.

Tuesday, February 14, 2017

Ulrich Luz
on “sola Scriptura” /

Ο Ulrich Luz
περί τού “sola Scriptura”




Πάνω στο θέμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα άρθρο του γνωστού προτεστάντη καινοδιαθηκολόγου Ulrich Luz που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του 1997 του περιοδικού Εvangelische Theologie[9]. Στο άρθρο αυτό, με τον πολύ εύγλωττο υπότιτλο “Μια κραυγή βοηθείας για το προτεσταντικό δόγμα περί της Γραφής”, ο Luz περιγράφει αναλυτικά πέντε λόγους που κατέστησαν τη βασική ευαγγελική αρχή του “sola Scriptura” σήμερα αμφισβητούμενη. Οι λόγοι αυτοί είναι:
α) Η εμμονή της ιστορικοκριτικής έρευνας στην αναζήτηση της αρχικής σημασίας των κειμένων μέσα στην ιστορική τους συνάφεια που κατέστησε τα κείμενα αδιάφορα για τη σύγχρονη ζωή και πίστη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για αυθαίρετες προσωπικές αναγωγές στο σήμερα.

β) Η ανακάλυψη, ως συνέπεια της εφαρμογής της ίδιας μεθόδου, της ποικιλίας των θεολογιών που μαρτυρούνται στη Βίβλο, ώστε να καθίστα­ται αδύνατη η πολυπόθητη για τον προτεσταντισμό επιστροφή στις βιβλι­κές βάσεις για την οικοδόμηση της ενότητας της Εκκλησίας.

γ) Η ανακάλυψη από τους προτεστάντες της παντοδυναμίας της παράδο­σης σε ό,τι αφορά την ερμηνεία της Γραφής, ως συνεκτικού ιστού της Εκκλησίας.

δ) Η διαπίστωση ότι καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αξιώνει απόλυτο κύ­ρος και αποδοχή, που ανάγκασε την παλιά προτεσταντική αρχή περί “σαφήνειας” της Βίβλου σε υποχώρηση. Και, τέλος,

ε) Η ανακάλυψη της σημασίας του αναγνώστη για την ερμηνεία ενός κειμένου.

Συνδυάζοντας τα παραπάνω με τα αποτελέσματα μιας κοινωνιολογικής έρευνας που έγινε στην Ελβετία και σύμφωνα με την οποία η θρησκευτικότητα σήμερα χαρακτηρίζεται από τάσεις “ποικιλομορφίας”, “αποθεσμοποίησης της θρησκείας” και “υπέρβασης των ομολογιών”[10], ο Luz καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι προσ­παθούσαν να οικοδομήσουν μια Εκκλησία με βάση τη Βίβλο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και επομένως απαιτείται μια αναθεώρηση του δόγματος “sola Scriptura”[11].

Προς την κατεύθυνση αυτήν ο Luz κάνει πέντε προτάσεις:

1) Η αναγνώριση της πολλαπλότητας ως ουσιαστικού στοιχείου του Ευαγγε­λίου. Οι διαφορετικές ή αντικρουόμενες εκφράσεις, αντιλήψεις ή θέσεις που υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασάφειες που δημιουργούν πρόβλημα ούτε να θεωρούνται ως προσαρ­μογή της αλήθειας στις κάθε φορά καταστάσεις, αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο του ίδιου του Ευαγγελίου. Ως παραδείγματα αναφέρονται η ελευθερία του Ιησού απέναντι στη δική του παράδοση, η πολλαπλότητα των χριστολογικών διατυπώσεων, η μετεξέλιξη της εικόνας του Ιησού στον Παύλο ή στον Ιωάννη, κ.ά. Αυτή η πολυμορφία συνιστούσε, κατά τον Luz, μια ζων­τανή διαδικασία ενότητας, η οποία σταμάτησε, όταν το ζωντανό ζή­τημα “Ιησούς Χριστός” αντικαταστάθηκε από το θεσμοποιημένο ζήτημα της Εκκλησίας ή των κανόνων πίστεως.

2) Η αναζήτηση του ουσιαστικού περιεχομένου του κανόνα και της εσωτερι­κής σαφήνειας της Γραφής. Από τις περί Γραφής αντιλήψεις των μεταρ­ρυθμιστικών δεν θα πρέπει να προβάλλεται το “sola Scriptura” και η ιδιαιτερότητα του βιβλικού κανόνα απέναντι στα άλλα χριστιανικά συγ­γράμματα, ούτε η εξωτερική σαφήνεια της Γραφής, που έτσι κι αλλιώς είναι σχετική. Αντίθετα θα πρέπει το βάρος να πέφτει στην αναζήτηση του, κατά τη ρήση του Λουθήρου, “Τι κινεί τον Χριστό”, μια αρχή που του επέτρεπε ακόμη και να αντιπαραθέτει τον Χριστό προς τη Γραφή και, όπως ο Πέτρος και Παύλος, αλλά προπάντων ο ίδιος ο Χριστός στο Ευ­αγγέλιο, να κάνει καινούργιους δεκαλόγους. Θα πρέπει επομένως να το­νίζεται αυτό που ο Λούθηρος αποκαλούσε “εσωτερική σαφήνεια” και ο Καλβίνος “εσωτερική μαρτυρία του Πνεύματος”, μια υποκειμενική, δη­λαδή, βεβαιότητα που προκύπτει από προσωπική συνάντηση με το βι­βλικό κείμενο.

