The question of the attitude towards military service adopted by early Christianity has been answered in an astonishing variety of ways. This is due not to the sources which have long since been collected and often discussed, but to the modern approach, which states the question in such broad and discriminating terms, in a mode in which it never existed for the ancient Church, or for the Church in any age. The early Church had nothing whatever to say as to what non-Christians ought or ought not to do, nor had it any intention of changing the order of this passing world in a Christian sense. What it put forward in the way of concrete directions and demands was meant only for Christians. Certainly the truth can only be one at all times, and will, at some future date, alone prevail. But this world does not accept the truth to which Christians confess, even though, as the truth of the divine love, it is the salvation of every man. Christians are 'strangers' in the world; they do not wish to destroy it, but to heal it. They do, however, disturb it, since they do not let themselves be integrated into it and its chaotic laws, and so always remain an 'exception' in the world. Ethically, Christianity and paganism cannot be given a common denominator, as is evident from the way Christians explain themselves on matters of principle. If they comply with and accept some factor in the outside world, that does not mean that they approve it; it is simply that they cannot change the world and make it the Church. At the same time, if definite obligations are imposed on Christians by the Church and treated as self-evident, that does not mean that they are intended as principles to which all law must conform; it is simply that they cannot commit themselves wholly to the law of this world.
This explains the seemingly inconsistent ways in which the ancient Church judged war and military service. Not a single one of the Fathers doubted that, in the world as it is, war is inevitable, and, consequently, they saw no reason to condemn the military profession in particular. It is of the very essence of the world to be obliged to shed blood—whether in war, or by legal process (the two are nearly always taken together in this connection). It is only by force that external peace is preserved, for which Christians also are grateful. For this reason, they pray not only for rulers, but also for the army and its success in war. They themselves, however, would not have anything to do with war service. The world may need its Caesars, but no emperor can be a Christian nor a Christian ever be an emperor. The Church knows no war; the military organizations in the world are not necessary on her account. Christians are peacemakers and adhere to the commandments in the Sermon on the Mount. They are ready to suffer and die in testimony to their truth; but they do not kill. The military requirements of bravery, moderation, and obedience they practise figuratively in a war wherein God himself has supreme command; these are now 'spiritual' virtues.
Το ζήτημα της στάσης προς την στρατιωτική υπηρεσία που υιοθέτησαν οι πρώτοι χριστιανοί έχει απαντηθεί με εντυπωσιακά ποικίλους τρόπους. Αυτό συνέβη όχι εξαιτίας των πηγών οι οποίες προ καιρού έχουν συγκεντρωθεί και έχουν συχνά εξεταστεί αλλά εξαιτίας της σύγχρονης προσέγγισης, η οποία θέτει το ζήτημα με τόσο ευρείς και διακεκριμένους όρους, με τρόπο που ποτέ δεν τέθηκε στην αρχαία Εκκλησία ή στην Εκκλησία σε οποιαδήποτε εποχή. Η πρώτη Εκκλησία δεν είχε απολύτως τίποτα να πει για το τι θα έπρεπε να κάνουν ή να μην κάνουν οι μη χριστιανοί ούτε είχε καμία πρόθεση να αλλάξει την τάξη αυτού του παρερχόμενου κόσμου σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη. Αυτό που πρόβαλε με τη μορφή σαφών κατευθύνσεων και απαιτήσεων απευθυνόταν μόνο προς τους χριστιανούς. Βέβαια η αλήθεια μόνο μία μπορεί να είναι σε κάθε εποχή και πρόκειται μόνο αυτή να επικρατήσει σε κάποιο μελλοντικό χρόνο. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν δέχεται την αλήθεια που ομολογούν οι χριστιανοί, παρά το ότι, καθώς πρόκειται για την αλήθεια της θεϊκής αγάπης, αποτελεί τη σωτηρία κάθε ανθρώπου. Οι χριστιανοί είναι "ξένοι" στον κόσμο· δεν επιδιώκουν να τον καταστρέψουν αλλά να τον θεραπεύσουν. Παρ' όλα αυτά, πράγματι τον διαταρράσουν, καθώς δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ενσωματωθεί σε αυτόν και τους χαώδεις νόμους του κι έτσι πάντα παραμένουν μια "εξαίρεση" μέσα στον κόσμο. Από ηθικής έποψης, ο χριστιανισμός και ο παγανισμός δεν μπορούν να έχουν κοινό παρονομαστή, όπως γίνεται φανερό από τον τρόπο που οι χριστιανοί παρέχουν εξηγήσεις σε θέματα αρχών. Αν συμμορφώνονται και αποδέχονται κάποιον θεσμό του έξω κόσμου, αυτό δεν σημαίνει ότι τον επιδοκιμάζουν· είναι απλώς ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και να τον καταστήσουν Εκκλησία. Ταυτόχρονα, αν ορισμένες υποχρεώσεις επιβάλλονται στους χριστιανούς από την Εκκλησία και θεωρούνται αυτονόητες, αυτό δεν σημαίνει ότι προορίζονταν ως αρχές στις οποίες θα έπρεπε να προσαρμοστεί κάθε νόμος· είναι απλώς ότι δεν μπορούν να δεσμευτούν ολοκληρωτικά απέναντι στο νόμο αυτού του κόσμου.
Έτσι εξηγούνται οι φαινομενικά ασυνεπείς τρόποι με τους οποίους η αρχαία Εκκλησία έκρινε τον πόλεμο και την στρατιωτική υπηρεσία. Κανένας από τους Πατέρες δεν αμφισβήτησε ότι, στον κόσμο αυτό, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και συνεπώς δεν έβλεπαν κανένα λόγο ώστε να καταδικάσουν συγκεκριμένα το επάγγελμα του στρατιωτικού. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου αυτού η υποχρέωση να χύνει αίμα—είτε στον πόλεμο είτε μέσω νομικών διαδικασιών (αυτά τα δύο σχεδόν πάντα τοποθετούνται μαζί σε αυτό τον συσχετισμό). Μόνο διά της βίας διατηρείται η εξωτερική ειρήνη, και για την οποία οι Χριστιανοί είναι ευγνώμονες. Γι' αυτό το λόγο, προσεύχονται όχι μόνο για τους άρχοντες αλλά επίσης για τον στρατό και για την επιτυχία του στον πόλεμο. Οι ίδιοι, όμως, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την υπηρεσία στον πόλεμο. Ο κόσμος έχει ανάγκη τους Καίσαρές του αλλά κανένας αυτοκράτορας δεν μπορεί να είναι χριστιανός ούτε ένας χριστιανός μπορεί να είναι αυτοκράτορας. Η Εκκλησία δεν γνωρίζει καθόλου τον πόλεμο· οι στρατιωτικές οργανώσεις του κόσμου δεν είναι καθόλου αναγκαίες για χάρη της. Οι χριστιανοί είναι ειρηνοποιοί και προσκολλούνται στις εντολές της Επί του Όρους Ομιλίας. Είναι πρόθυμοι να υποφέρουν και να πεθάνουν ως μαρτυρία για την αλήθεια τους· αλλά δεν σκοτώνουν. Τις στρατιωτικές απαιτήσεις της ανδρείας, της μετριοπάθειας και της υπακοής τις εφαρμόζουν μεταφορικά στον πόλεμο όπου ο ίδιος ο Θεός έχει το γενικό πρόσταγμα· αυτές είναι πλέον "πνευματικές" αρετές.