PG 36:125, ftn. 63 |
(17.) Ἀρκτέον δὲ ἡμῖν ἐντεῦθεν. τὸ θεῖον ἀκατονόμαστον· καὶ τοῦτο δηλοῦσιν, οὐχ οἱ λογισμοὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ Ἑβραίων οἱ σοφώτατοι καὶ παλαιότατοι, ὅσον εἰκάζειν ἔδοσαν. οἱ γὰρ χαρακτῆρσιν ἰδίοις τὸ θεῖον τιμήσαντες, καὶ οὐδὲ γράμμασιν ἀνασχόμενοι τοῖς αὐτοῖς ἄλλο τι γράφεσθαι τῶν μετὰ θεὸν καὶ θεόν, ὡς δέον ἀκοινώνητον εἶναι καὶ μέχρι τούτου τὸ θεῖον τοῖς ἡμετέροις, πότε ἂν δέξαιντο λυομένῃ φωνῇ δηλοῦσθαι τὴν ἄλυτον φύσιν καὶ ἰδιάζουσαν; οὔτε γὰρ ἀέρα τις ἔπνευσεν ὅλον πώποτε, οὔτε οὐσίαν θεοῦ παντελῶς ἢ νοῦς κεχώρηκεν, ἢ φωνὴ περιέλαβεν. ἀλλ’ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν σκιαγραφοῦντες τὰ κατ’ αὐτὸν, ἀμυδράν τινα καὶ ἀσθενῆ καὶ ἄλλην ἀπ’ ἄλλου φαντασίαν συλλέγομεν. καὶ οὗτος ἄριστος ἡμῖν θεολόγος, οὐχ ὃς εὗρε τὸ πᾶν, οὐδὲ γὰρ δέχεται τὸ πᾶν ὁ δεσμός, ἀλλ’ ὃς ἂν ἄλλου φαντασθῇ πλέον, καὶ πλεῖον ἐν ἑαυτῷ συναγάγῃ τὸ τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, ἢ ἀποσκίασμα, ἢ ὅ τι καὶ ὀνομάσομεν.
(18.) Ὅσον δ’ οὖν ἐκ τῶν ἡμῖν ἐφικτῶν, ὁ μὲν ὤν, καὶ ὁ θεός, μᾶλλόν πως τῆς οὐσίας ὀνόματα· καὶ τούτων μᾶλλον ὁ ὤν· οὐ μόνον ὅτι τῷ Μωυσεῖ χρηματίζων ἐπὶ τοῦ ὄρους, καὶ τὴν κλῆσιν ἀπαιτούμενος, ἥ τίς ποτε εἴη, τοῦτο προσεῖπεν ἑαυτὸν, Ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με, τῷ λαῷ κελεύσας εἰπεῖν· ἀλλ’ ὅτι καὶ κυριωτέραν ταύτην εὑρίσκομεν. ἡ μὲν γὰρ τοῦ θεοῦ, κἂν ἀπὸ τοῦ θέειν, ἢ αἴθειν, ἠτυμολόγηται τοῖς περὶ ταῦτα κομψοῖς, διὰ τὸ ἀεικίνητον καὶ δαπανητικὸν τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, —καὶ γὰρ πῦρ καταναλίσκον ἐντεῦθεν λέγεται, —ἀλλ’ οὖν τῶν πρός τι λεγομένων ἐστί, καὶ οὐκ ἄφετος· ὥσπερ καὶ ἡ Κύριος φωνή, ὄνομα εἶναι θεοῦ καὶ αὐτὴ λεγομένη· Ἐγὼ γάρ, φησι, κύριος ὁ θεός σου· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα. καί, Κύριος ὄνομα αὐτῷ. ἡμεῖς δὲ φύσιν ἐπιζητοῦμεν, ᾗ τὸ εἶναι καθ’ ἑαυτό, καὶ οὐκ ἄλλῳ συνδεδεμένον· τὸ δὲ ὂν [PG ftn./υποσημ.: Ων] ἴδιον ὄντως θεοῦ, καὶ ὅλον, μήτε τῷ πρὸ αὐτοῦ, μήτε τῷ μετ’ αὐτόν, οὐ γὰρ ἦν, ἢ ἔσται, περατούμενον ἢ περικοπτόμενον.
