Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Π. Δ. αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.
Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε σε πανεβραϊκό και αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Ιεχωβά: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο. Στην αραμαϊκή είχαν και τη λέξη αββά από το Εβρ. Άβ, που δηλώνουν και οι δύο: Πατήρ. Οι ελληνιστές Εβραίοι διετήρησαν τη λέξη αββά, ως ευφωνότερη από το ελληνικό πατήρ.
Εκφράζει δε τρυφερότητα των τέκνων προς τους γονείς, όχι μόνο προς τον πατέρα, αποδίδεται ακόμη προς τον πάππο, τον ευεργέτη, προς ηγεμόνες και ιερείς (γι' αυτό και μέχρι σήμερα η λ. αββάς χρησιμοποιείται από την Καθολική Εκκλησία για την ονομασία των ιερέων).
Στην Κ. Δ. λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγ. Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγ. Τριάς). Χρησιμοποιείται και η λέξη Αββά, όταν ο Κύριος ή οι Απόστολοι αναφέρονται προς τον Θεόν-Πατέρα με τρυφερότητα (Μάρκ. 14, 36, «αββά, ο Πατήρ, πάντα δυνατά σοι»), (Ρωμ. 8, 15 «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά, ο πατήρ»).
Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών» με η, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό και «Πατήρ υμών» με ν στον πληθυντικό. Συγχρόνως έκανε τη διάκριση στη σχέση ανάμεσα στους μαθητές του και τον Θεό, και στην ιδική Του σχέση με τον Θεό.
Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο και προσηνή, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: «εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Η Αγ. Γραφή καλεί τον Θεό αόρατο που κατοικεί «εν απροσίτω φωτί». Τον γνωρίζει ο άνθρωπος «εκ μέρους μόνον», η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωήν «ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστί».
Στα Ρωμαϊκά χρόνια και στο μοναρχικό πολίτευμα υπήρχε η λόγια φράση: «ελέω Θεού», χρησίμευε η λέξη Θεός για τη μετάφραση του λατιν. divus, ως τίτλος Αυτοκράτορος: «ο Θεός Καίσαρ» (Στράβων 117). Δηλώνει ότι η εξουσία τους είναι δεδομένη παρά Θεού στον οποίον και μόνο είναι υπόλογοι.