Anyone familiar with the narratives about Christ’s birth is aware
that a star led certain magi to the newborn Jesus—details that are found
only in Matthew’s Gospel (Matt 2:1-12 versus Luke 2:1-21). Was this
star that appeared at Jesus’s birth a great conjunction, or was it some
other kind of astronomical occurrence such as a supernova or comet? A
close look at Matthew’s birth narrative indicates that the star seen by
the magi cannot be reconciled easily with any natural, astronomical
occurrence. First of all, it is by observing this star’s rising in the
sky that the magi gain the knowledge that they must find “the newborn
King of the Jews” (2:2) in Jerusalem where they travel from their
distant “Eastern lands” (2:1). Moreover, this same star later leads them
accurately from Jerusalem to Bethlehem, at which point the star finally
stops above the house of Mary and Joseph where the newborn Jesus is to
be found (2:9-11).
Because of the strangeness of this star, John Chrysostom and
commentators followed by him have surmised that this was really an angel
appearing as a star (Hom. Matt. 6). Nevertheless, pagans and
Jews of the AD first century did believe that astronomical events and
other heavenly signs defying natural conventions could signify the birth
of a great king, or function as a sign of some notable person’s death,
as well as signifying other events of cosmic importance. As a sign of
Jerusalem’s impending destruction by the Romans in AD 70, the Jewish
historian Josephus notes that there had been “a star resembling a sword
that appeared over the city, and a comet that continued for an entire
year” (J.W. 6.289-290). Josephus states that God “in many ways
pre-signifies to our human race the acts of salvation,” while adding
that many Jews at that time were misled by an “ambiguous oracle found in
the sacred Scriptures” that “one from their land will rule the
inhabited earth” (J.W. 6.310-313). Josephus is referring to the
Balaam oracle of Numbers 24:17 which many Jews believed predicted the
coming of the Jewish Messiah. Balaam was a pagan seer who was called by
the pagan King Balak of Moab to inflict a harmful curse on the
Israelites as they camped near Jericho before entering the Promised
Land. However, Balaam was unable to do this because God inspired him to
bless and utter prophecies about the people of Israel. Balaam says these
important words in his oracle: “A star will rise out of Jacob, and a
person will rise out of Israel” (LXX, ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ιακωβ, καὶ
ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ισραηλ, Num 24:17). Balaam’s words were
understood to be a prophecy about Israel’s Messiah by Jews of Josephus’s
day and earlier (such as by the Qumran Essenes in the Dead Sea
Scrolls). It should not be surprising, then, that the Balaam oracle and
its reference to a messianic star functions as a backdrop to Matthew’s
presentation of the magi, as well as contributing to the astronomical,
indeed cosmic, significance of Jesus’s birth as God’s Messiah.
In Matthew’s Gospel, the magi are referred to in Greek as μάγοι (magoi).
In antiquity, magi is a general term that can refer to astrologers,
seers, soothsayers, dream interpreters, and magicians that used various
methods of divination to predict the future. Balaam himself is referred
to positively as a μάγος (magos) by Philo of Alexandria (Mos. 1, 276), while Eusebius of Caesarea refers to the magi in Matthew’s Gospel as “Balaam’s successors” (Dem. ev.
9.1). The specialized knowledge of such seers and astrologers has
contributed to the magi of Matthew’s Gospel being referred to as “wise
men,” a translation which in my view miscasts the presentation of the
magi in Jesus’s birth narrative. Moreover, references in popular
Christmas carols to “three kings” further obscures the magi’s role in
Matthew’s Gospel since they are not presented as kings, and the reader
is never told that they are three in number, but only that the magi
offered three gifts: gold, frankincense, and myrrh. Rather, early
Christian art has portrayed two, three, four, and eight magi, while the
Syriac tradition has suggested that there were twelve magi present at
Jesus’ birth. Although the term μάγος (magos) can be used
pejoratively at other places in the Greek New Testament to mean
“magician” (e.g. Acts 13:6-11), in Matthew’s birth narrative the magi
are portrayed in an exclusively positive light. The magi in Matthew’s
birth narrative are pagan astrologers (i.e. Gentiles) who use their
specialized religious knowledge to approach Jesus the Messiah. However,
their religious knowledge is limited: it does not allow them to make it
all the way to Jesus. For this to occur, these Gentiles need the help of
the Hebrew Scriptures. It is God’s revelation in the Hebrew Scriptures
that informs the magi more precisely that the one to be born in
Bethlehem is not only the King of the Jews, but the world’s Messiah (the
Christ, ὁ χριστὸς, Matt 2:4). There is irony in Matthew’s narrative as
King Herod the Great and certain Jewish religious authorities, having
the benefit of the Hebrew Scriptures, do not travel to Bethlehem to find
the newborn Messiah. Rather, Herod conspires to kill the newborn
Christ, but he will not find him (2:13-23), whereas the Gentile magi are
led by a star to find Christ and worship him. Moreover, Matthew has
skillfully used this plot to kill Jesus as a proleptic passion
narrative, foreshadowing the plot by certain Jewish religious
authorities at the end of Jesus’s life who conspire to have Jesus
crucified. So, too, the magi who see the cosmic sign of the star at
Jesus’s birth foreshadow certain Gentiles coming to worship Jesus after
his death, fulfilled by a group of Gentile Roman soldiers who see the
cosmic sign of an earthquake at the crucifixion and confess that Jesus
truly was the Son of God (27:54). These threads reach their dramatic
conclusion at the end of Matthew’s Gospel when Jesus appears to the
eleven disciples after his resurrection, commanding them to “make
disciples of all nations” (i.e. Jews and Gentiles) while also promising
to be with his followers until the end of the age (28:16-20).
Εκκλησία: "Μαγαζί γωνία" από τις ταυτότητες μέχρι τον κορονοϊό
Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον
Ανδρέα Παπανδρέου, από τον Κώστα Σημίτη στον Κώστα Καραμανλή και από τον
Αλέξη Τσίπρα στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όλοι οι πρωθυπουργοί βρέθηκαν
αντιμέτωποι με την ισχύ της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, κατά τη Μεταπολίτευση ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής σε μία συνάντηση με το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, έθεσε για πρώτο φορά το μείζον ζήτημα του διαχωρισμού κράτους- Εκκλησίας.
“Μακαριότατε, νομίζω πως ήρθε η ώρα να χωρίσουμε τα τσανάκια μας”,
φέρεται να είπε με το χαρακτηριστικό του στυλ ο Σερραίος στο Σεραφείμ. Ο
Αρχιεπίσκοπος, με το δικό του εξίσου χαρακτηριστικό στυλ, φέρεται να
του απάντησε: “Το δικό σου μαγαζί να κοιτάξεις. Το δικό μου είναι μαγαζί
γωνία. Όποτε θες έλα να τα χωρίσουμε. Εγώ σε όρκισα και εγώ θα ορκίσω
και άλλους μετά από σένα”.
Ο Καραμανλής, που είχε αναλάβει τη μετάβαση στη Δημοκρατία, έλυσε το
πολιτειακό, νομιμοποίησε το ΚΚΕ, έβγαλε ακόμη και τη χώρα από το ΝΑΤΟ
και γενικότερα είχε επιδείξει σε πολλές περιπτώσεις πολιτική τόλμη,
έπιασε το υπονοούμενο και άφησε το θέμα στην άκρη. Το διαζύγιο κράτους-
Εκκλησίας θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνο. Μαγαζί γωνία σημαίνει ψήφους και
οικονομική ισχύ. Και έτσι η Εκκλησία της Ελλάδος διατήρησε ισχυρή
επιρροή στο κράτος, που όμοια της δεν υπάρχει σε άλλο δυτικό κοσμικό
κράτος στον κόσμο, όπως επιβεβαιώνεται σήμερα και με τη διαχείριση της
πανδημίας του κορονοϊού.
Και εντάξει, ο Καραμανλής στο κάτω κάτω ήταν ηγέτης της κεντροδεξιάς
και θα είχε και στο δικό του “μαγαζί” να αντιμετωπίσει αντιδράσεις,
παρόλο που εκείνος προφανώς θα ήθελε, στα πρότυπα του γαλλικού κοσμικού
κράτους, ένα διαχωρισμό. Έβαλε όμως τους Έλληνες στην ΕΟΚ παρά τη θέληση
τους, δεν του έμεναν δυνάμεις να βγάλει και την Εκκλησία από το κράτος.
Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, που υποστήριζε εκ γενετής τον πλήρη διαχωρισμό
κράτους- Εκκλησίας, έκανε πίσω τελικά.
Από τον πολιτικό γάμο στην εκκλησιαστική περιουσία
Η πρώτη σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ της “Αλλαγής” και του Ανδρέα Παπανδρέου
με την Εκκλησία ήρθε το 1982 με αφορμή τον πολιτικό γάμο, ενώ
ταυτόχρονα ξεκίνησε διάλογο για την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία.
Στο πρώτο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να κάνει μισό, αλλά σημαντικό βήμα: Ο
πολιτικός γάμος θεσμοθετήθηκε ως ισοδύναμος, όχι όμως ως υποχρεωτικός.
Αλλά ο θρησκευτικός γάμος έπαψε να είναι η μόνη επιλογή και η Εκκλησία
έχασε ένα μονοπώλιο. Στο δεύτερο και πιο καυτό θέμα όμως, αυτό της
εκκλησιαστικής περιουσίας, το ΠΑΣΟΚ τελικά έκανε οριστικά πίσω.
Το ΠΑΣΟΚ ήδη είχε φέρει επαναστατικές για την εποχή αλλαγές στο
οικογενειακό δίκαιο, όπως την κατάργηση της προίκας και την
αποποινικοποίηση της μοιχείας. Η πρόθεση καθιέρωσης του πολιτικού γάμου
όμως ήταν casus belli για την Εκκλησία. Ιεράρχες διοργάνωσαν διαδηλώσεις
με σύνθημα: «Αλλαγή δεν γίνεται δίχως τον Χριστό». Την εποχή εκείνη
άρχισε μάλιστα να λάμπει το άστρο του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου
Χριστόδουλου, που ξιφουλκούσε για το ζήτημα. Οι τελικές διαπραγματεύσεις
έγιναν μεταξύ Ανδρέα και Σεραφείμ και κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό. Για
πολλά χρόνια βέβαια η συντριπτική πλειοψηφία, που έφτανε στο 90% των
γάμων, ήταν θρησκευτικοί και για λόγους παράδοσης σε μεγάλο βαθμό. Μόλις
το 2012 οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν για πρώτη φορά τους θρησκευτικούς
με 51,8% έναντι 48,2%- ενδεχομένως όμως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και η
οικονομική κρίση.
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Ο Παπανδρέου ήταν που έκανε τους ιερείς
δημοσίους υπαλλήλους. Πληρωνόταν βέβαια έτσι κι αλλιώς από το κράτος από
το 1945, όμως δεν είχαν καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου και ήταν πολύ πιο
ευάλωτοι στις διαθέσεις του έκαστου Μητροπολίτη. Με τον τρόπο αυτό ο
Ανδρέας θέλησε να φέρει στο ΠΑΣΟΚ και ψήφους εκκλησιαστικές και να
αμβλύνει τον απόλυτο έλεγχο της Ιεραρχίας στους ιερωμένους.
