Πάνω στο θέμα αυτό έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον ένα άρθρο του γνωστού προτεστάντη καινοδιαθηκολόγου Ulrich
Luz που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του 1997 του περιοδικού
Εvangelische Theologie[9].
Στο άρθρο αυτό, με τον πολύ εύγλωττο υπότιτλο “Μια κραυγή βοηθείας για
το προτεσταντικό δόγμα περί της Γραφής”, ο Luz περιγράφει αναλυτικά
πέντε λόγους που κατέστησαν τη βασική ευαγγελική αρχή του “sola
Scriptura” σήμερα αμφισβητούμενη. Οι λόγοι αυτοί είναι:
α) Η εμμονή της ιστορικοκριτικής έρευνας στην αναζήτηση της αρχικής
σημασίας των κειμένων μέσα στην ιστορική τους συνάφεια που κατέστησε τα
κείμενα αδιάφορα για τη σύγχρονη ζωή και πίστη, δίνοντας έτσι τη
δυνατότητα για αυθαίρετες προσωπικές αναγωγές στο σήμερα.
β) Η ανακάλυψη, ως συνέπεια της εφαρμογής της ίδιας μεθόδου, της
ποικιλίας των θεολογιών που μαρτυρούνται στη Βίβλο, ώστε να καθίσταται
αδύνατη η πολυπόθητη για τον προτεσταντισμό επιστροφή στις βιβλικές
βάσεις για την οικοδόμηση της ενότητας της Εκκλησίας.
γ) Η ανακάλυψη από τους προτεστάντες της παντοδυναμίας της
παράδοσης σε ό,τι αφορά την ερμηνεία της Γραφής, ως συνεκτικού ιστού
της Εκκλησίας.
δ) Η διαπίστωση ότι καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αξιώνει απόλυτο
κύρος και αποδοχή, που ανάγκασε την παλιά προτεσταντική αρχή περί
“σαφήνειας” της Βίβλου σε υποχώρηση. Και, τέλος,
ε) Η ανακάλυψη της σημασίας του αναγνώστη για την ερμηνεία ενός κειμένου.
Συνδυάζοντας τα παραπάνω με τα
αποτελέσματα μιας κοινωνιολογικής έρευνας που έγινε στην Ελβετία και
σύμφωνα με την οποία η θρησκευτικότητα σήμερα χαρακτηρίζεται από τάσεις
“ποικιλομορφίας”, “αποθεσμοποίησης της θρησκείας” και “υπέρβασης των
ομολογιών”
[10],
ο Luz καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι
προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια Εκκλησία με βάση τη Βίβλο έχει
παρέλθει ανεπιστρεπτί και επομένως απαιτείται μια αναθεώρηση του
δόγματος “sola Scriptura”
[11].
Προς την κατεύθυνση αυτήν ο Luz κάνει πέντε προτάσεις:
1) Η αναγνώριση της πολλαπλότητας ως ουσιαστικού στοιχείου του Ευαγγελίου.
Οι διαφορετικές ή αντικρουόμενες εκφράσεις, αντιλήψεις ή θέσεις που
υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασάφειες
που δημιουργούν πρόβλημα ούτε να θεωρούνται ως προσαρμογή της αλήθειας
στις κάθε φορά καταστάσεις, αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο του ίδιου του
Ευαγγελίου. Ως παραδείγματα αναφέρονται η ελευθερία του Ιησού απέναντι
στη δική του παράδοση, η πολλαπλότητα των χριστολογικών διατυπώσεων, η
μετεξέλιξη της εικόνας του Ιησού στον Παύλο ή στον Ιωάννη, κ.ά. Αυτή η
πολυμορφία συνιστούσε, κατά τον Luz, μια ζωντανή διαδικασία ενότητας, η
οποία σταμάτησε, όταν το ζωντανό ζήτημα “Ιησούς Χριστός”
αντικαταστάθηκε από το θεσμοποιημένο ζήτημα της Εκκλησίας ή των κανόνων
πίστεως.
2) Η αναζήτηση του ουσιαστικού περιεχομένου του κανόνα και της εσωτερικής σαφήνειας της Γραφής.
