* |
Percy Bysshe Shelley / Πέρσι Σέλλεϋ, Book VII, Spirit, The works of Percy Bysshe Shelley (1847, p. 13). |
I was an infant when my mother went
To see an atheist burned. She took me there.
The dark-robed priests were met around the pile;
The multitude was gazing silently;
And as the culprit passed with dauntless mien,
Tempered disdain in his unaltering eye,
Mixed with a quiet smile, shone calmly forth;
The thirsty fire crept round his manly limbs;
His resolute eyes were scorched to blindness soon;
His death-pang rent my heart! the insensate mob
Uttered a cry of triumph, and I wept.
"Weep not, child!" cried my mother, "for that man
Has said, There is no God."
To see an atheist burned. She took me there.
The dark-robed priests were met around the pile;
The multitude was gazing silently;
And as the culprit passed with dauntless mien,
Tempered disdain in his unaltering eye,
Mixed with a quiet smile, shone calmly forth;
The thirsty fire crept round his manly limbs;
His resolute eyes were scorched to blindness soon;
His death-pang rent my heart! the insensate mob
Uttered a cry of triumph, and I wept.
"Weep not, child!" cried my mother, "for that man
Has said, There is no God."
Ήμουν παιδάκι όταν η μητέρα μου πήγε
Να δει έναν αθεϊστή να καίγεται. Πήρε κι εμένα εκεί.
Οι μαυροφορεμένοι ιερείς ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την πυρά.
Το πλήθος παρακολουθούσε σιωπηλά.
Και καθώς ο κατάδικος περνούσε με όψη αγέρωχη,
Η ατσαλωμένη περιφρόνηση στο αμετακίνητο βλέμμα του,
Ανάμεικτη με ένα μειδίαμα, έλαμψε απαλά.
Η δειψασμένη φωτιά ήρπε γύρω από τα αντρίκια άκρα του.
Τα αποφασιστικά μάτια του σύντομα τυφλώθηκαν από τις φλόγες.
Οι επιθανάτιες κραυγές του μού έσκισαν την καρδιά! ο αναίσθητος όχλος
Έβγαλε μια κραυγή θριάμβου, κι έγω έκλαψα.
"Μην κλαις, παιδί μου!", φώναξε η μητέρα μου, "γιατί αυτός ο άνθρωπος
Είπε: Δεν υπάρχει Θεός".
Να δει έναν αθεϊστή να καίγεται. Πήρε κι εμένα εκεί.
Οι μαυροφορεμένοι ιερείς ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την πυρά.
Το πλήθος παρακολουθούσε σιωπηλά.
Και καθώς ο κατάδικος περνούσε με όψη αγέρωχη,
Η ατσαλωμένη περιφρόνηση στο αμετακίνητο βλέμμα του,
Ανάμεικτη με ένα μειδίαμα, έλαμψε απαλά.
Η δειψασμένη φωτιά ήρπε γύρω από τα αντρίκια άκρα του.
Τα αποφασιστικά μάτια του σύντομα τυφλώθηκαν από τις φλόγες.
Οι επιθανάτιες κραυγές του μού έσκισαν την καρδιά! ο αναίσθητος όχλος
Έβγαλε μια κραυγή θριάμβου, κι έγω έκλαψα.
"Μην κλαις, παιδί μου!", φώναξε η μητέρα μου, "γιατί αυτός ο άνθρωπος
Είπε: Δεν υπάρχει Θεός".
No comments:
Post a Comment