη των Σερρών το 1669-70.

Γράφει λοιπόν στο οδοιπορικό του ο Τούρκος περιηγητής: «Το εσωτερικό του ερυμνού τούτου τείχους είναι κατωκημένον υπό ανθρώπων και διακόσμητον. Είναι φρούριον ηρειπωμένον, πλήρες Εβραίων, απίστων Ελλήνων, Αρμενίων, Λατίνων, Βουλγάρων και διεφθαρμένων Σέρβων»

 

Πνευματική κίνηση

Η πνευματική και οικονομική παρουσία της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών στην ανάπτυξη της πόλεως ήταν σημαντική στο διάβα των αιώνων. Στην πόλη των Σερρών έζησε και δίδαξε η πιο σπουδαία προσωπικότητα του 16ου αιώνα, ο ραββίνος R.Joseph Taitagak. «Δάδα που φωτίζει τον κόσμο», αποκαλούσαν οι σύγχρονοι του τον Ραβίνο R.Joseph Τaitagak, που πέθανε στη Θεσσαλονίκη του 1565. Τον 16ο αιώνα και στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή έζησε στην πόλη των Σερρών και ο ραββίνος Salomon ha Chironi ο Σερραίος. Οι σύγχρονοι του τον παρομοίαζαν, για την όλη του λαμπρή παρουσία, με «Κέδρο του Λιβάνου». Επίσης στη συναγωγή των Σερρών δίδαξαν και λειτούργησαν οι ραββίνοι Yehouda ben Bolat, Eliaou Halevy και Salomon ben Mazaltov. Ξεχωριστή ήταν η παρουσία το 1515 του ραββίνου Tjoseph Firmon που ήταν διάσημος ως εξηγητής του Νόμου, ενώ ήταν και σπουδαίος ψάλτης, έγκυρος θεολόγος, λυρικός ποιητής και αριστοτελικός φιλόσοφος. Μαθητής του υπήρξε ο επίσης σημαντικός για την προσφορά του στην κοινότητα των Σερρών ραββίνος Salomon ha Cohen. Ο ραββίνος Tjoseph Firmon πέθανε στο Lepante το 1579. Η ραββινική έδρα των Σερρών υπηρετήθηκε και από τα μέλη της οικογένειας Miranta, των οποίων τα έργα υπάρχουν στις πιο σημαντικές βιβλιοθήκες των Yeschivoth στην Ανατολή. Ανάστημα της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών ήταν και ο πολύς Σάμουελ-χα-Κόεν, που έγινε ηγέτης του Εβραϊσμού αντικαθιστώντας τον Σάμουελ-ντε-Μεντίγα.

Στη συνοικία των «Σαράντα Oντάδων» έγραψαν τα σημαντικά έργα τους οι ραββίνοι Χαϊμ Αβραάμ Νταβίντ, Μορδοχάι Ασέο και Νισσίμ Μουσεϊρί, συγγραφείς των έργων Tiferet Adam, Hggid Mordekhai και Beer Mayim Hayyim αντίστοιχα.

Κατά τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα και στην αρχή του 19ου αιώνα τη ραββινική έδρα των Σερρών υπηρέτησαν οι ραββίνοι G.Rabbi Haim Abraham Stroussa, συγγραφέας του δίτομου έργου “Υερεκή Αωραηαμ” , G.R.Rabbi Haim Abraham ben David, ο Rabbi Simon ben Hasson, ο επονομαζόμενος και Rab ha Massid, ο ραββίνος Menahem ha Cohen ben Arbout, που, για την ευρυμάθειά του και τη μεγάλη του φήμη ως σοφού, προσκλήθηκε το 1863 στην Κωνσταντινούπολη από το σουλτάνο Abdul Aziz και το Μεγάλο βεζίρη Fuad Pacha μαζί με τους μεγάλους ραββίνους Palacci de Smyrne και Yakir Gueron, για να αποφασίσουν την αντικατάσταση του μεγάλου ραββίνου της βασιλεύουσας Jacob Avigdor.

Ένας τελευταίος της λαμπρής σειράς των σπουδαίων λειτουργών της ραββινικής έδρας των Σερρών είναι ο απόγονος του μεγάλου ραββίνου του 16ου αιώνα Rabbi Jacob ben Μadid, ο ραββίνος Samuel Raphael ben Hadid. Ο ραββίνος S.R.Hadid γεννήθηκε στην πόλη των Σερρών το 1813 και πέθανε σ’ αυτή το 1887. Μνημονευόταν σαν άνδρας με σπάνια ομορφιά. Ήταν μεγάλος ερμηνευτής του “Ταλμούδ”, σπουδαίος ιεροκήρυκας και ποιητής μεγάλης αξίας. Προικισμένος με εξαιρετική φωνή, όταν έψαλλε κατά τη διάρκεια των ιεροτελεστιών του Roch Hachana του Kippour και ιδιαίτερα κατά την τελευταία ημέρα της γιορτής της Σκηνοπηγίας, τη Simhath Thora , ελληνικές οικογένειες, αλλά και αρκετοί Μουσουλμάνοι μαζεύονταν έξω από τη συναγωγή, για να τον ακούνε. Κατά τη διάρκεια της γιορτής του Εξιλασμού και πριν από την προσευχή «Νεϊλά» γινόταν επιμνημόσυνη δέηση για όλους τους μεταστάντας των προσκαίρων. Αυτήν την ώρα, την ώρα του Kol Nibre , ειδικά στη συναγωγή των Σερρών με ιδιαίτερη επισημότητα διαβάζονταν τα ονόματα όλων των ραββίνων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην κοινότητα από τον 16ο αιώνα και εξής.

 

Εκπαίδευση

Πόλη των « Φιλανθρώπων και των Μαικηνών» χαρακτηρίζουν την πόλη των Σερρών οι εβραϊκής καταγωγής λόγιοι του 19ου αιώνα. Το 1839 η εβραϊκή κοινότητα των Σερρών, με συνολικό πληθυσμό 800 ατόμων, έχει μία συναγωγή, 20 Priests (ιεροψάλτες), 1 σχολείο με 2 δασκάλους και 74 μαθητές οικότροφους καθώς και άριστα οργανωμένη ταχυδρομική υπηρεσία. Νωρίτερα πάντως από το 1883 η κοινότητα, εξ αιτίας του υπερπληθυσμού της, έχει χωριστεί σε δύο τμήματα, αφού το 1881 ζουν στην πόλη των Σερρών 995 Εβραίοι, πληθυσμός που ήταν μάλλον αδύνατο να ζήσει στα περιορισμένα όρια της κοινότητάς τους μέσα στην πόλη.

Το 1883 ο δημοσιογράφος Γεώργιος Τσιάκας επισκέφθηκε την πόλη των Σερρών και σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στο «Ημερολόγιο της Ανατολής», σώζει την πληροφορία πως η εβραϊκή κοινότητα έχει δύο συναγωγές, « μία εν εκατέρα των συνοικιών». Η κάθε συνοικία έχει και το δικό της σχολείο. Η εβραϊκή κοινότητα των Σερρών φρόντιζε να διδαχθεί η πατρώα γλώσσα. Αξιοποιώντας σοφούς δασκάλους οργάνωσε τη διδασκαλία της εβραϊκής γλώσσας στους νέους γόνους. Η μαθητεία των νέων παιδιών στην πατρώα γραμματεία, αλλά και στην θύραθεν παιδεία εκείνα τα χρόνια γινόταν στις μεν εύπορες οικογένειες με την πρόσληψη ιδιωτικού δασκάλου, στις δε οικονομικά ασθενέστερες με τη φροντίδα της εβραϊκής κοινότητας. Από πολύ παλαιά υπήρχε στην κοινότητα των Σερρών ένα σχολείο (Hadarim) που αρέσκονταν οι Εβραίοι να το ονομάζουν με το αρχαίο όνομα «Melbar». Στο σχολείο αυτό γινόταν η διδασκαλία της Βίβλου, του Ισπανικού Judeo (σεφαραδίτικη γλώσσα ή αλλιώς Judeo-Espaniol), της αριθμητικής και βέβαια της ελληνικής γλώσσας, που ήταν απαραίτητη για τη συμβίωση των Εβραίων με τον περιβάλλοντα την κοινότητα τους ελληνικό πληθυσμό. Σπουδαίοι δάσκαλοι της εβραϊκής γραμματείας ήσαν ο Rabbi Jacob Passy, που δίδαξε τον 16ο αιώνα, ο Rabbi Nathan, o Rabbi Abraham Matalon, o Rabbi Meir Tchemino, o Rabbi Joseph Perahia, o Rabbi Jacob Passy, απόγονος του ομωνύμου σοφού ραββίνου του 16ου αιώνα, ο Rabbi Moche Amariglio, o Rabbi Haim Behar Abraham, o Rabbi Saltiel Aschkenazi και ο Hain Kabili.

Περί τα μέσα του 19ου αιώνα ιδρύθηκε στην εβραϊκή μητροπολιτική κοινότητα των Σερρών ένα σχολείο μεγάλων διαστάσεων, που περιβαλλόταν από κήπο, το Talmud Thora. Το σχολείο αυτό αντικατέστησε τη μέχρι τότε διαδεδομένη συνήθεια των πλουσίων Εβραίων να μαθαίνουν στα παιδιά τους τη θύραθεν παιδεία με την πρόσληψη ιδιωτικού παιδαγωγού. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Talmud Thora περιελάμβανε την εκμάθηση της εβραϊκής γλώσσας, τη σπουδή στη Βίβλο, την εκμάθηση του τυπικού των ιεροτελεστιών, τη μελέτη της εβραϊκής γραμματικής, τη γνώση της εβραϊκής ιστορίας, την εκμάθηση της τουρκικής, γαλλικής και ελληνικής γλώσσας.

Στο Talmud Thora δίδαξαν οι καθηγητές: M. Guardjella, Jacob Azaria, Jacob Ovadia, Mercado Banrudi, Salomon Counio, M.Dollmcin, Benjamin Hakim Mitrani, Jacgues Ashkenazzi και ο Ααρών Μπαρούχ στο σχολείο της νέας κοινότητας την περίοδο του μεσοπολέμου. Τα δύο σχολεία της εβραϊκής κοινότητας, ένα σε κάθε συνοικία, στις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν με την οικονομική υποστήριξη της βαρόνης Ed.de Rothschild. Το 1906-7 και οι δύο εβραϊκές κοινότητες αριθμούν 1.420 άτομα με δυο συναγωγές και δυο σχολεία, ένα σε κάθε κοινότητα.

Το 1901 στο σχολείο της εβραϊκής συνοικίας Σαράντα Οντάδες λειτούργησε η Σχολή Αλλιάνς (Alliance Israelite Universelle) με 145 μαθητές. Η σχολή αυτή διέκοψε τη λειτουργία της με επέμβαση των Βουλγάρων το 1912.

Οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων, της χριστιανικής και της εβραϊκής, ήσαν άριστες πριν και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά τη μαρτυρία της Άννας Τριανταφυλλίδου, την πρώτη ημέρα της γιορτής της Σκηνοπηγίας οι Χριστιανοί επισκέπτονταν τους φίλους τους στις εβραϊκές συνοικίες με δώρα. Στις αυλές των εβραϊκών σπιτιών στήνονταν κιόσκια (καμίσια), κατασκευασμένα με χλωρά καλάμια, στα οποία έμεναν οικογενειακώς οι Εβραίοι σε όλη τη διάρκεια της γιορτής της Σκηνοπηγίας, και σε αυτούς τους χώρους γινόταν η υποδοχή και το κέρασμα των καλεσμένων.

Ελάχιστα, είναι τα στοιχεία που ξέρουμε για τη διαρρύθμιση ενός εβραϊκού σπιτιού, που βρισκόταν στη συνοικία «Γιαχουτιλέρ Χαβλισή» . Γνωρίζουμε πως οι Εβραίοι που ζούσαν στη συνοικία “Σαράντα Οντάδες” (Γιαχουτιλέρ Χαβλισή), παρείχαν αβραμιαία φιλοξενία στους επισκέπτες τους, είχαν ιπποτικά ήθη, περήφανο βάδισμα και ήσαν εξόχως σχολαστικοί με την καθαριότητα. Στα σπίτια τους, πάνω και δεξιά της κεντρικής εισόδου, υπήρχε η «μεζουμά». Η «μεζουμά» ήταν ένα φυλακτό. Ήταν κατασκευασμένο αυτό το φυλακτό, από ένα μικρό κύλινδρο, περγαμινό, που πάνω του ήταν καλλιγραφικά γραμμένος ο στοίχος: «Ισραήλ άκουσε. Ένας είναι ο Κύριος και ο Θεός μας» (Δευτερ. 6, 6)

Όταν έσμιγαν για παιχνίδι Χριστιανόπουλα με Εβραιόπουλα ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια ήταν να αναπαραστήσουν, υποδυόμενα ρόλους σπουδαίων προσώπων, τη Μεγάλη Έξοδο των Εβραίων. Έτσι, πρόσωπα πολύ γνωστά για τα παιδιά, όπως ο Ιησούς του Ναυή, ο Μωϋσής, ο Ααρών, η Καλλιστώ, η προφήτισσα Μαρία έπαιρναν σάρκα και οστά, καθώς τα υποδύονταν τα μικρά Χριστιανόπουλα και Εβραιόπουλα στα παιχνίδια τους.

 

Εμπορική δραστηριότητα

Το εμπόριο του βάμβακος, που γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1860-1865), το εμπόριο του γλυκάνισου, του όπιου, των δημητριακών, καθώς και άλλων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, ήσαν το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας των σερραϊκής καταγωγής Εβραίων. Μερικά μέλη της κοινότητας διακρίθηκαν και ως γιατροί, φαρμακοποιοί και δικηγόροι. Οι αρχηγοί των μεγαλοαστικών οικογενειών της εβραϊκής κοινότητας ήσαν διαχειριστές της περιουσίας των Τούρκων Πασάδων που έζησαν στην πόλη των Σερρών. Έτσι, υπηρέτησαν ως διαχειριστές της περιουσίας των: Evrenos Μπέη, Yossout Pasha, Ismael Μπέη, Youssouf Μπέη, Alli Pacha Μπέη, Houloussi Μπέη, Akiel Μπέη, Chatik Μπέη, Hadji Μπέη, Zahir Μπέη, Chatir Μπέη, Oglose Μπέη, Ismail Μπέη και Hadji Μπέη οι οικογένειες των Εβραίων: Aron Ascaloni, Mercado Ascaloni, Avon Ovadia, Kara Yacco Ovadia, ενώ οι οικογένειες των: Yossephatchi Faraggi, Mouchonatchi Faraggi, Davitchon, Avramatchi Faraggi, Abraham Benruby, Josue Abravanel, Abraham Simantob και Lazare Aschkenazi ήλεγχαν το εμπόριο, τη διακίνηση του χρήματος μέσω πιστωτικών γραφείων.

Τα μέλη αυτών των οικογενειών κατείχαν αξιοζήλευτες θέσεις στη σερραϊκή κοινωνία, όπως ο Menahem Simantob, που ήταν πρόξενος του Ιταλικού Βασιλείου, ο Vital Moise Faraggi που ήταν δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της Γενικής Διευθύνσεως Καπνών της Οθωμανικής διοικήσεως, ο Μouchonachi Faraggi, που ήταν πρόξενος της Αυστροουγγαρίας, ο Behor Aschkenazi, που ήταν αυτοκρατορικός θησαυροφύλακας στη Νομαρχία Δράμας. Οι πρόγονοι αυτών των οικογενειών ήσαν γραμμένοι στα βιβλία ευγενικής καταγωγής των πόλεων της Καστίλης, του Αραγκόν και της Καταλονίας, της Ναβάρα και της Ανδαλουσίας. Οι απόγονοι αυτών των οικογενειών διατηρούσαν, παρά την παρακμή που ο χρόνος και τα ιστορικά γεγονότα μοιραία επιφέρουν την παλιά τους αρχοντιά.

Πηγή πλούτου και αιτία ευημερίας για την εβραϊκή κοινότητα ήταν η ετήσια εμποροπανήγυρη των Σερρών . Περί τα τέλη Μαρτίου και στις αρχές του Απριλίου στην πόλη των Σερρών, όπως μαρτυρεί ο Μ.Κόβο, έρχονταν πραματευτές και εμπορικές κομπανίες από τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Αλβανία, τη Βλαχία, τη Μολδαβία, τη Θεσσαλία, την Αυστροουγγαρία και αρκετές φορές και από τη Ρωσία, για να πουλήσουν τα προϊόντα του. Η μεταπώληση και αγορά αγροτικών προϊόντων, αλόγων, δερμάτων, μπαχαρικών, χρωματικών ουσιών, μεταξωτών, βαμβακερών, μάλλινων υφασμάτων, όπλων, καθώς και κρασιού και ρωσικού χαβιαριού ήσαν μερικά από τα προϊόντα που διακινούνταν στο σερραϊκό παζάρι, που γνώρισε ημέρες δόξας ανάμεσα στα έτη 1860 και 1870. Στην ετήσια αυτή εμποροπανήγυρη οι Εβραίοι έμποροι είχαν δύο θέσεις για τη διακίνηση τον προϊόντων τους που ονόμαζαν Kerevan hani viejo (παλιά αγορά) και Kerevan hani nuevo (νέα αγορά).

Αυτή την εποχή στην πόλη των Σερρών η εβραϊκή κοινότητα έχει περί τα 1.000 μέλη. Η εμπορική ακμή των Σερρών προσελκύει τους μεγαλοαστούς της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης, που μεταφέρουν στην πόλη μέρος από τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Ο εμπορικός οίκος της οικογένειας Ghedalia Errera φτιάχνει καταστήματα πωλήσεως ψιλικών, οι φίρμες Franes και Scialom διαθέτουν φαρμακευτικά προϊόντα, οι Bensussan και Simha ιδρύουν εργοστάσια και ο οίκος Florentin ιδρύει πιστωτικό κατάστημα. Η είσοδος των Θεσσαλονικέων εμπόρων προκαλεί μια ανάλογη έξοδο από την πόλη των Σερρών προς την περιφέρεια για εμπορικές δραστηριότητες μεγάλων οικογενειών. Περί το 1870 μετακινούνται προς το Νευροκόπι, την Ξάνθη, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα και αλλά αστικά κέντρα οι οικογένειες των Benveniste, Michael, Ovadia, Daniel, Simantob κτλ. Στο τέλος του 19ου αιώνα οι οικογένειες των Elie Cougno, Abraham Cougno και Chedalia Cougho κυριαρχούσαν στο εμπόριο υφασμάτων. Οι οικογένειες Behoratchis Benveniste, Mosche Bourla, Lazare Aschenazzi και Jacob Ovadia διακρίθηκαν ως δικηγόροι.

Το ιατρικό επάγγελμα άσκησαν με μεγάλη ευσυνειδησία και φιλάνθρωπα αισθήματα οι οικογένειες των Abraham Benruby, Moise Benruby, Vital Benruby και Amon de Medonsa, που ήσαν Αμερικανοί πολίτες. Ο Amon de Medonsa ήταν πρόξενος της Βουλγαρίας. Φαρμακοποιοί μεγάλης φήμης ήσαν τα μέλη των οικογενειών Juda Cohen, Josue Yeschoua, ενώ οι οικογένειες των Aboulafia, Samuel Ascaloni και Haim Florentin ήσαν ταμίες του οθωμανικού κράτους. Ο εβραϊκής καταγωγής Σερραίος Vital Haim Faraggi ήταν δικηγόρος και γερουσιαστής. Η εβραϊκή κοινότητα των Σερρών τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα κερδίζει σε αίγλη, καθώς μέλη της γίνονται ο Moise Effenti Albala, δικαστής, πρόεδρος πρωτοδικείου, οι στρατιωτικοί γιατροί Haim και Bahar Souroujon, καθώς και ο κτηνίατρος Jacob Effendi Behar.

Παρά το γεγονός της υπάρξεως αυτών των σπουδαίων οικογενειών ο περισσότερος πληθυσμός της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβιώσεως, τα οποία η εβραϊκή κοινότητα προσπαθούσε να θεραπεύσει, όταν οξύνονταν με τη φιλανθρωπία. Τα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μικρής οικονομικής επιφάνειας Εβραίοι ήσαν το επάγγελμα του παλαιοπώλη, της πλύστρας, του χαμάλη, του υπηρέτη, της παραμάνας Οι φτωχοί Εβραίοι των Σερρών απέφευγαν, όσο τους ήταν δυνατό, την κοινοτική βοήθεια την οποία θεωρούσαν ταπεινωτική. Η βοήθεια που δέχονταν οι φτωχοί Εβραίοι των Σερρών, χωρίς να αισθάνονται ταπεινωμένοι, ήταν η βοήθεια από τους μαικήνες και φιλανθρώπους ο σπουδαιότερος των οποίων ήταν ο Josephatchi faraggi, παππούς του γερουσιαστή Vital Faraggi. O J.Faraggi ήταν ένας εξόχως διακριτικός άνθρωπος. Το φιλανθρωπικό του έργο απάλυνε τη δυστυχία των ομοθρήσκων του, χωρίς να τους προκαλεί αισθήματα ταπεινώσεως.

Ο εβραϊκής καταγωγής Σερραίος περιγράφεται από τον Μ.Κόβο ως καλός σύζυγος, στοργικός πατέρας, γενναιόδωρος, ευγενικός, προνοητικός, νηφάλιος, εξυπηρετικός και κυρίως φιλόξενος. Είναι ευλαβής, χωρίς θρησκευτικούς φανατισμούς, αυστηρός και συντηρητικός όπου πρέπει, ανεκτικός προς τους συνάνθρωπους του, αγαπάει τον τόπο του και είναι πιστός στις φιλίες του.

 

Πολιτιστική δραστηριότητα

Το θέατρο και ο κινηματογράφος ήσαν χώροι όπου τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας έδειξαν μια δυναμική πρωτοπορία. Ο Μεναχέμ Σιμαντώβ, στο σπίτι του οποίου στεγάστηκε το Ιταλικό Προξενείο, οι Αζαρία Οβαδία και Σαμουέλ Καμπυλή ήσαν αυτοί που διέπρεψαν εισάγοντας στη ζωή των Σερραίων τον κινηματογράφο.

Η αρχαία εβραϊκή κοινότητα των Σερρών, πριν από το 1913, είχε ένα ευκτήριο οίκο, που λειτουργούσε σαν νοσοκομείο, το Bikour Holim. Το Ίδρυμα αυτό είχε τους γιατρούς του, τον φαρμακοποιό του και εξασφάλιζε στους φτωχούς τη στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και το καθημερινό τους συσσίτιο. Η Εβραϊκή κοινότητα είχε τρεις θρησκευτικές αδελφότητες τη Λεβαγιά, Ροχτσά και Κβαρίμ, που φρόντιζαν για την τάξη και την εφαρμογή του τυπικού κατά την εξόδιο τελετή. Τα μέλη αυτών των αδελφοτήτων υπαγόταν σε μια ευρύτερη επιτροπή την Ιερή Επιτροπή (Χεβρά Καντισά) Ειδοποιημένες οι αδελφότητες από τους οικείους μετά την εκπνοή του ανθρώπου, έλουζαν το νεκρό και τύλιγαν τα σώμα του σε αρωματικά σινδόνια. Αυτών των αδελφοτήτων μέλη ήσαν οι μοιρολογητές, οι νεκροφόροι, καθώς και αυτοί που φρόντιζαν για την ταφή. Τα μέλη αυτών των αδελφοτήτων παρακολουθούσαν ανελλιπώς και με κατάνυξη όλες της θρησκευτικές γιορτές, μάθαιναν τους ψαλμούς και βοηθούσαν το «Σοχέτ», που ήταν ο υπεύθυνος ελεγκτής των σφαγείων της κοινότητας. Ο “Σοχέτ” ήταν παρών κατά τη σφαγή των ζώων στο εβραϊκό σφαγείο. Έκρινε και τελικά ενέκρινε την καταλληλότητα του κρέατος, αφού η κοινότητα, είχε τα επιτρεπόμενα φαγητά «Κασέρ» (Κρέατα από δίχηλο ζώο) και τα απαγορευμένα φαγητά «Ταρέφ» (χοιρινό κρέας, ορισμένα θηράματα). Τα μέλη των θρησκευτικών αδελφοτήτων παρακολουθούσαν με επιμέλεια όλες της θρησκευτικές συνάξεις και δεν ασχολούνταν με τα εγκόσμια. Στην εβραϊκή κοινότητα των Σερρών περί τα μέσα του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα πολιτιστικό κίνημα με το όνομα «Los Vente y dos». Μέλη, αυτού του πολιτιστικού κινήματος, ήταν νέοι των μεγαλοαστικών εβραϊκών οικογενειών, που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων. Οι σύλλογοι : Φίλοι της παιδείας, Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Σύλλογος Κορασίδων, Εταιρεία Αγαθοεργιών είχαν μέλη και από τις δυο εβραϊκές κοινότητες, λειτουργώντας έτσι και ως συνδετικός κρίκος για όλη την εβραϊκή οικογένεια. Οι νεαροί αστοί είχαν δημιουργήσει και ένα καφενείο, που ήταν μόνο για την Ελίτ της Εβραϊκής κοινότητας. Η Εβραϊκή ένωση «Φίλοι της Προόδου», που την αποτελούσαν φιλοπρόοδα μέλη και των δύο εβραϊκών συνοικιών, οργάνωνε γιορτές στην πόλη των Σερρών με φιλανθρωπικούς στόχους σε ισπανοεβραϊκή διάλεκτο αρκετά πριν την καταστροφή του 1913, συγκεκριμένα το 1906.

 

Νεότερα χρόνια

Η ζωή των μελών της εβραϊκής κοινότητας μπήκε σε δοκιμασία με την εμφάνιση του Βουλγαρικού στρατού στην πόλη των Σερρών. Διώξεις και δημεύσεις των περιουσιών τους ανάγκασαν τους πιο εύπορους να εγκαταλείψουν την πόλη και να ζητήσουν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη μετά τη λεηλασία του αρχοντικού του M.Haim Florentin που υπήρξε και θησαυροφύλακας του τουρκικού κράτους. Στις 28 Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι πυρπολούν την πόλη των Σερρών. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι εμπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού αντικρίζει τα ερείπια της κάποτε οικονομικά ακμαίας και πολυάνθρωπης πόλεως. Η αρχαία συνοικία των Εβραίων έχει καεί. Η συναγωγή, η πλούσια βιβλιοθήκη, το σχολείο, το νοσοκομείο, οι ευκτήριοι οίκοι, καθώς και τα αρχοντικά των Εβραίων έχουν γίνει παρανάλωμα της φωτιάς. Μετά την πυρπόληση της πόλεως οι Εβραίοι των Σερρών βρήκαν καταφύγιο στις εβραϊκές κοινότητες της ευρύτερης περιοχής. Οι κοινότητες της Σιλίστριας, της Σόφιας, του Νευροκόπιου, της Γιάμπολη, της Δράμας, της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης πρόσφεραν στέγη και παρηγοριά στους κατεστραμμένους οικονομικά Εβραίους των Σερρών. Μετά την καταστροφή της πόλεως το 1913 το κέντρο βάρους της εβραϊκής δραστηριότητας μεταφέρθηκε στην εκτός των τειχών συνοικία, τα γνωστά ως Εβραίικα, όπου σώζεται και το κάποτε ακμαίο δημοτικό τους σχολείο, στο οποίο σήμερα στεγάζονται το 6ο και 16ο Δημοτικά Σχολεία των Σερρών. Εδώ μετέφερε την έδρα της και η σχολή Alliance Israelite Universelle που λειτούργησε έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η ζωή στην πόλη των Σερρών μετά την καταστροφή του 1913, αργά, αλλά σταθερά βρίσκει το ρυθμό της. Το 1915, 1916 και 1917 οργανώνονται γιορτές στο σχολείο της κοινότητας με στόχο τα έσοδα από την ψυχαγωγία των μελών της κοινότητας να διατεθούν για την ενίσχυση των απόρων μαθητών.

Η αγριότητα της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής το 1917 ανάγκασε αρκετούς Εβραίους να εγκαταλείψουν τη γενέθλια πόλη και να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη. Οι εναπομείναντες εξακολουθούν να ελπίζουν σε καλύτερες μέρες και οργανώνουν τη ζωή τους προσθέτοντας στη σκληρότητα της καθημερινότητας το ευχάριστο προϊόν καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Οργανώνονται σχολικές γιορτές, σε ισπανοεβραϊκή γλώσσα, με στόχο τα έσοδα να διατεθούν για ενίσχυση των άπορων μελών της εβραϊκής κοινότητας των Σερρών. Στο διάστημα του μεσοπολέμου στην πόλη δραστηριοποιούνται πολιτιστικά δυο Εβραϊκές αδελφότητες, η «Μπικούμ Χουλίμ» και η «Φρατιρνίτε».

 

Δοκιμασία και ολοκαύτωμα

Την άνοιξη του 1941 οι Βούλγαροι μπαίνουν στην πόλη των Σερρών. Η Εβραϊκή κοινότητα καλείται από τους κατακτητές να αλλάξει εθνικότητα. « Στην Ελλάδα γεννηθήκαμε. Η Ελλάδα είναι η γη των πατέρων μας. Είμαστε Έλληνες! Δεν αλλάζουμε την Εθνικότητά μας για κανένα λόγο, με καμιά αμοιβή» ήταν η απάντηση, κατά μαρτυρία Σερραίων που είχαν σχέσεις με το Εβραϊκό Συμβούλιο. Μετά την περήφανη αυτή άρνηση, οι Εβραίοι των Σερρών, υποχρεώνονται σε γενική πληθυσμιακή απογραφή, προσκομίζοντας στις βουλγαρικές αρχές, την ταυτότητά τους και φωτογραφία.

Οι εβραϊκής καταγωγής Σερραίοι, υποχρεώνονται να φοράνε την πεντάλφα και να φέρουν, πάντα μαζί τους, τη νέα τους ταυτότητά, που είχε χρώμα κίτρινο και έγραφε με ελληνικά και βουλγαρικά γράμματα, ότι ήταν Εβραίοι. Στην εξώθυρα των σπιτιών τους είχε αναρτηθεί ειδική ένδειξη με τη φράση «εβραϊκό σπίτι». Η παρακολούθηση της ζωής τους κράτησε έως και τη φοβερή νύχτα της 3ης προς την 4η Μαρτίου του 1943.

Αυτή τη νύχτα και σε εφαρμογή της συμφωνίας της 22ας Φεβρουαρίου του 1943 που υπέγραψαν Γερμανοί και Βούλγαροι «…για εκτοπισμό των πρώτων 20.000 Εβραίων από τις νεοαποκτηθείσες χώρες της Θράκης και της Μακεδονίας», δόθηκε η διαταγή της σύλληψης των Ελληνοεβραίων, που ζούσαν στα Σέρρας, τη Δράμα, την Καβάλα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη. Από το απόγευμα της 3ης Μαρτίου, στην εβραϊκή συνοικία, στάθηκε μπροστά σε κάθε πόρτα, με την ένδειξη «εβραϊκό σπίτι», ένας Βούλγαρος στρατιώτης. Οι δρόμοι της πόλης είχαν φωταγωγηθεί, για να μη μπορεί κανείς να δραπετέψει προφυλαγμένος απ΄ το σκοτάδι, ενώ, πολυβόλα είχαν στηθεί στις πλατείες της συνοικίας. Η νύχτα σκέπασε την πόλη, ο φόβος τη συνοικία των εβραίων. Τα μεσάνυχτα, άγριες φωνές ξύπνησαν τους Εβραίους, που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, και τους διέταξαν να ετοιμασθούν. Ο χρόνος που τους δινόταν για την ετοιμασία τους ήταν δέκα πέντε λεπτά, «πετνάσι μινούτ» ήταν η κραυγή που τρυπούσε τ’ αυτιά τους.

