IX. Οι Παυλικιανοί της Θράκης
Οι συνεχείς επιδρομές ξένων φύλων και η εγκατάσταση Σλάβων και Βουλγάρων στη Θράκη δημιούργησαν ποικίλα προβλήματα στην περιοχή. Οι αυτοκράτορες ενίσχυσαν τη Θράκη για λόγους δημογραφικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς
μεταφέροντας σ' αυτήν πληθυσμούς από τη Συρία, την Κύπρο, την Αρμενία. Οι
μετοικεσίες αυτές είχαν ως συνέπεια την μεταβολή όχι μόνο της πληθυσμιακής σύνθεσης του χώρου αλλά και της θρησκευτικής. Το 751 ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος
μετέφερε από τις περιοχές της Θεοδοσιουπόλεως και της Μελιτηνής της Μικρής Αρμενίας τους εκεί αιρετικούς Παυλικιανούς, Σύρους και Αρμενίους, στη Θράκη,
προκειμένου να επανδρώσει τα οχυρά τα οποία την ίδια εποχή έχτιζε στην περιοχή εξαιτίας του φόβου των επιδρομών των Βουλγάρων: «Κωνσταντίνος ήρξε δομείσθαι τα επί Θράκης πολίσματα, εν οις οικίζει Σύρους και Αρμενίους, ους εκ τε Μελιτηναίων πόλεως και Θεοδοσιουπόλεως ως
μετανάστας πεποίηκε, τα εις την χρείαν αυτοίς ανήκοντα φιλοτίμως δωρησάμενος».
Ο Παυλικιανισμός ήταν θρησκευτική αίρεση που δημιουργήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, από κάποιον Κωνσταντίνο που έδρασε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Κώνσταντος Β' (641-668) στην πόλη Κίβοσα της Μικρής Αρμενίας, ήταν Αρμένιος στην καταγωγή και αυτοεπικλήθηκε Σιλουανός από το όνομα του ακολούθου του Αποστόλου Παύλου. Ο Κωνσταντίνος
ασπαζόταν διδασκαλίες με μανιχαϊκό και γνωστικό χαρακτήρα, τις οποίες διαμόρφωσε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται στο Ευαγγέλιο, διαστρέφοντας έτσι τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Οι οπαδοί της αίρεσης αυτής, οι Παυλικιανοί, πληθύνθηκαν με τον καιρό και εξαπλώθηκαν στη νοτιοανατολική Μ. Ασία, στην περιοχή της Βόρειας Συρίας και της Αρμενίας, απ' όπου και οι βυζαντινοί αυτοκράτορες
τους μετοίκιζαν κατά καιρούς στη Θράκη.
Η
μέθοδος της ενίσχυσης των βορείων συνόρων με τη
μεταφορά αιρετικών συνεχίσθηκε και κατά την εποχή του Λέοντος Δ' (775-780), ο οποίος το 777
αποίκισε στη Θράκη Ιακωβίτες, μονοφυσίτες Σύρους. Το ίδιο συνέβη και κατά την εποχή του Νικηφόρου Α' (802-811).
Κατά τον 10° αι. οι Παυλικιανοί
αυξήθηκαν υπερβολικά.
Διενεργούσαν ευρύτατο προσηλυτισμό και για τον λόγο αυτό ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος «αξίωσιν έθετο προς τον Ιωάννην (ενν. τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή) τους Μανιχαίους εκ της εώας
μετοικίσαι προς τα εσπέρια,
πολλούς τη αυτών μυσαρά αιρέσει διαφθείροντας». Όντως ο Τσιμισκής
εγκατέστησε τους Παυλικιανούς αυτούς περί το 974/5 στη Φιλιππούπολη: «Ιωάννης ο Τζιμισκής πολέμω νικήσας, εξανδραποδισάμενος εκ της Ασίας ... εις την Θράκην
μετήνεγκε. Και
τα περί την Φιλιππουπολιν αυλίζεσθαι κατηνάγκασεν, άμα μεν των ερυμνοτάτων πόλεων και φρουρίων, ά κατείχον τυραννιώντες,
απαγαγών,
άμα δε και φύλακας επιστήσας ασφαλεστάτους των σκυθικών εκείνων διεκδρομών, άς υποσύχνως υπό βαρβάρων ταπί Θράκης επεπόνθει χωρία». Με τη
μετοίκηση αυτή ο Τσιμισκής αφ' ενός μεν
ανέκοπτε την προσηλυτιστική δράση των Παυλικιανών και τους απομάκρυνε από τη γειτνίαση με τους Άραβες διακόπτοντας έτσι τη συνεργασία τους και αφ' ετέρου κάλυπτε τη δοκιμασμένη από τους Βουλγάρους περιοχή με τους αιρετικούς αυτούς που ήταν ικανοί πολεμιστές («κατά γε τα όπλα αξιομάχους δυνάμεις») και αντιπαρατάχθηκαν αποτελεσματικά στους από Βορρά επιδρομείς («από των πλειόνων καταδρομών ανέπνευσε τα των πόλεων»).
Οι Παυλικιανοί που εγκαταστάθηκαν στη Φιλιππούπολη συνάντησαν εκεί τους απογόνους των ομοθρήσκων τους,
οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί πριν από δύο αιώνες από τον Κωνσταντίνο Ε'
και όσους άλλους εκείνοι είχαν μεταστρέψει στην αίρεσή τους με την προσηλυτιστική τους δραστηριότητα. Στην περιοχή
βρίσκονταν και Σύροι Ιακωβίτες μονοφυσίτες καθώς και οι Βογόμιλοι, οι οποίοι
εμφανίσθηκαν στη Θράκη κατά την εποχή του Πέτρου της Βουλγαρίας (927-969) και
των οποίων η διδασκαλία προέρχεται από επίδραση των Παυλικιανών και Μεσσαλιανών, με σημαντικές διαφορές από τους πρώτους. Η
ραγδαία εξάπλωση της θρησκευτικής αίρεσης των Βογομίλων ήταν απότοκος της
κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που επικρατούσε στη Βουλγαρία μετά το θάνατο του Συμεών και
λόγω των μακροχρόνιων πολέμων.
Κάτω από το ένδυμα της αίρεσης κρύβονταν οι
αυξανόμενες κοινωνικές αντιθέσεις.
Παρόλο που
αρχικά οι Παυλικιανοί αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι στο Βυζάντιο,
σιγά-σιγά άρχισαν να μην πειθαρχούν σ' αυτό.
Κυριάρχησαν σ׳ ολόκληρη την περιοχή της Φιλιππουπόλεως και
κακομεταχειρίζονταν τους ορθοδόξους: «ετυράννουν και τα τούτων διήρπαζον». Συνεργάσθηκαν μάλιστα και με τους Πετσενέγους και τους Κουμάνους. Η πρώτη κοινή ενέργεια των Παυλικιανών με τους δύο αυτούς λαούς κατά του Βυζαντίου έλαβε χώρα κατά την εποχή του Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081), οπότε επαναστάτησαν και κυρίευσαν τη Σερδική (σημ. Σόφια). Ο μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος Α׳ Κομνηνός, στρατηγός τότε ακόμη, τους νίκησε, αλλά
για άγνωστους λόγους άφησε αργότερα ελεύθερους τους πρωταγωνιστές Λέκα από τη Φιλιππούπολη και Δομβρομηρό από τη Μεσημβρία προσφέροντάς τους δώρα και υψηλές θέσεις.
Αργότερα ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118)
στις επιχειρήσεις του κατά των Νορμανδών στο Δυρράχιο χρησιμοποίησε και διόμισυ περίπου χιλιάδες Παυλικιανών, οι οποίοι μετά την πρώτη αποτυχία του βυζαντινού στρατού εγκατέλειψαν το στράτευμα σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή και με τους στρατηγούς τους Ξαντά και Κουλέοντα γύρισαν στην πατρίδα τους τη Φιλιππούπολη (1082). Μετά την οριστική ήττα των Νορμανδών ο Αλέξιος θέλησε
να τιμωρήσει τους Παυλικιανούς.
Γνωρίζοντας όμως το «φιλοκίνδυνον των ανδρών εκείνων και περί τους πολέμους και τας μάχας ακάθεκτον», επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη ζήτησε με τέχνασμα να τους συναντήσει στη Μοσυνόπολη. Δήμευσε τις περιουσίες τους, εξόρισε τους πρωταίτιους της λιποταξίας σε νησιά και τους υπόλοιπους τους ελευθέρωσε, αφού προσπάθησε να τους μεταστρέψει στην Ορθοδοξία (1083 - αρχές 1084).
Η τακτική αυτή του αυτοκράτορα προκάλεσε την αντίδραση των Παυλικιανών. Πολλοί από αυτούς -υπό την αρχηγία κάποιου Τραυλού που είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία και βρισκόταν στην υπηρεσία των ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη απ' όπου και δραπέτευσε- εγκαταστάθηκαν στη Βελιάτοβα, οχυρή τοποθεσία βορείως της Φιλιππουπόλεως, και έκαναν επιδρομές στην κοιλάδα του Έβρου και ως τη Φιλιππούπολη. Συμμάχησαν μάλιστα με τους νοτίως του Δούναβη Πετσενέγους και τους ντόπιους ηγεμονίσκους της Δρίστρας, της Βιτζίνας (κοντά στη Βάρνα) και της Γκλαβινίτζας και από κοινού διενεργούσαν επιδρομές στη Θράκη. Μετά την αποτυχία του βυζαντινού στρατού να τους εξουδετερώσει και το θάνατο των στρατηγών Βρανά και Πακουριανού σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους
ο Αλέξιος αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος στη Φιλιππούπολη (1114), για να επιχειρήσει την ειρηνική μεταστροφή των Παυλικιανών στην Ορθοδοξία «αποστολικήν αντί στρατηγικής αναδεξάμενος αγωνίαν».
Ο αυτοκράτορας ήταν δεινός στις θεολογικές συζητήσεις. Είχε μαζί του τον σοφό μητροπολίτη Νικαίας Ευστράτιο –ο οποίος όμως διολίσθησε σε αίρεση: «όλισθον πέπονθεν εν Φιλιππουπόλει»–, τον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως και τον γαμβρό του Νικηφόρο Βρυέννιο, σύζυγο της κόρης του Άννας Κομνηνής.
Με πολύ ζήλο ο Αλέξιος αφοσιώθηκε στο έργο της διδασκαλίας της ορθόδοξης πίστης στους αιρετικούς Παυλικιανούς που πρόβαλλαν σθεναρά τα επιχειρήματά τους «και υπέρ τους Μακκαβαίους εκείνους της ιδίας αντεχομένους θρησκείας». Μέσα στον καύσωνα, συχνά νηστικός, από την ανατολή του ηλίου και ως αργά το βράδυ ο αυτοκράτορας έλεγχε τις κακοδοξίες τους, με αποτέλεσμα πολλοί να μεταστραφούν στην Ορθοδοξία και να βαπτισθούν: «και τούτων οι πλείους πειθόμενοι του θείου μετέσχον βαπτίσματος». Υποχρεώθηκε όμως να διακόψει τον διάλογο με τους Παυλικιανούς και να οδηγήσει τον στρατό του στη Βιδύνη, προκειμένου να καταδιώξει τους Κουμάνους που είχαν περάσει τον Δούναβη. Όταν εκπλήρωσε την αποστολή του,
επέστρεψε στη Φιλιππούπολη για να συνεχίσει τις συζητήσεις με τους αιρετικούς. Στη δεύτερη αυτή φάση διαλέχθηκε μόνο με τρεις αρχηγούς των Παυλικιανών, τον Κουλέοντα, τον Κούσινο και τον Φώλο. Και οι τρεις ήταν ικανοί συζητητές και
με ευκολία διέστρεφαν τη σημασία των ευαγγελικών λόγων.
Επειδή δεν πείθονταν και υπήρχε φόβος να τορπιλίσουν την προσπάθειά του, τους έστειλε στην Κωνσταντινούπολη όπου τους έθεσε σε περιορισμό. Ο ίδιος συνέχισε το έργο του με επιτυχία. Συνολικά και κατά τις δύο φάσεις του διαλόγου
ο Αλέξιος μετέστρεψε στην Ορθοδοξία «εις μυρίας και χιλιάδας ανδρών πολυαριθμήτων».
