.

Saturday, August 31, 2013

Being a good American
without saluting the flag /

Όντας καλός Αμερικανός
χωρίς να χαιρετάς τη σημαία




*


Cases having to do with military combat service were not the only ones that raised issues of conflict between persons of faith and the state during wartime. Others mixed free exercise concerns with subtle ways common practice seemed to promote religion and thus hint at a religious establishment. During the ear of World War II, the group known as Jehovah’s Witnesses became a symbol for this web of considerations. From their beginnings in the later nineteenth century, the Jehovah’s Witnesses had regarded all human government as a tool of Satan at worst, a necessary evil at best. Regardless, no Witness would as a matter of faith pledge loyalty to any government in a way that would seem to defy one’s absolute loyalty to God. When what became the Pledge of Allegiance to the American flag first appeared in a youth magazine in 1892, it lacked both the phrase “under God” and the imprimatur of the government. As World War II loomed, however, Congress enacted legislation mandating the population to salute the flag, and school districts across the nation began requiring all children to begin the school day with patriotic exercises that included recitation of the pledge to the flag. Although many objected on religious grounds, the Jehovah’s Witnesses gained national attention in the mid-1930s when more than 100 children were expelled from schools in Pennsylvania for refusing on religious grounds to salute the flag. By 1938, lower courts generally affirmed the right of these children to refrain from saluting the flag on religious grounds, but in 1940 the US Supreme Court ruled against them, noting in the majority opinion that the flag was a symbol of national unity, a secular matter rather than a religious one, and those who failed to salute it represented a dangerous threat to the nation. Much controversy ensued since those who disagreed with the decision believed the Court transformed a matter of religious belief and practice into a political weapon and thus denied Witnesses and others the right to free exercise of their faith. Three years later, however, in a similar case, the Court affirmed the right of citizens to refrain from saluting the flag should religious convictions prohibit them from doing so. In retrospect, the earlier cases were as much about promoting a sense of national unity and common identity as the Nazi menace loomed on the horizon; by the later decision in 1943, the tide was turning in World War II, and it was clear that groups like the Witnesses and others who had religious reservations about taking political oaths of any kind were really no threat to national security at all. One could be a good American and not salute the flag if that action contradicted one’s ultimate allegiance to God alone.

* Amanda Porterfield & John Corrigan (eds.),
Religion in American history,
Wiley-Blackwell, 2010,
pp. 259, 260.


Monday, August 12, 2013

Ευαγγελιάριο της Κουλακιάς,
ευαγγελικά αναγνώσματα
στη Σαλωνικιώτικη διάλεκτο /

Кулакийско Евангелиарие
(Evangeliary of Kulakia),
a Gospel edition in the Solun-Voden dialect






Το Ευαγγελιάριο της Κουλακιάς [Кулакийско Евангелиарие], είναι ένα Ευαγγέλιο που εκδόθηκε στη Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα) του καζά Θεσσαλονίκης τον 19ο αιώνα. Η Χαλάστρα εκείνη την εποχή, είχε περίπου χιλίους Έλληνες κατοίκους το 1878,[1][2] σύμφωνα με τον Γάλλο γεωγράφο Α. Συνβέτ (Α. Synvet), καθηγητή στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Αποτελεί ένα χειρόγραφο εκκλησιαστικό βιβλίο γραμμένο από τον Ευστάθιο Κυπριάδη και εκδόθηκε για να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές ανάγκες των κατοίκων της εποχής εκείνης. Είχε ημερομηνία έκδοσης την 30η Νοεμβρίου 1863.

Η ακριβής απόδοση όσων γράφει το Ευαγγέλιο είναι η εξής :

“Γκοσπόντοβο ι σφέταγκο ευαγγέλιο να μπόγκα νάσαγκο γκολέμα τσρίκφα χριστιάνοφ. Ισκάρενο να μπούγκαρτσκο ιζίκ τουβάσνο ζμπόρ να Βαρνταρία ζα ουφ Νεντέλιτε σάτι ζα γκουντίνατα ι ζα σάτι πράζνιτσιτι γκολέμιτε ζα τσέλα γκοντίνα ζα λειτουργκίατα. Σα πίσαλο ουτ Ευστάθιο Κυπριάδη ουφ Σέλοτο Κολακία. Να 30 Νοέμβριο μέσιτς, 1863.”

Και η μετάφραση είναι έτσι :

“Ιερό Ευαγγέλιο του Κυρίου και Θεού μας της μεγάλης Χριστανικής εκκλησίας. Γραμμένο στην Βουλγαρική γλώσσα, στο εδώ ομιλούμενεο ιδίωμα της Βαρδαρίας, για την λειτουργία για όλες τις Κυριακές του χρόνου και όλες τις μεγάλες εορτές όλου του χρόνου Γράφτηκε από τον Ευστάθιο Κυπριάδη από το χωριό Κολακία. Στις 30 του μήνα Νοεμβρίου, 1863.”