Από τις περί Γραφής αντιλήψεις των μεταρρυθμιστικών δεν θα πρέπει να
προβάλλεται το “sola Scriptura” και η ιδιαιτερότητα του βιβλικού κανόνα
απέναντι στα άλλα χριστιανικά συγγράμματα, ούτε η εξωτερική σαφήνεια
της Γραφής, που έτσι κι αλλιώς είναι σχετική. Αντίθετα θα πρέπει το
βάρος να πέφτει στην αναζήτηση του, κατά τη ρήση του Λουθήρου, “Τι κινεί
τον Χριστό”, μια αρχή που του επέτρεπε ακόμη και να αντιπαραθέτει τον
Χριστό προς τη Γραφή και, όπως ο Πέτρος και Παύλος, αλλά προπάντων ο
ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, να κάνει καινούργιους δεκαλόγους. Θα
πρέπει επομένως να τονίζεται αυτό που ο Λούθηρος αποκαλούσε “εσωτερική
σαφήνεια” και ο Καλβίνος “εσωτερική μαρτυρία του Πνεύματος”, μια
υποκειμενική, δηλαδή, βεβαιότητα που προκύπτει από προσωπική συνάντηση
με το βιβλικό κείμενο.
3) Η θεώρηση του περιεχομένου του κανόνα ως οδοδείκτη.
Ο Χριστός, το ουσιαστικό, κατά την αντίληψη των μεταρρυθμιστών,
περιεχόμενο του κανόνα, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μέτρο για την
κατάκριση των άλλων, αλλά ως οδοδείκτης που καθιστά δυνατό το διάλογο
για την αναζήτηση ενός κοινού δρόμου. Ο “Χριστός” δεν παρουσιάζεται
στην Καινή Διαθήκη ως σαφής και μονοσήμαντη διδασκαλία, ούτε ως σαφής
και μονοσήμαντη ιστορία, αλλά μόνο με τη μορφή εικόνων που είχαν γι’
αυτόν άνθρωποι, όπως ο Ματθαίος, ο Παύλος ή ο Ιωάννης. Αυτό σημαίνει
ότι ο αναγνώστης καλείται σε ένα διάλογο μαζί τους, ώστε να διαμορφώσει
τη δική του περί Χριστού εικόνα. Κατά συνέπεια, οι καινοδιαθηκικές
εικόνες του Χριστού δεν προτρέπουν σε αποκοπή των άλλων αλλά σε κοινωνία
με τους άλλους. Δεν οριοθετούν την αλήθεια, αλλά την καθιστούν δυνατή.
Είναι αλήθεια, όχι όμως με την έννοια του ορισμού αλλά του δρόμου.
4) Η θεώρηση της Εκκλησίας ως κοινότητας σε πορεία.
Το αν, μετά τα παραπάνω, μπορεί η Βίβλος να θεωρείται ακόμη ως θεμέλιο
της Εκκλησίας εξαρτάται από το πώς κατανοείται η Εκκλησία. Αναμφίβολα
δεν μπορεί να είναι θεμέλιο μιας Εκκλησίας που καθορίζεται από ορθόδοξες
διδασκαλίες ή δικαιικές δομές. Μπορεί όμως να είναι θεμέλιο μιας
Εκκλησίας, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως αδελφική κοινότητα σε
πορεία, στην οποία το “περιεχόμενο του κανόνα”, ο Χριστός, είναι
αφετηρία και τέρμα και η Βίβλος δρομολόγιο και χάρτης. Εκκλησία υπό
αυτήν την έννοια δεν είναι ένα ίδρυμα που συγκροτείται από ορθοδόξους,
οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες κοινές πεποιθήσεις, αλλά μια κοινότητα από
συνειδητούς αναγνώστες, οι οποίοι εμπλουτίζονται από τα βιβλικά κείμενα
και συζητούν ανοιχτά μεταξύ τους για την αλήθεια και συζητούν με τα
κείμενά τους, προκειμένου να βρουν μια κοινή δράση στην κοινωνία.
5) Η θετική αξιοποίηση των σύγχρονων εξελίξεων. Οι εξελίξεις στη σύγχρονη ερμηνευτική μπορούν να αξιοποιηθούν θετικά:
No comments:
Post a Comment