Η γενική μου θέση είναι πως η Σύνοδος της Χαλκηδόνος ήταν εξίσου μηχανισμός καταστολής όσο και η Δεύτερη Έφεσος (η λεγόμενη Ληστρική Σύνοδος), και μάλιστα ότι ο μηχανισμός ήταν πολύ πιο ισχυρός στη Χαλκηδόνα, τόσο που δεν χρειάστηκε να ασκηθεί πραγματική βία ή έστω να υπάρξει εμφανής απειλή βίας, διότι ο καθένας γνώριζε ότι η αντίσταση στην αυτοκρατορική θέληση θα κατέληγε στην καταστροφή του: απώλεια του επισκοπικού αξιώματος, αφορισμό, και ίσως εξορία σε έναν απομακρυσμένο τόπο της αυτοκρατορίας. Αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν, διότι αποτελεί απλώς ένα από τα πολλά παραδείγματα τού άκρως εκτεταμένου ελέγχου που μπορούσε να ασκήσει ένας ρωμαίος αυτοκράτορας (αν το επιθυμούσε) επί των χριστιανικών εκκλησιών, στην περιοχή πού διοικούσε, ακόμη και στη σφαίρα του δόγματος. Εάν ένας αυτοκράτορας επιθυμούσε να επιβάλει ένα συγκεκριμένο σύστημα θεολογικών απόψεων, μπορούσε να το επιτύχει συγκαλώντας μια γενική σύνοδο της Εκκλησίας, πράγμα που μόνο αυτός είχε δικαίωμα να το κάνει. Ακόμη και ο πάπας Λέων ο Μέγας, ο οποίος είχε την πιο μεγάλη ιδέα για τη σημασία της Αποστολικής Έδρας, αναγκάστηκε να παραδεχτεί, στην αλληλογραφία του με τον Θεοδόσιο Β', με την Πουλχερία και τον Μαρκιανό, ότι ο αυτοκράτορας και μόνο αυτός αποφάσιζε εάν, πότε και πού θα συγκαλούσε γενική σύνοδο. Ο Λέων άλλαξε αρκετές φορές γνώμη σχετικά με τη σκοπιμότητα μιας γενικής συνόδου υπό τις συνθήκες του 449-51, χωρίς όμως να μπορέσει να επιβάλει την άποψή του. Στο τέλος αναγκάστηκε να αρκεστεί με την υιοθέτηση από τη Χαλκηδόνα της δογματικής επιστολής του προς τον Φλαβιανό, γνωστής ως «Τόμος του Λέοντα» και ως καλύτερης διακήρυξης Αληθινής Πίστης. Αναθέτοντας τον έλεγχο της συνόδου στα κατάλληλα πρόσωπα, ένας αυτοκράτορας μπορούσε να επιτύχει τις αποφάσεις που ήθελε. Βέβαια, ίσως να μην μπορούσε να επιβάλει κατόπιν τη δική του εκδοχή για το χριστιανισμό σε όλες τις κτήσεις του. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος, η οποία αυτή καθαυτήν μπορεί να φαίνεται ως ένας απόλυτος θρίαμβος και επαινείται αφειδώς από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, έχει συχνά περιγραφεί (ορθώς, κατά την άποψή μου) ως καταστροφή για την Ανατολική Αυτοκρατορία. Όπως το έθεσε ο Norman Baynes, η Χαλκηδόνα συγκλήθηκε «όχι για να φέρει την ειρήνη, άλλα το σπαθί». Ο μονοφυσιτισμός ήταν πολύ ισχυρός για να καταπνιγεί σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στην Αίγυπτο, καθώς και σε τμήματα της Συρίας και της Μεσοποταμίας· οι ορθόδοξοι αυτοκράτορες όφειλαν ασφαλώς να μείνουν ικανοποιημένοι με δογματικές διατυπώσεις που θα τον είχαν ενσωματώσει, ή τουλάχιστον θα ανέχονταν την ύπαρξή του. Σχεδόν όλοι όμως οι επίσκοποι επιθυμούσαν διακαώς να εξαλείψουν αυτό πού θεωρούσαν αίρεση.
* Geoffrey de Ste Croix,
Ο χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη,
Μετάφρ. Ιωάννα Κράλλη,
Αθήνα 2005, 1η ανατύπωση 2010,
σσ. 328-330.
My overall thesis is that the Council of Chalcedon was every bit as much an engine of coercion as the ‘Robber’ Council of Second Ephesus, and that the machinery of compulsion was actually far more powerful at Chalcedon, so much so that actual force did not need to be used, or even visibly threatened, because everyone knew that resistance to the imperial will would result in his ruin: the loss of episcopal office, and perhaps excommunication and exile to a distant part of the empire, as happened to the one determined opponent, Dioscorus. This should not surprise anyone, as it only provides one more among many examples of the very high degree of control that a Roman emperor could exercise (if he wished) over the Christian churches in the area over which he ruled, even in the sphere of doctrine. It was easiest to enforce a particular set of theological views by summoning a general Council of the Church, which the emperor alone had the power to do. Even Pope Leo the Great, who had the most exalted idea of the importance of his own Apostolic See, had to admit throughout his correspondence with Theodosius II, Pulcheria, and Marcian, which fortunately survives, that it was the emperor and the emperor alone who decided whether, when, and where to summon a general council. Leo changed his own view about the desirability of a general council more than once between 449 and 451 in the light of changing circumstances, but was unable to impose his wishes. In the end he had to be content with having his doctrinal letter to Flavian of Constantinople, which is commonly referred to as the Tome of Leo, endorsed at Chalcedon as the best statement of the true faith. [...]
It was only by placing control of a council in the right hands that an emperor could be certain of securing the decisions that he wanted: even an emperor’s representative might be outmanoeuvred if he was not presiding. [...]
The Council of Chalcedon, which in isolation can be seen as a complete triumph for Marcian and Two Nature Christology, and which has been lavishly praised by some modern theologians, has often been described, rightly in my opinion, as a disaster for the Eastern Empire: as Norman Baynes put it, Chalcedon came ‘not to bring peace, but a sword’. Monophysite views were far too strong to be suppressed in some areas, above all in Egypt and much of Syria and Mesopotamia, and the Orthodox Empire would surely have done better to be content with doctrinal formulae that would have accommodated it, or at least tolerated its existence. [...]
It is true that most bishops whose voices can be heard wanted to be on record as deeply committed to stamping out what was identified as heresy, but that should come as no surprise.
* Geoffrey de Ste Croix,
edited by Michael Whitby & Joseph Streeter,
Christian Persecution, Martyrdom, and Orthodoxy
[Χριστιανικός Διωγμός, Μαρτύριο και Ορθοδοξία],
pp. 274, 275, 319, 281.
No comments:
Post a Comment