Το ετυμολογικό νόημα του προσηλυτισμού, τον κατατάσσει στα όρια του ιδιωτικού ή δημοσίου κηρύγματος ενός θρησκευτικού κυρίως δόγματος. Η νοηματική ιδιαιτερότητα του όρου αυτού, που τον διακρίνει από μία απλή μονολεκτική απόδοση της φράσης «διάδοση θρησκευτικών ιδεών», εντόπιζεται στην απόδοση της διαδικασίας αποδοχής μιας ορισμένης θρησκευτικής διδασκαλίας, τη στιγμή δηλαδή της μεταβολής του απλού ακροατή σε «πιστό», σε «οπαδό». Η πάγια όμως αποδοκιμασία του προσηλυτισμού από όλα τα ελληνικά Συντάγματα, αλλά και η αναγωγή του σε έγκλημα με το άρθρο 4 §2 α.ν. 1363/38 επέφεραν την εξής μεταβολή στο νοηματικό περιεχόμενό του: από την πειστική διάδοση μιας θρησκευτικής διδασκαλίας σηματοδοτεί, αποκλειστικά πια, την «δόλια» και μεθοδευμένη προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση του ατόμου. Η λέξη «προσηλυτισμός» συνδέθηκε λοιπόν, και συνδέεται ακόμη, με τη χρησιμοποίηση αθέμιτων μέσων -κατά τη διατύπωση του άρθρου 4 §2 α.ν. 1363/38- απατηλών υποσχέσεων και απειλών. Και έτσι χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάζει ανθρώπινες συμπεριφορές ή για τον εντοπισμό, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, μιας εγκληματικής πράξης.
Αυτή η, αρνητική πάντα, σημασιολόγηση του προσηλυτισμού, που αποτελεί πραγματικότητα η οποία αγνοείται από όσους ασχολούνται με τη νομική πλευρά του ζητήματος, ήταν αναγκαία. Η σύγκρουση των θρησκειών, τόσο στο χώρο του δόγματος όσο και στο χώρο της κοινωνικής ζωής με σκοπό την επιρροή των θρησκευτικών συνειδήσεων των ατόμων, επενδύεται συνήθως με συμπεριφορές και ενέργειες που αντιστοιχούν στα ατομικά δικαιώματα κυρίως της ελευθερίας του στοχασμού και της έκφρασης, της ελευθερίας των συναθροίσεων, της ίδρυσης σωματείων ή ενώσεων (αντίστοιχα άρθρα 14, 11, 12 του Συντάγματος 1975). Και αν για τις περιπτώσεις αντισυνταγματικής άσκησης των παραπόνων δικαιωμάτων έχουν θεσπισθεί συγκεκριμένοι περιορισμοί, για την περίπτωση της προσπάθειας διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση των ατόμων με απατηλά μέσα υπήρχε νομοθετικό κενό που αντιμετωπίστηκε με το άρθρο 4 α.ν. 1363/38. Παράλληλα, όμως, καλύφθηκε και ένα ορολογικό κενό: ο όρος «προσηλυτισμός» χρησιμοποιείται αποκλειστικά με την αρνητική του εκδοχή για να περιγράψει αποδοκιμαζόμενες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως προς τις άλλες διαδικασίες που προηγουμένως απέδιδε, δηλαδή της μετάδοσης της θρησκευτικής διδασκαλίας με θεμιτά μέσα, έχει περιπέσει σήμερα σε αχρηστία. Για το σκοπό αυτό χρήσιμοποιούνται οποιοιδήποτε άλλοι όροι (μαρτυρία, διδασκαλία, ιεραποστολή) αλλά ποτέ ο αρχικά διαδεδομένος.
Η διαπίστωση, βέβαια, ότι έως τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 αποδοκιμάζονταν συνταγματικά και τιμωρούνταν ποινικά μόνο ο προσηλυτισμός σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας, γεννά ορισμένες αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των παραπάνω συλλογισμών. Υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο όρος «προσηλυτισμός» χρησιμοποιείται, πλέον, μόνο με την αρνητική του εκδοχή, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη πως τόσο από τη συνταγματική αποδοκιμασία του προσηλυτισμού όσο και από την ποινική προστασία του έννομου αγαθού της «επικρατούσας θρησκείας» χαρακτηριζόταν αρνητικά μία μόνο πλευρά του προσηλυτισμού· έτσι ο προσηλυτισμός από το χώρο των «πιστών» άλλων γνωστών θρησκειών και ο υπέρ της επικρατούσας θρησκείας δεν τιμωρούνταν. Αυτή, όμως, η μη αναγωγή σε έγκλημα των λοιπών κατευθύνσεων του προσηλυτισμού δεν σήμαινε πως οι τελευταίες δεν αποδοκιμάζονταν. Η αρνητική στάση της ελληνικής έννομης τάξης ως προς τον προσηλυτισμό προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση απατηλών και αθέμιτων μέσων για την πραγμάτωσή του. Χωρίς αυτά τα «απατηλά μέσα», δεν θα υπήρχε αδίκημα, αλλά απλώς άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου -εδώ του θρησκευτικού. Η μετάβαση δηλαδή από το ατομικό δικαίωμα στο αδίκημα του προσηλυτισμού γίνεται με τον συγκεκριμένο τρόπο άσκησης του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου. Άρα δεν μπορεί να είναι σωστή η άποψη ότι επιτρέπεται η χρήση απατηλών μέσων όταν πρόκειται να ωφεληθεί η ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία, η οποία άλλωστε δεν διατυπώθηκε ποτέ ανοικτά. Απλώς με βάση τα έως το 1975 ισχύσαντα Συντάγματα (πλην του 1927) και ο προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας ήταν κοινωνικά αποδοκιμαστέος, με παράλληλη όμως σιωπή του ποινικού νομοθέτη που τον άφηνε ατιμώρητο, ευνοώντας έτσι - με την άνιση κατάσταση που δημιουργούσε- την επικρατούσα θρησκεία.
No comments:
Post a Comment