Το δεύτερό μου παράδειγμα είναι η φράση "γιος Θεού". Για κάποιον ελληνόφωνο της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας ή της Αθήνας κατά την μετάβαση στη νέα χρονολογική περίοδο, η ιδέα περί υἱοῦ θεοῦ θα έφερνε στο νου είτε κάποιον απόγονο των Ολύμπιων θεοτήτων ή πιθανώς τον θεοποιημένο Αιγύπτιο-Πτολεμαϊκό βασιλιά ή τον θεϊκό αυτοκράτορα της Ρώμης, απόγονο του αποθεωμένου Ιουλίου Καίσαρα. Αλλά για έναν Ιουδαίο, η αντίστοιχη εβραϊκή ή αραμαϊκή φράση δεν θα εφαρμοζόταν σε κανέναν από αυτούς. Για αυτόν, η φράση γιος Θεού θα μπορούσε να αναφέρεται, κατά ανιούσα σειρά, σε οποιοδήποτε από τα παιδιά του Ισραήλ· ή σε κάποιον καλό Ιουδαίο· ή σε κάποιον χαρισματικό άγιο Ιουδαίο· ή στον βασιλιά του Ισραήλ· ή συγκεκριμένα στον βασιλικό Μεσσία· και τελικά, με μια διαφορετική σημασία, σε κάποιο αγγελικό ή ουράνιο ον. Με άλλα λόγια, η φράση "γιος Θεού" πάντα κατανοούνταν μεταφορικά στους ιουδαϊκούς κύκλους. Στις ιουδαϊκές πηγές, η χρήση της ποτέ δεν υπονοεί συμμετοχή του εν λόγω ατόμου στη θεϊκή φύση. Μπορεί με ασφάλεια να υποτεθεί ότι αν το μέσο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η χριστιανική θεολογία ήταν εβραϊκό και όχι ελληνικό, δεν θα είχε παραγάγει ένα δόγμα ενσάρκωσης όπως κατανοείται αυτό παραδοσιακά.
No comments:
Post a Comment