Κάτω από το κράτος του τρόμου, της συγχύσεως και της απελπισίας 476 δημότες της πόλης των Σερρών, εβραϊκής καταγωγής, συγκεντρώθηκαν με τη γνωστή στους Σερραίους βουλγαρική βία, στους δρόμους και στην μεγάλη πλατεία της συνοικίας. Παιδιά, γυναίκες, γέροι και άνδρες, ντυμένοι με ό,τι πρόχειρο μπόρεσαν να βρουν εκείνη τη φοβερή ώρα, που η προσβολή της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν απόλυτη, έσυραν τα βήματα τους προς το άγνωστο. Το χάραμα τους βρήκε στοιβαγμένους και απελπισμένους στις αίθουσες του καπνομάγαζου, που είναι πίσω από το σπίτι του Μαρούλη και απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη. Το πρωί, οι Σερραίοι έμαθαν τι είχε γίνει τη φοβερή νύχτα που πέρασε. Προσπάθησαν να πλησιάσουν το χώρο, όπου ήσαν φυλακισμένοι οι συμπολίτες τους. Οι διαταγές ήσαν αυστηρές. Δεν πλησιάζει κανείς. Οι Βούλγαροι, με μυστικότητα, μετά από κράτηση μιας εβδομάδας μέσα στο καπνομάγαζο, μεταφέρουν τους νηστικούς και διψασμένους Σερραίους, εβραϊκής καταγωγής, στο σιδηροδρομικό σταθμό των Σερρών.

Η είδηση, πως οι Βούλγαροι πηγαίνουν τους Εβραίους στο σταθμό των τρένων μέσα από τους κήπους, που κάποτε περιέβαλλαν την πόλη των Σερρών, διαδόθηκε με ταχύτητα αστραπής. Οι Σερραίοι, διωγμένοι από τις λόγχες των στρατιωτών, ακολουθούσαν από μακριά τη φάλαγγα, που τη συγκροτούσαν άνθρωποι απελπισμένοι, άνθρωποι, που λίγες ώρες πριν ήσαν γελαστοί και αισιόδοξοι για το αύριο, αγαπημένοι τους φίλοι και γείτονες. Πετούσαν από μακριά, αφού δεν είχαν άλλη δυνατότητα, ψωμί και ρούχα προς τους φίλους τους. Στο σταθμό, οι εβραϊκής καταγωγής Σερραίοι, φορτώθηκαν σε βαγόνια μαζί με 19 ομόθρησκούς τους από τη Ζίχνη και ξεκίνησαν 495 ψυχές, που ανήκαν σε 116 οικογένειες, για το μεγάλο και χωρίς επιστροφή ταξίδι τους προς τα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Φορτωμένοι σαν κτήνη σε τρένα έφτασαν, μαζί με όλους τους Ελληνοεβραίους της Θράκης και της Μακεδονίας, στα στρατόπεδα Γκόρνα Τζουμαγιά και Ντούμπιτσα και στις 18 -19 Μαρτίου κατέληξαν στη Σόφια για την τελευταία καταμέτρηση. Από τη Σόφια ταξίδεψαν προς το παραδουνάβιο βουλγαρικό λιμάνι της πόλης Λομ. Μετά από παραμονή 24 ωρών σε πρόχειρους καταυλισμούς στο λιμάνι Λομ, φορτώθηκαν σε τέσσερα πλοία και αναχώρησαν, σε διαφορετικές ημερομηνίες, για τη Βιέννη. Η μεταφορά τους προς τη Βιέννη με ποταμόπλοια, είχε προαποφασισθεί στη σύσκεψη Βουλγάρων και Γερμανών στις 22 Φεβρουαρίου του 1943. Στις 20 Μαρτίου αναχώρησαν τα πλοία «Kara G’orgi» και «Voivoda Mishich», ενώ την επόμενη ημέρα απέπλευσαν τα πλοία «Saturnus» και «Tsar Dushan»..

Τι τελικά απέγιναν, οι εβραϊκής καταγωγής, Σερραίοι δημότες; Επιβιβάσθηκαν, κατά τραγική ειρωνεία στο πλοίο «Tsar Dushan»; Έφτασαν στο τέλος του ταξιδιού που τους προόρισαν οι Γερμανοί, ή ποντίσθηκαν στα παγωμένα νερά του Δούναβη, όπως θέλει η ισχυρή γενική πεποίθηση, που επικρατεί στα Σέρρας; Η ιστορικός Vicky Tamir δέχεται τον πνιγμό, ως την αιτία που κανείς Εβραίος από τη Μακεδονία και τη Θράκη, δε σώθηκε από τη φοβερή αυτή δοκιμασία. Την άποψη αυτή στηρίζουν και οι ιστορικοί Hagen Fleischer και ο Martin Cilbert στα βιβλία τους «Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης» και «Atlas of the Holocaust» αντίστοιχα.

Όμως, η εκδοχή πως οι Σερραίοι εβραϊκής καταγωγής πνίγηκαν στα παγωμένα νερά του Δούναβη, διασκεδάζεται από τον Β. Ριτζαλέο, που υποστηρίζει τεκμηριωμένα, πως η φήμη αυτή δεν έχει αξιόπιστες βάσεις. Ενδεχομένως, η βύθιση ενός πλοίου, ασφαλώς μικρότερου απ’ αυτά που μετέφεραν τον κύριο όγκο των Εβραίων στη Βιέννη, να ευθύνεται, κατά τον ιστορικό Gilbert, για την εδραίωση της φήμης, πως όλοι οι Ελληνοεβραίοι της Μακεδονίας και της Θράκης, πνίγηκαν στο Δούναβη. Όμως, η αλήθεια είναι, πως οι εβραϊκής καταγωγής Σερραίοι, μαζί με όλους τους Ελληνοεβραίους της Ανατολικής Μακεδονίας, έφτασαν στις 31 Μαρτίου του 1943 στη Βιέννη, πιθανότατα με το πλοίο «Tsar Dushan». Από τη Βιέννη, με τραίνα, μεταφέρθηκαν στο Κάτοβιτς της Πολωνίας και εκεί 1.096 οικογένειες, στο πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος των Ναζί για την «οριστική λύση του εβραϊκού ζητήματος στην Ευρώπη», που αποφασίσθηκε τον Ιανουάριο του 1942 στη διάσκεψη της Wannsee, εξοντώθηκαν. Από το σύνολο, της κάποτε ακμαίας εβραϊκής κοινότητας των Σερρών, δε γλίτωσαν παρά τρεις μόνο άνθρωποι, που για διαφόρους λόγους απουσίαζαν από την πόλη, εκείνη τη φοβερή νύχτα του Μάρτη του 1943. Με ιστορική παρουσία επτακοσίων χρόνων, μια οικονομικά ακμαία, δημιουργικά πολιτιστική και πολυάνθρωποι κοινότητα, η σερραϊκή εβραϊκή κοινότητα, έπαψε να υπάρχει από τη νύχτα της 3ης - 4ης Μαρτίου του 1943.

Η εργασία αυτή στηρίχθηκε στις παρακάτω μελέτες.

  • Βακαλόπουλου Κωνσταντίνου Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης 1796-1840, Μακεδονικά,τομ.16,1976.
  • Βουζούκα Νίκου Η γενοκτονία των Εβραίων στα στρατόπεδα Θανάτου Άουσβιτς Νταχάου, Σέρρες, 1966.
  • Καραναστάση Τάσου Ένας Νεομάρτυρας στις Σέρρες του Β΄μισού του 15 αιώνος, ο Άγιος Ιωάννης ο Σερραίος και η ακολουθία του, ποίημα του Μεγάλου Ρήτορος Μανουήλ Κορινθίου, Βυζαντινά,τομ.16,1991,σημ,71.
  • Ιδίου Σχόλια στη χρονογραφία του Παπασυναδίνου. Αυτόνομη εργασία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του P.Odorico Αναμνήσεις και Συμβουλές του Συναδινού ιερέα Σερρών, Association Pierre Belon
  • Κόντογλου Κωνσταντίνου Εγχειρίδιον Εβραϊκής Αρχαιολογίας,Αθήνα,1844.
  • Μοσχόπουλου Νικηφόρου Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή,Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών, τομ.15,1939.
  • Νικολάου Νίκου Η Εβραϊκή Παρουσία στα Σέρρας, περιοδικό, Χρονικά, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, Δεκέμβριος 1985
  • Ιδίου Νίκου Νικολάου, Σκαπανείς της Ιστοριογραφίας και προβλήματα της ιστορίας των Σερρών, Θεσσαλονίκη,1964.
  • Παπαστρατή Θρασύβουλου Οι Εβραίοι της Κωνσταντινουπόλεως, Χρονικά. Περιοδική έκδοση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος,1999.
  • Ιδίου Οι Εβραίοι των Σερρών, περιοδικό Συλλογές,τευχ.182,1999. Πέννα Πέτρου Η χρονογραφία του Παπασυναδινού, Σερραϊκά Χρονικά, τευχ. Α, Αθήνα,1938 Ιδίου Ιστορία των Σερρών, Αθήνα, 1966
  • Πετμεζά Σωκράτη Οι Σέρρες και η περιοχή τους υπό τους Οθωμανούς Αυτόνομη εργασία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του P.Odorico Αναμνήσεις και Συμβουλές του Συναδινού ιερέα Σερρών, Association Pierre Belon
  • Ιδίου Έρευνες σχετικά με το δημογραφικό και το οικιστικό πλέγμα της περιοχής των Σερρών κατά το Δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο αιώνα, Δήμος Σερρών, Πρακτικά Συνεδρίου «Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη Μεταβυζαντινή κοινωνία», τομ.Α,1993.
  • Ριτζαλέου Βασίλη Το τέλος των εβραϊκών κοινοτήτων στη Βουλγαρική ζώνη Κατοχής, Χρονικά. Περιοδική έκδοση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, Ιούλιος-Αύγουστος,1999.
  • Τριανταφυλλίδου Άννα Άλλοι Καιροί, Μακεδονικά Χρονογραφήματα,Αθήνα,1958.
  • Τζανακάρη Βασίλη Στοιχεία για τους Εβραίους των Σερρών στο Περιοδικό «ΓΙΑΤΙ» στα τεύχη 95,122,124,152,και στο τεύχος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 1997.
  • Ιδίου Τα Σέρρας του πολέμου της κατοχής και της αντίστασης, Έκδοση περιοδικού, ΓΙΑΤΙ,1998.
  • Χρονικά. Περιοδική έκδοση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος Αφιέρωμα στον Ελληνικό Εβραϊσμό, Νοέμβριος 1983.
  • ALLIANCE ISRAELITE UNIVERSELLE Έκδοση Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου.
  • Mercato Covo Apercu Historiquesur la communaute israelite de serres CENTRE DE RECHERCHES SUR LE JUDAISME DE SALONIQUE Tel-Aviv 5722 - 1962.

    Ευχαριστώ το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, που έθεσε υπ όψιν μου τη σπουδαία αυτή πηγή πληροφοριών για την Εβραϊκή Κοινότητα των Σερρών .

    Ευχαριστώ την κ. Ζανέτ Μπαττίνου, επιμελήτρια του Εβραϊκού Μουσείου, για τις πολύτιμες της διευκρινήσεις και την κ. Παπαφράγκου Χριστίνα που μετέφρασε το κείμενο του Μ. Κόβο.




Source: https://serrelib.gr/

 

 


Οι Ασκενάζι είναι μια ευρωπαϊκή εβραϊκή διασπορά της οποίας οι κοινότητες εντοπίζονται στη Γερμανία και τη Γαλλία και αργότερα στη μετανάστευση προς την Πολωνία και τις σλαβικές χώρες προς ανατολάς. Λόγω των παραδοσιακών πρακτικών του γάμου και του διαχωρισμού από τους γύρω πολιτισμούς, ο εβραϊκός πληθυσμός Ασκενάζι είναι γενετικά πολύ δεμένος. Λόγω των διωγμών, των γενοκτονιών και της καταστροφής του Ολοκαυτώματος, οι Εβραίοι Ασκενάζι έχουν μεταναστεύσει σε ολόκληρο τον κόσμο, με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στις Η.Π.Α. και το Ισραήλ και σε σημαντικούς πληθυσμούς στην Αμερική, την πρώην Σοβιετική Ένωση, στη Νότια Αφρική και την Αυστραλία. Ο εβραϊκός πολιτισμός δίνει έμφαση στη μάθηση, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί - ενώ οι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν μόνο το 0,2% του παγκόσμιου πληθυσμού - περίπου το ένα τέταρτο όλων των νικητών του Βραβείου Νόμπελ είναι Εβραίοι.

Source: www.myheritage.gr

 

 

 

 

 

 

Friday, May 14, 2021

Imposing by law
the extended Nicene orthodoxy /

Επιβολή μέσω νόμου
της επεκταμένης Νικαϊκής ορθοδοξίας

 

 

Gregory of Nazianzus takes his leave of the emperor Theodosius. *


 

 

Έδικτο της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη, 380):

IMPPP. GR(ATI)IANUS, VAL(ENTINI)ANUS ET THE(O)D(OSIUS) AAA. EDICTUM AD POPULUM VRB(IS) CONSTANTINOP(OLITANAE).

Cunctos populos, quos clementiae nostrae regit temperamentum, in tali volumus religione versari, quam divinum Petrum apostolum tradidisse Romanis religio usque ad nunc ab ipso insinuata declarat quamque pontificem Damasum sequi claret et Petrum Aleksandriae episcopum virum apostolicae sanctitatis, hoc est, ut secundum apostolicam disciplinam evangelicamque doctrinam patris et filii et spiritus sancti unam deitatem sub pari maiestate et sub pia trinitate credamus. Hanc legem sequentes Christianorum catholicorum nomen iubemus amplecti, reliquos vero dementes vesanosque iudicantes haeretici dogmatis infamiam sustinere ‘nec conciliabula eorum ecclesiarum nomen accipere’, divina primum vindicta, post etiam motus nostri, quem ex caelesti arbitro sumpserimus, ultione plectendos.

DAT. III Kal. Mar. THESSAL(ONICAE) GR(ATI)ANO A. V ET THEOD(OSIO) A. I CONSS.


EMPERORS GRATIAN, VALENTINIAN AND THEODOSIUS AUGUSTI. EDICT TO THE PEOPLE OF CONSTANTINOPLE.
It is our desire that all the various nations which are subject to our Clemency and Moderation, should continue to profess that religion which was delivered to the Romans by the divine Apostle Peter, as it has been preserved by faithful tradition, and which is now professed by the Pontiff Damasus and by Peter, Bishop of Alexandria, a man of apostolic holiness. According to the apostolic teaching and the doctrine of the Gospel, let us believe in the one deity of the Father and of the Son and of the Holy Spirit, in equal majesty and in a holy Trinity. We order the followers of this law to embrace the name of Catholic Christians; but as for the others, since, in our judgment they are foolish madmen, we decree that they shall be branded with the ignominious name of heretics, and shall not presume to give to their conventicles the name of churches. They will suffer in the first place the chastisement of the divine condemnation and in the second the punishment of our authority which in accordance with the will of Heaven we shall decide to inflict.
GIVEN IN THESSALONICA ON THE THIRD DAY FROM THE CALENDS OF MARCH, DURING THE FIFTH CONSULATE OF GRATIAN AUGUSTUS AND FIRST OF THEODOSIUS AUGUSTUS


ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, ΟΥΑΛΕΝΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΙ. ΕΔΙΚΤΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.
Είναι επιθυμία μας ότι όλα τα διάφορα έθνη, τα οποία υπόκεινται στην επιείκεια και μετριοπάθεια μας, θα πρέπει να συνεχίσουν να πρεσβεύουν ότι η θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον θείο Απόστολο Πέτρο, όπως έχει διατηρηθεί από την θεία παράδοση, και η οποία τώρα ομολογείται από τον Ποντίφικα Δάμασο και τον Πέτρο, Επίσκοπο της Αλεξάνδρειας, ενός ανθρώπου αποστολικής αγιότητας. Σύμφωνα με την αποστολική διδασκαλία και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, ας πιστεύουμε στην μία θεότητα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ίσου μεγαλείου και σε ιερή τριάδα. Θα επιτρέψουμε στους τηρητές αυτού του νόμου να φέρουν τον τίτλο του Καθολικού Χριστιανού. Αλλά και για τους άλλους, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μας είναι ανόητοι τρελοί, διατάσσουμε ότι πρέπει να στιγματίζονται με το ατιμωτικό όνομα των αιρετικών, και δεν θα τολμούν να δίνουν στις παρασυναγωγές τους το όνομα των εκκλησιών. Θα υποφέρουν καταρχήν την τιμωρία της θείας καταδίκης και κατόπιν την τιμωρία της εξουσίας μας, την οποία θα επιβάλουμε σύμφωνα με τη θέληση του Ουρανού.
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΕΝΔΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΤΙΑΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Codex Theodosianus, xvi.1.2

Πηγή: Βικιπαίδεια, Έδικτο της Θεσσαλονίκης.

 






* William Kenneth Boyd,
The Ecclesiastical Edicts of the Theodosian Code
,
Columbia University Press 1905, pp. 42-47.
 

Wednesday, May 5, 2021

Roman Montero's collection of quotations
from ante-Nicene Church Fathers
& their (non-)orthodoxy /

Ρόμαν Μοντέρο:
Η συλλογή αποσπασμάτων
προνικαϊκών εκκλησιαστικών πατέρων
& η (αν-)ορθοδοξία τους

 

 


What follows will be a series of quotations from ante-Nicene Church Fathers that are directly about Christology and Theology proper. My contention is that none of these Fathers could be considered orthodox by later trinitarian standards, and all of them posit things that put them squarely in the ontological subordinationist Christological camp, and a broadly unitarian Theology proper.

To begin with, we have Justin Martyr:

I shall attempt to persuade you, since you have understood the Scriptures, [of the truth] of what I say, that there is, and that there is said to be, another God and Lord subject to the Maker of all things; who is also called an Angel, because He announces to men whatsoever the Maker of all things— above whom there is no other God — wishes to announce to them. (Dialogue with Trypho, 56)

Justin goes on to explain that this “other God” is the angel who appeared to some of the characters in the Hebrew Bible as God (the creator)’s representative. And he Identifies that other god with “The Word”, or “Wisdom”:

I shall give you another testimony, my friends, from the Scriptures, that God begot before all creatures a Beginning, [who was] a certain rational power [proceeding] from Himself, who is called by the Holy Spirit, now the Glory of the Lord, now the Son, again Wisdom, again an Angel, then God, and then Lord and Logos; and on another occasion He calls Himself Captain (Dialogue with Trypho, 61)

. . .

But this Offspring, which was truly brought forth from the Father, was with the Father before all the creatures, and the Father communed with Him; even as the Scripture by Solomon has made clear, that He whom Solomon calls Wisdom, was begotten as a Beginning before all His creatures and as Offspring by God (Dialogue with Trypho, 62)

So, Justin Identifies Christ (The Logos) as Wisdom, the Word, another god, and an Angel, subject to the maker of all things. In chapter 61, Justin he explicitly identifies this individual with Wisdom of Proverbs 8. Justin Martyr thought of the Logos as a different god than the creator, and he thought of the Logos as subject to the creator God, and as the first born, and in fact, first made of creation (as it says in Proverbs 8). We also have Tatian:

God was in the beginning; but the beginning, we have been taught, is the power of the Logos. For the Lord of the universe, who is Himself the necessary ground (ὑπόστασις) of all being, inasmuch as no creature was yet in existence, was alone; but inasmuch as He was all power, Himself the necessary ground of things visible and invisible, with Him were all things; with Him, by Logos-power (διὰ λογικῆς δυνάμεως), the Logos Himself also, who was in Him, subsists. And by His simple will the Logos springs forth; and the Logos, not coming forth in vain, becomes the first-begotten work of the Father. Him (the Logos) we know to be the beginning of the world. But He came into being by participation, not by abscission; for what is cut off is separated from the original substance, but that which comes by participation, making its choice of function, does not render him deficient from whom it is taken. For just as from one torch many fires are lighted, but the light of the first torch is not lessened by the kindling of many torches, so the Logos, coming forth from the Logos-power of the Father, has not divested of the Logos-power Him who begot Him. I myself, for instance, talk, and you hear; yet, certainly, I who converse do not become destitute of speech (λόγος) by the transmission of speech, but by the utterance of my voice I endeavour to reduce to order the unarranged matter in your minds. And as the Logos, begotten in the beginning, begot in turn our world, having first created for Himself the necessary matter, so also I, in imitation of the Logos, being begotten again, and having become possessed of the truth, am trying to reduce to order the confused matter which is kindred with myself. For matter is not, like God, without beginning, nor, as having no beginning, is of equal power with God; it is begotten, and not produced by any other being, but brought into existence by the Framer of all things alone. (Tatian, Address to the Greeks, 5)

Tatian here distinguishes from God being the necessary ground of all being, and the Logos being an aspect of him which comes forth into the world as a distinct entity as “the first-begotten work” in creation. The Logos, as a hypostasis, is the beginning of creation, prior to which it is not a hypostasis but merely an aspect of God. Tatian uses the illustration of a torch lighting another torch; so we have a high Christology, but still the Logos as distinct from the father has a beginning, he comes into being, he is “begotten in the beginning.” This Logos then “begets” the world, (in this sense it would be very easy to argue that Tatian thinks of the begetting of the Logos as being similar to the creation of the world), whereas it is only God who has no beginning whatsoever.

Then there is the second century apologist Theophilus:

For he that is created is also needy; but he that is uncreated stands in need of nothing. God, then, having His own Word internal within His own bowels, begot Him, emitting Him along with His own wisdom before all things. He had this Word as a helper in the things that were created by Him, and by Him He made all things. (Theophilus, Autolycus, 2.10)

This statement from Theophilus could certainly be interpreted in a way that is favorable to Trinitarianism; however, it does seem as though Theophilus conceives of the begetting of the Son as being posterior to his having the word “within his own bowels.” We therefore have the Word being eternal in some sense, in terms of it being internal to God, but also coming into being as a distinct entity, i.e. as a person, a helper. Interestingly however, and against the general consensus of the early Church Fathers, Theophilus does not equate the word With Wisdom. Next up we have Clement of Alexandria, who was the Alexandrian forerunner to Origen, he did tie the son to the Wisdom of proverbs 8:

For ignorance applies not to the God who, before the foundation of the world, was the counsellor of the Father. For He was the Wisdom in which the Sovereign God delighted. Proverbs 8:30 For the Son is the power of God, as being the Father’s most ancient Word before the production of all things, and His Wisdom. (Clement of Alexandria, The Stromata 7.2)

Wisdom from Proverbs 8 was the Son for Clement of Alexandria. A little further he says:

Now the energy of the Lord has a reference to the Almighty; and the Son is, so to speak, an energy of the Father. (Clement of Alexandria, The Stromata 7.2)

We can pin point his Christology a bit more with some other passages:

what is oldest in origin, the timeless and unoriginated First Principle, and Beginning of existences — the Son — from whom we are to learn the remoter Cause, the Father, of the universe, the most ancient and the most beneficent of all (Clement of Alexandria, The Stromata 7.1)

. . .

And it is the name of God that is expressed; since, as the Son sees the goodness of the Father, God the Saviour works, being called the first principle of all things, which was imaged forth from the invisible God first, and before the ages, and which fashioned all things which came into being after itself. (Clement of Alexandria, The Stromata 5.6)

Since God the father is called “the remoter cause,” and since all things came into being after the “imaging forth” of the Son. I think it is fair to say that, although Clement of Alexandria considers the Son to be a kind of “energy” of the Father, he would still conceive of him as coming into being.

Tertullian is the Church Father who is the one who first actually used the term trinity, namely, in his Against Praxeus:

As if in this way also one were not All, in that All are of One, by unity (that is) of substance; while the mystery of the dispensation is still guarded, which distributes the Unity into a Trinity, placing in their order the three Persons— the Father, the Son, and the Holy Ghost: three, however, not in condition, but in degree; not  in substance, but in form; not in power, but in aspect; yet of one substance, and of one condition, and of one power, inasmuch as He is one God, from whom these degrees and forms and aspects are reckoned, under the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Ghost.  (Tertullian, Against Praxeus, 2)

Tertullian does not, however, actually believe in the Trinitarian doctrine as later orthodoxy defines it. On the development of the Logos Tertullian says:

I am led to other arguments derived from God’s own dispensation, in which He existed before the creation of the world, up to the generation of the Son. For before all things God was alone — being in Himself and for Himself universe, and space, and all things. Moreover, He was alone, because there was nothing external to Him but Himself. (Tertullian, Praxeus, 5)

He then goes on to explain that God had “reason” within himself because he is rational, not describing reason as a person but rather just as an aspect of God. Then out form that comes the word:

Now, while He was thus planning and arranging with His own Reason, He was actually causing that to become Word which He was dealing with in the way of Word or Discourse. (Tertullian, Praxeus, 5)

Which is in some sense a person:

Thus, in a certain sense, the word is a second person within you, through which in thinking you utter speech, and through which also, (by reciprocity of process,) in uttering speech you generate thought. The word is itself a different thing from yourself. Now how much more fully is all this transacted in God, whose image and likeness even you are regarded as being, inasmuch as He has reason within Himself even while He is silent, and involved in that Reason His Word! I may therefore without rashness first lay this down (as a fixed principle) that even then before the creation of the universe God was not alone, since He had within Himself both Reason, and, inherent in Reason, His Word, which He made second to Himself by agitating it within Himself. (Tertullian, Praxeus, 5)

The point is Tertullian seems to be making is that the Son began to exist as a person. God was in the beginning alone, and only when he began to create could there be said to be another person, prior to which there was only God’s “reason” as reason, in other words an attribute. Tertullian also applies Proverbs 8 to the Logos:

The Son likewise acknowledges the Father, speaking in His own person, under the name of Wisdom: The Lord formed Me as the beginning of His ways, with a view to His own works; before all the hills did He beget Me. For if indeed Wisdom in this passage seems to say that She was created by the Lord with a view to His works, and to accomplish His ways, yet proof is given in another Scripture that all things were made by the Word, and without Him was there nothing made; John 1:3 as, again, in another place (it is said), By His word were the heavens established, and all the powers thereof by His Spirit — that is to say, by the Spirit (or Divine Nature) which was in the Word: thus is it evident that it is one and the same power which is in one place described under the name of Wisdom, and in another passage under the appellation of the Word, which was initiated for the works of God Proverbs 8:22 which strengthened the heavens; by which all things were made, John 1:3 and without which nothing was made. (Tertullian, Praxeus, 7)

Which puts the Logos under those things which God made. He repeats his insistence on subordinationism later on, insisting that the distinction is even in substance:

I am, moreover, obliged to say this, when (extolling the Monarchy at the expense of the Economy) they contend for the identity of the Father and Son and Spirit, that it is not by way of diversity that the Son differs from the Father, but by distribution: it is not by division that He is different, but by distinction; because the Father is not the same as the Son, since they differ one from the other in the mode of their being. For the Father is the entire substance, but the Son is a derivation and portion of the whole, as He Himself acknowledges: My Father is greater than I. John 14:28 In the Psalm His inferiority is described as being a little lower than the angels. Thus the Father is distinct from the Son, being greater than the Son, inasmuch as He who begets is one, and He who is begotten is another; He, too, who sends is one, and He who is sent is another; and He, again, who makes is one, and He through whom the thing is made is another. (Tertullian, Praxeus, 9)

Now it is true that as we have seen in his discussion of the Trinity Tertullian in some places talks about God and the Son being alike in substance; however, it is important to understand that the term “substance” is not necessarily univocal. Later Trinitarian theology gave the term “substance” a slightly more specific definition, however in Tertullian’s writings he seems to just use the term to mean a spiritual being. This does not mean that we have some kind of ontological equality, we know this because Tertullian also says that angels have the same substance as God:

How comes it to pass that God should be thought to suffer division and severance in the Son and in the Holy Ghost, who have the second and the third places assigned to them, and who are so closely joined with the Father in His substance, when He suffers no such (division and severance) in the multitude of so many angels? Do you really suppose that Those, who are naturally members of the Father’s own substance, pledges of His love, instruments of His might, nay, His power itself and the entire system of His monarchy, are the overthrow and destruction thereof? (Tertullian, Prexeus, 3)

If the angels share substance with the Father, then we cannot say that the fact that the Father and Son share substance points to anything analogous to later orthodox Trinitarian theology; all it means is that they are both spiritual beings. However, the Father is the “entirely” of the substance, everything below him is a derivation. Tertullian has a hierarchical ontology, his trinity is only economic, not ontological:

In like manner the Trinity, flowing down from the Father through intertwined and connected steps, does not at all disturb the Monarchy, while it at the same time guards the state of the Economy” (Tertullian, Against Praxeus, 8)

Therefore the “Monarchy” is the absolute authority and supremacy of the Father, whereas the economy of God’s actions is trinitarian, through the Son and by the Spirit, but of whom are subordinate to God the Father and who come into being as distinct entities. Tertullian makes his belief that the Father comes into being absolutely clear in another polemical text, Against Hermogenes:

Because God is in like manner a Father, and He is also a Judge; but He has not always been Father and Judge, merely on the ground of His having always been God. For He could not have been the Father previous to the Son, nor a Judge previous to sin. There was, however, a time when neither sin existed with Him, nor the Son; the former of which was to constitute the Lord a Judge, and the latter a Father. In this way He was not Lord previous to those things of which He was to be the Lord. But He was only to become Lord at some future time: just as He became the Father by the Son, and a Judge by sin, so also did He become Lord by means of those things which He had made, in order that they might serve Him. (Tertullian, Hermogenes, 3)

. . .

Let Hermogenes then confess that the very Wisdom of God is declared to be born and created, for the special reason that we should not suppose that there is any other being than God alone who is unbegotten and uncreated. For if that, which from its being inherent in the Lord was of Him and in Him, was yet not without a beginning — I mean His wisdom, which was then born and created, when in the thought of God It began to assume motion for the arrangement of His creative works — how much more impossible is it that anything should have been without a beginning which was extrinsic to the Lord! But if this same Wisdom is the Word of God, in the capacity of Wisdom, and (as being He) without whom nothing was made, just as also (nothing) was set in order without Wisdom, how can it be that anything, except the Father, should be older, and on this account indeed nobler, than the Son of God, the only-begotten and first-begotten Word? (Tertullian, Hermogenes, 18)

. . .

They did not even mention any Matter, but (said) that Wisdom was first set up, the beginning of His ways, for His works. Proverbs 8:22-23 Then that the Word was produced, through whom all things were made, and without whom nothing was made. John 1:3 Indeed, by the Word of the Lord were the heavens made, and all their hosts by the breath of His mouth. (Tertullian, Hermogenes, 45)

God was always God, but not always Lord, why? Because there was not always creation, nor was he always Father, why? Because there was not always the Son, here Tertullian as is pre-emptively taking the Arian side in the Arian controversy against Athanasius. He then says that the Wisdom of God is born and created, why? Because there is no other being unbegotten and uncreated than God (which means in this context Wisdom, which is the Son, is not that God). Tertullian then gives his theory where the thought of God comes into being at the beginning of God’s creation as Wisdom/The Word. This unbegotten and uncreated God is older and nobler than the Son of God. 

Irenaeus, the great Heresy hunter, was also an ontological subordinationist putting the Father as the one God who is creator:

Thus then there is shown forth One God, the Father, not made, invisible, creator of all things; above whom there is no other God, and after whom there is no other God. And, since God  is rational, therefore by (the) Word He created the things that were made; and God is Spirit, and by (the) Spirit He adorned all things: as also the prophet says: By the word of the Lord were the heavens established, and by his spirit all their power. Since then the Word establishes, that is to say, gives body and grants the reality of being, and the Spirit gives order and form to the diversity of the powers; rightly and fittingly is the Word called the Son, and the Spirit the Wisdom of God. Well also does Paul His apostle say: One God, the Father, who is over all and through all and in its all. For over all is the Father; and through all is the Son, for through Him all things were made by the Father; and in us all is the Spirit, who cries Abba Father, and fashions man into the likeness of God. (Irenaeus, Demonstration, 5)

Here the one God is the Father, who words through the Word and by the Spirit. this by itself can fit with a hierarchical kind of orthodox Trinity, however Irenaeus also posits a beginning of the Son:

So then we must believe God in all things, for in all things God is true. Now that there was a Son of God, and that He existed not only before He appeared in the world, but also before the world was made, Moses, who was the first that prophesied says in Hebrew: Baresith bara Elowin basan benuam samenthares. And this, translated into our language, is: “The Son in the beginning: God established then the heaven and the earth.” This Jeremiah the prophet also testified, saying thus: Before the morning-star I begat thee: and before the sun (is) thy name; and that is, before the creation of the world; for together with the world the stars were made. And again the same says: Blessed is he who was, before he became man. Because, for God, the Son was (as) the beginning before the creation of the world (Irenaeus, Demonstration, 43)

He makes an even clearer ontological distinction a bit later:

So then the Father is Lord and the Son is Lord, and the Father is God and the Son is God; for that which is begotten of God is God. And so in the substance and power of His being there is shown forth one God; but there is also according to the economy of our redemption both Son and Father. Because to created things the Father of all is invisible and unapproachable, therefore those who are to draw near to God must have their access to the Father through the Son. (Irenaeus, Demonstration, 47)

So the Son is as the beginning of creation, in other words, he is not eternal. In his Against Heresies book 2 he says:

For consider, all you who invent such opinions, since the Father Himself is alone called God, who has a real existence, but whom you style the Demiurge; since, moreover, the Scriptures acknowledge Him alone as God; and yet again, since the Lord confesses Him alone as His own Father, and knows no other (Irenaeus, Against Heresies, 2.28.4)

The only God is the Father. He repeats the same thing more or less in Against Heresies 1.9.2, 3.11.1, and 4.1.1. He, along with almost all the other Fathers, also appeals to Proverbs 8 in describing Christ’s nature:

Truly, then, the Scripture declared, which says, First of all believe that there is one God, who has established all things, and completed them, and having caused that from what had no being, all things should come into existence (Irenaeus, Against Heresies, 4.20.2)

. . .

I have also largely demonstrated, that the Word, namely the Son, was always with the Father; and that Wisdom also, which is the Spirit, was present with Him, anterior to all creation, He declares by Solomon: God by Wisdom founded the earth, and by understanding has He established the heaven. By His knowledge the depths burst forth, and the clouds dropped down the dew. Proverbs 3:19-20 And again: The Lord created me the beginning of His ways in His work: He set me up from everlasting, in the beginning, before He made the earth, before He established the depths, and before the fountains of waters gushed forth; before the mountains were made strong, and before all the hills, He brought me forth. And again: When He prepared the heaven, I was with Him, and when He established the fountains of the deep; when He made the foundations of the earth strong, I was with Him preparing [them]. I was He in whom He rejoiced, and throughout all time I was daily glad before His face, when He rejoiced at the completion of the world, and was delighted in the sons of men. Proverbs 8:27-31. There is therefore one God, who by the Word and Wisdom created and arranged all things (Irenaeus, Against Heresies, 4.20.3–4)

. . .

Therefore the Son of the Father declares [Him] from the beginning, inasmuch as He was with the Father from the beginning (Irenaeus, Against Heresies, 4.20.7)

Therefore, although the Word was always with God from the beginning, he himself is created, he is the beginning as it were. This is confirmed earlier when Irenaeus defines the existence of the Logos:

But if Christ did then [only] begin to have existence when He came [into the world] as man, and [if] the Father did remember [only] in the times of Tiberius Cæsar to provide for [the wants of] men, and His Word was shown to have not always coexisted with His creatures; [it may be remarked that] neither then was it necessary that another God should be proclaimed, but [rather] that the reasons for so great carelessness and neglect on His part should be made the subject of investigation. (Irenaeus, Against Heresies, 4.6.2)

So the Logos always coexisted with his creatures, i.e. creation. This Logos reveals God, through creation:

For by means of the creation itself, the Word reveals God the Creator; and by means of the world [does He declare] the Lord the Maker of the world; and by means of the formation [of man] the Artificer who formed him; and by the Son that Father who begot the Son. (Irenaeus, Against Heresies, 4.6.6)

And again:

For the Son, being present with His own handiwork from the beginning, reveals the Father to all; to whom He wills, and when He wills, and as the Father wills. Wherefore, then, in all things, and through all things, there is one God, the Father, and one Word, and one Son, and one Spirit, and one salvation to all who believe in Him. (Irenaeus, Against Heresies, 4.6.7)

Irenaeus had a very high Christology, but it was still a subordinationist one.

Another early Church Father is Origen (since Origen’s on First Principles has survived mostly in its Latin translation, whose translator, Rufinus, explicitly changes the text to make Origen’s Christology orthodox, and he admits to doing so, we will stick with Origen’s work which we have in the Greek in looking at his Christology) who wrote a commentary on John:

This meaning of the term beginning, as of origin, will serve us also in the passage in which Wisdom speaks in the Proverbs. God, we read, created me the beginning of His ways, for His works. Here the term could be interpreted as in the first application we spoke of, that of a way: The Lord, it says, created me the beginning of His ways. One might assert, and with reason, that God Himself is the beginning of all things, and might go on to say, as is plain, that the Father is the beginning of the Son; and the demiurge the beginning of the works of the demiurge, and that God in a word is the beginning of all that exists. This view is supported by our: In the beginning was the Word. In the Word one may see the Son, and because He is in the Father He may be said to be in the beginning. (Origen, John, 1.17)

. . .

In addition to these meanings there is that in which we speak of an arche, according to form; thus if the first-born of every creature Colossians 1:15 is the image of the invisible God, then the Father is his arche. In the same way Christ is the arche of those who are made according to the image of God. For if men are according to the image, but the image according to the Father; in the first case the Father is the arche of Christ, and in the other Christ is the arche of men, and men are made, not according to that of which he is the image, but according to the image. With this example our passage will agree: In the arche was the Word. (Origen, John, 1.19)

Notice in the first paragraph the citation of Proverbs 8 in reference to the Logos. Also notice that the origin of the Logos in God, the Logos having his beginning in the Father, is made analogous to the works of the demiurge. So, God is the beginning of all things in that he is the beginning of the Son who is the beginning of all things. The use of the term demiurge is interesting, given its usage in Platonism and middle Platonism as the in between being that connects the world to the highest reality, the Platonic God. If there is an analogy between the begetting of the Son and the creation through the Son of the world, then what we have is a hierarchy of being, starting with God, through the Logos, to creation, the Logos is not God, and is in fact dependent on God for his existence, just like creation is brought into being, the Logos is brought into being.

In the second paragraph we have the same dynamic. The beginning of all things in the Christ is analogous to the beginning of Christ in the Father. We also have a hierarchy of being presented through the metaphor of the image: the Son is the image of the father, but we are the image of the Son.

At this point we have two options if we are to follow Origen: We can reject creation ex-nihilo, something which Origen does not do (Origen, First Principles 2.3); or we can accept ontological subordinationism. If the beginning of the Son in the Father is analogous to the beginning of creation in the Son, and one desires to hold on to the idea that the Son is eternal, then creation must also be eternal, not eternal only in terms of existing eternally in the past (one can believe the universe is infinite in the past and still believe in creation ex nihilo), but eternal in the sense of not having his being contingent on a necessary being (God). The other option is the obvious one, God is the only necessary reality, everything else is contingent, including the Son, no matter how high you put the Logos—and I think Origen pus the Logos at the highest possible level without ending up at Nicean Christology—you still have ontological subordinationism.

A little further on Origen writes:

But Christ is demiurge as a beginning (arche), inasmuch as He is wisdom. It is in virtue of His being wisdom that He is called arche. For Wisdom says in Solomon: Proverbs 8:22 God created me the beginning of His ways, for His works, so that the Word might be in an arche, namely, in wisdom. (Origen, John, 1.22)

Continuing the tradition of applying Proverbs 8 to the Logos.

In book two Origen writes something which complicates the issue:

He did not come to God, and this same word was is used of the Word because He was in the beginning at the same time when He was with God, neither being separated from the beginning nor being bereft of His Father. And again, neither did He come to be in the beginning after He had not been in it, nor did He come to be with God after not having been with Him. For before all time and the remotest age the Word was in the beginning, and the Word was with God. Thus to find out what is meant by the phrase, The Word was with God, we have adduced the words used about the prophets, how He came to Hosea, to Isaiah, to Jeremiah, and we have noticed the difference, by no means accidental, between became and was. (Origen, John, 2.1)

Here it may seem as though Origen is declaring that the Logos is eternal. However, what Origen’s point here is about the Logos’s relationship to God: the Logos was always with God, he was never separated from God at all time; in fact, before time. The point here is that the Logos was with God prior to all creation and did not come to be with God at some point in time. In fact (as you read later on in Origen, John, 2.1), Origen claims that it is the Logos’s relationship with God that makes John able to call him God. In the next chapter of book 2 Origen follows Philo in distinguishing the Logos from God by the use of the article:

He uses the article, when the name of God refers to the uncreated cause of all things, and omits it when the Logos is named God. (Origen, John, 2.2)

He then goes on to further clarify his Christology:

Now there are many who are sincerely concerned about religion, and who fall here into great perplexity. They are afraid that they may be proclaiming two Gods, and their fear drives them into doctrines which are false and wicked. Either they deny that the Son has a distinct nature of His own besides that of the Father (ἰδιότητα υἱοῦ ἑτέραν παρὰ τὴν τοῦ πατρὸς), and make Him whom they call the Son to be God all but the name , or they deny the divinity of the Son, giving Him a separate existence of His own, and making His sphere of essence fall outside that of the Father (ἢ ἀρνουμένους τὴν θεότητα τοῦ υἱοῦ τιθέντας δὲ αὐτοῦ τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν οὐσίαν κατὰ περιγραφὴν τυγχά νουσαν ἑτέραν τοῦ πατρός), so that they are separable from each other (ἐντεῦθεν λύεσθαι δύναται). To such persons we have to say that God on the one hand is Very God ( ὅτι τότε μὲν αὐτόθεος ὁ θεός ἐστι); and so the Saviour says in His prayer to the Father, John 17:3 That they may know You the only true God; but that all beyond the Very God is made God by participation in His divinity, and is not to be called simply God (with the article), but rather God (without article). And thus the first-born of all creation, who is the first to be with God, and to attract to Himself divinity, is a being of more exalted rank than the other gods beside Him, of whom God is the God, as it is written, The God of gods, the Lord, has spoken and called the earth. It was by the offices of the first-born that they became gods, for He drew from God in generous measure that they should be made gods, and He communicated it to them according to His own bounty. The true God, then, is The God, and those who are formed after Him are gods, images, as it were, of Him the prototype. But the archetypal image, again, of all these images is the Word of God, who was in the beginning, and who by being with God is at all times God, not possessing that of Himself, but by His being with the Father, and not continuing to be God, if we should think of this, except by remaining always in uninterrupted contemplation of the depths of the Father. (Origen, John, 2.2)

This section here shows how nuanced and careful Origen is in his Christology. He juxtaposes two positions: 1. The Son does not have his own being (or nature or existence) distinct from the Father, and thus make the Son God; 2. The deny the divinity of the Son and place his existence outside the sphere of the Father, or give him a separate existence. Origen’s solution is that God is AutoTheos, God in himself, whereas the Logos is made God by participation. So, his existence is not separate from the Father, he is not like creation which is undivine and alienated from the Father; but he is not AutoTheos. However, as we saw before, we have the same hierarchy of being. The Logos is made God through participation in God, the Logos is in this sense divine, but he is the firstborn of creation, the first to be with God; after the Logos you have other gods who are made gods getting their divinity from God through the Logos.

Now, the Logos is said to be with the Father at all times, this does not mean that the Logos does not come into being, is not part of creation, because, as Origen recognizes, time itself is part of creation and God transcends time (Origen, First Principles 3.5.3), which is why, for Origen, there is an analogy between the Logos’s origin in in God and creation’s coming to be through the Logos. In fact, later on in book 2 Origen makes this explicit:

We consider, therefore, that there are three hypostases, the Father and the Son and the Holy Spirit; and at the same time we believe nothing to be uncreated but the Father. We therefore, as the more pious and the truer course, admit that all things were made by the Logos, and that the Holy Spirit is the most excellent and the first in order of all that was made by the Father through Christ. (Origen, John, 2.6)

In Origen’s polemic against Celsus we get further confirmation of his position:

For the Son of God, the First-born of all creation, although He seemed recently to have become incarnate, is not by any means on that account recent. For the holy Scriptures know Him to be the most ancient of all the works of creation (Πρεσβύτατον γὰρ αὐτὸν πάντων τῶν δημιουργημάτων ἴσασιν οἱ θεῖοι λόγοι,); for it was to Him that God said regarding the creation of man, Let Us make man in Our image, after Our likeness. (Origen, Celsum, 5.37)

Origen clearly, again, puts the Son of God on the creation side of the creation/creator divide. Origen is following Philo here in claiming that man is made in the image of the Logos, who himself is made in the image of God. Origen here confirms his position on a hierarchy of being, and the analogy between the generation of the Logos and the creation of man. Later on, in Contra Celsum 5.58, Origen speaks of Jesus as the Angel of God, who was helped out of the tomb by another angel, the argument Origen was countering was the idea that the fact that Christ received help from other angels was somehow unworthy of the Son of God; but for my purpose what is relevant is that the Son of God is the angel of God, in the same category as other angels.

In Contra Celsum book 6, however, we get confirmed Origen’s nuance when it comes to the nature of the Logos:

For no one can worthily know the uncreated and first-born of all created nature like the Father who begot Him (Οὔτε γὰρ τὸν ἀγένητον καὶ πάσης γενητῆς φύσεως πρωτότοκον κατ’ ἀξίαν εἰδέναι τις δύναται ὡς ὁ γεννήσας αὐτὸν πατήρ), nor any one the Father like the living Logos, and His Wisdom and Truth. (Origen, Celsum, 6.17)

The English translation I’m using is by Frederick Crombie from the Ante-Nicean collection (edited by Roberts, Donaldson, Cox), and in that translation ἀγένητον is translated as uncreated, which is a strange translation, since γίνομαι is not the usual word used for create,  κτίζω is the usual choice. In fact, Jesus is explicitly μονογενὴς in John, as Origen obviously understands. However right after that, he says that the Logos id the first born of all things of a generated nature (γενητῆς φύσεως), and that the Father generated him (ὡς ὁ γεννήσας αὐτὸν πατήρ). So what’s going on here? I think the answer, consistent with the rest of Origen’s Christology and Theology, is that there is a hierarchy of being as well as a hierarchy of generation. The point is not that the Logos is not created at all, but rather that the Logos is not created in the same way that man is created, in relation to man he is “unbegotten”, since his existence comes directly from the Father, through direct participation in his uncreated divinity, whereas all of mankind is posterior to the first-born of all creation, the rest of creation gets its being, not through participation through the Father (the only AutoTheos), but from the Son. In the last book of Origen’s book against Celsus, he again makes it clear what the Son’s relationship to God the Father is:

We worship, therefore, the Father of truth, and the Son, who is the truth; and these, while they are two, considered as persons or subsistences, are one in unity of thought, in harmony and in identity of will. So entirely are they one, that he who has seen the Son, who is the brightness of God’s glory, and the express image of His person, has seen in Him who is the image of God, God Himself. (Origen, Celsum, 8.12)

The Son and the Father are two substances, but one in the sense that they are one in thought and harmony of will.

And it is He whom we call Son of God— Son of that God, namely, whom, to quote the words of Celsus, we most highly reverence; and He is the Son who has been most highly exalted by the Father. Grant that there may be some individuals among the multitudes of believers who are not in entire agreement with us, and who incautiously assert that the Saviour is the Most High God; however, we do not hold with them, but rather believe Him when He says, The Father who sent Me is greater than I. We would not therefore make Him whom we call Father inferior — as Celsus accuses us of doing — to the Son of God. (Origen, Celsum, 8.14)

. . .

For we who say that the visible world is under the government to Him who created all things, do thereby declare that the Son is not mightier than the Father, but inferior to Him. And this belief we ground on the saying of Jesus Himself, The Father who sent Me is greater than I. And none of us is so insane as to affirm that the Son of man is Lord over God. But when we regard the Saviour as God the Word, and Wisdom, and Righteousness, and Truth, we certainly do say that He has dominion over all things which have been subjected to Him in this capacity, but not that His dominion extends over the God and Father who is Ruler over all. (Origen, Celsum, 8.14)

Origen explicitly excludes those who assert that the Son is the Most High God, meaning Origen would, it seems, anathematize Trinitarians had they been around (although here it most likely seems as though he is referring to Modalists since I don’t think there were any actual Trinitarians around, but the statement he makes applies equally to Trinitarians). He then says clearly that the Son is inferior to the Father, and certainly not vice versa, the Son has dominion over all things, but not over God and Father.

Novation, in his treatise named “On the Trinity” in chapter 31 writes:

Thus God the Father, the Founder and Creator of all things, who only knows no beginning, invisible, infinite, immortal, eternal, is one God; to whose greatness, or majesty, or power, I would not say nothing can be preferred, but nothing can be compared; of whom, when He willed it, the Son, the Word, was born, who is not received in the sound of the stricken air, or in the tone of voice forced from the lungs, but is acknowledged in the substance of the power put forth by God, the mysteries of whose sacred and divine nativity neither an apostle has learned, nor prophet has discovered, nor angel has known, nor creature has apprehended. (Novatian, On the Trinity, 31)

Therefore it is only the Father who is the creator of all things, and has the absolute attributes of the highest or “one” God, and it is the will of this Father on which the Son depends, the Son was born “when” the Father willed it. He goes on:

He then, since He was begotten of the Father, is always in the Father. And I thus say always, that I may show Him not to be unborn, but born. But He who is before all time must be said to have been always in the Father; for no time can be assigned to Him who is before all time. And He is always in the Father, unless the Father be not always Father, only that the Father also precedes Him — in a certain sense — since it is necessary — in some degree — that He should be before He is Father. Because it is essential that He who knows no beginning must go before Him who has a beginning; even as He is the less as knowing that He is in Him, having an origin because He is born, and of like nature with the Father in some measure by His nativity, although He has a beginning in that He is born, inasmuch as He is born of that Father who alone has no beginning. He, then, when the Father willed it, proceeded from the Father, and He who was in the Father came forth from the Father; and He who was in the Father because He was of the Father, was subsequently with the Father, because He came forth from the Father — that is to say, that divine substance whose name is the Word, whereby all things were made, and without whom nothing was made. For all things are after Him, because they are by Him. And reasonably, He is before all things, but after the Father, since all things were made by Him, and He proceeded from Him of whose will all things were made. (Novatian, On the Trinity, 31)

So the Son is “always” with the Father, but “always” in the sense that he is with the Father in all time, time being created through the Son, not in the sense that they have metaphysical parity, or that he is not “caused.” The Son is posterior to the Father, though not in the sense that the Father existed in a temporal realm previous to the begetting of the Son, since the temporal realm is not prior to the Father begetting the Son. Nevertheless, the Son has a beginning, the Father does not, and the Son depends on the Father’s will. Moving on Novatian writes:

In which kind, being both as well only-begotten as first-begotten of Him who has no beginning, He is the only one, of all things both Source and Head. And therefore He declared that God is one, in that He proved Him to be from no source nor beginning, but rather the beginning and source of all things. Moreover, the Son does nothing of His own will, nor does anything of His own determination; nor does He come from Himself, but obeys all His Father’s commands and precepts; so that, although birth proves Him to be a Son, yet obedience even to death declares Him the minister of the will of His Father, of whom He is. Thus making Himself obedient to His Father in all things, although He also is God, yet He shows the one God the Father by His obedience, from whom also He drew His beginning. And thus He could not make two Gods, because He did not make two beginnings, seeing that from Him who has no beginning He received the source of His nativity before all time. For since that is the beginning to other creatures which is unborn — which God the Father only is, being beyond a beginning of whom He is who was born — while He who is born of Him reasonably comes from Him who has no beginning, proving that to be the beginning from which He Himself is, even although He is God who is born, yet He shows Him to be one God whom He who was born proved to be without a beginning. He therefore is God, but begotten for this special result, that He should be God. He is also the Lord, but born for this very purpose of the Father, that He might be Lord. He is also an Angel, but He was destined of the Father as an Angel to announce the Great Counsel of God. (Novatian, On the Trinity, 31)

The phrase “God is one” is not a trinitarian phrase, but rather, a unitarian phrase, God is one and that one is the Father. The Son is God, but his divinity is derivative, it comes from his obedience to the Father and his doing the work of God. Therefore:

The true and eternal Father is manifested as the one God, from whom alone this power of divinity is sent forth, and also given and directed upon the Son, and is again returned by the communion of substance to the Father. God indeed is shown as the Son, to whom the divinity is beheld to be given and extended. And still, nevertheless, the Father is proved to be one God; while by degrees in reciprocal transfer that majesty and divinity are again returned and reflected as sent by the Son Himself to the Father, who had given them; so that reasonably God the Father is God of all, and the source also of His Son Himself whom He begot as Lord. Moreover, the Son is God of all else, because God the Father put before all Him whom He begot. Thus the Mediator of God and men, Christ Jesus, having the power of every creature subjected to Him by His own Father, inasmuch as He is God; with every creature subdued to Him, found at one with His Father God, has, by abiding in that condition that He moreover “was heard,” briefly proved God His Father to be one and only and true God.

Therefore, we have an economy, God the Father is the one God of all, the Son is God of all else since he functions as a mediator between God and man, and God the Father, the one God, subjects all to the Son.

From the above quotations it seems clear that the vast majority of ante-Nicene Church Fathers, and thus, most likely, the majority of Christians which at that time were considered orthodox, would not have been considered orthodox in later generation with the development of trinitarian theology.


Source:
musingontheology.wordpress.com, "The Ante-Nicene Fathers on Christology and Theology," May 5, 2021.