Πηγές

Παραπομπές



εἰμι ὅ εἰμι / אהיה אשר אהיה / I am what I am:

Ο απόστολος Παύλος & το Έξοδος 3:14!

Apostle Paul & Exodus 3:14!





אהיה אשר אהיה


χάριτι δὲ θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι,
καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη,
ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα,
οὐκ ἐγὼ δὲ ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ θεοῦ [ἡ] σὺν ἐμοί.

1 Corinthians/Κορινθίους 15:10


Monday, August 5, 2013

Psalm 110[109]:1
& a Jerome's capital L /

Ο Ψαλμός 110[109]:1
& το κεφαλαίο Κ του Ιερώνυμου



Εἶπεν κύριος τῷ κυρίῳ μου
Κάθου ἐκ δεξιῶν μου,
ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.


  Dixit Dominus Domino
meo sede a dextris meis
donec ponam inimicos tuos
scabillum pedum tuorum.

Let us begin with Joseph Kimhi’s Sefer ha-Berit. Joseph Kimhi’s Christian protagonist poses his question in the simplest and sketchiest way. He quotes Psalm 110:1 and asks: “How could he [David] say, ‘The Lord said to my Lord?’” This brief question, obviously well understood by the Jew, elicits a lengthy reply, which begins with textual issues and yet another attack on Jerome. The Jewish protagonist claims, first of all, that Jerome distorted the meaning of the Hebrew text by misreading and mistranslating it, mistaking the singular Hebrew la-adoni – meaning “to my (human) lord” – as the plural la-adonai, which would be a reference to the divine Lord. The Hebrew vowels indicate clearly that the text means: “The Lord said to my lord.” Jerome, misreading this Hebrew, rendered: “Dixit Dominus Domino meo,” meaning “The Lord said to my Lord.” According to Joseph Kimhi, there is in this brief Hebrew phrase no reference to two Lords, i.e. two divine figures. Rather, captured here is a reference to God communicating with a distinctly human figure.

* Robert Chazan,
Fashioning Jewish identity in Medieval Western Christendom
[Η μορφοποίηση της ιουδαϊκής ταυτότητας στον Μεσαιωνικό Δυτικό Χριστιανικό Κόσμο],
Cambridge University Press, 2004,
p./σ. 245.



Friday, August 2, 2013

Αγγελική Φ. Καλφαπαναγιώτου-Αλεξανδρίδου:
Ο Ιεχωβά ως εξέλιξη του Γιαχβέ;!




Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Π. Δ. αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.

Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε σε πανεβραϊκό και αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Ιεχωβά: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο. Στην αραμαϊκή είχαν και τη λέξη αββά από το Εβρ. Άβ, που δηλώνουν και οι δύο: Πατήρ. Οι ελληνιστές Εβραίοι διετήρησαν τη λέξη αββά, ως ευφωνότερη από το ελληνικό πατήρ.

Εκφράζει δε τρυφερότητα των τέκνων προς τους γονείς, όχι μόνο προς τον πατέρα, αποδίδεται ακόμη προς τον πάππο, τον ευεργέτη, προς ηγεμόνες και ιερείς (γι' αυτό και μέχρι σήμερα η λ. αββάς χρησιμοποιείται από την Καθολική Εκκλησία για την ονομασία των ιερέων).

Στην Κ. Δ. λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγ. Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγ. Τριάς). Χρησιμοποιείται και η λέξη Αββά, όταν ο Κύριος ή οι Απόστολοι αναφέρονται προς τον Θεόν-Πατέρα με τρυφερότητα (Μάρκ. 14, 36, «αββά, ο Πατήρ, πάντα δυνατά σοι»), (Ρωμ. 8, 15 «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά, ο πατήρ»).

Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών» με η, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό και «Πατήρ υμών» με ν στον πληθυντικό. Συγχρόνως έκανε τη διάκριση στη σχέση ανάμεσα στους μαθητές του και τον Θεό, και στην ιδική Του σχέση με τον Θεό.

Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο και προσηνή, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: «εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».

Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Η Αγ. Γραφή καλεί τον Θεό αόρατο που κατοικεί «εν απροσίτω φωτί». Τον γνωρίζει ο άνθρωπος «εκ μέρους μόνον», η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωήν «ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστί».

Στα Ρωμαϊκά χρόνια και στο μοναρχικό πολίτευμα υπήρχε η λόγια φράση: «ελέω Θεού», χρησίμευε η λέξη Θεός για τη μετάφραση του λατιν. divus, ως τίτλος Αυτοκράτορος: «ο Θεός Καίσαρ» (Στράβων 117). Δηλώνει ότι η εξουσία τους είναι δεδομένη παρά Θεού στον οποίον και μόνο είναι υπόλογοι.

* Αγγελικής Φ. Καλφαπαναγιώτου-Αλεξανδρίδου,
«Θεός: Ετυμολογικές ρίζες και σημασίες της έννοιας»,
Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο Επουράνιος Πατήρ»
(10-13 Νοεμβρίου 1992)
,
Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 1993,
σσ. 255, 256 [249-258].