Είναι βέβαιο ότι ο πρωτοχριστιανικός χιλιετισμός φτάνει πολύ πίσω στο παρελθόν. Ο αρχαιότερος γνωστός χριστιανός μάρτυρας, ο Παπίας, ο οποίος έγραψε στις αρχές του δεύτερου αιώνα, παραθέτει ένα λόγιο που αποδίδεται στον Ιησού το οποίο εφαρμόζει τον αριθμό 10.000 στην έννοια της αφθονίας. Η αναφορά του Παπία μοιάζει επίσης με ένα απόσπασμα στη συριακή έκδοση του Βαρούχ 29:5, ενός αποκαλυπτικού συγγράμματος. Τόσο η ιουδαϊκή όσο και η χριστιανική παράδοση θεωρούσαν τον αριθμό 1.000 ως έμμεση αναφορά στην χιλιετή διακυβέρνηση του Μεσσία κατά τα έσχατα, με μόνη διαφορά ότι οι χριστιανοί έτειναν να ταυτίζουν αυτό τον Μεσσία με τον Ιησού τον Ναζωραίο που θα επιστρέψει ως Χριστός. Η Επιστολή του Βαρνάβα 15:1-9 συνδέει την ιστορία της δημιουργίας με την ιστορία του τέλους. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι μέρες και θα τον φέρει σε τέλος σε μια περίοδο 6.000 ετών, διότι μία μέρα είναι για τον Κύριο όπως τα 1.000 έτη (Ψαλ 90:4· Βαρν 15:4). Ο Θεός αναπαύθηκε κατά την έβδομη μέρα. Αυτή θα είναι τα χίλια έτη της διακυβέρνησης του Χριστού, ένας καιρός ευδαιμονίας.
Η Επιστολή του Βαρνάβα χρονολογείται γύρω στο 130. Αποστασιοποιείται από τον ιουδαϊσμό ενώ ταυτόχρονα είναι έντονα επηρεασμένη από αυτόν. Μεταγενέστεροι συγγραφείς ταύτισαν την χιλιετή ελπίδα ως χαρακτηριστικό της ιουδαϊκής πίστης και υποστήριξαν μέσω πολεμικής ότι πίσω από αυτή βρίσκεται μια ιουδαϊκή ελπίδα για επίγειες απολαύσεις. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο ακόμη αναγνωριζόταν ότι η χιλιετής ελπίδα υποκινούνταν λιγότερο από την επιθυμία για επίγειες απολαύσεις και περισσότερο από την επιθυμία να αποδεχτεί τα ζητήματα που έθετε η ελπίδα για ένα γεγονός που αναμένεται να συμβεί εντός της ιστορίας, αλλά με τέτοιο τρόπο που δεν θα υπόκειται στα απρόοπτα της ιστορίας, όπως η θνητότητα, η αρρώστια και η ηθική διαφθορά. Είναι πιθανό ότι οι μεταγενέστερες πολεμικές ενάντια στις υλιστικές ελπίδες του πρώιμου χιλιετισμού, είτε αυτός ο ακραίος υλισμός ήταν δηλωμένος είτε όχι, υποκινούνταν μάλλον από την απόπειρα να αποκτήσουν τον έλεγχο πάνω στο αποκαλυπτικό φιλολογικό είδος, να το αδειάσουν από το επικίνδυνο ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενό του και να το ενσωματώσουν σε μια εσχατολογία που εστίαζε στην μετά θάνατον ζωή.
Ανεξάρτητα από τις θέσεις των μεταγενέστερων πολεμικών, στα πιο εξεζητημένα και βαθυστόχαστα πρωτοχριστιανικά χιλιετιστικά συγγράμματα η περιγραφή της επίγειας ευδαιμονίας σε συνδυασμό με την χιλιετή διακυβέρνηση δεν υποκινούνταν από κάποια διεστραμμένη επιθυμία να περιγράψουν επίγειες απολαύσεις αλλά από την εξηγητική ανακάλυψη ότι η χιλιετής περίοδος θα είναι κατά βάση η επιστροφή στον παράδεισο όπως περιγράφεται στην Γένεση κεφ. 1. Αυτή την άποψη την βρίσκουμε ήδη στον Ιουστίνο τον Μάρτυρα (περ. 150) και στον Ειρηναίο (περ. 180).
To be sure, early Christian millennialism goes back a long way. The oldest known Christian witness, Papias, writing in the early second century, quotes a saying attributed to Jesus which applies the number 10,000 to the notion of plenty. Irenaeus, who quotes Papias, sees in him a witness to the authenticity of the millennial hope. The Papias reference also bears resemblance to a passage in the Syriac version of Baruch 29:5, a Jewish apocalyptic writing. Both Jewish and Christian traditions saw the number 1,000 as an allusion to a millennial rule of the Messiah at the end of time, the only difference being that the Christians tended to identify this Messiah with Jesus of Nazareth returning as Christ. The Epistle of Barnabas 15.1-9 links the creation story with the story of the end. God created the world in six days and will bring it to an end in the course of 6,000 years, for one day is with the Lord as 1,000 years (Ps. 90:4; Barn. 15.4). God rested on the seventh day. This will be the 1,000 years of Christ's rule, a time of bliss.
The Epistle of Barnabas dates from around 130. It distances itself from Judaism while at the same time being strongly influenced by it. Later writers identified the millennial hope as a characteristic of Jewish faith and argued polemically that behind it lies a Jewish hope for earthly pleasures. In this early stage there was still a recognition that the millennial hope is less motivated by a desire for earthly pleasures than by a desire to come to terms with the questions posed by a hope for an event that is expected to take place within history, but in such a way that it is not subject to the contingencies of history, such as mortality, illness, and moral corruption. It is likely that later polemics against the materialist hopes of early millennialism, whether such crass materialism was actually ever professed or not, were rather motivated by the attempt to gain control over the apocalyptic genre, empty it of its dangerous historical and political content, and integrate it into an eschatology that largely focused on an afterlife.
Whatever later polemics suggested, in the most sophisticated and reflective early Christian millennialist writings the description of earthly bliss in connection with the millennial rule was not motivated by a perverse desire to describe earthly pleasures but by the exegetical discovery that the millennial period was basically a return to paradise as described in Genesis 1. We find this already in Justin Martyr (ca. 150) and in Irenaeus (ca. 180).
No comments:
Post a Comment