Στο τέλος ο αυτοκράτορας παραχώρησε τιμές και δωρεές στους Παυλικιανούς που μεταστράφηκαν. Έχτισε επίσης και μια πόλη κοντά στη Φιλιππούπολη, την Αλεξιούπολη ή Νεόκαστρο,
όπου εγκατέστησε μεγάλο αριθμό Παυλικιανών,
ιδίως όσους ασχολούνταν με τη γεωργία, αφού τους χορήγησε αγρούς και σπίτια και τους απάλλαξε από τη φορολογία.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και προσπάθησε να μεταστρέψει στην Ορθοδοξία τους τρεις αρχηγούς των Παυλικιανών που είχε θέσει υπό περιορισμό. Μόνο τον Κούσινο κατόρθωσε να μεταπείσει «ως συνετώτερον και δυνάμενον παρακολουθήσαι λόγοις αληθείας». Τον Κουλέοντα και τον Φώλο που δεν μεταπείσθηκαν τους φυλάκισε και προσφέροντάς τους όλα τα απαραίτητα «μόναις ταις εαυτών κακοπραγίαις αφήκεν αποθανείν». Στη Φιλιππούπολη παρέμειναν βέβαια και αιρετικοί που δεν είχαν μετανοήσει. Θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι
και πολλοί από τους Παυλικιανούς που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία αργότερα επανήλθαν στην αίρεση.
Δύο είναι τα κίνητρα του ζήλου που επέδειξε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός στο ζήτημα των Παυλικιανών. Το πρώτο είναι
η προσήλωσή του στην Ορθοδοξία.
Θεωρούσε τον εαυτό του περιβεβλημένο με θεία αποστολή. Η κόρη του άλλωστε η Άννα Κομνηνή τον αποκαλεί «τρισκαιδέκατον απόστολον». Το δεύτερο
κίνητρό του ήταν πολιτικό.
Οι Παυλικιανοί, αν παρέμεναν στην αίρεση, θα αποτελούσαν ένα μόνιμο πρόβλημα για το Βυζάντιο. Θα προσχωρούσαν -όπως το είχαν ήδη κάνει- σε συμμαχίες με τους βόρειους επιδρομείς σε βάρος του κράτους.
Εκτός από αυτό ο κίνδυνος να προσελκύσουν και άλλους στην πίστη τους με όλες τις δυσάρεστες εθνικές συνέπειες ήταν άμεσος. Η μεταστροφή τους όμως στην Ορθοδοξία παρείχε στην αυτοκρατορία ικανούς πολεμιστές, προσηλωμένους σ' αυτήν, που θα αγωνίζονταν για την ασφάλειά της. Για την εποχή τουλάχιστον των Κομνηνών ο στόχος του Αλεξίου Α' Κομνηνού φαίνεται ότι επιτεύχθηκε.
Κατά την Τέταρτη Σταυροφορία οι Παυλικιανοί της Φιλιππουπόλεως τήρησαν
προδοτική στάση. Κάλεσαν τον Βούλγαρο Ιωαννίτζη και του πρότειναν να του παραδώσουν την πόλη, όπως και έγινε. Ο Ιωαννίτζης, όταν κατέλαβε την πόλη, σκότωσε πρώτο τον αρχιεπίσκοπο της και στη συνέχεια όλους τους προκρίτους. Κατόπιν κατέστρεψε ολόκληρη την πόλη και μετέφερε τον πληθυσμό της στα βόρεια, στην περιοχή του Δούναβη.
Οι Παυλικιανοί μεταφέρθηκαν στη Θράκη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Βυζάντιο. Δεν θα ήταν όμως υπερβολή αν λέγαμε -με βάση όσα προαναφέρθηκαν- ότι
μάλλον έβλαψαν την αυτοκρατορία παρά την ωφέλησαν. Η
πολιτική της μεταφοράς τους από τη Μ. Ασία, αν κριθεί από τα αποτελέσματά της,
δεν θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως απόλυτα επιτυχής.
* Χρίστος Κυριαζόπουλος,
Διδακτορική διατριβή (ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή), 1997,