Όταν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια
συγκρούονται
με τα πολιτικά δικαστήρια /
Conflicts
between ecclesiastical
& secular courts
Τὰ παραπάνω συμπεράσματα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σὲ μιὰ ὑπόθεση, χρονολογούμενη τὸν Ἀπρίλο τοῦ 1400. Ὁ Πανόπουλος εἶχε ἀγοράσει ἐπὶ πατριάρχη Ἀντωνίου Δ΄ ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Ὁδηγῶν ἕνα ἀκίνητο, ποὺ ἀργότερα παρέδωσε στὸν Θωμᾶ Καλοκύρη ὡς ἐνέχυρο, πρὸς ἐξασφάλιση ἑνὸς δανείου 300 ὑπερπύρων ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ αὐτὸν, «... ἐπὶ τοιαύτῃ συμφωνίᾳ, ὡς ἄν, εἰ μὲν ἐντὸς ὁλοκλήρου χρόνου, ἀποδῷ τὰ τριακόσια ὑπέρπυρα πρὸς τὸν Καλοκύρην καὶ τόκου χάριν ὑπέρπυρα τεσσαράκοντα πέντε, ἀναλαμβάνῃ πάλιν αὐτὸς τὸ ῥηθὲν ὁσπήτιον αὐτοῦ, εἰ δὲ μὴ ἀποδῷ ταῦτα ἐντὸς τοῦ ῥηθέντος χρόνου τῆς συμφωνίας αὐτῶν, ἵνα ἔχει ὁ Καλοκύρης τὰ ὁσπήτια τοῦ Πανοπούλου κατὰ τελείαν δεσποτείαν καὶ κυριότητα ...». Προφανῶς γιὰ ἐξασφάλισή του ὁ δανειστὴς ἀπαίτησε, καὶ πέτυχε, τὴν ἐπικύρωση τῆς συμφωνίας αὐτῆς ἀπὸ τὸ αὐτοκρατορικὸ δικαστήριο. Ὅταν ἡ προθεσμία πλησίαζε πρὸς τὸ τέλος της, ὁ Πανόπουλος –ποὺ φαίνεται πὼς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του– ἐπιδίωξε νὰ κριθεῖ ἡ διαφορά του μὲ τὸν Καλοκύρη ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ δικαστήριο. Ὁ τελευταῖος ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὴ λύση αὐτή, ἔσπευσε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα ἰσχυριζόμενος «... εἰς τὸ σέκρετον ἀνακεῖσθαι τὰ τῆς ὑποθέσεως, ἅτε καὶ ἐπ’ αὐτῇ σεκρετικοῦ γράμματος προβάντος ...». Ὁ αὐτοκράτορας ἀποδέχθηκε τὸ αἴτημα καὶ ἔστειλε σχετικὸ «μήνυμα» στὸν πατριάρχη, ὁ ὁποῖος δέχθηκε «... κατὰ τὴν περὶ ταῦτα συνήθειαν κριθῆναι ἐν τῷ σεκρέτῳ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ...». Παρόλα αὐτὰ ὁ Πανόπουλος «... ἐζήτησεν (...) τὴν συνήθη τοῖς ἀπόροις βοήθειαν παρὰ τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ ἐπὶ τῇ ἐκκοπῇ τῶν τόκων, οὗ δὴ καὶ συνήθως ἐπέτυχε ...». Πράγματι τὸ συνοδικὸ δικαστήριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὄχι μόνον τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους ὁμαλότητας, κρατοῦσε ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἴσπραξη τόκων καὶ τελικὰ φρόντιζε γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν ὀφειλετῶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑποχρέωση. Ἡ δίκη στὸ αὐτοκρατορικὸ σέκρετο δὲν ἔγινε πάντως ἀμέσως, γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀκόμη στελεχωθεῖ, ὅταν ὅμως κάποτε πραγματοποιήθηκε, κατέληξε σὲ νίκη τοῦ Καλοκύρη, δεδομένου ὅτι ἡ ἀπόφαση προέβλεπε νὰ τηρηθεῖ ἡ συμφωνία τῶν δύο μερῶν. Φοβούμενος προφανῶς ὁ πατριάρχης πὼς τελικὰ ὁ Πανόπουλος θὰ ἐξαναγκαζόταν νὰ πληρώσει καὶ τοὺς τόκους, ἀγνόησε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ καὶ «... παρῄνει καὶ εἰσηγεῖτο καὶ συνεβούλευε τῷ Καλοκύρῃ ...» ἢ νὰ ἀρκεσθεῖ στὴν εἴσπραξη τοῦ ποσοῦ τῶν 300 ὑπερπύρων καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸ ἀκίνητο, ἢ νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ δώσει στὸν ὀφειλέτη του τὸ τυχὸν ἐπιπλέον, ἢ ἐφόσον τὸ κρατοῦσε, νὰ καταβάλει στὸν Πανόπουλο 50 ὑπέρπυρα, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ διαφορὰ τοῦ χρέους ἀπὸ τὴν πραγματικὴ τιμή, στὴν ὁποία αὐτὸς εἶχε ἀρχικὰ ἀγοράσει τὸ ἀκίνητο. Ὁ Καλοκύρης προτίμησε τὴν πρώτη λύση, ζήτησε ὅμως καὶ ἔλαβε καὶ τὸ ποσὸ ποὺ εἶχε καταβάλει γιὰ τὴν ἐπισκευὴ τῆς στέγης.
