.

Saturday, December 22, 2012

Ο πρόλογος του Χάρου
στην Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση /

The forward of Death
in Georgios Chortatzes' Erophile




* *

Γεώργιος Χορτάτσης / Georgios Chortatzis,
Ερωφίλη / Erophile


Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου
καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ, καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου
κόκκαλα, κ’ οἱ πολλὲς βροντὲς κ’ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι
ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ’ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη,
ποιός εἶμαι μοναχά τωνε, δίχως μιλιά, μποροῦσι
νὰ φανερώσου σήμερο σ’ ὅσους μὲ συντηροῦσι.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου,
ποιός εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ’ναι ἡ μπόρεσή μου.
Ἐγώ ’μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ’ ὅλοι μὲ μισοῦσι
καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι·
ἐγώ ’μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους,
τσὶ πλούσους καὶ τσ’ ἀνήμπορους, τσ’ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους,
τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες, μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους,
τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ’ ἀθρώπους τσ’ ἄλλους,
γιαμιὰ γιαμιά, ὅντε μοῦ φανεῖ, ρίχνω καὶ θανατώνω,
κ’ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω.
Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές, τὰ ὀνόματα μαυρίζω,
τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω·
τσ’ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ, τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω,
τσ’ ὀλπίδες ρίχνω σ’ μιὰ μερά, καὶ τσ’ ἔγνοιες κατατάσσω·
κ’ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι,
χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες, κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι.
Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές, ποῦ τῶ Ρωμιῶν οἱ τόσες
πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες, ποῦ τόσες γνῶσες
καὶ τέχνες, ποῦ ’ναι οἱ δόξες τως; Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες
στ’ ἄρματα κ’ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες;
Ποῦ ’ναι ἡ Καρτάγο ἡ δυνατὴ κ’ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι
τσῆ Ρώμης, ποῦ τὰ κέρδητα τά ’χασιν ἀποτάξει;
Ποῦ τ’ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ’ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα;
Ποῦ τῶν Καισάρων οἱ τιμές, ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα;
Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα,
χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ’ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα.
Γιαῦτος λολοί ’ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση
νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει
τὰ ὀνόματά τως, γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια
κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια.
Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν’ ἀπομείνου
σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου·
τό ’να καὶ τ’ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει,
τό ’να καὶ τ’ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ’ οἱ χρόνοι.
Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα, ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα
νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι, γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα
μὲ τόσο κόπο, τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους,
γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους;
Ποῦ τόση μεγαλότητα, ποῦ ’ναι τὰ πλούτη τώρα
τά ’χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα
τσῆ Σεμιράμης; Πέτε μου, ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι
σοφοί, ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι;
Μ’ ἀπεὶς στὴ γῆ δὲ φαίνουνται μηδ’ ἔναι τὰ κορμιά τως,
κιὰς πέτε μου ἕνα σήμερον ἀποὺ τὰ ὀνόματά τως.
Πέτε μου ποιοί ἐκοπιάσασι κ’ ἐκτίσα τὰ κολόσσα,
ποιοί ἐπερμαζῶξα τὰ βουνιὰ κ’ ἐμεσοξετελειῶσα
τὸν πύργο ἐκεῖνο τσῆ Βαβέλ, γὴ ποιοί ’χασινε κάμει
τοῦτες σας τσὶ πυράμιδες, μέρα καὶ νύκτα ἀντάμι
κοπιάζοντας τόσα εὔκαιρα; Πέτε ἕναν ἀπὸ κεῖνα
τὰ ξακουστά τω ὀνόματα, νὰ δοῦμε ἂν ἀπομεῖνα,
σὰν ἐλογιάζα, ἀθάνατα: ὅλοι, κι αὐτεῖνα ὁμάδι
μὲ τὰ κορμιά τως βρίσκουνται θαμμένα μὲς στὸν Ἅδη.
Μὰ γιάντα ξένα καὶ παλιὰ ν’ ἀναθιβάνω τώρα
ξόμπλια, μακρὰ ποὺ λείπουσιν ἐκ τὴ δική σας χώρα;
Ποῦ ’ναι, μοῦ πέτε, σήμερο τόσοι δικοὶ ἀκριβοί σας,
ποῦ τόσοι ἀγαπημένοι σας καὶ φίλοι μπιστικοί σας,
ποῦ τόσοι νιοὶ τσῆ χώρας σας, ποῦ ’ν’ κεῖνοι ὁποὺ γυρίζα
κ’ ἐμοσκοραῖνα τὰ στενά, καὶ πόθον ἐμυρίζα;
Ποῦ ’ν’ κεῖνοι ἁποὺ τὰ χείλη τως τὸ μέλι ἐκυματοῦσα
κ’ ἡ νύκτα μέρα νὰ γενεῖ νὰ κάμουν ἐμποροῦσα;
Φτωχοὶ στὸ λάκκο κατοικοῦ, βουβοὶ μὲ δίχως στόμα,
ψυχὲς γδυμνὲς δὲν ξεύρω ποῦ, στὴ γῆ λιγάκι χῶμα.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο μηδὲ γεῖς ποτὲ στὸ νοῦ του βάνει
πὼς εἰς τὸν Ἅδη θὰ διαβεῖ, πὼς ἔχει ν’ ἀποθάνει·
κι ὡσὰν τοῦ κόσμου νά ’χασι νὰ μείνου κληρονόμοι,
μηδένα πράμα ἐμπόρεσε νὰ τσὶ χορτάσει ἀκόμη.
Ὢ πλῆσα κακορίζικοι, καὶ γιάντα δὲ θωροῦσι
τσὶ μέρες πῶς διαβαίνουσι, τσὶ χρόνους πῶς περνοῦσι!
Τ’ ὀψὲς ἐδιάβη, τὸ προχθὲς πλιὸ δὲν ἀνιστορᾶται,
σπίθα μικρὴ τὸ σήμερο στὰ σκοτεινὰ λογᾶται.
Σ’ ἕναν ἀνοιγοσφάλισμα τῶν ἀμματιῶ ἀποσώνω,
καὶ δίχως λύπηση κιαμιὰ πάσ’ ἄθρωπο σκοτώνω·
τὰ κάλλη σβήνω, κι ὄμορφο πρόσωπο δὲ λυποῦμαι,
τσὶ ταπεινοὺς δὲ λεημονῶ, τοὺς ἄγριους δὲ φοβοῦμαι·
τοὺς φεύγου, φτάνω γλήγορα, τοὺς μὲ ζητοῦ, μακραίνω,
καὶ δίχως νὰ μὲ κράζουσι, συχνιὰ σ’ τσὶ γάμους μπαίνω,
κι ἁρπῶ νυφάδες καὶ γαμπρούς, γέροντες καὶ κοπέλια,
καὶ κάνω ξόδια τσὶ χαρὲς καὶ κλάηματα τὰ γέλια.
Σὲ πρίκα τὴν ξεφάντωση κ’ εἰς στεναγμὸ γυρίζω
πάσα τραγούδι, καὶ ποτὲ λύπηση δὲ γνωρίζω.
Τὴν ἄσπρη σάρκα χώματα καὶ βρῶμο καταστένω,
τὴν ὄψη λειώνω καὶ χαλῶ, καὶ κάθα μυρισμένο
στῆθος, σκουλήκω κατοικιὰ κάνω ζιμιὸ καὶ βρώση,
κ’ ἡ χέρα μου καθημερνὸ γυρεύγει νὰ τελειώσει
σπίτια, γενιὲς καὶ βασιλειὲς καὶ κόσμους, σὰν τυχαίνει
ἡ δικιοσύνη τοῦ Θεοῦ νὰ μείνει πλερωμένη.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο σήμερο μηδὲ μὲ φοβηθῆτε,
ὅσους σᾶς ἔκαμεν ἐδῶ ἡ τύχη σας νὰ ’ρθῆτε,
γιατὶ δὲ μ’ ἔστειλεν ὁ Ζεὺς τώρα συναφορμά σας,
μηδὲ γιὰ τοὺς γονέους σας, μηδὲ γιὰ τὰ παιδιά σας·
γραμμένον εἶναι σ’ τσ’ οὐρανοὺς χρόνους πολλοὺς νὰ ζῆτε,
τιμὲς καὶ πλούτη νά ’χετε, χαρὲς πολλὲς νὰ δῆτε·
μά ’ρθα σὲ τοῦτο τὸ ψηλὸ κ’ εὐγενικὸ παλάτι,
ποὺ ὁ κόσμος καλορίζικο τόσα περίσσα ἐκράτει,
γιὰ νὰ σκοτώσω, ὡς θέλετε δεῖ, πρὶν περάσει ἡ μέρα,
τὸ βασιλιὸ ὁποὺ στέκει ἐδῶ, μὲ μιά του θυγατέρα,
νὰ πάψουσιν οἱ δόξες του, κ’ ἡ ἐπαρχιά του ἡ τόση
γιὰ τὰ πολλά του κρίματα σὲ χέρια ἀλλοῦ νὰ δώσει·
κ’ ἕνα στρατιώτην ἀκομή, μόνο κ’ αὐτὸς κλωνάρι
ξεριζωμένης βασιλειᾶς, στὸν κόσμο ἀπομονάρι,
καθὼς νὰ κάμω μ’ ἔστειλε τοῦ Ζεὺ ἡ δικιοσύνη,
ποὺ κάμωμαν ἀπλέρωτο στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει.
Λύπη ἀνιμένετε λοιπὸ νὰ πάρετε ὅλοι τώρα,
μὲ δάκρυα νὰ γυρίσετε στὴν ἐδική σας χώρα.
Λέγω στὴ χώρα σας, γιατὶ δὲν εἶστε, σὰ θαρρεῖτε,
στὴν Κρήτη πλιό, μὰ τσ’ Αἴγυπτος τώρα τὴ γῆ πατεῖτε.
Τούτή ’ναι ἡ Μέμφη ἡ ξακουστή, τόσα ’νοματισμένη
γιὰ τσ’ ἄξες τση πυράμιδες σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
κ’ ἐδῶ ξαφνίδια νά ’ρθετε σᾶς ἔκαμεν ἡ χάρη
τοῦ Ζεύ, ξόμπλι πάσ’ ἕνας σας γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πάρει
σ’ τσ’ ἔξοδες τοῦ Φιλόγονου, περίσσα νὰ φοβᾶται
τ’ ἄδικο, κι ὅσο δύνεστε ὅλοι σας νὰ μισᾶτε
μεγάλοι ν’ ἀπομένετε μὲ τῶν ἀλλῶ τὸν κόπο,
βλέποντας τὴν ἀσυστασὰ στὴν τύχη τῶν ἀθρώπω.
Ὢ λογισμοί, πῶς σφάνετε, ὢ γνώμη τυφλωμένη,
ὢ τῶν ἀθρώπων ὁλωνῶν ἐλπίδα κομπωμένη!
Χαρὲς ἐλπίζει ὁ βασιλιός, καὶ γάμους λογαριάζει,
καὶ πλῆσα καλορίζικο τὸν ἐμαυτό του κράζει·
κι αὐτόνο πρίκες καὶ καημοὶ θὲ νὰ τονὲ πλακώσου,
καὶ κορασὲς ἀνήμπορες θάνατο θὰ τοῦ δώσου.
Κι ἂν ἔν’ καὶ τοῦτοι οἱ βασιλιοί, ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίζου,
τὴ δύναμή μου τὴν πολλὴ τόσα συχνιὰ γνωρίζου,
ποιός ἐκ τσ’ ἀθρώπους τσὶ μικροὺς νὰ ἐλπίζει πλιὸ τυχαίνει
σὲ δόξες, πλούτη καὶ τιμές, κι ὀπίσω τως νὰ πηαίνει;
Φτωχοί, τ’ ἁρπᾶτε, φεύγουσι, τὰ σφίγγετε, πετοῦσι,
τὰ περμαζώνετε, σκορποῦ, τὰ κτίζετε, χαλοῦσι.
Σὰ σπίθα σβήνει ἡ δόξα σας, τὰ πλούτη σας σὰ σκόνη
σκορπούσινε καὶ χάνουνται, καὶ τ’ ὄνομά σας λειώνει
σὰ νά ’το μὲ τὴ χέρα σας γραμμένο σ’ περιγιάλι,
στὴ διάκριση τσῆ θάλασσας, γὴ χάμαι στὴν πασπάλη.
Μ’ ἀφήνω σας, γιατὶ θωρῶ τὸ στρατηγὸ καὶ βγαίνει
τοῦτον ἁποὺ πρικότατο θάνατον ἀνιμένει.






No comments: