Eschatology, broadly understood as a study or doctrine of last things, refers to the entire range of beliefs and notions concerning the end of history and final transformation of the world. The life in this present age, imperfect and impermanent, will be brought to an end in which the sovereign God will judge the righteous and the wicked and make all things new. Ancient Jews in the exile and under the Greek and Roman occupations looked forward to the end where God’s reign would be established, and early Christians inherited, transformed, and appropriated for their own purpose the Jewish eschatological expectations of the prophetic and apocalyptic traditions of the Second Temple period. With a conviction in the death and resurrection of Jesus Christ, early Christians, both Jews and Gentiles, believed that the eschaton invaded the present age and that they were indeed living in the last days where God’s kingdom would be ushered in; with a belief in the imminent return of Christ (παρουσία), they looked forward to the final judgment where God (through Christ) would vindicate the righteous and punish the sinners. In the pre-Constantine era, eschatological concerns were still alive within various Christian communities in varying degrees. Regardless of different nuances and understandings of the eschaton, for early Christians, the end (which is the beginning of the new era) was not only the restoration of the pristine past and the telos of history, but also the fulfillment of future hope in a perfect, just world ruled by God. The eschatological vision for the perfect world to come might take a messianic figure, millennial kingdom, cataclysmic events, or apocalyptic transformations veiled in mysterious symbols, images, and code words. Regardless of the varieties of the eschatological vision, it created an alternative reality by which the present world should be perceived and understood, and projected the hope for the ultimate judgment into this world.
Eschatology in the pre-Constantine period then carried a significant social and moral function in the corporate lives of early Christian communities that shared that vision. It provided social and moral critique and judgment on the present society and status quo on the one hand and put forth an alternative vision and reality of the other world. It not only created a Christian identity distinct from the dominant world but also connected this unique sense of group identity and solidarity to the particular behaviors within the community and vis-à-vis the outsiders.
Η εσχατολογία, ευρύτερα νοούμενη ως μελέτη ή δόγμα των εσχάτων, αναφέρεται σε όλο το εύρος δοξασιών και αντιλήψεων σχετικά με το τέλος της ιστορίας και την τελική μεταμόρφωση του κόσμου. Η ζωή σε αυτή την παρούσα εποχή, ατελής και προσωρινή, θα οδηγηθεί στο τέλος της κατά το οποίο ο υπέρτατος Θεός θα κρίνει τους δίκαιους και τους πονηρούς και θα τα κάνει όλα νέα. Οι αρχαίοι Εβραίοι κατά την εξορία και υπό την ελληνική και τη ρωμαϊκή κατοχή απέβλεπαν στο τέλος οπότε η κυριαρχία του Θεού θα εγκαθιδρυόταν και οι πρώτοι χριστιανοί κληρονόμησαν, μεταμόρφωσαν και προσάρμοσαν για δικούς τους σκοπούς τις ιουδαϊκές εσχατολογικές προσδοκίες των προφητικών και αποκαλυπτικών παραδόσεων της περιόδου του Δεύτερου Ναού. Πεπεισμένοι για τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού, οι πρώτοι χριστιανοί, αμφότεροι Ιουδαίοι και Εθνικοί, πίστευαν ότι το έσχατον εισέβαλε στην παρούσα εποχή και ότι πράγματι ζούσαν στις τελευταίες ημέρες οπότε θα ξεκινούσε η βασιλεία του Θεού· με πίστη στην επικείμενη επιστροφή του Χριστού (παρουσία), απέβλεπαν στην τελική κρίση οπότε ο Θεός (μέσω του Χριστού) θα δικαίωνε τους δίκαιους και θα τιμωρούσε τους αμαρτωλούς. Στην προκωνσταντίνεια εποχή, οι εσχατολογικές ανησυχίες ακόμη υφίσταντο μεταξύ διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων σε διάφορους βαθμούς. [...]