(19.) Τῶν δ’ ἄλλων προσηγοριῶν αἱ μὲν τῆς ἐξουσίας εἰσὶ προφανῶς, αἱ δὲ τῆς οἰκονομίας, καὶ ταύτης διττῆς· τῆς μὲν ὑπὲρ τὸ σῶμα, τῆς δὲ ἐν σώματι· οἷον ὁ μὲν παντοκράτωρ, καὶ ὁ βασιλεύς, ἢ τῆς δόξης, ἢ τῶν αἰώνων, ἢ τῶν δυνάμεων, ἢ τοῦ ἀγαπητοῦ, ἢ τῶν βασιλευόντων· καὶ ὁ κύριος, ἢ σαβαώθ, ὅπερ ἐστὶ στρατιῶν, ἢ τῶν δυνάμεων, ἢ τῶν κυριευόντων. ταῦτα μὲν σαφῶς τῆς ἐξουσίας· ὁ δὲ θεός, ἢ τοῦ σώζειν, ἢ ἐκδικήσεων, ἢ εἰρήνης, ἢ δικαιοσύνης, ἢ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ παντὸς Ἰσραὴλ τοῦ πνευματικοῦ καὶ ὁρῶντος θεόν· ταῦτα δὲ τῆς οἰκονομίας. ἐπειδὴ γὰρ τρισὶ τούτοις διοικούμεθα, δέει τε τιμωρίας, καὶ σωτηρίας ἐλπίδι, πρὸς δὲ καὶ δόξης, καὶ ἀσκήσει τῶν ἀρετῶν, ἐξ ὧν ταῦτα· τὸ μὲν τῶν ἐκδικήσεων ὄνομα οἰκονομεῖ τὸν φόβον· τὸ δὲ τῶν σωτηρίων τὴν ἐλπίδα· τὸ δὲ τῶν ἀρετῶν τὴν ἄσκησιν· ἵν’ ὡς τὸν θεὸν ἐν ἑαυτῷ φέρων ὁ τούτων τι κατορθῶν μᾶλλον ἐπείγηται πρὸς τὸ τέλειον, καὶ τὴν ἐξ ἀρετῶν οἰκείωσιν. ταῦτα μὲν οὖν ἐστι κοινὰ θεότητος τὰ ὀνόματα. ἴδιον δὲ τοῦ μὲν ἀνάρχου, πατήρ· τοῦ δὲ ἀνάρχως γεννηθέντος, υἱός· τοῦ δὲ ἀγεννήτως προελθόντος, ἢ προιόντος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. ἀλλ’ ἐπὶ τὰς τοῦ υἱοῦ κλήσεις ἔλθωμεν, ὅπερ ὡρμήθη λέγειν ὁ λόγος.
(XVII.) We will begin thus. The Deity cannot be expressed in words. And this is proved to us, not only by argument, but by the wisest and most ancient of the Hebrews, so far as they have given us reason for conjecture. For they appropriated certain characters to the honour of the Deity, and would not even allow the name of anything inferior to God to be written with the same letters as that of God, because to their minds it was improper that the Deity should even to that extent admit any of His creatures to a share with Himself. How then could they have admitted that the invisible and separate Nature can be explained by divisible words? For neither has any one yet breathed the whole air, nor has any mind entirely comprehended, or speech exhaustively contained the Being of God. But we sketch Him by His Attributes, and so obtain a certain faint and feeble and partial idea concerning Him, and our best Theologian is he who has, not indeed discovered the whole, for our present chain does not allow of our seeing the whole, but conceived of Him to a greater extent than another, and gathered in himself more of the Likeness or adumbration of the Truth, or whatever we may call it.
(XVIII.) As far then as we can reach, He Who Is, and God, are the special names of His Essence; and of these especially He Who Is, not only because when He spake to Moses in the mount, and Moses asked what His Name was, this was what He called Himself, bidding him say to the people “I Am hath sent me,” but also because we find that this Name is the more strictly appropriate. For the Name Θεός (God), even if, as those who are skilful in these matters say, it were derived from Θέειν (to run) or from Αἴθειν (to blaze), from continual motion, and because He consumes evil conditions of things (from which fact He is also called A Consuming Fire), would still be one of the Relative Names, and not an Absolute one; as again is the case with Lord, [ftn. Lord (Κύριος) is simply the LXX. rendering of the word which in reading Hebrew is substituted for the Ineffable Name. Thus in the passages quoted, had the original language been used, the Four-Lettered Name would have appeared.] which also is called a name of God. I am the Lord Thy God, He says, that is My name; and, The Lord is His name. But we are enquiring into a Nature Whose Being is absolute and not into Being bound up with something else. But Being is in its proper sense peculiar to God, and belongs to Him entirely, and is not limited or cut short by any Before or After, for indeed in him there is no past or future.
(XIX.) Of the other titles, some are evidently names of His Authority, others of His Government of the world, and of this viewed under a twofold aspect, the one before the other in the Incarnation. For instance the Almighty, the King of Glory, or of The Ages, or of The Powers, or of The Beloved, or of Kings. Or again the Lord of Sabaoth, that is of Hosts, or of Powers, or of Lords; these are clearly titles belonging to His Authority. But the God either of Salvation or of Vengeance, or of Peace, or of Righteousness; or of Abraham, Isaac, and Jacob, and of all the spiritual Israel that seeth God,—these belong to His Government. For since we are governed by these three things, the fear of punishment, the hope of salvation and of glory besides, and the practice of the virtues by which these are attained, the Name of the God of Vengeance governs fear, and that of the God of Salvation our hope, and that of the God of Virtues our practice; that whoever attains to any of these may, as carrying God in himself, press on yet more unto perfection, and to that affinity which arises out of virtues. Now these are Names common to the Godhead, but the Proper Name of the Unoriginate is Father, and that of the unoriginately Begotten is Son, and that of the unbegottenly Proceeding or going forth is The Holy Ghost. Let us proceed then to the Names of the Son, which were our starting point in this part of our argument.
(transl. Ph. Schaff, NPNF v.2-07)
(17.) Και ας αρχίσωμεν απ' εδώ. Το θείον δεν έχει όνομα. Και αυτό το δείχνουν όχι μόνον οι λογικοί στοχασμοί, αλλά και οι σοφώτατοι και αρχαιότατοι Εβραίοι, όσον μας επέτρεψαν να υποθέσωμεν. Αυτοί που ετίμησαν το θείον με ιδιαίτερα γράμματα, [υποσημ. «Οι χαρακτήρσιν ιδίοις το θείον τιμήσαντες». Μέχρι της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας οι Εβραίοι είχον μίαν γραφήν αλφαβήτου ομοιάζουσαν πρoς την αρχαίαν ελληνικήν αριστερόστροφον. Μετά την βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν εχρησιμοποίουν την αραμαϊκήν, αυτήν την οποίαν έχουν μέχρι σήμερον. Εις αυτήν την νέαν γραφήν μετέγραψαν και το κείμενον της Π. Διαθήκης περίπου επί Έσδρα. Κατά την μεταγραφήν όμως εκράτησαν το κατ' εξοχήν όνομα του Θεού Γιαχβέ γραφόμενον διά των παλαιών γραμμάτων. Το όνομα τούτο ουδέ καν επροφέρετο κατά την ανάγνωσιν, επονομασθέν διά τούτο «ανεκφώνητον όνομα», αλλ' αντ' αυτού ανεγίνωσκον Αδωναΐ ή Ελωχίμ. Συν τω χρόνω άρχισε να γράφεται και τούτο με τα νέα αραμαϊκά γράμματα, αλλ' όχι και να προφέρεται. Αυτά εγίνοντο δια τον απέραντον σεβασμόν των Εβραίων προς το όνομα του Θεού.] και δεν εθεώρησαν επιτρεπτόν ούτε με τα γράμματα τα ίδια να γράφουν και τον Θεόν και άλλα του Θεού κατώτερα, διότι έπρεπε το θείον να είνε άσχετον με τα ανθρώπινα μέχρι και αυτού του σημείου, ουδέποτε θα ήτο δυνατόν να δεχθούν να εκφράζεται με αναλυομένην προφοράν η άλυτος και μοναδική φύσις. Διότι ούτε τον αέρα όλον ανέπνευσε ποτέ κανείς μέχρι τώρα, ούτε την ουσίαν του Θεού εχώρεσε ποτέ πλήρως ένας νους ή την εξέφρασε μια προφορά. Αλλά σχηματίζομεν μίαν φανταστικήν και αμυδράν και όλως έμμεσον εντύπωσιν μόνον, σκιαγραφώντας αυτόν εκ των δημιουργημάτων του. Και άριστος θεολόγος μεταξύ μας θεωρείται όχι όποιος ευρήκε και συνέλαβε το παν, αφού το κομπόδεμα (δηλαδή ο ανθρώπινος νους) δεν χωρεί το παν, αλλ' όποιος θα φαντασθή περισσότερον από τον άλλον, και περισυλλέξη εις περισσότερον βαθμόν εντός της διανοίας του το ίνδαλμα της αληθείας, ή αποσκίασμα, ή όπως και αν το ονομάσωμεν.
(18.) Και όσον μεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ των προσιτών εις ήμας, το μεν Ων και το Θεός είνε τα ονόματα που πλησιάζουν περισσότερον την ουσίαν· και απ' αυτά περισσότερον το Ων· όχι μόνον διότι, όταν ωμίλει κάποτε προς τον Μωϋσήν και του εζητήθη να είπη ποίον είνε το όνομά του, έτσι ωνόμασε τον εαυτόν του, και του είπε να είπη εις τον λαόν «Ο Ων απέσταλκέ με», αλλά και διότι αυτό ευρίσκομεν και περισσότερον κυριολεκτικόν. Διότι το μεν όνομα «Θεός», και αν οι περί τα τοιαύτα ειδικοί το ετυμολογούν από το ρήμα «θέω», ή από το «αίθω», επειδή το θείον είνε αεικίνητον και κατακαίει τας μοχθηράς υπάρξεις (απ' εδώ λέγεται το θείον και «πυρ καταναλίσκον»), εν τούτοις το όνομα αυτό είνε από τα λεγόμενα προς τι (δηλαδή τα εν σχέσει προς κάτι) και όχι απόλυτον. Ομοίως και η λέξις Κύριος, που χρησιμοποιείται και αυτή ως όνομα του Θεού. Διότι λέγει· «Εγώ Κύριος ο Θεός σου· τούτο μού εστιν όνομα»· και «Κύριος όνομα αυτώ». Ημείς όμως αναζητούμεν την φύσιν, η οποία είνε το είναι καθ' εαυτό, και όχι εν σχέσει προς κάτι άλλο· το δε όν [PG υποσημ.: Ων] είνε πράγματι ίδιον του Θεού και ολόκληρον, μη περατούμενον μήτε διακοπτόμενον από κάτι προ αυτού ή μετά απ' αυτόν· διότι δεν είνε ήν (παρελθόν) ή έσται (μέλλον).
(19.) Εκ των άλλων ονομάτων άλλα μεν αναφέρονται προφανώς εις την εξουσίαν, άλλα δε εις το σχέδιον της θείας οικονομίας και μάλιστα αν την εννοώμεν διττήν, αφ' ενός σωματικώς και αφ' ετέρου υπεράνω του σώματος. Π.χ. σαφώς εις την εξουσίαν αναφέρονται τα ονόματα παντοκράτωρ, βασιλεύς, ή της δόξης, ή των αιώνων, ή των δυνάμεων, ή του αγαπητού, ή των βασιλευόντων, και ο Κύριος ή Σαβαώθ, δηλαδή των στρατιών, ή των δυνάμεων, ή των κυριευόντων. Εις δε το σχέδιον της θείας οικονομίας ανήκουν τα ονόματα Θεός τού σώζειν, ή των εκδικήσεων, ή της ειρήνης, ή της δικαιοσύνης, ή Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, και του όλου Ισραήλ, του πνευματικού και θεόπτου. Διότι με τα εξής τρία διοικούμεθα· με τον φόβον της τιμωρίας, με την ελπίδα της σωτηρίας και επί πλέον της δόξης, και με την άσκησιν των αρετών από τα οποία προέρχονται αυτά. Και το μεν όνομα Θεός εκδικήσεων προκαλεί τον φόβον το δε Θεός της σωτηρίας την ελπίδα· και των αρετών την άσκησιν. Ώστε με την συνείδησιν ότι έχει εντός του τον Θεόν όποιος κατορθώνει περισσότερον κάτι απ' αυτά να σπεύδη προς το τέλειον και προς την διά των αρετών οικείωσιν. Και αυτά μεν είνε τα ονόματα τα κοινά της θεότητος· ιδιαίτερον δε του μεν ανάρχου είνε το Πατήρ, του δε ανάρχως γεννηθέντος το Υιός, του δε αγεννήτως προελθόντος ή προερχομένου είνε το Πνεύμα το άγιον. Αλλ' ας έλθωμεν εις τας ονομασίας του Υιού, διά τας οποίας εξεκινήσαμεν κατά την αρχήν του λόγου.
(μετάφρ. Στ. Σάκκου, ΕΠΕ 25:183-189)
—Gregory of Nazianzus / Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός,
Theologica Quarta: De filio / Λόγος θεολογικός Τέταρτος: Περί Υιού
(oratio / λόγος 30) 17-19.
(PG 36:124C-128C)
No comments:
Post a Comment