3) Η θεώρηση του περιεχομένου του κανόνα ως οδοδείκτη. Ο Χριστός, το ουσιαστικό, κατά την αντίληψη των μεταρρυθμιστών, περιεχόμενο του κανόνα, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μέτρο για την κατάκριση των άλ­λων, αλλά ως οδοδείκτης που καθιστά δυνατό το διάλογο για την αναζή­τηση ενός κοινού δρόμου. Ο “Χριστός” δεν παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη ως σαφής και μονοσήμαντη διδασκαλία, ούτε ως σαφής και  μονοσήμαντη ιστορία, αλλά μόνο με τη μορφή εικόνων που είχαν γι’ αυ­τόν άνθρωποι, όπως ο Ματθαίος, ο Παύλος ή ο Ιωάννης. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης καλείται σε ένα διάλογο μαζί τους, ώστε να διαμορφώ­σει τη δική του περί Χριστού εικόνα. Κατά συνέπεια, οι καινοδιαθηκικές εικόνες του Χριστού δεν προτρέπουν σε αποκοπή των άλλων αλλά σε κοινωνία με τους άλλους. Δεν οριοθετούν την αλήθεια, αλλά την καθι­στούν δυνατή. Είναι αλήθεια, όχι όμως με την έννοια του ορισμού αλλά του δρόμου.

4) Η θεώρηση της Εκκλησίας ως κοινότητας σε πορεία. Το αν, μετά τα πα­ραπάνω, μπορεί η Βίβλος να θεωρείται ακόμη ως θεμέλιο της Εκκλησίας εξαρτάται από το πώς κατανοείται η Εκκλησία. Αναμφίβολα δεν μπορεί να είναι θεμέλιο μιας Εκκλησίας που καθορίζεται από ορθόδοξες διδα­σκαλίες ή δικαιικές δομές. Μπορεί όμως να είναι θεμέλιο μιας Εκκλη­σίας, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως αδελφική κοινότητα σε πορεία, στην οποία το “περιεχόμενο του κανόνα”, ο Χριστός, είναι αφετηρία και τέρμα και η Βίβλος δρομολόγιο και χάρτης. Εκκλησία υπό αυτήν την έν­νοια δεν είναι ένα ίδρυμα που συγκροτείται από ορθοδόξους, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες κοινές πεποιθήσεις, αλλά μια κοινότητα από συνειδητούς αναγνώστες, οι οποίοι εμπλουτίζονται από τα βιβλικά κείμενα και συζητούν ανοιχτά μεταξύ τους για την αλήθεια και συζητούν με τα κεί­μενά τους, προκειμένου να βρουν μια κοινή δράση στην κοινωνία.

5) Η θετική αξιοποίηση των σύγχρονων εξελίξεων. Οι εξελίξεις στη σύγχρονη ερμηνευτική μπορούν να αξιοποιηθούν θετικά:
α) Η ιστορικοκριτική έρευνα θα μπορούσε να κατανοηθεί ως υπόμνηση ότι η χριστιανική πίστη προέρχεται από μια συγκεκριμένη ανθρώπινη (όχι υπερανθρώπινη), ιστορικά προσεγγίσιμη (όχι υποκείμενη σε ιδιαίτε­ρους νόμους) και επομένως πολύμορφη (όχι καθοριζόμενη από ένα δόγμα) ιστορία ενός ανθρώπου (όχι ενός θεού προσαρμοσμένου στα αν­θρώπινα πράγματα). Θα μπορούσε έτσι να θεωρηθεί ως υπόμνηση της θείας ενανθρώπισης.
β) Η ανακάλυψη της ποικιλίας της Βίβλου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπόμνηση του πλούτου των χριστιανικών εκδηλώσεων ζωής και της “καθολικής” ευρύτητας του Ευαγγελίου, που συχνά παραθεωρείται από τους ομολογιακούς και πολιτιστικούς περιορισμούς. Υπενθυμίζει ότι η Βίβλος είναι ένα “καθολικό” βιβλίο που δεν περιορίζει τη ζωή της πίστης, αλλά της ανοίγει νέες προοπτικές.
γ) Η επιστροφή στην παράδοση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ομολογία πίστεως στην πιστότητα του Θεού στο λόγο του, στην οποία παράδοση οφείλεται η Βίβλος και η οποία μπορεί να ισχύσει ως καθοδηγητικός άξονας για την ερμηνεία της.
δ) Η διαπίστωση ότι καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αξιώνει απόλυτο κύ­ρος και αποδοχή μπορεί να θεωρηθεί ως υπόμνηση ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι μια θεωρία αλλά μια δημιουργική δύναμη, της οποίας τα προϊόντα δεν νομιμοποιούνται εκ των προτέρων, αλλά γίνονται αποδεκτά ή απορ­ρίπτονται. Τέλος,

ε) Η ανακάλυψη της σημασίας του αναγνώστη για την ερμηνεία θα μπο­ρούσε να θεωρηθεί ως υπόμνηση της ελευθερίας που χαρίζει στον καθέ­να το Ευαγγέλιο, ώστε αυτός ως αγαπημένος από τον Θεό να ακούει ως δικό του Ευαγγέλιο το βιβλικό μήνυμα και ξεκινώντας από αυτήν την αγάπη να κάνει νέους δεκαλόγους που ισχύουν για τον εαυτό του.
[9] U. Luz, Was heißt Sola Scriptura heute?, Ein Hilferuf für das protestantische Schriftprinzip, EvTh 1997/1, σελ. 28-35.
[10] A. Dubach – R. J. Campiche (εκδ.), Jeder ein Sonderfall?, Zürich/Basel 1993, ιδιαίτερα σελ. 296-313.
[11] Ό.π. σελ. 32.

* Μιλτιάδης Κωνσταντίνου,
Η κατανόηση του “sola Scriptura” στον σύγχρονο προτεσταντισμό.

Πηγή: Θεολογικά Δρώμενα.


No comments: