.

Thursday, December 31, 2009

Ο όρος κλήσις / κλῆσις στην ΚΔ


Στον ιστότοπο του Journal of Greco-Roman Christianity and Judaism αναρτήθηκε το άρθρο της Lois K. Fuller Dow σχετικά με την ιδιαιτερότητα της λέξης "κλῆσις" όπως χρησιμοποιείται στην Κ.Δ.

* Lois K. Fuller Dow,
«Understanding κλῆσις in the New Testament»,
[Η κατανόηση του όρου "κλῆσις" στην Καινή Διαθήκη]
Journal of Greco-Roman Christianity and Judaism, Τόμ. 6, 2009, σσ. 191-198.

Η πλατωνική ψυχολογία παρεισφρέει στον Ιουδαϊσμό


«Σε αντίθεση με τον Πλατωνισμό, ο άνθρωπος στην Εβραϊκή Βίβλο εκλαμβάνεται εξολοκλήρου ως ον υλικό, πλασμένο από χώμα της γης. Ο ανθρώπινος θάνατος στην Εβραϊκή Βίβλο, ως αποτέλεσμα της αμαρτίας, θεωρείται εχθρός, σημαίνει αποσύνθεση, αδράνεια και έλλειψη συνειδητότητας. Ως εκ τούτου, πουθενά στις Εβραϊκές Γραφές δεν θα διαβάσουμε ότι οι ευσεβείς άνθρωποι έχουν την ελπίδα να πάνε στον ουρανό ή σε κάποιο άλλο μέρος μακαριότητας μετά τον θάνατό τους. Απεναντίας, εφόσον ο θάνατος είναι πράγματι το αντίθετο της ζωής, και όχι ένα πέρασμα για την ουράνια μακαριότητα, το αντίδοτο του θανάτου δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ανάσταση των νεκρών. Η ανάσταση των νεκρών—και μάλιστα με την προοπτική της αιώνιας ζωής—είναι που προβάλλεται στις Εβραϊκές Γραφές ως η ελπίδα και η ανταμοιβή για τους ευσεβείς και δίκαιους ανθρώπους. Αυτές οι εσχατολογικές προσδοκίες σχετίζονταν με αυτό που αποκαλεί η Encyclopaedia Judaica ως «επιστροφή στην αρχική ειρήνη και χαρά του Κήπου της Εδέμ πριν από την αμαρτία του Αδάμ», δηλαδή με την αποκατάσταση του χαμένου επίγειου παραδείσου, η οποία θα επιτυγχανόταν υπό τη βασιλεία του πολυαναμενόμενου Μεσσία. Όσο για τους πονηρούς που καταδικάζονται από τον Θεό, η κατάληξή τους είναι εκμηδένιση, η οποία παρομοιάζεται σαν τη φωτιά που κατατρώει την καλαμιά, σαν το σκόρπισμα του άχυρου από τον άνεμο ή σαν το ξερίζωμα ενός φυτού».

Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο earlychristiandoctrine.wordpress.com το τρίτο κεφάλαιο της πολύ ενδιαφέρουσας σειράς άρθρων «Η ψυχή—στη Βίβλο και στον μεταβιβλικό Ιουδαϊσμό και Χριστιανισμό» με θέμα

«Η πλατωνική ψυχολογία παρεισφρέει στον Ιουδαϊσμό».

Η ελληνιστική επίδραση επί του ελληνορωμαϊκού Ιουδαϊσμού /
Hellenistic influence over the Greek-Roman Judaism




* Martin Goodman,
«Under the Influence: Hellenism in ancient Jewish life»
[Υπό την Επίδραση: Ο Ελληνισμός στην αρχαία Ιουδαϊκή ζωή],
Biblical Archaeology Review, 36:01, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2010.

Τα Χριστούγεννα αναθεωρούμενα /
The Christmas revisited


Οι Μάγοι, το Άστρο της Βηθλεέμ και ο σκοπός του, ο τόπος γέννησης του Ιησού και ο Ναός της Γεννήσεως (Βηθλεέμ) είναι ορισμένα από τα θέματα με τα οποία ασχολείται μια ειδική έκδοση στα Αγγλικά τού Biblical Archaeology Review η οποία κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο 2009 με τίτλο

«The First Christmas: The Story of Jesus' Birth in History and Tradition»
[Τα Πρώτα Χριστούγεννα: Η Ιστορία της Γέννησης του Ιησού στην Ιστορία και την Παράδοση]
(pdf).

Wednesday, December 30, 2009

Εκκλησία και Πολιτεία:
Το «αλισβερίσι» μεταξύ τους συνεχίζεται ως σήμερα


«Δεν πρέπει να λησμονείται ότι πριν από κάποιες δεκαετίες οι ενορίτες, γραμμένοι στους ενοριακούς καταλόγους, ψήφιζαν και εξέλεγαν όχι μόνο τους επιτρόπους του ναού τους, που σήμερα ονομάζονται εκκλησιαστικοί σύμβουλοι, αλλά και τον ίδιο τον εφημέριό τους, τον παπά δηλαδή της ενορίας τους, τον οποίον στη συνέχεια χειροτονούσε ο τοπικός επίσκοπος και στον οποίο εφημέριο κατέβαλλαν κάποιον στοιχειώδη μισθό, πλέον των «τυχερών» του.

Αυτά ίσχυσαν ως τη δικτατορία Μεταξά. Στο γενικότερο κλίμα της εποχής δεν ταίριαζε η συνέχιση ενός τέτοιου συστήματος αναδείξεως αιρετών επιτρόπων και εφημερίων. Ετσι το σύστημα αυτό σταδιακά και μεθοδικά αρχικώς τροποποιήθηκε και τελικώς καταργήθηκε και οι σχετικές εξουσίες περιήλθαν όλες στον τοπικό μητροπολίτη. Αυτός πλέον προκηρύσσει τις κενές εφημεριακές θέσεις και προβαίνει στην πλήρωσή τους, αυτός, κατόπιν προτάσεως του εφημερίου κάθε ενορίας, που ο ίδιος έχει διορίσει, ορίζει και τους τέσσερις εκκλησιαστικούς συμβούλους που διοικούν μαζί με τον εφημέριο τον ναό.

Αυτά όλα βεβαίως έγιναν με την αγαστή συνεργασία της Πολιτείας- ακριβέστερα, των πολιτικών κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα. Μετά τη δικτατορία Μεταξά, που δημιούργησε και το περιλάλητο αρχιεπισκοπικό ζήτημα Χρυσάνθου- Δαμασκηνού, ζήτημα που για πρώτη φορά ενέπλεξε και το Συμβούλιο της Επικρατείας στα εσωτερικά της διοικήσεως της Εκκλησίας, ακολούθησαν ο πόλεμος, η γερμανοϊταλική κατοχή και η εμφύλια σύρραξη, μια μακρά δηλαδή περίοδος κατά την οποία η εθνικοφροσύνη ταυτίστηκε με την ορθόδοξη ταυτότητα και κυριολεκτικώς έθαψε κάθε ιδέα επαναφοράς του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της ενορίας, πόσω μάλλον στη διοίκηση των μητροπόλεων...

Η διοικούσα Εκκλησία δεν επεδίωξε και πάντως δεν κατόρθωσε να επιβάλει να παραμείνει ελεύθερη από κρατικές επεμβάσεις. Και στο σημείο αυτό παρήκουσε την ίδια τη Μητέρα Της! Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850, με τον οποίο ανακηρύχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος ως Αυτοκέφαλη, περιλαμβάνει ρητώς Ορον ότι η Εκκλησία αυτή θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Τούτο σήμαινε, κατ΄ ουσίαν, εγκαθίδρυση ενός συστήματος σαφούς διακρίσεως Πολιτείας και Εκκλησίας.

Εν τούτοις η ελληνική Πολιτεία, για τους δικούς της λόγους, παρέβη τον Όρον αυτόν. Ηδη με τους νόμους Σ΄ και ΣΑ΄/1852 επανέφερε σε ισχύ ένα αμιγώς πολιτειοκρατικό σύστημα. Και η Εκκλησία της Ελλάδος, για τους δικούς της πάλι λόγους, συνήνεσε. Και έκτοτε άρχισε το «αλισβερίσι» μεταξύ των δύο θεσμών που συνεχίζεται ως σήμερα.

Αυτό το δούναι και λαβείν οδήγησε στη σταδιακή μεταβολή της Εκκλησίας σε κρατικό οργανισμό και στην όλο και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση της διοικούσας Εκκλησίας και της πολιτικής εξουσίας. Τη μισθοδοσία του κλήρου ανέλαβε, το 1945, το κράτος, στη συνέχεια, το 1981, ανέλαβε και τη μισθοδοσία των αρχιερέων, που ως τότε μισθοδοτούνταν από τον ΟΔΕΠ, ακολούθως ανέλαβε τη μισθοδοσία και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων κ.ο.κ., λαμβάνοντας κάθε φορά κάποια περιουσιακά ανταλλάγματα από τη διοικούσα Εκκλησία.»

* Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, «Εκκλησία ζώσα και ελεύθερη», Το Βήμα, 20ης Δεκεμβρίου 2009, σ. Α62/102.

Tuesday, December 29, 2009

Παπουλάκος:
Ο αυτόκλητος καλόγερος που καταφέρθηκε με μανία εναντίον του κράτους και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας



«Είδα έκπληκτος να μνημονεύουν αυτόν τον φανατικό σε εκατοντάδες εκκλησίες, μελέτησα τους αριθμούς που έλεγαν ότι τον καιρό της εξέγερσης διατηρούσε έναν ιδιωτικό στρατό 6.000 ενόπλων και 15.000 αόπλων χωρίς να έχει ούτε ένα καπίκι στην τσέπη του ράσου του, άκουσα νέους και γέρους να επαναλαμβάνουν εκνευριστικά “το ΄χε προφητέψει ο Παπουλάκος” και είδα με φρίκη να πληθαίνουν στις μέρες μου οι φωνές να τον ανακηρύξουν άγιο. Ποιον; Αυτόν τον μανιακό που είδε “θείο όραμα” όταν τον χτύπησε ο τύφος, που έχριζε λοχαγό του ρωσικού στρατού κάθε μανιάτη πλιατσικολόγο που τον ακολουθούσε και που υποστήριζε ότι οι Αγγλοι σταύρωσαν τον Χριστό... Μετά απ΄ αυτά κατάλαβα ότι τούτος ο τόπος δεν έχει πολλές ελπίδες να επιζήσει. Ετσι που άφησαν τους Ελληνες αγράμματους και κακομοίρηδες, θα τους κυβερνούν πάντα οι πολιτικάντηδες, οι ρασοφόροι, οι υπάλληλοι των ξένων και οι πλούσιοι. Αυτοί θα βρίσκουν πάντα κάποιο πειθήνιο όργανο ή κάποιον ημίτρελο μανιακό να υλοποιήσει τα σχέδιά τους». Και όταν πια δεν τους κάνει, να τον αποτελειώνουν: «Σε μια ομιλία του έξω από το Γύθειο [ο Παπουλάκος] είπε σε δύο χιλιάδες παρευρισκομένους: “Εμαθα ότι η βουλωμένη (αυτή που έχει τη βούλα του σατανά) Σύνοδος έστειλε έναν Ιεροκήρυκα και με κακολογεί. Τον γνωρίζω και ονομάζεται Καστόρχης, είναι καλός και σπουδασμένος εις τα διαβολικά πανεπιστήμια, πλην ας έλθη εδώ, και ας φέρη και το Ευαγγέλιον και αν το εξηγήσει καλλίτερα από εμέ, να παύστε εμέ, ει δε και το εξηγήσω εγώ καλλίτερα, να παύστε εκείνον”. [...] Την ώρα που ο Παπουλάκος τον καλούσε σε μονομαχίες μπροστά σε άσχετους χωριάτες, ο Καστόρχης εξαγόραζε δεσποτάδες, φόβιζε παπάδες, δωροδοκούσε ιεροκήρυκες, διόριζε νεωκόρους και καντηλανάφτες, άλωνε τον μηχανισμό της τοπικής Εκκλησίας αργά και σταθερά. Σύντομα ο μοναχός Χριστόφορος, αν και προφυλαγμένος από ένοπλους φανατικούς χωριάτες, είχε απομείνει στην πραγματικότητα ολομόναχος».

* Απόσπασμα από αφήγηση που περιέχεται στο βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη Άγιος Αγύρτης (εκδ. Πατάκη, 2009).
Σχετικό άρθρο του Βήματος: «Άγιος ή διάβολος» (20ης Δεκεμβρίου 2009, σ. Β2:17/37)

«Several popular uprisings took place primarily in the Peloponnese (including Mani, Pylos, Argos) during the first half of the nineteenth century. Central to all was protest against the formation of an autocephalous church and against state initiatives to close down a number of monasteries. Economic difficulties due to bad harvests, as well as the resistance of local communities to state bureaucracy, evidently played an important role in provoking these uprisings. However, popular protest was articulated primarily in religious terms. Under the influence of Russian interests and the policies of the Philorthodox Society (1839), popular protest focused on threats against Orthodoxy coming from the state and the official church (Aroni-Tsichli 1989, 51—179). The events that surrounded the preaching of the monk Christophoros Papoulakos in the late 1840s and early 1850s are particularly revealing of the impact of 'religious critique'. Papoulakos started visiting several regions in the Peloponnese in 1847. Before he was arrested by state military forces in 1852, he exercised a tremendous influence on agrarian populations. His preaching constituted an attempt to grasp the genuine and authentic meaning of Orthodoxy but also a form of cultural and political critique. He turned against 'immorality', the inadequacy of the official Church and the 'dangerous' activities of Papists and Protestants. His prophecies of future catastrophes became linked to the coming 400th anniversary of the fall of Constantinople. His preaching not only functioned as an Orthodox critique against the Orthodox Church of Greece itself, attacking its 'subordination to a Catholic king'; it also appealed to a popular nationalism that was based on the sense of superiority of Orthodox Greeks over Muslim Ottomans and Catholic 'Franks' (Aroni-Tsichli 1989, 284-310).

In a similar manner, the reaching of Apostolos Makrakis gained a large number of followers in the 1860s. Makrakis (1831—1905) and his followers sought a new meaning of Orthodoxy, outside the jurisdiction of official state and church authorities. Combined with elements of social critique and protest, along with visions of the Great Idea, Makrakis's teaching soon evolved in a variety of directions, ranging from straightforward religious nationalism to Christian socialism articulated in the newspaper Armageddon. It became influential mainly in the Peloponnese under the impact of the stafidiko (crisis in currant production) (Kalafatis 1993). Makrakis's teaching and activities provided the matrix for most religious organizations offering alternative versions of Orthodox collectivities, including Anaplasis at the end of the nineteenth century and Zoe in the early twentieth (Brang 1997, esp. 313-27).

The prompt reaction of the Church against these individuals and groups was not only related to its attempts to safeguard its position as the official guardian of a national religion. It also emphasized that varieties of Orthodoxy did not go unnoticed; in fact, they attracted committed adherents. Moreover, the ambivalence of the Church underlies the political instrumentalization of religion throughout the nineteenth century. By the end of that century, Orthodoxy was to be redeployed in the service of conservative and, later, anti-communist ideas. Indeed, religion stood at the centre of conservative politics and provided central elements in the ideological and symbolic order of the Greek Right (Makrides 2003; Bournazos 2003, esp. 55-6)».

* Roderick Beaton & David Ricks, The making of modern Greece: nationalism, Romanticism, & the uses of the past (1797-1896) (Publications for the Centre for Hellenic Studies, King's College), Ashgate Publishing, 2009, σσ. 102, 103.

«The layman Kosmas Flamiatos (1778-1852) protested against the the Church’s slavery to the State and the bishops’ indifference to their pastoral duties and the people. Flami[w]atos’ activity should be placed in the context of a patriotic effort to respond to the intellectual needs of the popular masses in connection with messianic expectations for the future of the Orthodoxy and the Greek nation. [ftn. Cf. K. BASTIAS, Papoulakos, New York, 1951, p. 138 (in Greek).] The work of Flamiatos, who was expelled for instigating riots and later died in prison, was continued by Archimandrite Ignatios Lambropoulos (1814-1869). The monk Papoulakos (1778-1852), a contemporary of Flamiatos, also attempted an intellectual awakening of the people by his preaching. However his preaching was more the result of monastic piety than of any expression of concern by the official Church.

Flamiatos, Papoulakos and Lambropoulos are generally considered the precursors of the religious brotherhoods, even though they did not plan or organize them, because of their critical attitude toward the Church hierarchy, their intense concern for the spiritual needs of the masses, their apologetic activities on behalf of Orthodoxy, and the missionary expression of their preaching. All came from the environment of the monastery of Mega Spileon and worked around Peloponnesus, but their ideas are rooted in the monasticism of Mount Athos. [ftn. It is known that those who set off from Mega Spileon start from the doctrine of Cosmas Etolos, Collyvades, Makarios of Corinth, Nikodimos Hagiorite and Athanasios Parios whose starting point is Mount Athos. Cf. E. PSILOPOULOS, "Le mouvement ’Zoi’ dans l’église orthodoxe de Grèce," Revue des Sciences Religieuses, 40 (1966), p. 261.]

Another important figure in the history of the religious brotherhoods, perhaps the greatest in the nineteenth century, was the layman Apostolos Makrakis (1831~1905).[ftn. Cf. M.-J. LE GUILLOU, O.P., "Apostolos Makrakis: ses intuitions apostoliques et spirituelles," Istina 3 (1960), p. 275.] Knowing both the thought of the Church Fathers and that of the ancient Greek philosophers, Makrakis emphasized the importance of returning to the fundamental principles of Church tradition. He supported both religious and political reform and projected himself as the reformer designated by Divine Providence. Eager for the religious reform of political life, he drew up a special political program (Christopoliteuma) and repeatedly participated in parliamentary elections. He also suggested a philosophical view of history stressing the theocratic mission of hellenism as "the new Israel."

This vision of "byzantine grandeur," which illustrates the national and religious messianism of the thinker, was enthusiastically received by many laymen and clergy who saw it as a kind of theoretical justification of their own ideas. The attitude of the Church hierarchy was reserved. Their inability to approach the people caused Makrakis’ reaction who saw his responsibility to lead the people back to the source, the roots of that tradition from which they had been cut off.

Makrakis comes from the people and becomes their leader in a desperate attempt which results in his seperation from the Church. This separation is due not only to Makrakis’ activities and disobedience, but also to the hierarchy’s unwillingness to extricate itself from the state bureaucracy in order to respond to the spiritual needs of the faithful. After Makrakis’ refusal to be reconciled with the Holy Synod, many of his followers abandoned him and created various religious movements and brotherhoods. Attenuating the extremes of Makrakis’ position, they nevertheless continued his appeals for a missionary approach to the masses, an apologetics of Orthodoxy, the religious education of children, the reform of national and political life, and reform within the Church».

* Basil Jioultsis [Βασίλειος Γιούλτσης], «Religious Brotherhoods: A Sociological View», Social Compass, Τόμ. 22, Αρ. 1, σσ. 67-83 (1975).

«The same pertains to the anti-Western Orthodox mass responses, for example, towards the decisions of political elites, who played a principal role in initiating and imposing Westernisation - even with the use of force - (e.g., in Russia by Peter the Great, whose pro-Western reforms later became a model deemed worthy of imitation in the entire South-Eastern Europe, and in the various Balkan states after their gradual liberation throughout the nineteenth century). Popular protest movements of an overtly religious character often had a different hidden character. In other words, they reflected social and economic dissatisfaction vis-à-vis the policies and influences of Westernisation. A popular protest movement of this kind appeared in Greece in the 1840s under the leadership of a monk named Christophoros Panayiotopoulos, alias Papoulakos. He reacted in this way against the policies of the Bavarian regime of King Othon of Greece. This attests to the fact that anti-Westernism possesses a great potential both for the transformation and the transposition of conflicts. In other words, purely religious conflicts may be transposed into secular contexts and lose their religious specificity. The ‘worldliness’ of Orthodox anti-Westernism thus has many facets. Anti-Westernism may take the form of an extreme nationalism, which can function as a surrogate for religion too. Orthodox anti-Westernism and its resentments can also be translated into their cultural equivalents. They can acquire a general philosophical or a literary status (cf. the debate between Slavophiles and Westernisers in nineteenth century-Russia and then F.M.Dostoevsky’s literary reproduction of the above debate)».

* Vasilios N. Makrides & Dirk Uffelmann, «Studying Eastern Orthodox Anti-Westernism: The need for a Comparative Research Agenda», στο Jonathan Sutton & Wil van den Bercken (εκδότες), Orthodox Christianity and Contemporary Europe (Eastern Christian Studies, τόμ. 3), Leuven: Peeters, 2003, σσ. 87-120.

Όσον αφορά το ζήτημα της υποψηφιότητας για αγιοποίηση του Παπουλάκου είναι ενδιαφέρον το αφιέρωμα του Ιού, «Η υποψηφιότητα ενός αγίου».

Monday, December 28, 2009

Ο Ιππόλυτος Ρώμης, το σχολιολόγιό του στον Δανιήλ και η πρώιμη χριστιανική εσχατολογία


«Αμφότεροι ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός εκφράζουν έναν αρκετά συγκεκριμένο χιλιασμό ο οποίος βρίσκεται σε συμφωνία με τον Ιππόλυτο. Αυτός ο πρώιμος χιλιασμός περιέχει τις προφητικές αντιλήψεις της πτώσης της Ρώμης, της έγερσης των δέκα αυτοκρατοριών, της επακόλουθης έγερσης του αντιχρίστου που κυριαρχεί στη γη για εφτά χρόνια, της εμφάνισης στη γη του Ενώχ και του Ηλία, του διωγμού της εκκλησίας από τον αντίχριστο, της παρουσίας του Χριστού από τον ουρανό για να καταστρέψει τον αντίχριστο και τους συμμάχους του, της ανάστασης και κρίσης της ανθρωπότητας, μιας κυριολεκτικής επίγειας χιλιετούς βασιλείας, και του διαχωρισμού των ανθρώπων στον ουρανό και στην κόλαση. Ο Ιππόλυτος διαφοροποιείται από τον Ειρηναίο και τον Τερτυλλιανό στο ότι είναι ο μόνος που προσδιορίζει και τις τέσσερις βασιλείες του Δανιήλ 2 και 7 ότι είναι η Βαβυλώνα, η Περσία, η Ελλάδα, και η Ρώμη. Ο Ειρηναίος αποφεύγει να τις κατονομάσει και ο Τερτυλλιανός προσδιορίζει ότι είναι η Ρώμη η τελευταία από αυτές τις βασιλείες. Ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, και ο Ιππόλυτος όλοι τους δίνουν το γενικό περίγραμμα της ιστορίας με τους όρους μιας κοσμικής εβδομάδας της οποίας η κάθε μέρα αντιπροσωπεύει ιστορικές χρονικές περιόδους 1000 ετών».

Ένα ενδιαφέρον άρθρο με θέμα
«Patristic Commentaries on the Book of Daniel: Hippolytus of Rome»
[Πατερικά Σχολιολόγια (Υπομνήματα) στο Βιβλίο του Δανιήλ: Ο Ιππόλυτος Ρώμης]
αναρτήθηκε στον ιστότοπο synodos.net. Το άρθρο περιέχει υλικό που αφορά τη βιογραφία του Ιππόλυτου Ρώμης καθώς επίσης στοιχεία που αφορούν το σχολιολόγιό του στο βιβλίο του Δανιήλ.

Saturday, December 26, 2009

Θεοδικία: το κακό του κόσμου και ο αγαθός Θεός


Θεοδικία:
«ο όρος επλάσθη υπό του Λεϊβνιτίου (ενν. Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς). Δια της θεοδικίας ζητείται το πώς συμβιβάζεται η ύπαρξις του εν τω κόσμω κακού προς την έννοιαν του σοφού, του αγαθού και του δικαίου θεού. Περί το πρόβλημα τούτο ησχολήθησαν πάλαι μεν οι Στωικοί και ιδίως ο Πλωτίνος, εν τω Μεσαίωνι ο Ωριγένης και ο Αυγουστίνος, εν δε τη νεώτερα φιλοσοφία κατ' εξοχήν ο Λεϊβνίτιος εν τω Δοκιμίω θεοδικίας περί της αγαθότητος του Θεού τω εκδοθέντι τω 1710».

(Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τομ. 11ος, σ. 466)

Friday, December 25, 2009

Το Φιρμιλιάνειο Ζήτημα: Μια ενδορθόξη διαμάχη Ελλάδας-Σερβίας-Βουλγαρίας που δεν έπαυσε


* Δημήτριος Φιλιππίδης, Το Φιρμιλιάνειον ζήτημα ήτοι ο εκ Σερβίας κίνδυνος της Μακεδονίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εθνολογική μελέτη περί του Βιλαετίου Κοσσόβου μετά στατιστικών, Αθήνα 1903.

Ο αυτοκράτωρ ελέω Θεού Ιουστινιανός, η Βυζαντινή αυτοκρατορία και η πρόοδος των γραμμάτων


«Ο Ιουστινιανός συνέταξε τον περίφημον αυτού κώδηκα· αλλά καίτοι νομοθέτης των λαών, έδωκε πρώτος το παράδειγμα της παραβιάσεως των νόμων, δια της παραλυσίας των ηθών αυτού. Διότι, ενώ αυτός και οι υπήκοοι αυτού έπραττον ασυστόλως φρικώδη εγκλήματα, επίστευεν ότι δύναται να εμπόδιση δια θεσπισμάτων καί τα ελάχιστα σφάλματα των υπηκόων· τέλος τιτλοφορούμενος «αυτοκράτωρ ελέω Θεού» ηξίου να διατελή σκληρός, επίορκος, κακοήθης και άδικος ελέω Θεού! Προσβαλλόμενος αδιακόπως υπό των βαρβάρων της Άρκτου και της επιδρομής των Περσών, οίτινες κατεφρόνουν αυτόν, επίστευσεν ότι δύναται να υπερασπισθή το έδαφος της αυτοκροτορίας, ουχί δια της πειθαρχίας των στρατών και εκλογής αρχιστράτηγων εμπείρων και δεδοκιμασμένων, αλλά δια της ανεγέρσεως απέραντου πληθύος φρουρίων· εκ τούτου δε προήλθον τοσούτον υπέρογκα έξοδα, ώστε προς εξίσωσιν αυτών έκρινεν αδιάφορον τον σφετερισμόν των κεφαλαίων και των ετησίων εισοδημάτων πάντων των σχολείων του κράτους. Αλλά τούτο κατέστη η θανασιμωτάτη πληγή των επιστημών και των γραμμάτων. Ούτω τα σχολεία εκλείσθησαν, οι διδάσκαλοι διεσκορπίσθησαν και κατήντησαν άθλιοι, τα σκότη δε της αμαθείας, βοηθητικά της δεσποτικής εξουσίας, εξηπλώθησαν πανταχού. Η απαιδευσία, μήτηρ της δεισιδαιμονίας και παίγνιον της υποκρισίας, επίστευεν οτι εκτελεί αξιόλογον έργον καίουσα ως βέβηλους, τας περγαμηνάς, την πολύτιμον αποθήκην των γνώσεων και της μεγαλοφυίας των αρχαίων, αντικαθιστούσα δε αυτάς δια συναξαρίων και οπτασιών μοναχών τινων εξημμένων. Ούτω τα αντίτυπα των δοκίμων συγγραμμάτων απέβησαν τοσούτον σπάνια, ώστε όσοι ποτέ ευτυχώς ανεγίνωσκον αυτά, ηναγκάζοντο να λαμβάνωσι τεμάχια μόνον αυτών, άπερ ωνομάζοντο Χρηστομάθειαι. Επομένως από της εποχής του Ιουστινιανού μέχρι της αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως η έκπτωσις της ελληνικής φιλολογίας και η διαφθορά της γλώσσης εξισώθησαν προς την απώλειαν των πολιτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας.
Ως τρομερόν επεισόδιον της μακράς ταύτης τραγωδίας, αναφέρομεν τον διαμελισμόν της Ελλάδος και την αισχράν κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των σταυροφόρων. Διότι ωθούμενοι υπό της εριννύος του σχίσματος και της πλεονεξίας, οι δυτικοί εκείνοι χριστιανοί πρίγκηπες υπό την προστασίαν της Βενετίας, κατεκερμάτισαν εις μικράς ηγεμονίας την στερεάν και τας νήσους της Ελλάδος, ελεηλάτησαν τας πλουσιωτάτας πόλεις, κατέκαυσαν πολλάς βιβλιοθήκας, έθραυσαν τα αγάλματα και απετέλεσαν ούτω το σκότος του βαρβαρισμού ζοφωδέστερον».

* Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, Ιστορία των γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνα 1870, σσ. 30-32.

Ο Καΐρης και η δικαστική καταδίκη του ως «αιρεσιάρχη»



«Ο εξ Άνδρου καταγόμενος Καΐρης υπήρξεν είς των επιφανέστερων λογίων της εποχής του και μάλιστα μαθηματικός σπουδαιότατος, αλλά δυστυχώς περί τα τέλη του βίου του αποσκιρτήσας της χριστιανικής θρησκείας καθηρέθη τω 1839 υπό της ιεράς Συνόδου και απεστάλη εξόριστος εις την εν Σκιάθω ιεράν μονήν της Ευαγγελιστρίας. Καταδικασθείς δε βραδύτερον και υπό του Πλημελλειοδικείου ως αιρεσιάρχης αγνώστου θρησκείας και καθευχθείς απέθανεν εν τη φυλακή της Σύρου τη 12η Ιανουαρίου του 1853».

* Νικόλαος Φιλιππίδης, Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1453-1821, Αθήνα 1900, σ. 83.




* ΙΩ.Ν. ΦΡΑΓΚΟΥΛΑ,
Ὁ ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου περιορισμὸς τοῦ Θεοφίλου Καΐρη
(μέροςA´)
,
περ. Θεολογία, 1934, τεύχ. 4, σσ. 336-350.

μέρος Β´
περ. Θεολογία, 1935, τεύχ. 1, σσ. 37-46.

[Ελληνικά/Greek, PDF]

Thursday, December 24, 2009

Η προέλευση και χρήση του σήμαντρου


«Και επείσθη μεν ο Σελήμ Α' να ανακαλέση την αποτρόπαιον ταύτην διαταγήν, διέταξεν όμως πάσαι αι λαμπραί και μεγάλαι εκκλησίαι, αι εναπομείνασαι μετά την άλωσιν εις τους χριστιανούς, να μεταβληθώσιν εις τουρκικά τεμένη (τζαμία), απηγόρευσε προσέτι εις τους χριστιανούς πάσαν ανακαίνισιν και επισκευήν των χθαμαλών ναών των, πάσαν δημοσίαν χρήσιν των ιερών συμβόλων των και πάσαν φανεράν χριστιανικήν ιερουργίαν, ως και πάσαν κωδωνοκρουσίαν. Διό αντί κωδώνων επενόησαν προϊόντος του χρόνου οι χριστιανοί και μετεχειρίζοντο το σήμαντρον, ήτοι μακράν ξυλίνην σανίδα κρουομένην δια ξυλίνων ρόπτρων. Τούτο δέ εξακολουθεί μέχρι του νυν γινόμενον εις πολλά μέρη του τουρκικού κράτους, εις τα οποία ένεκα της βαρβαρότητος των κρατούντων δεν επιτρέπεται εισέτι η κωδωνοκρουσία».

* Νικόλαος Φιλιππίδης, Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1453-1821, Αθήνα 1900, σ. 51.

Wednesday, December 23, 2009

Ο Νικόλαος Δαμαλάς (1842–1892), η Αποκάλυψη και το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1897



«Χαρακτηριστική του πνεύματος της εποχής εκείνης είναι η εις την μεγάλην ελληνικήν ιδέαν εφαρμογή μέρους του περιεχομένου της Αποκαλύψεως υπ' αυτού του εγκρίτου ερμηνευτού καθηγητού Ν. Δαμαλά, όστις εν τω πανεπιστημιακώ λόγω του εις τους Τρεις Ιεράρχας τω 1887 δεν εδίστασε να διακήρυξη ούτως επισήμως, οτι εν τοις κεφ. θ'—ιδ' τής Αποκαλύψεως προδηλούνται ο προορισμός, ο χαρακτήρ, οι πολέμιοι, η καταστροφή και ανάστασις του βυζαντινού κράτους».

Και προσθέτει ο καθηγητής Μπρατσιώτης στην υποσημείωση:

«Ο αοίδιμος καθηγητής εν μεν τω μυστικώ αριθμώ 666 του θηρίου ενείδε το όνομα του ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, εις δε το έτος 637 της υπό των Μωαμεθανών αλώσεως της Ιερουσαλήμ προσθέτων τα 1260 έτη της Αποκαλύψεως, κατέληγεν εις το έτος 1897, ότε ήλπιζεν ότι θα συμπέση "το τέλος της οθωμανικής δεσποτείας!"»

* Παναγιώτης Μπρατσιώτης, Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, Υπόμνημα (Αθήνα 1950), σ. 49.

Friday, December 18, 2009

Ενας συνοδικός ορισμός του «αιρετικού»
& οι προβλεπόμενες ποινές για τους «αιρετικούς»


Σύγχρονο
θύμα ρινοτομίας *
«Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ' ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις».
(6ος κανόνας της Πρώτης Συνόδου της Κων/πολης (Β' Οικουμενικής) του 381)

Μετάφραση Ακανθόπουλου:
«Αιρετικούς καλούμε και όσους από παλιά αποκηρύχτηκαν από την εκκλησία και όσους αργότερα αναθεματίστηκαν από εμάς· επιπλέον και όσους προσποιούνται ότι ομολογούν την αληθινή πίστη, αλλά έχουν αποσχιστεί και κάνουν συναθροίσεις που αντιτίθενται στους κανονικούς μας επισκόπους».
(Κώδικας ιερών κανόνων και εκκλησιαστικής νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος: Κείμενο, Ερμηνεία, Σχόλια, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 67)

«Οι ποινές που επιβάλλονταν στους αιρετικούς ήταν τόσο εκκλησιαστικές όσο και πολιτειακές. Συνηθισμένο ήταν το κάψιμο των βιβλίων τους στην πυρά, η καθαίρεση των αιρετικών κληρικών από ιερατικό τους αξίωμα και ο αφορισμός λαϊκών και κληρικών. Από τον Δ' αιώνα, οπότε ο Χριστιανισμός κατέστη η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, το αδίκημα της αίρεσης διωκόταν και τιμωρείτο από το δίκαιο της αυτοκρατορίας με διατάξεις του πολιτειακού νομοθέτη, αφού οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας χαρακτηριζόταν από το κράτος ως επιβουλή της δημόσιας τάξης (crimen publicum)».

Τι περιλαμβανόταν στις «πολιτειακές ποινές»;

α) Η κεφαλική τιμωρία, δηλαδή η θανατική ποινή. Με αυτή την ποινή τιμωρήθηκαν οι Μανιχαίοι, οι Ευνομιανοί και οι Μοντανιστές, αλλά και οι Αρειανοί και οι Νεστοριανοί.

β) Τα καταναγκαστικά έργα που συνοδεύονταν συχνά με βασανιστήρια. Αυτή η ποινή επιφυλάχθηκε στους Μανιχαίους, τους Φρύγες (ίσως οι ίδιοι με τους Μοντανιστές), οι Δονατιστές και οι Πρισκιλλιανοί.

γ) Η εξορία. Με εξορία καταδικάστηκαν επίσημα πολλές φορές οι Ευνομιανοί, οι Φωτεινιανοί, οι Αρειανοί και οι Απολλιναριστές. Συνήθως η Εκκλησία τούς παρέδισε στην κοσμική εξουσία για να εκτελεστεί αυτή η ποινή.

δ) Η μαστίγωση. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε κατά των αποίκων ή δούλων που ασπάζονταν τις δοξασίες των Δονατιστών.

ε) Η δήμευση της περιουσίας. Με αυτή την ποινή τιμωρούνταν τα άτομα που θεωρούνταν ότι ανήκαν στις αιρέσεις των Δονατιστών, των Μανιχαίων, των Αρειανών, των Μακεδονιανών και των Απολλιναρίων.

στ) Οι χρηματικές ποινές, ανάλογα με τα περιουσιακά στοιχεία εκείνου που καταδικάζονταν ως αιρετικός.

ζ) Οι στερήσεις και οι περιορισμοί στο δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο. Κατηγορούμενοι ως εναντιούμενοι προς της κρατική εξουσία, θεωρούνταν αντίστοιχα ότι δεν μπορούσαν να έχουν την εμπιστοσύνη του κράτους και να είναι λειτουργοί του.

* Σωτήριος Α. Λιόσης, Αίρεσις-Αιρετικός στους Θείους και Ιερούς Κανόνες, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σσ. 90, 91


Πρόσθετες ποινές περιγράφονται στο άρθρο
«Βυζάντιο-Βασανιστήρια: Οι Φρικαλεότητες που δεν χωρούν στον ανθρώπινο νου».

Κανόνες επί κανόνων


Έχει υπολογιστεί ότι ο αριθμός των ιερών κανόνων που ισχύουν για την Ορθόδοξη Ανατολική εκκλησία «ανέρχεται εις 770», από τους οποίους οι 85 ανήκουν στους «αποστολικούς», οι 190 αποδίδονται στα αποτελέσματα των οικουμενικών συνόδων, οι 321 αποδίδονται στα αποτελέσματα των 10 τοπικών συνόδων και οι 174 θεωρούνται «πατερικοί», αποδίδονται δηλαδή σε αποφάσεις που έλαβαν εκκλησσιαστικοί πατέρες.

(Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική εισα­γωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 93·
Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, Κώδικας ιερών κανόνων και εκκλησιαστικής νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος: Κείμενο, Ερμηνεία, Σχόλια, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 698)

Η απώλεια της ουσίας του χριστιανισμού στο Βυζάντιο


«Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες, οίτινες αφ' ενός μεν εδείκνυον μέγαν θρησκευτικόν ζήλον, ίδρυον μεγαλοπρεπείς εκκλησίας και μοναστήρια, κατέτριβον δ' ασμενώς τον χρόνον ακροώμενοι μακρών ακολουθιών εν τοις ανακτόροις, ψάλλοντες πολλάκις και αυτοί και συντάσσοντες θρησκευτικούς ύμνους, ετερώθεν δε οι αυτοί διέπραττον τα απανθρωποτάτας των πράξεων, ετύφλωνον ή απανθρώπως ηκρωτηρίαζον ή εφόνευον τους προκατόχους των και τους συγγενείς των και διήγον ακολαστότατον βίον, ζώντες φανερώς μετά παλλακών ή επιβουλευόμενοι την τιμήν των οικογενειών των πολιτών. Πόσον εξωτερική και τυπική ήτο η ευσέβεια των τότε ανθρώπων και πόσον ήτο κεχωρισμένη από πάσης ηθικής δεικνύει το ότι μετεχειρίζοντο την θρησκείαν πολλάκις ως όργανον χάριν των κακοήθων σκοπών των. [...] Οι κατά το φαινόμενον ευσεβέστατοι ούτοι βυζαντινοί δεν εδίσταζον να δεικνύωσι μεγίστην σκληρότητα και απανθρωπίαν. Συνήθεις ποιναί ήσαν αι ρινοκοπίαι, γλωσσοκοπίαι, εκτυφλώσεις και τα τοιαύτα. Οι αιχμάλωτοι εν πολέμω εξηνδραποδίζοντο, εφονεύοντο ή άλλως πως εκακούντο. [...] Η χρήσις του δόλου εθεωρείτο τι απλούστατον και αθωότατον παρά των ακριβεστάτων τούτων τηρητών των θρησκευτικών τύπων. [...] Εν γένει οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εσπατάλων πολλάκις τον δημόσιον πλούτον και εξησθένουν το κράτος των, όπως οικοδομήσωσι μεγαλοπρεπείς εκκλησίας και μοναστήρια προς εξιλέωσιν των αμαρτιών των. Αντί δε αγωνιζόμενοι και συνάμα επικαλούμενοι την θείαν βοήθειαν να θυσιάζωνται υπέρ της πατρίδας των, περιέμενον πολλάκις την σωτηρίαν των μόνον εκ των προσευχών των. [...]
Τοιουτοτρόπως είχε παρανοηθή παρά τοις βυζαντινοίς η θρησκεία. Έλειπε το πνεύμα, είχε δε μόνον μείνει το νεκρόν γράμμα».
(σσ. 17, 18)

* Αναστάσιος-Διομήδης Κυριακός, Μελέτη περί του πνεύματος της Θρησκείας, 1889.

