Ανιχνεύοντας την ιδεολογική παραφθορά
του χριστιανικού μηνύματος
του Ευστάθιου Χ. Λιανού Λιάντη
και είπε Κύριος· τί πεποίηκας;
φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με εκ της γης
Γεν. 4:10
Τζέικομπ Λώρενς,
από τη σειρά «Μετανάστευση», 1940-1941
Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία
υφίσταται ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να δώσει
την απάντηση στην αποδοχή ή την απόρριψη του εθνικισμού από το σώμα της.
Αυτό είναι η εκκλησιολογική τεκμηρίωση της αγιότητας των ονομαζόμενων
«στρατιωτικών αγίων», μιας αγιολογικής κατηγορίας, η οποία, παρά τις
προσπάθειες αλλοτρίωσης της ταυτότητάς της από τους κρατικούς θεσμούς,
παραμένει η πλέον επαναστατική και αντιεξουσιαστική. Οι άγιοι Γεώργιος,
Δημήτριος, Σεβαστιανός, για να αναφερθούμε μόνον στους επιφανέστερους,
δεν ήταν στρατιωτικοί που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία· ήταν αξιωματικοί που διακήρυξαν τη χριστιανική τους πίστη,
αρνούμενοι την αυτοκρατορική/εθνική λατρεία και την κρατική θρησκευτική
πολιτική. Έτσι, ήλθαν αντιμέτωποι με την εξουσία, που τους επέβαλε
μαρτυρικό θάνατο. Την καθοριστική τους μάχη την έδωσαν μη μαχόμενοι, ενώ
τη στιγμή του θανάτου στάθηκαν άοπλοι, «άδοξοι» για την εγκόσμια «εν
όπλοις» δόξα.
Όταν η αυτοκρατορία έγινε χριστιανική,
τέθηκε το ζήτημα της ιερότητας των πολέμων, που διεξήγαγε, και ζητήθηκε
από την Εκκλησία η αναγνώριση ως αγίων των στρατιωτών οι οποίοι έχαναν
τη ζωή τους πολεμώντας υπό τα λάβαρα του χριστιανού αυτοκράτορα. Όμως, η
βυζαντινή θεολογία γνώριζε τα όρια των περιχωρήσεων των θεσμών. Η
απάντηση της συνόδου του Πατριαρχείου στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά,
ήταν: «Πώς αυτοί που φονεύουν και φονεύονται στους πολέμους θα
μπορούσαν να λογισθούν μάρτυρες ή εφάμιλλοι των μαρτύρων, όταν οι θείοι
κανόνες τους επιβάλουν επιτίμιο, εμποδίζοντάς τους για τρία χρόνια από
την ιερή μετάληψη;». Κανένας πόλεμος για τη βυζαντινή Εκκλησία δεν
μπορούσε να είναι ιερός, διότι αυτό θα αλλοίωνε την καθαυτή υπόστασή της
ως Εκκλησία του Χριστού. Ο πόλεμος, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε έθνη
και η αντιπαλότητά τους είναι χαρακτηριστικά του «κόσμου τούτου».
Και οι ιεράρχες θεολόγοι της εποχής δεν λησμονούσαν ότι ακόμη κι αν
βρίσκονταν εντός του κόσμου, και αναγκάζονταν σε συμβιβασμούς, δεν
ανήκαν σ’ αυτόν· «εκ του κόσμου ουκ εισίν καθώς εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί» Ιω. 17:16.
Σήμερα οι ορθόδοξοι αρχιερείς φέρουν
αμφίεση παρόμοια μ’ εκείνη του βυζαντινού αυτοκράτορα· ένα τυπολογικό
ιδίωμα που διατηρείται προκειμένου να επισημανθεί η νοητή συνέχεια της
Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Παρότι ο τύπος εμμένει, η ουσία
επιλανθάνεται. Και τούτο δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τη θεολογία
αλλά και με την «κοσμοθεωρία» της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ήταν
πολυεθνικό και «υπερεθνικό» σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες. Αφομοίωνε
και ενέτασσε λαούς όχι με εθνολογικούς αλλά με πολιτιστικούς όρους. Και
οι «αλλοεθνείς» έφθαναν έως το ύπατο αξίωμα. Ο αρμενικής καταγωγής
Ηράκλειος ήταν αυτός που θέσπισε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας την
ελληνική. Τη δυναστεία του Ηρακλείου διαδέχθηκε η συριακή δυναστεία των
Ισαύρων, για ν’ ακολουθήσουν οι Φρύγες του Αμορίου. Έναντι, λοιπόν,
ποιας πολιτιστικής κληρονομιάς ή παράδοσης μπορεί ένας ιεράρχης να
ιδεολογικοποιεί τον ρατσισμό, να προπηλακίζει τους μετανάστες ως
ανεπιθύμητους, να μιλάει για εθνική καθαρότητα;
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας, ανάστημα κεφαλαιώδες για την Εκκλησία της Ελλάδος, αναρωτήθηκε κάποτε: «Πώς
μπορούμε εγώ και ο αδελφός μου από την άλλη μεριά των συνόρων, ως
ορθόδοξοι επίσκοποι, να ευλογούμε στρατεύματα, που αν χρειαστεί, θα
διεξάγουν μια φονική μάχη μεταξύ τους;». Οι λόγοι αυτοί εκφράζουν
την αναγκαία θεολογική ευαισθησία, το συνειδησιακό ενέργημα, του
χριστιανού ποιμένα, ο οποίος αντιλαμβάνεται το σύνορο ως εμπόδιο της
αδελφοσύνης. Εδώ έγκειται και η διαφορά, εκκλησιολογική και κανονική,
της περιφεριοποίησης της εκκλησιαστικής διοίκησης, που υφίστατο από τους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες για την εξυπηρέτηση ποιμαντικών αναγκών με
τον ψευδο-νεωτερικό εθνικό διαχωρισμό των Εκκλησιών.
Η πράξη του εθνικού διαχωρισμού συνιστά
αίρεση για την Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνα με τον Όρο της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 1872). Το κείμενο του Όρου αποκόπτει
από το εκκλησιαστικό σώμα όσους πρεσβεύουν ή εφαρμόζουν εθνοφυλετικές
αντιλήψεις και πρακτικές: «Αποκηρύττουμε, επικρίνοντας και
καταδικάζοντας, τον φυλετισμό, δηλαδή τις φυλετικές διακρίσεις και τις
εθνικές έριδες και φθόνους και διαιρέσεις στην Εκκλησία του Χριστού […].
Εκείνους που αποδέχονται αυτόν τον φυλετισμό και πάνω του τολμούν να
θεμελιώνουν καινοφανείς φυλετικές παρασυναγωγές, τούς κηρύττουμε,
σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, αποκομμένους από τη μία Αγία, Καθολική
και Αποστολική Εκκλησία, και ως εκ τούτου σχισματικούς».
Η απάντηση, λοιπόν, στους ιερωμένους που
σηκώνουν τα εθνικιστικά λάβαρα δεν είναι ότι δεν έχουν δικαίωμα να
μιλούν γιατί είναι «εκκλησιαστικοί». Έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται,
όπως κάθε κοινωνική τάξη σε μια δημοκρατική χώρα. Η απάντηση, που
οφείλει να δοθεί από τους προοδευτικούς φορείς, είναι ότι αυτές οι
θέσεις τους είναι απροκάλυπτα αντιχριστιανικές και τους καθιστούν
υπόλογους στην ίδια την Εκκλησία. Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτήριζε αυτούς
τους επισκόπους «λύκους βαρείς, που διασπούν το ποίμνιο του Χριστού»· και είναι όντως «λύκοι βαρείς»
όσοι εγκολπώνονται τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον ναζισμό,
ειδικά όταν οι ίδιοι φέρουν εγκόλπιο με τη μορφή του Χριστού.