William Miller,
Evidence from Scripture and history
of the second coming of Christ about the year 1843,
[Τεκμήρια από τη Γραφή και την ιστορία
της δεύτερης έλευσης του Χριστού γύρω στο έτος 1843]
Boston 1840 (first edition/πρώτη έκδοση 1833).
[English/Αγγλικά, PDF]
Evidence from Scripture and history
of the second coming of Christ about the year 1843,
[Τεκμήρια από τη Γραφή και την ιστορία
της δεύτερης έλευσης του Χριστού γύρω στο έτος 1843]
Boston 1840 (first edition/πρώτη έκδοση 1833).
[English/Αγγλικά, PDF]
A prophetic time chart signifying the year 1843 as the start of God's Kingdom, based on prophecies of Daniel and Revelation [click to enlarge] / Προφητικός χρονολογικός πίνακας που υποδεικνύει το έτος 1843 ως το έτος έναρξης της Βασιλείας του Θεού, βάσει των προφητειών του Δανιήλ και της Αποκάλυψης [κλικ για μεγέθυνση] * |
Miller was never able to comprehend why the people of New England did not heed his warning cry, since it was so clearly supported by Scripture. Historian Everett Dick commented, "William Miller never had any other idea than that the churches would receive his explanation of the Scriptures gladly and rejoice with him in expecting their Saviour soon in the clouds of heaven to take His faithful children home." Instead, Miller developed a reputation as a false prophet. As late as December 28, 1845, Miller received a letter which began, "I believe I never saw you but your name has been familiar as the old fanatic, the false prophet, the world burner, &c. &c." In a letter to a "sister" on his fifty-ninth birthday, Miller regretted that he was called to be a pilgrim "through this dark, unfeeling and unfriendly world." Even among his neighbors Miller felt the chill. To his eldest son, who tended the Miller farm, he wrote, "I do not suppose many of my neighbors care anything for me: yet I do feel for, and love them all." Miller's earlier hopes of a positive response from the world were thwarted, and he became more pessimistic. The broad, inclusive tolerance of Miller and his early followers gradually shifted to a "remnant," reductionist soteriology. And even though persecution itself was a recognizable sign of the end, Miller could not celebrate its fulfillments. After nine years of proclamation, he catalogued his opposition in an address "To the Believers in the Second Advent Near, Scattered Abroad."
Ο Μίλερ ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι της Νέας Αγγλίας δεν έδωσαν προσοχή στην προειδοποιητική κραυγή του, εφόσον αυτή είχε τόσο ξεκάθαρη υποστήριξη από τη Γραφή. Ο ιστορικός Έβερετ Ντικ σχολίασε: «Ο Γουίλιαμ Μίλερ πάντα πίστευε ότι οι εκκλησίες θα έκαναν δεκτή την ερμηνεία του των Γραφών ευχαρίστως και ότι θα χαίρονταν μαζί του αναμένοντας τον Σωτήρα τους σύντομα μέσα στα σύννεφα του ουρανού για να πάρει τα πιστά παιδιά του στον οίκο του». Αντ' αυτού, αναπτύχθηκε για τον Μίλερ η φήμη του ψευδοπροφήτη. Μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου του 1845 ο Μίλερ είχε λάβει μια επιστολή που άρχιζε ως εξής: «Νομίζω ότι ποτέ δεν σε είδα αλλά το όνομα σου μου είναι γνωστό ως προσώπου παλιοφανατικού, ψευδοπροφήτη, που έχει κάψει τον κόσμο, κλπ κλπ». Σε μια επιστολή προς μια «αδελφή» στα πεντηκοστά ένατα γενέθλιά του, ο Μίλερ εξέφρασε τη λύπη του για το ότι κλήθηκε να είναι σκαπανέας «μέσα σε αυτόν τον σκοτεινό, αναίσθητο και καθόλου φιλικό κόσμο». Ακόμη και μεταξύ των κοντινών του ανθρώπων ένιωθε ο Μίλερ αυτή την ψυχρότητα. Προς το μεγαλύτερο γιο του, ο οποίος φρόντιζε το αγρόκτημα των Μίλερ, έγραψε: «Δεν νομίζω ότι πολλοί από τους κοντινούς μου ανθρώπους ενδιαφέρονται καθόλου για εμένα: παρ' όλα αυτά, εγώ ενδιαφέρομαι για εκείνους και τους αγαπώ όλους». Οι αρχικές ελπίδες του Μίλερ για θετική ανταπόκριση από τον κόσμο διαψεύστηκαν και έγινε πιο απαισιόδοξος. Η ευρεία, συμπεριληπτική ανοχή του Μίλερ και των πρώτων ακολούθων του σταδιακά μετατοπίστηκε προς μια περί «υπολοίπου» [ενν. το ιερό κατάλοιπο], αφαιρετική σωτηριολογία. Και παρ' όλο που ο διωγμός καθαυτός ήταν αναγνωρίσιμο σημείο του τέλους, ο Μίλερ δεν μπορούσε να πανηγυρίσει με την εκπλήρωσή του. Μετά από εννιά χρόνια διακήρυξης, σημείωσε την εναντίωση που δέχθηκε σε λόγο που απηύθυνε «Προς τους Πιστούς της Δεύτερης Έλευσης [ή, Δευτέρας Παρουσίας] η οποία είναι Κοντά, οι οποίοι είναι Διασκορπισμένοι Μακριά».
* Ronald L. Numbers & Jonathan M. Butler,
The Disappointed: Millerism and Millenarianism in the nineteenth century
[Οι Απογοητευμένοι: Μιλερισμός και Χιλιετισμός κατά τον δέκατο ένατο αιώνα],
University of Tennessee Press, 1993,
p./σ. 27.
"This fine collection of essays places the Millerite movement within the cultural and religious context of nineteenth-century America."
–Church History (1989),
American Society of Church History, 58: 247-249.
Miller, William, the founder of the Millerites [...] About 1833, when a resident of Low Hampton, N.Y., he began his career as an apostle of the new doctrine, which taught that the world was coming to an end in 1843. The main argument on which his belief rested was that relative to the termination of the 2300 days in Daniel 8:14, which he regarded as years. Then considering the seventy weeks in Daniel 9:24, as the key to the date of the 2300 days of the preceding chapter, and dating the periods B.C. 457, when Artaxerxes, king of Persia, sent up Ezra from his captivity, to restore the Jewish polity at Jerusalem (Ezra 7), and ending the seventy weeks, as commentators generally do, in A.D. 33, with the crucifixion of Christ, he found the remainder of the 2300 days, which was 1810, would end in 1843. For ten years he held forth to this purport, and succeeded in gathering a large number of followers, which is said to have reached fifty thousand, who awaited, with credulous expectation, the appointed day. The result, however, turning out contrary to the teaching of their apostle, the Adventists, as they are sometimes termed, gradually forsook Miller. He died at Low Hampton, Washington County, N.Y., December 20, 1849.
Μίλερ, Γουίλιαμ, ο ιδρυτής των Μιλεριτών [...] Γύρω στο 1833, όταν κατοικούσε στο Λόου Χάμπτον της Νέας Υόρκης, άρχισε την καριέρα του ως απόστολος του νέου δόγματος το οποίο δίδασκε ότι ο κόσμος έφτανε στο τέλος του το 1843. Το κύριο επιχείρημά του γι’ αυτή την πεποίθησή του σχετιζόταν με τον τερματισμό των 2300 ημερών του Δανιήλ 8:14, τις οποίες υπολόγιζε ως έτη. Έπειτα, θεωρώντας τις εβδομήντα εβδομάδες του Δανιήλ 9:24 ως το κλειδί για τη χρονολόγηση των 2300 ημερών του προηγούμενου κεφαλαίου και χρονολογώντας τις περιόδους 457 π.Χ., όταν ο Αρταξέρξης που ήταν βασιλιάς της Περσίας έστειλε τον Έσδρα από την αιχμαλωσία του για να αποκαταστήσει στην Ιερουσαλήμ το Ιουδαϊκό καθεστώς (Έσδρας 7), και τερματίζοντας τις εβδομήντα εβδομάδες, όπως κάνουν γενικά οι σχολιαστές, στο 33 μ.Χ. με τη σταύρωση του Χριστού, βρήκε ότι το υπόλοιπο από τις 2300 μέρες, που ήταν 1810, θα τελείωνε το 1843. Για δέκα χρόνια υποστήριζε αυτή την άποψη, και κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ακολούθων, οι οποίοι λέγεται ότι έφτασαν τις πενήντα χιλιάδες, που ανέμεναν -με εύπιστη προσμονή- την προσδιορισμένη μέρα. Επειδή, όμως, το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο με τη διδασκαλία του αποστόλου τους, οι Αντβεντιστές, όπως αποκαλούνται μερικές φορές, εγκατέλειψαν σταδιακά τον Μίλερ. Πέθανε στο Λόου Χάμπτον, της Κομητείας Ουάσινγκτον της Νέας Υόρκης στις 20 Δεκεμβρίου 1849.
* M’Clintock and Strong’s Cyclopædia,
Vol./Τόμ. 6, p./σ. 271.
No comments:
Post a Comment