Από διωκόμενοι διώκτες


«Τίνα αισθήματα επλήρουν τους καταδιωκομένους χριστιανούς πόσον ενόουν ούτοι την αξίαν της θρησκευτικής ανοχής μαρτυρούσιν οι εξής λόγοι τού υπέρ των καταδιωκομένων χριστιανών απολογουμένου Λακταντίου: "Η θρησκεία, λέγει, δεν δύναται να εξαναγκασθή (religio cogi non potest)· δια των λόγων μάλλον ή δια των ράβδων διαδοτέα η θρησκεία, ίνα ήναι εκουσίως αποδεκτή. Δεν απαιτούμεν, ίνα οι άλλοι έκοντες άκοντες λατρεύωσι τον Θεόν ημών, όστις είναι ο Θεός πάντων, ουδέ οργιζόμεθα, εάν δεν λατρεύωσιν αυτόν" (Instit. I, 19, 20). Όμοια διδάσκουσιν και ο Τερτυλλιανός (Tertull. ad Scapulam c. 2) και ο Ιουστίνος (Απολ. Α', 2, 4, 12). Πόσον ευτυχής θα ήτο ο κόσμος και από πόσων κακών θα εσώζετο η Ευρώπη κατά τους μέσους αιώνες και πόσα αίσχη ατιμάσαντα την ανθρωπότητα και βλάψαντα την υπόληψιν του χριστιανισμού δεν θα συνέβαινον, εάν και οι μετά ταύτα χριστιανοί είχον και εφήρμοζον εν τω βίω τας περί ανεξιθρησκείας θείας ταύτας αρχάς του Ευαγγελίου και των πρώτων χριστιανών!
Και όμως οι βυζαντινοί ταχέως ελησμόνησαν τας αρχάς ταύτας. Άμα από του μεγάλου Κωνσταντίνου θριαμβεύσαντες οι χριστιανοί κατά των εθνικών απέβησαν νικηταί, ήρξαντο από καταδιωκομένων να γίνωνται διώκται αυτοί και να αποδίδωσι σχεδόν τα ίσα αυτοίς. Νόμοι εξεδίδοντο κατά των θυόντων, οι εθνικοί ναοί διηρπάζοντο ή κατηδαφίζοντο, εθνικοί κατέχοντες δημόσια αξιώματα απεμακρύνοντο από των θέσεων αυτών. Ολίγοι τινές μετά ταύτα ως γνήσιοι του Ευαγγελίου διδάσκαλοι, οίον ο Χρυσόστομος (Opp. ed. Montf. II, 540) απεδοκίμαζον τους διωγμούς τούτους. Οι πλείστοι όμως των τότε χριστιανών ενόμιζον, ότι διώκοντες τους εθνικούς έπραττον θεάρεστον έργον και προέτρεπον τους αυτοκράτορας και εναθάρρυνον εις την κατά των αλλόδοξων τούτων βίαν [...]
Ο θρησκευτικός διωγμός εξετείνετο και επί των αιρετικών, οίτινες απεκηρύττοντο και κατεδιώκοντο υπό του κράτους».
(σσ. 8-10)

* Αναστάσιος-Διομήδης Κυριακός, Περί θρησκευτικής ανοχής, 1890.

Tuesday, December 15, 2009

Η θρησκεία της κοινότητας του Κουμράν


"The Dead Sea Scrolls comprise a collection of around 800 documents discovered in eleven caves in the Judean Desert beginning in 1947. These scrolls represent the library of a schismatic Jewish community that inhabited the nearby ancient settlement of Qumran from the middle of the 2nd century BCE until its destruction by the Romans in 68 CE (Schiffman 1995; Magness 2002; VanderKam and Flint 2002). The scrolls describe a community of primarily disenfranchised priests who rejected the Temple in Jerusalem as defiled and administered by corrupt priests and therefore withdrew from the center of Jewish life in Jerusalem (Schiffman 1999). This community, often identified as the Essenes from Jewish and classical sources (Vermes and Goodman 1989; Cansdale 1997; Beall 2004; see, however, Baumgarten 2004), established a sectarian settlement in Qumran, adopting the call of Isaiah 40:3, in order to “prepare the way of the Lord” (1QS 8:15). The community was led at Qumran by an individual identified only by the sobriquet “Teacher of Righteousness.” While at Qumran, the community fervently studied Scripture and other sacred works, meticulously observed Jewish law, and actively awaited the unfolding drama of the end of days, which they believed was imminent in their own time."

[Οι Ρόλοι της Νεκράς Θάλασσας συναπαρτίζουν μια συλλογή περίπου 800 εγγράφων που ανακαλύφθηκαν σε έντεκα σπηλιές στην Ιουδαϊκή Έρημο από το 1947 και έπειτα. Αυτοί οι ρόλοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της βιβλιοθήκης μιας σχισματικής ιουδαϊκής κοινότητας η οποία διέμενε στον παρακείμενο οικισμό του Κουμράν από τα μέσα του 2ου αιώνα ΠΚΧ μέχρι την καταστροφή του από τους Ρωμαίους το 68 ΚΧ. (Schiffman 1995· Magness 2002· VanderKam και Flint 2002) Οι ρόλοι εμφανίζουν μια κοινότητα κατά κύριο λόγο περιθωριοποιημένων ιερέων οι οποίοι απέρριπταν τον Ναό στην Ιερουσαλήμ ως μολυσμένο και ελεγχόμενο από διεφθαρμένους ιερείς και κατά συνέπεια απομακρυσμένη από το κέντρο της ιουδαϊκής ζωής στην Ιερουσαλήμ. (Schiffman 1999) Αυτή η κοινότητα, η οποία συνήθως ταυτίζεται με τους Εσσαίους από ιουδαϊκές και κλασικές πηγές (Vermes και Goodman 1989· Cansdale 1997· Beall 2004· βλέπε, όμως, Baumgarten 2004), ίδρυσε έναν σχισματικό οικισμό στο Κουμράν, υιοθετώντας την κλήση του Ησαΐας 40:3, ώστε να "προετοιμάσουν την οδό του Κυρίου". (1QS 8:15) Της κοινότητας ηγείτο στο Κουμράν ένα άτομο που προσδιορίζεται μόνο με το ψευδώνυμο «Δάσκαλος της Δικαιοσύνης». Όσο βρισκόταν στο Κουμράν, η κοινότητα μελετούσε ένθερμα τη Γραφή και άλλα ιερά έργα, τηρούσε σχολαστικά τον ιουδαϊκό νόμο, και ανέμενε ενεργά να εκτυλιχθεί το δράμα τού τέλους των ημερών, το οποίο πίστευαν ότι ήταν επικείμενο στον καιρό τους.]

* Alex P. Jassen,
"Religion in the Dead Sea Scrolls",
Religion Compass 1/1, 2007,
Blackwell Publishing, σσ. 1–25.

Sunday, December 13, 2009

Ξενοφών Μόσχου: Ο παραγνωρισμένος Θεσσαλονικέας Ευαγγελικός που άοκνα μετέφρασε στα Ελληνικά το Λεξικό των Liddell και Scott



«Henry G. Liddell και Robert Scott, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, μετάφραση Ξενοφών Π. Μόσχου, 1η έκδ. Ανέστης Κωνσταντινίδης, 1901».


Υπήρξε άοκνος λόγιος που παρήγαγε την ελληνική μετάφραση του μνημειώδους λεξικογραφικού έργου των Liddell και Scott. Σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο, έφυγε από την Θεσσαλονίκη και σπούδασε στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Εδιμβούργου.

Εντούτοις, ούτε μια γραμμή δεν του χάρισαν οι Έλληνες ειδικοί στις σελίδες των εγκυκλοπαιδειών. Κανένας από τους διάσημους ιστορικούς δεν αναρωτήθηκε αν το όνομα του ήταν εντέλει Μόσχος ή Μόσχου. Κανένας δεν έψαξε να βρει ποιος έκανε δώρο στις νεώτερες γενιές της Ελλάδας το αξεπέραστο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Γιατί;

Ο Ξενοφών Μόσχου (1858-1939) ήταν μέλος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας. Αν και ήταν γιος παπά και ανατράφηκε ως Ορθόδοξος χριστιανός, η ευαγγελικαλιστική αμεσότητα του χριστιανικού άγγελματος άγγιξε την καρδιά του σε νεαρή ηλικία. Τα υπόλοιπα βιογραφικά στοιχεία του Μόσχου παραθέτονται εν είδει αποσπασμάτων:

«There is to-day in the employ of the American Board at Smyrna, a gifted young Greek. Xenophon Moschou, who is the pastor of the Evangelical Greek Church at Smyrna. I thank God that it was my privilege to take that boy from the street and prepare him for the work to which God, in His providence, has called him. The son of a priest in Thessalonica, he went to the University of Athens, obtained the Ph.D. degree, and is one of the most accomplished scholars among the Greek nation to-day. That young man is capable of doing the highest literary work; he is now preaching and doing what he can in Smyrna as the pastor of that church. For want of means his brilliant talents are unutilized, except that one of the largest publishing houses at Athens paid him to translate Liddell & Scott's Greek-English Lexicon into modern Greek. You know what a stupendous work that is. He gave nearly two years of his valuable time to the translation of that work. Now, I say, a man whose scholarship is recognized by his own people is now rusting, so far as his highest equipment is concerned, because God's people have not yet awakened to the responsibility which rests upon them to put into the hands of this native brother, under the guidance of missionaries for the selection of material, the means to prepare that literature which is necessary, not only for the evangelization of the unconverted, but for the edification of God's own people».
(American Tract Society, Ecumenical conference on foreign missions, 1900, τόμ. 2ος, Νέα Υόρκη 1900, σ. 57)

«There have been many obstacles in the development of the Evangelical church in Greece proper. Persecutions have not been wanting, the chief being that of 1892, when a mob attacked the church at Piraeus and the leaders of that church barely escaped with their lives. [...] In the city of Athens there are two congregations, the original one, of which Dr. M. D. Kalopothakes was pastor for many years, and one for the refugee congregation of Smyrna presided over by Dr. Xenophon Moschou who had been formerly the leader of the Greek Evangelical movement in Turkey. Dr. Moschou received his training at the National University of Greece and New College, Edinburgh. He is a preacher of no mean order, as can be seen in his published sermons, Christianikai Meletai (Christian Studies)».
(Plato Ernest Shaw, American contacts with the Eastern churches, 1937, σ. 137)

«Greek Evangelical Alliance: Dr. George Constantine. Many of these churches are members of the Greek Evangelical Alliance in Smyrna founded by Dr. George Constantine, an eloquent preacher and author of a number of standard theological works in Greek, a Commentary on the Four Gospels, and a Dictionary of the Bible. The work is now in charge of Dr. Xenophon Moschou, who is also the author of a Commentary on Galatians, a catechism and a number of tracts, hymns and addresses or sermons. He has also translated Liddel and Scott's Greek Lexicon into modern Greek. The number of all the evangelical Greeks in what was Turkey was probably several thousand. Many young men escaped to the United States owing to military oppression and deportation, thus a great blow was given to all the newly starting congregations».
(J. P. Xenides, The Greeks in America, 1922, σσ. 65, 66)


Πληρέστερο βιογραφικό σημείωμα εδώ [ανενεργό λινκ], με βάση το έργο του Γ. Α. Χατζηαντωνίου, Ξενοφών Μόσχου (εκδ. Β' Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών, 1958).

Ο χριστιανισμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας



«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κληρονόμησε τον ελληνιστικό πολιτισμό (γλώσσα, ήθη, έθιμα), που όμως πλέον είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι πολιτικά η αυτοκρατορία αισθάνεται ρωμαϊκή. Το νέο κράτος υπήρχε γιατί ήταν θέλημα Θεού να αποτελέσει την κοιτίδα διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας, είχε καταστεί "...σκεύος εκλογής προς την εξάπλωση της χριστιανικής ευαγγελίας και της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους...", καθώς και ηγέτης όλων των άλλων λαών. Αυτό σημαίνει πως όλοι οι λαοί όφειλαν σεβασμό στα παραπάνω συστατικά στοιχεία, όφειλαν να αναγνωρίσουν το "Μεσαιωνικό Σχήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" και να ασπασθούν τον Χριστιανισμό, αν ήθελαν να είχαν θέση στη νέα τάξη πραγμάτων».

* Αριστείδης Μπότας,
«Τα Δόγματα της Bυζαντινής Εξωτερικής Πολιτικής»,
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΝ: Ιστοριογραφικά, Τόμ. 3, Ιούνιος 2003.

Saturday, December 12, 2009

Το Τριαδικό δόγμα & το κήρυγμα του Ιησού και των αποστόλων του

(v) It was never the intention of the original witnesses to Christ in the New Testament to set before us an intellectual problem—that of the Three Divine Persons—and then to tell us silently to worship this mystery of the "Three-in-One". There is no trace of such an idea in the New Testament. This "mysterium logicum", the fact that God is Three and yet One, lies wholly outside the message of the Bible. It is a mystery which the Church places before the faithful in her theology, by which she hampers and hinders their faith with a heteronomy which is in harmony, it is true, with a false claim to authority, but which has no connexion with the message of Jesus and His Apostles. No Apostle would have dreamt of thinking that there are the Three Divine Persons, whose mutual relations and paradoxical unity are beyond our understanding. No "mys-Urium logicum", no intellectual paradox, no antinomy of Trinity and Unity, has any place in their testimony, but only the "mysteriutn majestaiis et cariialis": namely, that the Lord God for our sakes became man and endured the Cross. The mystery of the Trinity, proclaimed by the Church, and enshrined in her Liturgy, from the fifth or sixth century onwards, is a pseudo-mystery, which sprang out of an aberration of theological thought from the lines laid down in the Bible, and not from the Biblical doctrine itself. At the beginning of this chapter we said that the doctrine of the Trinity was a theological doctrine formulated in order to protect and preserve the centre of the Biblical message, but it was never meant to be the kerygma itself. In so far as the Church has made it part of its kerygma, it has given a false direction to faith. This was what the Reformers meant when they warned people against indulging in Trinitarian speculations, and urged them to return to the simplicity of the Bible. Hoc est Christum cognosccre, bcne-ficia ejus cognoscere. Thought of this kind is in harmony with the history of salvation; it is loyal to the centre of Christian thought, and does not attempt to turn the background of this centre into the religious foreground.
(vi) This view, however, means that we must give tip the endeavour to construct a doctrine of the relation between the "Trinitarian Persons". As soon as we try to do this—an effort which reason is ever urging us to make, we step out of the Biblical line of "saving history" and place the Father, the Son and the Holy Spirit "side by side". The terms used in the Athanasian Creed, and from this source incorporated into the traditional doctrine of the Trinity taught by the Church, tluna substantia, ires personae", must sound strange to us from the outset. What room is there for the idea of "substantia" in Christian theology? Indeed, it represents that intellectual aberration which substitutes speculative and impersonal thinking for the line of thought controlled by revelation; thus "God" now becomes a neutral "ens", "the Absolute", instead of God who is "Lord" of heaven and earth. The idea of "substantia" of the Athanasian Creed helped to foster the unfortunate speculative aberrations of mediaeval theology.
But even the idea of "Three Persons" is to be regarded with misgiving. It is indeed impossible to understand it otherwise than in a tri-theistic sense, however hard we may try to guard against this interpretation. To analyse the truth of revelation, that the Lord God reveals Himself to us as the Father through the κύριος χριστός, the Son, as a "tri-unity" of "persons" is a temptation for the intellect, to which we ought not to give way, but which we ought to resist—just as we ought to resist the temptation to infer that the eternal divine election implies an equally eternal divine rejection.1 We have the Father through the Son, in the Son; but we do not have the Father alongside of the Son, and the Son alongside of the Father. We have the Son through the Spirit, in the Spirit; but we ought not to have the Spirit alongside of the Son, and the Son alongside of the Spirit. This rightful attitude of reverent silence before the mystery of God is not served by inventing, by the use of concepts of this kind, a "mysterium logicum", but rather by renouncing the attempt to penetrate into a sphere which is too for us. and in which our thinking can only lead to dangerous illusions.

Brunner Emil, Dogmatics I The Christian doctrine of God, 1949(The Lutterworth Press)/2002 (James Clarke & Co., Cambridge), pp 225-227.

Ιουδαϊσμός, χριστιανισμός & αντισημιτισμός


«Δεν έκλεψα μωρέ, δεν έκλεψα ούτε σκότωσα
Eβραιοπούλα ήμουνα, γι᾽ αυτό με φυλακίσαν,
στο Άουσβιτς με κλείσαν».

(Παράθεμα από: A. Nαρ, "Kειμένη επί ακτής θαλάσσης", Mελέτες και άρθρα για την Eβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 216-219)

* Χαράλαμπος Ατματζίδης,
"Υπάρχει αντισημιτισμός στην A΄ προς Θεσσαλονικείς; (1Θε 2:14-16)" [pdf]

Tuesday, December 8, 2009

Ηγίσιππος - Ἡγήσιππος - Hegesippus: Μετάφραση των σωζομένων έργων του


Ο Ηγίσιππος (περ. 110-180) ήταν χριστιανός ιουδαϊκής καταγωγής. Θεωρείται πρώιμος εκκλησιαστικός χρονικογράφος. Σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα από τα έργα του.

Αποσπάσματα από τα τα Πέντε Βιβλία των Υπομνημάτων του στις Πράξεις της Εκκλησίας
(Μετάφραση στα Ελληνικά από την αγγλική μετάφραση του Schaff)

Α. Σχετικά με το μαρτύριο του Ιακώβου, του αδελφού του Κυρίου, από το Βιβλίο 5.1

Ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, διαδέχθηκε στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας, σε συνεργασία με τους αποστόλους. Τον αποκαλούν ο Δίκαιος, από τις ημέρες του Κυρίου μέχρι τις ημέρες μας. Διοτί πολλοί είχαν το όνομα Ιάκωβος· αλλά αυτός ήταν άγιος από την μήτρα της μητέρας του. Δεν ήπιε κρασί ή άλλο μεθυστικό ποτό, ούτε έφαγε κρέας· ξυράφι δεν έβαλε στο κεφάλι του· δεν αλοίφτηκε με λάδι, δεν λούστηκε. Μόνο σε αυτόν επιτρεπόταν να μπει στον άγιο τόπο: διότι δεν φορούσε μάλλινα ενδύματα, παρά μόνο εξαιρετικό λινό. Μόνο αυτός, λέω, συνήθιζε να μπαίνει στο ναό: και συχνά τον έβρισκαν σκυμμένο στα γόνατα, ικετεύοντας για τη συγχώρηση του λαού—σε τέτοιο βαθμό ώστε το δέρμα των γονάτων του είχε γίνει τόσο σκληρό όσο της καμήλας, εξαιτίας του ότι γονάτιζε αδιάκοπα για να λατρεύσει τον Θεό, και ικέτευε για τη συγχώρηση του λαού. Έτσι, ως συνέπεια της εξέχουσας δικαιοσύνης του, αποκλήθηκε ο Δίκαιος, και Ωβλίας, το οποίο σημαίνει στα Ελληνικά «Υπεράσπιση του Λαού», και «Δικαιοσύνη», σύμφωνα με τα όσα είχαν διακηρύξει οι προφήτες για αυτόν.

Κάποια δε άτομα που ανήκαν στις εφτά αιρέσεις που υπάρχουν μεταξύ του λαού, οι οποίες περιγράφηκαν προηγουμένως από εμένα στις Σημειώσεις, τον ρώτησαν: «Τι είναι η πόρτα του Ιησού;» Και εκείνος απάντησε ότι Εκείνος ήταν ο Σωτήρας. Ως αποτέλεσμα της απάντησής του, κάποιοι πίστεψαν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Αλλά οι αιρέσεις που προαναφέρθηκαν δεν πίστευαν, ούτε σε ανάσταση ούτε στην έλευση Εκείνου που θα ανταποδώσει σε κάθε άνθρωπο σύμφωνα με τα έργα του· αλλά όσοι όντως πίστεψαν, πίστεψαν εξαιτίας του Ιακώβου. Έτσι, όταν πίστεψαν πολλοί από την άρχουσα τάξη, υπήρξε αναστάτωση μεταξύ των Ιουδαίων, και των γραμματέων, και των Φαρισαίων, οι οποίοι είπαν: «Λίγο ακόμη, και όλος ο λαός μας θα αποβλέπει στον Ιησού ως τον Χριστό».

Ήρθαν, λοπόν, σύσσωμοι στον Ιάκωβο, και του είπαν: «Σε παρακαλούμε θερμά να συγκρατίσεις τον λαό: διότι έχουν ξεστρατίσει όσον αφορά τις απόψεις τους για τον Ιησού, σαν να επρόκειτο για τον Χριστό. Σε παρακαλούμε θερμά να πείσεις όλους όσους έχουν έρθει εδώ για την ημέρα του πάσχα σχετικά με τον Ιησού. Διότι όλοι ακούμε στην πειθώ σου· εφόσον εμείς, καθώς και όλος ο λαός, σού μαρτυρούμε ότι είσαι δίκαιος, και σε κανέναν δεν έδειξες μεροληπτικότητα. Πείσε, λοιπόν, τον λαό να μην τρέφει εσφαλμένες απόψεις σχετικά με τον Ιησού: διότι όλος ο λαός, κι εμείς επίσης, ακούμε στην πειθώ σου. Πάρε θέση, λοιπόν, στην έπαλξη του ναού, ώστε από εκείνο το υπερυψωμένο σημείο να φαίνεσαι καθαρά, και τα λόγια σου να ακούγονται από όλο το λαό. Διότι για να παρακολουθήσουν το πάσχα, όλες οι φυλές έχουν συγκεντρωθεί εδώ, και κάποιοι Εθνικοί επίσης».

The aforesaid scribes and Pharisees accordingly set James on the summit of the temple, and cried aloud to him, and said: "O just one, whom we are all bound to obey, forasmuch as the people is in error, and follows Jesus the crucified, do thou tell us what is the door of Jesus, the crucified." And he answered with a loud voice: "Why ask ye me concerning Jesus the Son of man? He Himself sitteth in heaven, at the right hand of the Great Power, and shall come on the clouds of heaven."

And, when many were fully convinced by these words, and offered praise for the testimony of James, and said, "Hosanna to the son of David," then again the said Pharisees and scribes said to one another, "We have not done well in procuring this testimony to Jesus. But let us go up and throw him down, that they may be afraid, and not believe him." And they cried aloud, and said: "Oh! oh! the just man himself is in error." Thus they fulfilled the Scripture written in Isaiah: "Let us away with the just man, because he is troublesome to us: therefore shall they eat the fruit of their doings." So they went up and threw down the just man, and said to one another: "Let us stone James the Just." And they began to stone him: for he was not killed by the fall; but he turned, and kneeled down, and said: "I beseech Thee, Lord God our Father, forgive them; for they know not what they do."

And, while they were thus stoning him to death, one of the priests, the sons of Rechab, the son of Rechabim, to whom testimony is borne by Jeremiah the prophet, began to cry aloud, saying: "Cease, what do ye? The just man is praying for us." But one among them, one of the fullers, took the staff with which he was accustomed to wring out the garments he dyed, and hurled it at the head of the just man.

And so he suffered martyrdom; and they buried him on the spot, and the pillar erected to his memory still remains, close by the temple. This man was a true witness to both Jews and Greeks that Jesus is the Christ.

And shortly after Vespasian besieged Judaea, taking them captive.

Concerning the relatives of our saviour.6

There still survived of the kindred of the Lord the grandsons of Judas, who according to the flesh was called his brother. These were informed against, as belonging to the family of David, and Evocatus brought them before Domitian Caesar: for that emperor dreaded the advent of Christ, as Herod had done.

So he asked them whether they were of the family of David; and they confessed they were. Next he asked them what property they had, or how much money they possessed. They both replied that they had only 9000 denaria between them, each of them owning half that sum; but even this they said they did not possess in cash, but as the estimated value of some land, consisting of thirty-nine plethra only, out of which they had to pay the dues, and that they supported themselves by their own labour. And then they began to hold out their hands, exhibiting, as proof of their manual labour, the roughness of their skin, and the corns raised on their hands by constant work.

Being then asked concerning Christ and His kingdom, what was its nature, and when and where it was to appear, they returned answer that it was not of this world, nor of the earth, but belonging to the sphere of heaven and angels, and would make its appearance at the end of time, when He shall come in glory, and judge living and dead, and render to every one according to the course of his life.7

Thereupon Domitian passed no condemnation upon them, but treated them with contempt, as too mean for notice, and let them go free. At the same time he issued a command, and put a stop to the persecution against the Church.

When they were released they became leaders8 of the churches, as was natural in the case of those who were at once martyrs and of the kindred of the Lord. And, after the establishment of peace to the Church, their lives were prolonged to the reign of Trojan.

Concerning the martyrdom of Symeon the son of Clopas, bishop of Jerusalem.9

Some of these heretics, forsooth, laid an information against Symeon the son of Clopas, as being of the family of David, and a Christian. And on these charges he suffered martyrdom when he was 120 years old, in the reign of Trajan Caesar, when Atticus was consular legate10 in Syria. And it so happened, says the same writer, that, while inquiry was then being made for those belonging to the royal tribe of the Jews, the accusers themselves were convicted of belonging to it. With show of reason could it be said that Symeon was one of those who actually saw and heard the Lord, on the ground of his great age, and also because the Scripture of the Gospels makes mention of Mary the daughter of Clopas, who, as our narrative has shown already, was his father.

The same historian mentions others also, of the family of one of the reputed brothers of the Saviour, named Judas, as having survived until this same reign, after the testimony they bore for the faith of Christ in the time of Domitian, as already recorded.

He writes as follows: They came, then, and took the presidency of every church, as witnesses for Christ, and as being of the kindred of the Lord. And, after profound peace had been established in every church, they remained down to the reign of Trojan Caesar: that is, until the time when he who was sprung from an uncle of the Lord, the aforementioned Symeon son of Clopas, was informed against by the various heresies, and subjected to an accusation like the rest, and for the same cause, before the legate Atticus; and, while suffering outrage during many days, he bore testimony for Christ: so that all, including the legate himself, were astonished above measure that a man 120 years old should have been able to endure such torments. He was finally condemned to be crucified.

... Up to that period the Church had remained like a virgin pure and uncorrupted: for, if there were any persons who were disposed to tamper with the wholesome rule of the preaching of salvation,11 they still lurked in some dark place of concealment or other. But, when the sacred band of apostles had in various ways closed their lives, and that generation of men to whom it had been vouchsafed to listen to the Godlike Wisdom with their own ears had passed away, then did the confederacy of godless error take its rise through the treachery of false teachers, who, seeing that none of the apostles any longer survived, at length attempted with bare and uplifted head to oppose the preaching of the truth by preaching "knowledge falsely so called."

Concerning his journey to Rome, and the Jewish sects.12

And the church of the Corinthians continued in the orthodox faith13 up to the time when Primus was bishop in Corinth. I had some intercourse with these brethren on my voyage to Rome, when I spent several days with the Corinthians, during which we were mutually refreshed by the orthodox faith.

On my arrival at Rome, I drew up a list of the succession of bishops down to Anicetus, whose deacon was Eleutherus. To Anicetus succeeded Soter, and after him came Eleutherus. But in the case of every succession,14 and in every city, the state of affairs is in accordance with the teaching of the Law and of the Prophets and of the Lord....

And after James the Just had suffered martyrdom, as had the Lord also and on the same account, again Symeon the son of Clopas, descended from the Lord's uncle, is made bishop, his election being promoted by all as being a kinsman of the Lord.

Therefore was the Church called a virgin, for she was not as yet corrupted by worthless teaching.15 Thebulis it was who, displeased because he was not made bishop, first began to corrupt her by stealth. He too was connected with the seven sects which existed among the people, like Simon, from whom come the Simoniani; and Cleobius, from whom come the Cleobiani; and Doritheus, from whom come the Dorithiani; and Gorthaeus, from whom come the Gortheani; Masbothaeus, from whom come the Masbothaei. From these men also come the Menandrianists, and the Marcionists, and the Carpocratians, and the Valentinians, and the Basilidians, and the Saturnilians. Each of these leaders in his own private and distinct capacity brought in his own private opinion. From these have come false Christs, false prophets, false apostles-men who have split up the one Church into parts16 through their corrupting doctrines, uttered in disparagement of God and of His Christ....

There were, moreover, various opinions in the matter of circumcision among the children of Israel, held by those who were opposed to the tribe of Judah and to Christ: such as the Essenes, the Galileans, the Hemerobaptists, the Masbothaei, the Samaritans, the Sadducees, the Pharisees.

What happened to the first century Christians of Jerusalem? /

Τι συνέβη στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ του 1ου αιώνα;


Tabula moderna Terre Sancte
[Strassburg], [1513]
Source / Πηγή: Jewish National & University Library

«Church history, in general, gives little prominence to the primitive community, which was formed in Jerusalem on Mount Zion and from which the message of Jesus went out to the entire world. The Gentile church of Paul, which was to guide the development of western civilization, has overshadowed all else. Jewish Christianity has been marginalized, even regarded as heretical. It has only been since the discovery of the Dead Sea Scrolls in 1947 (which brought awareness of the diversity within Judaism at the time of Jesus) and the co-incidental creation of the state of Israel that attention has been paid to the Jewish origins of Christianity.»


«Η εκκλησιαστική ιστορία, εν γένει, δίνει ελάχιστη σημασία στην αρχέγονη κοινότητα, η οποία σχηματίστηκε στην Ιερουσαλήμ στο Όρος Σιών και από την οποία το μήνυμα του Ιησού διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Η Εθνική εκκλησία του Παύλου, η οποία έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, επισκίασε όλες τις άλλες. Ο ιουδαϊκός χριστιανισμός περιθωριοποιήθηκε, μάλιστα θεωρήθηκε αιρετικός. Παρά μόνο με την ανακάλυψη των Ρόλων της Νεκράς Θαλάσσης το 1947 (οι οποίοι κατέστησαν αντιληπτή την ποικιλομορφία εντός του Ιουδαϊσμού την εποχή του Ιησού) και την σύμπτωση της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ στράφηκε η προσοχή στις ιουδαϊκές καταβολές του χριστιανισμού».

* Elizabeth McNamer,
"The First One Hundred Years of Christianity in Jerusalem"
[Τα Πρώτα Εκατό Χρόνια του Χριστιανισμού στην Ιερουσαλήμ]
Δημοσίευση στο The Bible and Interpretation.

Monday, December 7, 2009

Ο αντιαιρετικός αγώνας: Χτες & σήμερα


«Σε μελέτη του το 1981, ο Gérard Vallée συνόψισε τις ρητορικές στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν από τους πρωιμότερους και με την μεγαλύτερη επιρροή αιρεσιολόγους: τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο, και τον Επιφάνιο. Κύρια στρατηγική τους είναι να αντικρούσουν μέσω έκθεσης (ελέγχου), μια στρατηγική που αντανακλάται στον πλήρη τίτλο του έργου του Ειρηναίου: «Ἒλεγχος καὶ Ἀνατροπή τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως». Η αντίκρουση γίνεται με ελάχιστη ή ανύπαρκτη επιχειρηματολογία· οι απόψεις παρουσιάζονται με τόσο υποτιμητικό τρόπο ώστε δεν χρειάζονται λεπτομερή επιχειρήματα. Οι αιρεσιολόγοι, όμως, όντως υποστηρίζουν ότι οι αιρετικοί δανείστηκαν από τις παγανιστικές ιδέες, αντιπαραβάλουν τις απόψεις των αιρετικών με την «αλήθεια» των συμβόλων πίστεως, και υποτιμούν τους αντιπάλους τους για τις διαφωνίες που είχαν αναμεταξύ τους. Άλλη κοινή στρατηγική είναι η τοποθέτηση των αντιπάλων τους σε μια αλυσίδα γνωστών αιρετικών. Επίσης, οι ηγέτες των διαφόρων ομάδων δαιμονοποιούνται—ο Ειρηναίος το κάνει αυτό συσχετίζοντας τον αιρεσιάρχη με τους ψευδοπροφήτες των εσχάτων καιρών· την εποχή του Επιφάνιου οι προσπάθειες των αιρετικών λέγεται ότι κατευθύνονται από τον Διάβολο. Κατά κανόνα, οι κυνηγοί αιρέσεων δεν φείδονται ύβρεων κατά την περιγραφή των αιρέσεων και τείνουν να δίνουν έμφαση στις πλέον αποκρουστικές πτυχές (πραγματικές ή φανταστικές) των πεποιθήσεων και των πρακτικών τους».

* Tony Burke,
"Heresy Hunting in the New Millennium"
[Κυνήγι Αιρέσεων στη Νέα Χιλιετία],
Society of Biblical Literature (SBL) Forum, αδημοσίευτο εντύπως [δημοσίευση ονλάιν Αύγουστος 2008].

Sunday, December 6, 2009

Η εγγραμματοσύνη του Ιησού: Μια προσέγγιση


«Όπως τα περισσότερα παιδιά των Ιουδαίων, ο Ιησούς θα είχε εκπαιδευτεί στην τοπική συναγωγή, όπου έμαθε τις Γραφές και την εβραϊκή γλώσσα. Γνωρίζουμε από την ομιλία στην Ναζαρέτ ότι μπορούσε να διαβάσει Εβραϊκά. (Λουκάς 4:16-20) Αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς ήταν πιθανώς τρίγλωσσος, ο οποίος μιλούσε Αραμαϊκά στο σπίτι και με τους φίλους του, χρησιμοποιούσε Εβραϊκά σε θρησκευτικές περιστάσεις, και συνομιλούσε στα Ελληνικά στις επαγγελματικές και κρατικές επαφές».
[Παράθεση αποσπάσματος από το Mark L. Strauss, Four Portraits, One Jesus: An Introduction to Jesus and the Gospels (Grand Rapids: Zondervan, 2007) σ. 421]

* Chris Keith,
"The Claim of John 7.15 and the Memory of Jesus' Literacy",
[Ο ισχυρισμός του Ιωάννης 7:15 και η Ανάμνηση τής Εγγραμματοσύνης του Ιησού]
New Testament Studies, Cambridge University Press, Τομ. 56, Τεύχος 01, Ιανουάριος 2010, σσ. 44-63.

Saturday, December 5, 2009

Ερνέστου Ρενάν: Σχέσεις Ιουδαίων και Χριστιανών κατά τον πρώτο αιώνα

History of the Origins of Christianity. Book V. The Gospels
CHAPTER IV.
THE RELATIONS OF JEWS AND CHRISTIANS.


The relations of these altogether Hebrew Churches of Batanea and of Galilee with the Jews must have been frequent. It is to the Judeo-Christians that an expression frequent in Talmudic traditions, that of minim, corresponding to “heretics,” belongs. The minim are represented as a species of wonder-workers and spiritual doctors, curing the sick by the power of the name of Jesus and by the application of holy oil. It will be remembered that this was one of the precepts of St James. Cures of this sort, as well as exorcisms, were the great means of conversion employed by the disciples of Jesus, especially with regard to the Jews. The Jews appropriated to themselves these marvellous receipts, and until the third century we find the doctors curing in the name of Jesus. No one was astonished. The belief in daily miracles was such that the Talmud ordains the prayer that every one 33must make when “private miracles” happen to him. The best proof that Jesus believed that he could work miracles is, that the members of his family and his most authentic disciples had in some sort the speciality of performing them. It is true that by the same argument we must also believe that Jesus was a strict Jew, which is repugnant to our ideas.

Judaism, besides, included two tendencies which put it into opposite relations with regard to Christianity. The Law and the Prophets continued always the two poles of the Jewish people. The Law gave occasion to that bizarre scholasticism which was called the halaka, out of which the Talmud sprang. The prophets, the psalms, the poetic books inspired an ardent, popular preaching, brilliant dreams, unlimited hopes; what was called the agada, a word which embraces at once passionate fables like that of Judith and the apocryphal apocalypses which agitated the people. Just as the casuists of Jabneh showed themselves contemptuous of the disciples of Jesus, so the agadists sympathised with them. The agadists, in common with the Christians, had a dislike for the Pharisees, a taste for Messianic explanations of the prophetic books, an arbitrary exegesis which recalls the fashion in which the preachers of the Middle Ages played with texts, a belief in the approaching reign of a descendant of David. Like the Christians, the agadists sought to connect the genealogy of the patriarchal family with that of the old dynasty. Like them, they sought to diminish the burden of the Law. Their system of allegorical interpretation which transformed a code of laws into a book of moral precepts was the avowed abandonment of doctrinal rigorism. On the other hand, the halakists treated the agadists (and Christians were agadists in their eyes) as frivolous people, strangers to the only serious study, which was that of the Thora. Talmudism and Christianity became in this way the two antipodes of the moral world, and 34the hatred between them grew from day to day. The disgust which the subtle researches of the casuists of Jabneh inspired in the minds of the Christians, is written in the Gospels in letters of fire.

The inconvenience of the Talmudic studies was the confidence which they gave and the disdain which they inspired for the profane. “I thank Thee, O Eternal God!” said the student, on coming out of the house of study, “for that by Thy grace I have frequented the school instead of doing as those do who visit the market place. I rose up like them, but it was for the study of the law, and not from frivolous motives. I labour like them, but I shall be rewarded. We both run, but I for life eternal, whilst they can but fall into the pit of destruction.” This it was which wounded Jesus and the authors of the Gospels so deeply; this which inspired those beautiful sentences, “Judge not, that ye be not judged,” those parables wherein the man who is simple but pure of heart is preferred to the haughty Pharisee. Like St Paul, they saw in the casuists only people who sought to damn the greater part of the world by exaggerating obligations beyond the strength of man. Judaism, having at its basis the fact which was taken for granted that man is treated here below according to his merits, set itself to judge without ceasing, since the justice of God’s ways could be proved only under that condition. Pharisaism has its profoundest roots in the theories of the friends of Job and of certain Psalmists. Jesus, by postponing the application of the justice of God to the future, rendered those criticisms of the conduct of others futile. The Kingdom of Heaven would set all things straight: God sleeps until then; but commit yourselves to him. Out of horror of hypocrisy Christianity arrived at even the paradox of preferring a world openly wicked but susceptible of conversion to a bourgeoisie which made a parade of its apparent honesty. Many features of the legend, 35conceived or developed under the influence of Jesus, arose out of this idea.

Between people of the same race, partakers of the same exile, admitting the same divine revelations and differing only upon a single point of recent history, controversy was inevitable. Sufficiently numerous traces of it are found in the Talmud and in the writings connected with it. The most celebrated doctor whose name appears mixed up in these disputes, is Rabbi Tarphon. Before the siege of Jerusalem he had filled various sacerdotal offices. He loved to recall his memories of the Temple, particularly how he had assisted upon the platform of the priests at the solemn service of the Day of Atonement. The Pontiff had for that day permission to pronounce the ineffable name of the Most High. Tarphon tells how, notwithstanding his efforts, he was unable to hear it, the song of the other officiants having drowned the priest’s voice.

After the destruction of the Holy City he was one of the glories of the schools of Jabneh and Lydda. To subtlety he joined what was better—charity. In a year of famine it is said that he married three hundred women so that they might, thanks to their title of future spouses of a priest, have the right to share in the sacred offerings. Naturally, the famine having passed over, nothing more was heard of his espousals. Many sentences of Tarphon recall the Gospel. “The day is short, the work is long; the workmen are idle, the reward is great, the master urges on.” “In our time,” he adds, “when one says to another, ‘Take the straw out of thine eye,’ the answer is, ‘Take the beam out of thine own.’” The Gospel places such a reply in the mouth of Jesus reprimanding the Pharisees, and one is tempted to believe that the ill temper of Rabbi Tarphon came from a response of the same kind which had been made to him by some min. The name of Tarphon, in short, was celebrated in the Church. In 36the second century Justin, wishing in a dialogue to depict a dispute between a Jew and a Christian, chose our Doctor as the defender of the Jewish thesis, and brought him upon the stage under the name of Tryphon.

The choice of Justin and the malevolent tone in which he makes this Tryphon speak of the Christian faith, are justified by what we read in the Talmud of the sentiments of Tarphon. This Rabbi knew the Gospels and the books of the minim; but, far from admiring them, he wished them to be burned. It was pointed out to him that the name of God constantly appeared in them. “I would rather lose my son,” said he, “than that he should not cast these books into the fire, even though they contain the name of God. A man pursued by a murderer, or threatened with the bite of a serpent, had better seek shelter in an idolatrous Temple than in one of the houses of the minim, for these know the truth and deny it, whilst idolators deny God because they do not know him.”

If a man relatively moderate like Tarphon could allow himself to be so far carried away, we can imagine how ardent and passionate must have been this hatred in the world of the synagogues, where the fanaticism of the Law was carried to its extremest limit. Orthodox Judaism could not curse the minim with sufficient bitterness. The use of a triple malediction against the partisans of Jesus comprised under the name of Nazarenes was early established, it being said in the synagogue at morning, at mid-day and at evening. This malediction was introduced into the principal prayer of Judaism, the amida or schemoné-esré. The amida is composed first of eighteen benedictions, or rather of eighteen paragraphs. About the time of which we speak, an imprecation in these terms was intercalated between the eleventh and twelfth paragraphs:—

“For the treacherous, no hope! For the malevolent destruction! 37Let the power of the proud be weakened, broken down, crushed, humiliated, now in these our days. Praised be Thou, O Eternal God who crushest thine enemies and bringest the haughty to the dust”

It is supposed, not without a show of reason, that the enemies of Israel pointed at in this prayer were originally the Judeo-Christians, and that this was a sort of shibboleth to turn the partisans of Jesus out of the synagogues. Conversions of Jews to Christianity were not rare in Syria. The fidelity of the Christians of this country to Mosaic observances afforded great facilities for this kind of thing. Whilst the uncircumcised disciples of St Paul could have no relations with a Jew, the Judeo-Christian might enter the synagogues, approach the teba and the reading-desk where the officials and the preachers presided, and might select the texts which favoured their views. In this way great precautions were taken. The most efficacious, was to compel everyone who wished to pray in the synagogue to recite a prayer which, pronounced by a Christian, would have been a curse upon himself.

To sum up—notwithstanding its appearance of narrowness, this Nazareo-Ebionite Church of Batanea had something mystical and holy about it which is exceedingly striking. The simplicity of the Jewish conceptions of the Divinity preserved it from mythology and from metaphysics, into which Western Christendom was not slow to plunge. Its persistence in maintaining the sublime paradox of Jesus, the nobility and the happiness of poverty was touching in its way. There, perhaps, lay the great truth of Christianity, that by which it has succeeded and by which it will survive. In one sense all of us, such as we are—students, artists, priests, doers of disinterested deeds—have the right to call ourselves Ebionim. The friend of the true, the beautiful, and the good, never admits that he calls for a reward. The things of the soul are beyond price; to the student who illuminates 38them, to the priest who moralises on them, to the poet and the artist who shed a charm over them, humanity will never give more than alms—alms wholly out of proportion to what she has received. He who sells the ideal and believes himself paid for what he delivers, is very humble. The proud Ebionite who thinks that the kingdom of Heaven is his, sees that the part which falls to his lot here below is not a salary but the obolus which is dropped into the hand of a beggar.

The Nazarenes of Batanea had thus an inestimable privilege. They held the veritable tradition of the words of Jesus; the Gospel came forth from their midst. Thus those who knew directly the Church beyond the Jordan, such as Hegisippus and Julius Africanus, spoke of it with the greatest admiration. There, principally, it appeared to them, was the true ideal of Christianity to be found; in that Church hidden in the desert, in a profound peace under the wing of God, it appeared to them like a virgin of an absolute purity. The bonds of these scattered communities with Catholicism were broken little by little. Justin hesitates on their account, he knows little of the Judeo-Christian Church; but he knows that it exists, he speaks of it with consideration; at all events he does not break away from communion with it. It is Irenæus who begins the series of these declamations, repeated after him by all the Greek and Latin Fathers, and upon which St Epiphanius puts the topstone by the species of rage which the very names of Nazarene and Ebionite excite in him. It is a law of this world that every originator, every founder, shall speedily become a stranger, then one excommunicated, then an enemy in his own school, and that if he obstinately persists in living, those who go out from him are obliged to take measures against him as against a dangerous man.

Tuesday, December 1, 2009

Albert Schweitzer: Η επαναδιαπραγμάτευση του «ιστορικού Ιησού»

Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Αλσατού Albert Schweitzer (1875-1965) τον οδήγησε στο να ασχοληθεί επιστημονικά με τη θεολογία, την φιλοσοφία, τη μουσική και την ιατρική. Διέπρεψε με τα αντικείμενα που ασχολήθηκε και μάλιστα του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης για την φιλοσοφία του περί "σεβασμού της ζωής".

Το εκτενές θεολογικό έργο του Άλμπερτ Σβάιτσερ έχει χαρακτηριστεί ως «κλασικό και ανεπανάληπτο» από τον καθηγητή Σάββα Αγουρίδη. (Ιστορία της Ορθοδοξίας: Οι Απαρχές του Χριστιανισμού, εκδ. Road, 2009, σ. 171) Ανάμεσα στα έργα του που επέδρασαν καταλυτικά στην σύγχρονη θεολογική σκέψη είναι διαθέσιμα ονλάιν οι εξής αγγλικές μεταφράσεις των αντίστοιχων πρώιμων γερμανικών εκδόσεων:

* The quest of the historical Jesus: A critical study of its progress from Reimarus to Wrede (μεταφρ. William Montgomery, 1910)

* Paul and his interpreters: A critical history (μεταφρ. William Montgomery, 1912)

* The mystery of the kingdom of God: The secret of Jesus' Messiahship and passion (μεταφρ. Walter Lowrie, 1914)

Monday, November 30, 2009

Oνλάιν πηγές Βιβλικού ενδιαφέροντος

* Πρώιμοι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: Προνικαϊκοί Πατέρες & Νικαϊκοί και Μετανικαϊκοί Πατέρες [ccel.org] (Αγγλ.)

* Πρώιμοι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: Επιπρόσθετα κείμενα [earlychristianwritings.com] (Αγγλ.)

* Πρωτοχριστιανικά συγγράμματα [earlychristianwritings.com] (Αγγλ.)

* Ιουδαϊκά συγγράμματα [earlyjewishwritings.com] (Αγγλ.)

* Ιουδαϊκά συγγράμματα [sacred-texts.com] (Αγγλ.)

* Εβραϊκές Γραφές ("Παλαιά/Πρώτη Διαθήκη"): The Westminster Leningrad Codex [www.tanach.us] (Εβρ.)

* Εβραϊκές Γραφές ("Παλαιά/Πρώτη Διαθήκη"): Κώδικας Χαλεπίου (Aleppo Codex) [www.aleppocodex.org] (Εβρ.)

Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων: το ελληνικό κείμενο


«Οὐ μὴ ἐγκαταλίπηις ἐντολὰς κυρίου, ϕυλάξεις δὲ ἃ παρέλαβες, μήτε προστιϑεὶς μήτε ἀϕαιρῶν».

Το ελληνικό κείμενο της Διδαχὴς τῶν δώδεκα ἀποστόλων μπορεί να διαβάσει κανείς στον ιστότοπο της Bibliotheca Augustana.

* Διδαχὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων (Didache), in: Die apostolischen Väter I, ed. F. X. Funk/K. Bihlmeyer, Tübingen 1924.

Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσέβιου Καισαρείας


«Ότι δὴ οὔτε τὸν πατέρα τις ἔγνω, εἰ μὴ ὁ υἱός, οὔτ' αὖτὸν υἱόν τις ἔγνω ποτὲ κατ' ἀξίαν, εἰ μὴ μόνος ὁ γεννήσας αὐτὸν πατήρ, τό τε φῶς τὸ προκόσμιον καὶ τὴν πρὸ αἰώνων νοερὰν καὶ οὐσιώδη σοφίαν τόν τε ζῶντα καὶ ἐν ἀρχῆι παρὰ τῶι πατρὶ τυγχάνοντα θεὸν λόγον τίς ἂν πλὴν τοῦ πατρὸς καθαρῶς ἐννοήσειεν, πρὸ πάσης κτίσεως καὶ δημιουργίας ὁρωμένης τε καὶ ἀοράτου τὸ πρῶτον καὶ μόνον τοῦ θεοῦ γέννημα, τὸν τῆς κατ' οὐρανὸν λογικῆς καὶ ἀθανάτον στρατιᾶς ἀρχιστράτηγον, τὸν τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελον, τὸν τῆς ἀρρήτου γνώμης τοῦ πατρὸς ὑπουργόν, τὸν τῶν ἁπάντων σὺν τῶι πατρὶ δημιουργόν, τὸν δεύτερον μετὰ τὸν πατέρα τῶν ὅλων αἴτιον, τὸν τοῦ θεοῦ παῖδα γνήσιον καὶ μονογενῆ, τὸν τῶν γενητῶν ἁπάντων κύριον καὶ θεὸν καὶ βασιλέα τὸ κῦρος ὁμοῦ καὶ τὸ κράτος αὐτῆι θεότητι καὶ δυνάμει καὶ τιμῆι παρὰ τοῦ πατρὸς ὑποδεδεγμένον».

Το ελληνικό κείμενο των 10 βιβλίων της Ἐκκλησιαστικὴς ἱστορίας του εκκλησιαστικού ιστορικού και απολογητή Ευσέβιου Καισαρείας (περ. 260-340) μπορεί να βρεί κανείς στον ιστότοπο της Bibliotheca Augustana.

* Eusebii opera Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, in Patrologia Graeca 19 - 24, ed. J. P. Migne, Paris 1857.

Sunday, November 29, 2009

Περιοδικό Historein/Ιστορείν: μια εξαιρετική ιστοριογραφική απόπειρα


Τα άρθρα των τόμων τού πολύ ενδιαφέροντος ελληνικού-με-διεθνή-προσανατολισμό περιοδικού Historein/Ιστορείν (εκδ. Νεφέλη) βρίσκονται διαθέσιμα στο ίντερνετ, τα περισσότερα σε μορφή pdf. Ακολουθούν οι σύνδεσμοι σε κάποια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα άρθρα:

* Theodore Kritikos, Science and Religion in Greece, at the End of 19th Century (τόμ. 1, 1999)

* Christine Angelidi, Byzantine Heterodoxy and the Search for Identities: Some Thoughts on Byzantine Iconoclasm (τόμ. 2, 2000)

* Ioanna Petropoulou, Changing Frames of Historiography: Cappadocian Stories (τόμ. 4, 2003-2004)

* Despina Iosif, New Testament Teachings and Readings on the Legitimacy of Warfare (τόμ. 6, 2006)

* Dimitris J. Kyrtatas, Christians against Christians: The Anti-heretical Activities of the Roman Church in the Second Century

* Pâris Gounaridis, Le procès de Jean dit Italos révisé

* R. I. Moore, Making Enemies: Latin Christendom in the Age of Reform

* Effi Gazi, Reading the Ancients: Remnants of Byzantine Controversies in the Greek National Narrative

* Antonis Liakos, Utopian and Historical Thinking: Interplays and Transferences (τόμ. 7, 2007)

Ιστότοπος ενδιαφέροντος για τη Βιβλική έρευνα

Ο ιστότοπος Literal Translation of the Original Greek New Testament αποτελεί εξαιρετικό σημείο αναφοράς όσον αφορά την έρευνα των Βιβλικών χειρογράφων αλλά και άλλων παρεμφερών ζητημάτων. Αναλυτικές πληροφορίες και φωτογραφίες των παπύρων της Καινής Διαθήκης βρίσκονται σε αυτό το σημείο.

Saturday, November 28, 2009

Η απώλεια της πρωτοχριστιανικής γραμματείας: αποτέλεσμα μεταγενέστερης ορθόδοξης «κανονικοποίησης»;

«Η πρωτοχριστιανική γραμματεία, ένεκα κυρίως της απωλείας του μεγίστου μέρους αυτής, παρουσιάζει απειρίαν προβλημάτων», αναφέρει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος στο άρθρο «Οι πρεσβύτεροι και η παράδοσις του Παπίου» στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών. (Τόμ. 2ος, τεύχ. 4ο, Ιούνιος 1974, σ. 218) Τι συνέβη όμως και χάθηκε ένας σημαντικός όγκος συγγραμμάτων που προέρχονταν από την αυξανόμενη χριστιανική κοινότητα;

Ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αυτό αναπτύσσει ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, στο εξαίρετο έργο του Κατακτώντας την αρχαιότητα: Ιστοριογραφικές διαδρομές. (ISBN 9789608132818, εκδόσεις Πόλις, 2003) Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις σελίδες 80 ως 84:

«Η ιστορία του δόγματος, όπως έχει γραφτεί από τους μεγάλους της μελετητές, είναι μια ιστορία απομάκρυνσης από τον ιουδαϊσμό και αφομοίωσης υψηλών ιδεών που αντλήθηκαν από την ελληνική φιλοσοφία».

»Παραβλέποντας το γεγονός ότι κανένα σύγγραμμα της Καινής Διαθήκης δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε άνθρωπο που είχε γνωρίσει τον Ιησού, παρατηρούμε ότι τα ίδια τα γνωστά σε μας χριστιανικά κείμενα επιβεβαιώνουν την τελεολογική αυτή υπόθεση, αλλά με έναν περίεργο τρόπο. Πράγματι, με εξαίρεση τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα χριστιανικά συγγράμματα του πρώτου αιώνα και της αρχής του δεύτερου που έχουν σωθεί δεν προδίδουν συγγραφέα με υψηλό βαθμό θεολογικής ή φιλοσοφικής κατάρτισης. Από την αμέσως επόμενη γενεά δεν έχει σωθεί σχεδόν τίποτα. Ύστερα κάνουν την εμφάνιση τους ορισμένα χριστιανικά συγγράμματα από το μέσον του δεύτερου αιώνα. Και μόλις από το τέλος του δεύτερου αιώνα έχουμε πλούσια δείγματα χριστιανικής συγγραφικής παραγωγής. Από τα δείγματα αυτά πολλά, μπορούν να αποδοθούν σε συγγραφείς με ικανοποιητική μόρφωση».

»Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι εύκολα να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την πρόοδο της πρωτοχριστιανικής σκέψης. Διαθέτουμε ωστόσο ορισμένες έμμεσες πληροφορίες για αρκετούς πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς. Όσα γνωρίζουμε για τους συγγραφείς αυτούς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα έργα τους δεν απωλέστηκαν επειδή ήταν άνευ ενδιαφέροντος. Δεν υπάρχει άλλωστε κανένας ιστορικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι χριστιανοί του πρώτου αιώνα θα πρέπει να ήταν απλοϊκότεροι από τους χριστιανούς του δεύτερου ή του τρίτου. Η θεωρία αυτή ισχύει μόνο αν αντιμετωπιστεί ο χριστιανισμός ως αυτοφυής οργανισμός, που γεννήθηκε από το μηδέν μέσα σε ένα πνευματικό κενό. Απεναντίας θα ήταν πολύ λογικότερο να υποθέσουμε ότι η τρομερή ορμή της νέας θρησκείας στα πρώτα της κιόλας βήματα οφειλόταν στο δυναμισμό, τις γνώσεις και το ταλέντο των αρχικών της αποστόλων και δασκάλων. Θα ήταν άλλωστε εξαιρετικά απίθανο να μην υπήρχαν σε ολόκληρο τον κόσμο των πρωτοχριστιανών άλλοι άνδρες με την κατάρτιση και την πνευματική ευφυία του Παύλου ή του Ιωάννη».

»Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως, που έζησε πριν από το μέσον του δεύτερου αιώνα και που πιθανότατα γεννήθηκε περί το 60 ή 70. Ο Παπίας, όπως πληροφορούμαστε από χριστιανούς συγγραφείς που γνώριζαν το έργο του, είχε γράψει, μεταξύ άλλων, πέντε τόμους με τον γενικό τίτλο Λόγων Κυριακών εξηγήσεις. Στο έργο αυτό, εκτός από ερμηνείες των λόγων του Ιησού, είχε συγκεντρώσει μαρτυρίες για τη δράση και τα λόγια των αποστόλων, καθώς και για τη συγγραφή των Ευαγγελίων. Οι πληροφοριοδότες του ήταν άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τους ίδιους τους αποστόλους - ενδεχομένως και τον ίδιο τον Ιωάννη προσωπικώς. Τις πολύτιμες αυτές παραδόσεις τις διάβαζαν διάφοροι λόγιοι τουλάχιστον έως την εποχή του μέσου Βυζαντίου και κανείς, όσο γνωρίζουμε, δεν τις έκρινε ανυπόστατες. Από το έργο αυτό έχουν σήμερα διασωθεί ελάχιστες περικοπές που αντέγραψαν άλλοι συγγραφείς. Στο σύνολο τους δεν ξεπερνούν τις τέσσερις τυπωμένες σελίδες. Η απώλεια ενός συγγράμματος τόσο σημαντικού και τόσο γνωστού είναι εντυπωσιακή».

»Θα μέναμε με την απορία αυτή, εάν δεν συνέβαινε να γνωρίζουμε τις εσχατολογικές αντιλήψεις του Παπία. Σύμφωνα με αυτές προβλεπόταν μια επίγεια βασιλεία του Ιησού για χίλια χρόνια. Παρόμοια άποψη υποστήριζε η Αποκάλυψη του Ιωάννη, καθώς και οι περισσότεροι πρώιμοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, για τους οποίους μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώμη από μεταγενέστερες μαρτυρίες. Η εύλογη υπόθεση είναι ότι η εσχατολογία αυτή, αν δεν ήταν η μοναδική στον κόσμο των πρώτων χριστιανών, γινόταν πάντως ευρύτατα αποδεκτή. Όταν οι χριστιανικές εκκλησίες την απέρριψαν, φρόντισαν να εξαφανίσουν τα ίχνη της. Ειδικώς ο Παπίας ήταν ένας επικίνδυνος συγγραφέας, όχι επειδή ήταν σμικρός τον νουν, όπως ισχυρίζεται ο Ευσέβιος, αλλά επειδή ήταν ενημερωμένος και αξιόπιστος. Τη γενικότερη αξιοπιστία του δέχεται άλλωστε ο ίδιος ο Ευσέβιος, ακόμα και όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικώς με την ανάσταση νεκρών. Έτσι όμως το σύγγραμμα ενός ανθρώπου που είχε συγκεντρώσει μαρτυρίες για τη διδασκαλία και τη δράση των αποστόλων από πρώτο χέρι γινόταν ένα ισχυρότατο όπλο στα χέρια των ανεπίδεκτων χιλιαστών».

»Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι του Ηγήσιππου. Ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας, που έζησε τον δεύτερο αιώνα, είχε γεννηθεί, καθώς φαίνεται, στην Παλαιστίνη. Το έργο του για το οποίο έμεινε γνωστός περιλάμβανε πέντε τόμους, με τον γενικό τίτλο Υπομνήματα. Σε αυτά είχε ασχοληθεί με ζητήματα δόγματος, κατακρίνοντας τους γνωστικούς της εποχής του. Περιέλαβε όμως και πολλές πληροφορίες ιστορικού χαρακτήρα γύρω από τη διαδοχή των επισκόπων της Ρώμης. Από τα λιγοστά αποσπάσματα που σώζονται (σχεδόν όλα στην Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσέβιου) διαπιστώνουμε ότι γνώριζε πολλά για τη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης. Ήταν μάλιστα ενήμερος για τις τύχες των πιστών που γλίτωσαν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Κάποια στιγμή είχε ταξιδέψει έως τη Ρώμη. όπου συναντήθηκε με την ηγεσία της τοπικής κοινότητας. Διάβαζε αραμαϊκά και συμβουλεύτηκε πηγές της χριστιανικής ιστορίας που δεν έφτασαν καθόλου έως εμάς. Η απώλεια ενός έργου που θα μας έφερνε τόσο κοντά στη διδασκαλία και τη δράση των μαθητών του Ιησού δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Πόσο μάλλον που ήταν για αιώνες γνωστό. Πλήρη αντίγραφα του βρίσκονταν σε βιβλιοθήκες έως τον 16ο ή τον 17ο αιώνα. Το μόνο που θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον Ηγήσιππο είναι ότι, αντί να παραπέμπει αποκλειστικώς στα τέσσερα Ευαγγέλια, που η Εκκλησία άρχισε στην εποχή του να αναγνωρίζει ως κανονικά, αυτός παρέπεμπε και σε Ευαγγέλια που τελικώς, χαρακτηρίστηκαν «απόκρυφα» και εξοβελίστηκαν».

»Την ίδια εποχή που έζησαν ο Παπίας και ο Ηγήσιππος, δηλαδή κατά τη διάρκεια των δύο περίπου γενεών που δεν μας άφησαν πολλά δείγματα χριστιανικής γραφής, ήταν δραστήριοι στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη αρκετοί άλλοι επιφανείς χριστιανοί. Ανάμεσα τους ο Βασιλείδης, ο Βαλεντίνος και, λίγο αργότερα, ο Μαρκίων. Ο Βαλεντίνος και ο Μαρκίων μάλιστα διεκδίκησαν, καθώς λέγεται, τον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης αλλά απέτυχαν. Οι χριστιανοί αυτοί είχαν αναμφιβόλως ελληνική παιδεία και μεγάλη φιλοσοφική κατάρτιση. Τα έργα τους χάθηκαν, όχι επειδή ήταν απλοϊκά, αλλά επειδή προωθούσαν στο εσωτερικό του χριστιανικού κινήματος γνωστικές ή γνωστικίζουσες απόψεις. Ειδικώς στην Αλεξάνδρεια φαίνεται ότι όλοι οι επιφανείς εκπρόσωποι του χριστιανισμού πριν από τον ύστερο δεύτερο αιώνα ήταν γνωστικής κατεύθυνσης. Η θεολογική τους καταδίκη οδήγησε στη διαγραφή τους από τη χριστιανική ιστορία. Ο Ευσέβιος προτίμησε να ισχυριστεί ότι για τον πρώιμο χριστιανισμό της Αιγύπτου δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Την άποψη αυτή την υιοθέτησαν και πλείστοι νεότεροι ιστορικοί του χριστιανισμού».

»Η διαγραφή των γνωστικών και των άλλων ετερόδοξων από την ιστορία του χριστιανισμού αποτελεί, από μόνη της σοβαρότατο πρόβλημα. Δυστυχώς ελάχιστοι μελετητές δείχνουν να το αντιλαμβάνονται αυτό. Οι περισσότερες και εγκυρότερες ιστορίες του χριστιανισμού, ακόμα και αυτές που γράφονται από επαγγελματίες ιστορικούς και όχι από θεολόγους, επιμένουν στο διαχωρισμό ορθοδοξίας και αίρεσης, όπως τον επέβαλαν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες και ο Ευσέβιος. Ο ιστορικός ωστόσο που δεν υπηρετεί απολογητικούς σκοπούς είναι υποχρεωμένος να συνεξετάζει όλα τα δεδομένα και να παρακολουθεί όλες τις εκδοχές του χριστιανισμού με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια προσοχή. Εάν εργαστεί με αυτό τον τρόπο, τότε δεν θα φωτίσει απλώς πληρέστερα και αντικειμενικότερα την ιστορία των χριστιανών θα φωτίσει επαρκέστερα και την ιστορία του δόγματος».

»Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες και ο Ευσέβιος ισχυρίζονταν ότι η ορθοδοξία δεν όφειλε τίποτα στις αιρέσεις. Οι αιρέσεις, χωρίς χαμία εξαίρεση, αποτελούσαν για αυτούς απόκλιση από την ορθή διδαχή. Συμβαίνει ωστόσο να γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα ήταν συχνά διαφορετική. Προς το τέλος του δεύτερου αιώνα, για παράδειγμα, όταν η ορθόδοξη θεολογία αναφερόταν ακόμα περιφρονητικά στους εορτασμούς των χριστιανικών επετείων, οι γνωστικοί οπαδοί του Βασιλείδη είχαν από πολύ καιρό καθιερώσει την εορτή των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου, ως μέγιστο θρησκευτικό γεγονός με ολονυκτία περισυλλογής και αναγνώσεων. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, κατά την εορτή αυτή γίνονταν μαζικές βαπτίσεις. Οι επίσημες εκκλησίες αποδέχτηκαν τόσο τον εορτασμό όσο και τη θεολογία που τον συνόδευε, χωρίς ποτέ να αναγνωρίσουν την οφειλή».

»Σημαντικότερη ακόμα ήταν η συμβολή του Μαρκίωνα στην κατάρτιση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Πρώτος αυτός συγκέντρωσε βασικά πρωτοχριστιανικά κείμενα και τους απέδωσε αξία ιερής Γραφής. Η θεολογία του τον υποχρέωσε να δεχτεί μόνον το Κατά Λουκάν ευαγγέλιο (με δικές του διορθώσεις, καθώς παραδίδεται) και δέκα από τις επιστολές του Παύλου. Με την πρωτοβουλία του αυτή υποχρέωσε την καθολική εκκλησία να συγκροτήσει και αυτή τον ιερό της κανόνα. Ο ιστορικός που δεν λαμβάνει υπόψη του μικρές λεπτομέρειες, όπως αυτή, δυσκολεύεται να αντιληφθεί πώς οι ορθόδοξες εκκλησίες οδηγήθηκαν σε ορισμένες βασικές επιλογές δόγματος και λατρείας χωρίς καμία σοβαρή αιτιολόγηση».

»Αντί λοιπόν να δεχτούμε ότι οι πρώτοι δάσκαλοι του χριστιανισμού ήταν αμόρφωτοι και απλοϊκοί, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι, ήδη στο ξεκίνημα, υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και φιλέρευνοι δάσκαλοι. Η άγνοια μας για αυτούς οφείλεται, πιθανότατα, στο γεγονός ότι δεν κρίθηκαν αποδεκτοί από τις επίσημες εκκλησίες των μεταγενέστερων αιώνων. Οι επίσημες αυτές εκκλησίες έχαναν, καθώς φαίνεται, μιαν αυστηρή επιλογή από τα έργα των μαθητών του Ιησού και των συνεργατών τους - επιφέροντας ίσως και κάποιες τροποποιήσεις. Άφησαν ολόκληρη την επόμενη παραγωγή να χαθεί και άρχισαν να συγκεντρώνουν τα κείμενα συγγραφέων του ύστερου δεύτερου αιώνα που προωθούσαν αποδεκτές απόψεις. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι ακόμα πιο εντυπωσιακές, αν λάβουμε υπόψη ότι ορισμένα από τα λιγοστά λείψανα της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας αποτελούν τυχαία ευρήματα της σύγχρονης εποχής».

Παρόμοια συλλογιστική έχει αναπτύξει στη σημαντική βιβλιογραφική παραγωγή του ο καθηγητής Bart D. Ehrman.