Η μισθοδοσία των ιερών από το κράτος είναι μία συζήτηση που συνδέεται
με την εκκλησιαστική περιουσία. Και η εκκλησιαστική περιουσία ήταν η
αφορμή για πόλεμο Εκκλησίας- Πολιτείας το 1987. Η συζήτηση βέβαια είχε
ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1985, όταν λίγες ημέρες μετά
τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ο Απόστολος Κακλαμάνης ως αρμόδιος
υπουργός καταθέτει νομοσχέδιο για τη μοναστηριακή περιουσία. Η Εκκλησία
αντιδρά και διαμαρτύρεται ότι δεν έγινε διάλογος. Φυσικά δεν έχει
διάθεση να συζητήσει για να υποχωρήσει. Περνάνε δύο χρόνια
διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ιεράς Συνόδου και ενώ το υπουργείο Παιδείας
και Θρησκευμάτων έχει αναλάβει ο Αντώνης Τρίτσης.
“Αντώνη έγραψες Ιστορία...”
Το Μάρτιο του 1987 ο Τρίτσης δήλωσε ότι η συζήτηση δεν μπορούσε να
συνεχιστεί επ αόριστον και για αυτό προχωρά σε μονομερή λύση. Το
νομοσχέδιο Τρίτση κατατέθηκε στις 12 Μαρτίου του 1987 και προέβλεπε το
πέρασμα της μοναστηριακής περιουσίας στην πολιτεία, με λαϊκή συμμετοχή
στη διαχείριση της. Η λαϊκή συμμετοχή ήταν και αυτό που έβγαλε τους
ιεράρχες από τα ράσα τους.
Η Εκκλησία αποφάσισε να μην το αφήσει να περάσει έτσι. Ανακοινώνει
συλλαλητήρια, στους ναούς οι ιερείς κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση από
άμβωνος, ο Σεραφείμ και όλη η ιεραρχία αρνούνται για πρώτη φορά στην
ιστορία να παραστούν στην επίσημη δοξολογία της 25ης Μαρτίου.
Ο τότε πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης δηλώνει πως «ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ή άλλος σουλτάνος στη
διάρκεια της μακραίωνης δουλείας του γένους διανοήθηκαν ποτέ να
υποδουλώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, οικονομικά και διοικητικά , με τον
τρόπο που το επιχειρεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ».
Την 1η Απριλίου πραγματοποιείται συλλαλητήριο στο Σύνταγμα με
κεντρικό ομιλητή, το Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλο, στην πρώτη του
πανελλαδική εμφάνιση, 11 χρόνια πριν γίνει Αρχιεπίσκοπος και πριν
οργανώσει τα δικά του συλλαλητήρια.
Ο νόμος Τρίτση πάντως ψηφίστηκε στις 2 Απριλίου του 1987, με τις
ψήφους και των κομμάτων της αριστεράς, ενώ η ΝΔ αποχωρούσε από την
αίθουσα. Ήταν όμως μία πύρρειος νίκη. Ο Ανδρέας είχε άλλα πολιτικά
προβλήματα και κλονισμένη υγεία. Έτσι παρότι είχε ψηφίσει το νόμο
Τρίτση, πραγματοποίησε διαδοχικές συναντήσεις με το Σεραφείμ. Η Ιερά
Σύνοδος απείλησε ακόμη και με άρση του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της
Ελλάδος και υπαγωγή της και πάλι στο Φανάρι. Και ο Αμερικής Ιάκωβος
έφθασε τον Ιούνιο στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας ατύπως ρόλο διαμεσολαβητή
μεταξύ Εκκλησίας και κυβέρνησης.
Ο Σεραφείμ φροντίζει εν τω μεταξύ τα βελη της Εκκλησίας να
επικεντρωθούν στον Τρίτση και όχι στον Παπανδρέου, ώστε να καταστεί ο
υπουργός Παιδείας το “πρόβλημα” και άρα να δοθεί περιθώριο στον
πρωθυπουργό να κάνει πίσω. Αρνείται μάλιστα να λάβει μέρος σε
συναντήσεις εφόσον θα ήταν παρών και ο Τρίτσης.
Απουσία Τρίτση λοιπόν, στις 3 Νοεμβρίου του 1988, Ανδρέας Παπανδρέου
και Σεραφίμ συνυπογράφουν ένα προσχέδιο συμφωνίας, που ουσιαστικά
αναιρούσε τη λαϊκή συμμετοχή στα εκκλησιαστικά και μητροπολιτικά
συμβούλια.
Ο Τρίτσης και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αντιδρούν, όμως ο Ανδρέας έχει
πάρει τις αποφάσεις του. Δεν απομένει άλλη οδός για τον Τρίτση παρά η
παραίτηση, η οποία γίνεται αποδεκτή με τη δεύτερη που υπεβλήθη και παρά
τον παπανδρεϊκό έπαινο: “Αντώνη έγραψες Ιστορία”.
Ο νόμος Τρίτση φυσικά, έστω και αποδυναμωμένος, δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
"Όποιος απλώνει το χέρι του στην Εκκλησία, του ξεραίνεται!"
Στην αναθεώρηση του Συντάγματος που πρότεινε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το
Μάρτιο του 1995, το σοσιαλιστικό κίνημα αντί για χωρισμό Εκκλησίας-
κράτους πρότεινε τροποποίηση της παραγράφου 1 του άρθρου 3, όμως έτσι κι
αλλιώς η διαδικασία σταμάτησε μετά την απόφαση του Κώστα Σημίτη να
οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές το Σεπτέμβριο του 1996. Το θέμα
όμως είχε ουσιαστικά κλείσει απο το Μάιο, όταν στη Μονή Πετράκη ο
Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος
Παναγιώτη Κρητικό, τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Βενιζέλο και
τον αντιπρόεδρο της ΝΔ Iωάννη Βαρβιτσιώτη. “Το συνταγματικό πλαίσιο
είναι επαρκές και σαφές και δεν χρειάζεται αναθεώρηση”, δήλωνε στη
συνέχεια ο Βενιζέλος.
Η κυβέρνηση Σημίτη όμως “έμπλεξε” όταν λίγο μετά τις εκλογές του 2000
και ενώ έχει κερδίσει τη ΝΔ στο νήμα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης
Σταθόπουλος εκφράζει σε συνέντευξη του την άποψη πως το θρήσκευμα
αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική
ταυτότητα, έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997.
Ο Σταθόπουλος και η κυβέρνηση δεν είχαν σκοπό να ανοίξουν πόλεμο για τις ταυτότητες. Αλλά η Εκκλησία, της οποίας εν τω μεταξύ ηγείται ο ιδιαίτερα δραστήριος, επικοινωνιακός και φιλόδοξος Χριστόδουλος,
αποφασίζει να αντεπιτεθεί. Ο Κώστας Σημίτης στηρίζει τον υπουργό του,
επικαλούμενος την ανάγκη εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Δεν
έχουν όλοι πάντως στο ΠΑΣΟΚ την ίδια άποψη και ο πρωθυπουργός
εξοργίζεται με τις διαφωνίες Βενιζέλου. Ο Χριστόδουλος όμως δεν αφήνει
τελικά στην κυβέρνηση άλλη επιλογή παρά να υπερασπιστεί τη θέση της,
αφού ετίθετο (για άλλη μία φορά) το ερώτημα: “Ποιος κυβερνά επιτέλους
αυτό τον τόπο;”
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος οργανώνει συλλαλητήρια και απολαμβάνει
το ρόλο του ως ηγέτη του χριστεπώνυμου πλήθους και την πολιτική του
δύναμη, σηκώνοντας στο Σύνταγμα το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και απειλεί
πως: «Όποιος απλώνει το χέρι του στην Εκκλησία, του ξεραίνεται!».
Ταυτόχρονα, η Εκκλησία συγκεντρώνει τρία εκατομμύρια υπογραφές για
δημοψήφισμα επί του θέματος της αναγραφής του θρησκεύματος στις
ταυτότητες. Και ο Χριστόδουλος τις πήγε στον τότε Πρόεδρο της
Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. «Οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας
συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του
Συντάγματος», απαντά αν και προερχόμενος από τη συντηρητική παράταξη ο
ανώτατος πολιτειακός άρχοντας, πιστός στο θεσμικό του ρόλο.
Για τη διενέργεια δημοψηφίσματος είχε υπογράψει το Σεπτέμβριο του 2000 ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Κώστας Καραμανλής.
Στη συντριπτική της πλειοψηφία άλλωστε η ΝΔ συντάχθηκε έτσι κι αλλιώς
με την Εκκλησία, και για ψηφοθηρικούς και αντιπολιτευτικούς λόγους. Μόνο
η Μαριέττα Γιαννάκου από τα στελέχη της ΝΔ πήρε επίσημα θέση απέναντι
στην Εκκλησία.
«Στο τέλος, η παντοδύναμη Δεξιά του Κυρίου δείχνει τι θέλει ο Θεός
και τι θέλει ο λαός», δήλωνε εν τω μεταξύ ο Χριστόδουλος. Αλλά ήδη στην
πρώτη του συνάντηση με τον Καραμανλή μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές
του 2004, ο Αρχιεπίσκοπος εύκολα έβαλε το θέμα των ταυτοτήτων στην άκρη.
Η καλή προσωπική χημεία με το νέο πρωθυπουργό έπαιξε ρολο, παρότι
αιτήματα του Αρχιεπισκόπου όπως η δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού της
Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν έγιναν ποτέ δεκτά από την κυβέρνηση
Καραμανλή, παρότι δεν επέλεξε τη συγκρουσιακή οδό.
Σημειωτέον δε ότι ο “εκσυγχρονιστής” Σημίτης δεν υποχώρησε μεν στο
θέμα των ταυτοτήτων, είχε όμως εν τω μεταξύ επιχειρήσει να εξευμενίσει
την Εκκλησία με μία πολύ σημαντική παραχώρηση σε ένα πολύ πιο ουσιαστικό
σύστημα. Πριν τις εκλογές του 2004 κατήργησε την εισφορά ποσοστού επί
των πάσης φύσεων εσόδων των ναών, που είχε θεσπιστεί ήδη από το 1945 ως
αντιστάθμισμα για τη μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Φευ, το δώρο
αυτό δεν ήταν αρκετό.
Σημειωτέον επίσης ότι ο Γιώργος Παπανδρέου που διαδέχθηκε στην ηγεσία
του ΠΑΣΟΚ τον Κώστα Σημίτη προχώρησε σε πολλές διακηρύξεις για το
διαχωρισμό Εκκλησίας- κράτους και τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Αλλά ως πρωθυπουργός, ουδέν έπραξε. Βέβαια εν τω μεταξύ η
χώρα είχε μπει στο μακρύ και βασανιστικό δρόμο των μνημονίων.
Η αριστερά του Κυρίου
Τα μνημόνια φέρνουν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, οδηγώντας στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά φαίνεται πιθανό κάτι που έμοιαζε αδιανόητο: Ένα αριστερό κόμμα στην εξουσία. Πρώτα όμως ο Αλέξης Τσίπρας φροντίζει
να καθησυχάσει τις φοβίες των μη αριστερών ψηφοφόρων. Και στο πλαίσιο
αυτό επισκέπτεται το Άγιο Όρος το 2014. Ήταν η πρώτη επίσκεψη ηγέτη της
Αριστεράς στον Άθω μετά από αυτή του Χαρίλαου Φλωράκη το 1995.
“Τότε ο Χαρίλαος Φλωράκης μας είχε πει, ‘εσείς πιστεύετε στην σωτηρία
στον άλλο κόσμο, εμείς δεν πιστεύουμε ότι προλαβαίνουμε για την σωτηρία
σε αυτόν τον κόσμο, οπότε έχουμε κάτι κοινό”, είπε στον πρόεδρο του
ΣΥΡΙΖΑ ο μοναχός Νικόδημος της Μονής Αγίου Παύλου. Και ο Αλέξης Τσίπρας
ζήτησε και έμεινε δέκα λεπτά μόνος με την εικόνα του “‘Αξιον εστί”. Ήταν ένα σαφές μήνυμα προς τους πιστούς ψηφοφόρους να μη φοβούνται τους άθεους... κομμουνιστές.
Ο Τσίπρας είχε εξάλλου καλή σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Αλλά η σχέση κόντεψε να διαταραχθεί το 2016 με αφορμή το μάθημα των
θρησκευτικών. Αρχικά ο τότε πρωθυπουργός προσπαθεί να καλύψει τον τότε
υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, δηλώνοντας ότι το μάθημα των θρησκευτικών
δεν μπορεί να έχει ομολογιακό χαρακτήρα. Αλλά ο Ιερώνυμος, υπό την πίεση
και της Ιεράς Συνόδου, επιμένει.
Η προ ημερησίας για την Παιδεία που πραγματοποιήθηκε στις 28
Σεπτεμβριου με αίτημα Μητσοτάκη, κατέληξε σε ιερή αντιπαράθεση για το
μάθημα των θρησκευτικών. Την ώρα μάλιστα της προ ημερησίας ο
πρόεδρος των ΑΝΕΛ συναντείτο με τον Ιερώνυμο και δήλωνε ότι ο
πρωθυπουργός του είχε πει πως οι αποφάσεις θα ληφθούν από κοινού με την
Εκκλησία, με αποτέλεσμα αυτό το... καμμένο τηλέφωνο να φέρει σε αμηχανία το Μαξίμου.
Στις 5 Οκτωβρίου του 2016 πραγματοποιείται συνάντηση Αρχιεπισκόπου-
πρωθυπουργού στο Μαξίμου, παρόντος και του υπουργού Παιδείας, αλλά και
του κυβερνητικού εταίρου Πάνου Καμμένου, στην οποία γίνεται αποδεκτό το
αίτημα της Εκκλησίας να ξεκινήσει διάλογος από την αρχή για το μάθημα
των θρησκευτικών και τα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά να
τελούν υπό διαρκή αξιολόγηση και να επανεξεταστούν στο τέλος της
χρονιάς. “Λύθηκαν οι παρεξηγήσεις” δηλώνει μετά ο Ιερώνυμος. Αυτό όμως τελικά δεν ήταν αλήθεια.
Ο Αρχιεπίσκοπος σε τηλεοπτική συνέντευξη του ουσιαστικά καλεί τον
πρωθυπουργό να ανασχηματίσει τον Φίλη. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι ο
Καμμένος με δάκρυα στα μάτια τον είχε παρακαλέσει να βρουν λύση και του είχε δηλώσει πως θα έριχνε την κυβέρνηση. Τελικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν έπεσε, αλλά ανασχηματίστηκε ο Φίλης και τη θέση του πήρε ο Κώστας Γαβρόγλου.
Κατά την τελετή παράδοσης- παραλαβής ο Φίλης καταγγέλλει “συμβόλαιο πολιτικού θανάτου”. Και στη λίστα των μεγάλων ερωτημάτων της ανθρωπότητας, εκτός από το “υπάρχει θεός;” προστίθεται και το “υπάρχει αριστερά;”
Ερώτημα που αιωρείτο και κατά την τελευταία συζήτηση για συνταγματική
αναθεώρηση, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας υπαναχώρησε από μία ξεκάθαρη
θέση για πλήρη διαχωρισμό κράτους- Εκκλησίας, με το επιχείρημα ότι δεν
υπήρχε έτσι κι αλλιώς ούτε προβλεπόταν να υπάρξει η πλειοψηφία για την
κατάργηση του άρθρου 3. Αλλά ακόμη και αυτή η τροποποίηση του στην
κατεύθυνση της θρησκευτικής ουδετερότητας προκάλεσε αντιδράσεις.
Από τη συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου στη δοκιμασία του κορονοϊού
Με τη συμφωνία το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνώριζαν ότι οι
κληρικοί δεν θα νοούνταν στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου
θα διαγράφονταν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Αλλά το Ελληνικό Δημόσιο
θα εξακολουθούσε να πληρώνει τους μισθούς των ιερέων, με βάση το ποσό
που αντιστοιχούσε στη μισθοδοσία τη δεδομένη στιγμή.
Σε μία.... σολωμόντεια λύση που
πάντως εξυπηρετούσε και την Εκκλησία, το κράτος και η Εκκλησία θα
διαχειρίζονταν μισή μισή την αμφισβητούμενη εκκλησιαστική περιουσία.
Ήδη την επομένη όμως ο Ιερώνυμος τα μάζευε, λέγοντας πως άλλο η συμφωνία και άλλο η πρόθεση για συμφωνία,
μπροστά στις αντιδράσεις ιεραρχών. Και ο Τσίπρας βρέθηκε αντιμέτωπος με
αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, με το Νίκο Φίλη να επισημαίνει
ότι ευνοείτο στην πραγματικότητα η Εκκλησία.
Από την πλευρά της η ΝΔ αρχικά βρέθηκε σε αμηχανία και επικαλέστηκε ότι
η συμφωνία βασιζόταν σε δικές της παλαιότερες ρυθμίσεις, στη συνέχεια
και διαπιστώνοντας ότι η Ιερά Σύνοδος δεν θα στήριζε το deal που έκανε
μόνος του ουσιαστικά ο Ιερώνυμος, εξέφρασε ενστάσεις.
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος εξελίχθηκε και σε “ιερή κόντρα” Τσίπρα- Μητσοτάκη.
Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε εξάλλου σε συνάντηση
του με την Ένωση Κληρικών την επομένη της συμφωνίας ΣΥΡΙΖΑ- Ιερώνυμου,
ουσιαστικά καρφώσει τον Αρχιεπίσκοπο και είχε συνταχθεί με τους ιερείς που ήθελαν να παραμείνουν δημόσιοι υπάλληλοι.
Η Ιερά Σύνοδος έτσι κι αλλιώς στις 16 Νοεμβρίου έβαλε τη συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου στον πάγο,
αποφασίζοντας να παραμείνουν οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι. Όχι
διαχωρισμός κράτους- Εκκλησίας, ούτε καν ένα βήμα για τη ρύθμιση των
σχέσεων δεν έγινε τελικά.
Μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία πάντως, συμφώνησε με τον Ιερώνυμο για μία νέα αρχή στις σχέσεις πολιτείας- Εκκλησίας,
δηλαδή και στις δικές τους σχέσεις. Σε συνάντηση στις 16 Ιουλίου 2019, ο
Αρχιεπίσκοπος διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό ότι η συμφωνία του Νοεμβρίου
2018 με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται για την Ιερά Σύνοδο ως μη
γενομένη, ενώ ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι εγγυάται τα μισθολογικά των
ιερών. Συμφώνησαν επίσης ο διάλογος Πολιτείας- Εκκλησίας για την
εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και για το μάθημα των θρησκευτικών να
εκκινούσε εκ νέου.
Ο κορονοϊός όμως είναι που βάζει σε δοκιμασία τις σχέσεις και της
σημερινής κυβέρνησης με την Εκκλησία και όχι τόσο προσωπικά με τον
Αρχιεπίσκοπο, όσο με την Ιερά Σύνοδο, που προετοιμάζεται σιγά σιγά για
τη διαδοχή Ιερώνυμου. Από την πρώτη καραντίνα, η κυβέρνηση, αλλά ακόμη
και οι επιστήμονες της επιτροπής, απέφυγαν να πουν δημοσίως ότι ο
κορονοϊός μεταδίδεται με τη θεία κοινωνία. Αλλά το Πάσχα, η κυβέρνηση
πήρε την απόφαση να κλείσει τις εκκλησίες. Μέτρα ελήφθησαν και στο
πλαίσιο του δεύτερου lockdown, με το Μαξίμου να επιχειρεί έναν ιερό
συμβιβασμό για τα Χριστούγεννα, από τον οποίο αμέσως αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Για άλλη μία φορά, η Εκκλησία είχε κερδίσει.