Ὅπως ρητῶς ἀναφέρει ἡ ἀπόφαση οἱ «παραινέσεις», «εἰσηγήσεις» καὶ «συμβουλὲς » τοῦ πατριάρχη ἰσχυροποιήθηκαν ἀπὸ «... ἐκφωνηθέντα ἐγγράφως ἀφορισμὸν ἐπὶ τῇ τοῦ τόκου ἐκκοπῇ ...», ἐνῶ μὲ «... βαρύτατον καὶ φρικώδη ἀφορισμόν ...» ἀπειλήθηκε ὁποιοσδήποτε θὰ ἀμφισβητοῦσε στὸ μέλλον τὴ λύση ποὺ εἶχε δοθεῖ στὴν ὑπόθεση. Ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦσε ἄλλωστε καὶ τὸ πραγματικὸ ὅπλο γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν πατριαρχικῶν ἀποφάσεων, εἰδικὰ στὶς περιπτώσεις πέραν τῆς ἀναγνωρισμένης δικαιοδοσίας τους. Αὐτὸ προκύπτει σαφῶς καὶ ἀπὸ τὸ σχολιαζόμενο ἔγγραφο. Ἀνεξαρτήτως δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσωρινὴ ἀδράνεια τοῦ αὐτοκρατορικοῦ δικαστηρίου, ποὺ προφανῶς γιὰ λόγους ἀνωτέρας βίας δὲν ἦταν στελεχωμένο ἀπὸ δικαστές, ἡ ὑπόθεση ἀνῆκε στὴ δικαιοδοσία του, ὄχι λόγω κάποια «συνήθειας», ὅπως ἀνέφερε ὁ πατριάρχης, ἀλλὰ γιατὶ ὁ δανειστὴς εἶχε ἐκ τῶν προτέρων ζητήσει τὴ δικαστική προστασία του ὡς ἁρμοδίου γιὰ τὴν τήρηση τῶν συμφερόντων του. Κατόπιν αὐτοῦ ἡ κρίση του ἔπρεπε νὰ γίνει σεβαστὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία μόνον μὲ τὴν πνευματική της ἐξουσία μποροῦσε νὰ τὴν παρεμποδίσει.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ σύγκρουση ἁρμοδιοτήτων ἦταν περίπου ἀναπόφευκτη, κάτι ποὺ προκύπτει εὐθέως ἀπὸ τὴν παρακάτω ἀπόφαση τοῦ Ἰανουαρίου 1401. Ὅπως ἀναφέρει τὸ ἔγγραφο, ἕνα ἀνδρόγυνο, ὁ Πρώξιμος καὶ ἡ Πεπαγωμένη, εἶχε ἀποφασίσει πρὶν ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ νὰ διαλύσουν τὸν γάμο τους ἀποσυρόμενοι ὁ καθένας σὲ μονή. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα «... μετὰ (...) παραδρομὴν μηνῶν ..., ὑπό τινων παραπεισθεῖσα, ὅτι τοῦ μοναχικοῦ σχήματος ἀποστᾶσα παρακερδανεῖ τὸ τρίτον τῆς προικὸς αὐτῆς τὸ ἀντὶ ὑποβόλου διδόμενον αἰτίᾳ θανάτου τὸ μοναχικὸν ἐξεδύσατο σχῆμα, ὑποστρέψασα δὲ πρὸς τὸν κόσμον ἐγκλήσεις ἐκίνει καὶ ἀγωγὰς ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ σεκρέτου κατὰ τοῦ Πρωξίμου, ἀπατηθῆναι διατεινομένη ὑπ’αὐτοῦ, ὑποσχεθέντος καὶ συμφωνήσαντος μετ’αὐτῆς, ὡς ἂν ἐν τῇ εἰσελεύσει τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μου αὐτοκράτορος, κῦρ Ἰωάννου, προσδοκωμένῃ καθ’ἑκάστην, ἀμφότεροι τὸ μοναχικὸν ἀποδύσονται σχῆμα, καὶ συνοικήσουσιν ὡς τὸ πρίν, ἅπερ ὅτι ψεῦδος καὶ συκοφαντία καὶ τινῶν ὑποβολαί, ἔδειξεν ἥ τε τῆς γυναικὸς πρὸ μικροῦ ἐξομολόγησις, ἥ τε τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου ἐνταῦθα ἐπιδημία μοναχὸν καὶ ἔτι τηροῦσα τὸν Πρώξιμον καὶ μὴν καὶ διὰ βίου ἐσόμενον. ἀφορισμῷ μὲν οὖν διὰ ταῦτα φρικώδει καθυπεβλήθη ἡ μοναχὴ διὰ τῆς ἡμῶν μετριότητος, ὡς τὸ ἀγγελικὸν ἀποδυσαμένη σχῆμα καὶ τῶν συνταγῶν παραβάτις ...».
Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ πατριάρχη τὸ αὐτοκρατορικὸ δικαστήριο ἀποφάσισε πὼς ὁ Πρώξιμος θεωρεῖτο λόγω τῆς μοναχικῆς κουρᾶς του νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἄρα ἔπρεπε να καταβληθεῖ στὴ σύζυγό του ὑπόβολο ὅπως στὶς χῆρες. Αντιθέτως τὸ πατριαρχικὸ δικαστήριο ἔκρινε, ὅτι στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶχε μεσολαβήσει συναινετικό διαζύγιο λόγω μοναχικῆς κουρᾶς καὶ τῶν δύο συζύγων, ἄρα ἡ λύση τοῦ γάμου δὲν θὰ εἶχε οἰκονομικὲς συνέπειες. Στὴ διάσταση τῶν δύο δικαστηρίων ἀναμείχθηκε καὶ ὁ Ἰωάννης Ζ´ καὶ ζήτησε νὰ ὁρισθεῖ ἐγγυητὴς γιὰ τὴν καταβολὴ τοῦ ὑποβόλου ἀπὸ τὸν Πρώξιμο, μέχρις ὅτου ὁ πατριάρχης τὸν πληροφοροῦσε γιὰ ποιοὺς λόγους καὶ μὲ βάση ποιὲς ἀδιάσειστες ἀποδείξεις θεωροῦσε ὅτι ἡ Πεπαγωμένη διατηροῦσε τὴ μοναχικὴ ἰδιότητα. Παρόλο ποὺ στὴν ἀπόφαση ἀναφέρεται ὅτι «... καὶ λόγους ἱκανοὺς εἴχομεν εἰς τοῦτο καὶ πληροφορίας ...» ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν στὴν ἄρση τῆς ὑποχρέωσης γιὰ ἐγγύηση, ὁ πατριάρχης παραδέχθηκε πὼς «... ἡ τῶν πραγμάτων ἀνωμαλία καὶ σύγχυσις καὶ ἡ ἀναγκαία ἀποδημία τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου ἐνεπόδισεν ἡμᾶς περὶ τούτου διομιλῆσαι ...». Ἐνῶ συνεχιζόταν ἡ ἀπουσία τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ σύζυγος τοῦ Πρωξίμου –σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση ἀπὸ τύψεις καὶ ἐπειδὴ σεβάστηκε τοὺς ὅρκους της– παραδέχθηκε ὅτι πράγματι εἶχε γίνει μοναχή, «... ὑπὸ δὲ τῶν συγγενῶν καὶ τῆς μητρὸς αὐτῆς, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν καθολικῶν κριτῶν παραπεισθεῖσα ...» μετέβαλε γνώμη. Κατόπιν τούτων –καὶ ἀφοῦ ἡ Πεπαγωμένη καὶ ἡ μητέρα της ἀσπάσθηκαν τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔλαβαν συγχώρηση ἀπὸ τὸν πατριάρχη– κρίθηκε ὅτι «... ὃ ἐβούλετο ὁ βασιλεὺς ὁ ἅγιος πληροφορηθῆναι, νῦν φανερὸν καὶ δῆλον γέγονεν πᾶσι ...» καὶ ἔτσι ὁ ἐγγυητὴς ἔπρεπε νὰ ἀποσδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση γιὰ τὴν καταβολὴ ὑποβόλου, ἐπειδὴ οἱ δύο τέως σύζυγοι «... ἐκ κοινῆς συμφωνίας γεγόνασι καὶ ἀμφότεροι μοναχοί, καὶ ὅτι ἐπὶ τῶν τοιούτων ἀζήμια καὶ ἀμφότερα τὰ μέρη διαλύονται ...».
Ἐξεταζόμενη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς διάστασης ἀνάμεσα στὰ δύο δικαστήρια ἡ ἀπόφαση αὐτὴ διαφοροποιεῖται οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον μὲν ἐπειδὴ ἀναφέρεται σὲ διαφορὰ οἰκογενειακοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐνέπιπτε καταρχὴν στὴν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, δεύτερον δὲ λόγω τοῦ προσωπικοῦ ἐνδιαφέροντος ποὺ εἶχε γιὰ τὴν ἐπίλυσή της (μᾶλλον ὑπὲρ τῆς Πεπαγωμένης) ὁ αὐτοκράτορας καὶ τὸ ὁποῖο ἴσως ἀνάγκασε τὸν πατριάρχη νὰ κινηθεῖ μὲ προσεκτικὰ βήματα, ὥστε νὰ μὴν ἔλθει σὲ εὐθεία ρήξη μὲ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία. Στὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐξασφαλιζόταν ὑψηλὴ προστασία πρέπει νὰ ὀφείλονταν καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ συγγενικοῦ περιβάλλοντος τῆς γυναίκας, νὰ ἀποβάλει τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ προσφύγει κατὰ τοῦ συζύγου της στὸ αὐτοκρατορικὸ δικαστήριο.
No comments:
Post a Comment