Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως
(Κανονισμός 139/1999)
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Η' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY
ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
«ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ»
18-20 Σεπτεμβρίου 2006 - Βόλος
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ - ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ
᾿Αρχιμ. Νικολάου Χ. ᾿Ιωαννίδη, Δρος Θ.
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν
Εἰσαγωγικά:
᾿Επιτρέψτε μου, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί, νά ἀρχίσω μέ τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ταπεινή μου ἄποψη, μᾶς εἰσάγουν μέ τόν καλύτερο τρόπο τόσο στό θέμα τοῦ συνεδρίου μας γενικῶς ὅσο καί στήν παρούσα εἰσήγηση μου εἰδικότερα: «Πολλοί γάρ τάς μέν ἑορτάς ἄγουσι, καί τά ὀνόματα αὐτῶν ἴσασι, τάς δέ ὑποθέσεις, ὅθεν ἐτέχθησαν, ἀγνοοῦσιν. ῞Οτι μέν οὖν ἐπιφάνεια ἡ παροῦσα λέγεται ἑορτή, δῆλόν ἐστι πᾶσι· τίς δέ ἐστιν ἡ ἐπιφάνεια αὕτη... τοῦτο οὐκ ἔτι ἴσασιν· ὅπερ ἐσχάτης αἰσχύνης ἄν εἴη καί πολλοῦ τοῦ καταγέλωτος, καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτόν τήν ἑορτήν ταύτην ἄγοντας, τήν ὑπόθεσιν αὐτῆς ἀγνοεῖν»(1). Τή διαπίστωση αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός ὀφείλουμε νά ἐκλάβουμε καί ὡς προτροπή γιά μιά καλύτερη ἐμβάθυνση στή γνώση τῆς ἱστορίας καί τῶν συνθηκῶν ἐξέλιξης καθώς καί τοῦ θεολογικοῦ περιεχομένου τῆς ἑορτῆς Χριστουγέννων Θεοφανείων, πού ἔχουμε τήν τιμή νά διαπραγματευθοῦμε στό παρόν συνέδριο, κατόπιν ἐντολῆς τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος.
῾Η παρούσα εἰσήγηση ἀκολουθώντας τή χρυσοστομική προτροπή ὀφείλει νά ἀπαντήσει στά ἑξῆς γενικά ἐρωτήματα: Πῶς παρουσιάζονται οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί Θεοφανείων στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία καί ποιά ἡ ἱστορική ἐξέλιξή τους; Μέσα σέ ποιό ἰδεολογικό πλαίσιο ἑορτάζονταν καί ποιό εἶναι τό θεολογικό περιεχόμενό τους; Οἱ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά δέν μποροῦν νά ἀγνοήσουν τήν ἀρχή ὅτι κάθε ἱστορική ἐξέλιξη εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ συγκεκριμένους χώρους, καί ὅτι κάθε προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου τῶν ἑορτῶν εἶναι ἐπίσης συνδεδεμένος μέ συγκεκριμένα πρόσωπα. ῎Ετσι ἡ ὅλη διαπραγμάτευση θά ἐπικεντρωθεῖ κυρίως, ἀλλ᾿ ὄχι ἀποκλειστικά, στό χῶρο τῆς Καππαδοκίας καί ἰδιαίτερα στά πρόσωπα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Η ἐπιλογή αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας δέν εἶναι ἀσφαλῶς τυχαία· ἡ Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας διαδραμμάτισε, ὡς γνωστόν, κατά τόν Δ΄ αἰώνα, τόν χρυσοῦν αἰῶνα τῆς ᾿Εκκλησίας, σπουδαῖο ρόλο στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα καί στή διαμόρφωση τῆς θεολογίας λόγω τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν της, τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ τοῦ Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καί τοῦ ᾿Αμφιλοχίου ᾿Ικονίου. Οἱ Καππαδόκες αὐτοί ἱεράρχες, μεγάλοι θεολόγοι τῆς ᾿Εκκλησίας καί διαμορφωτές τῆς δογματικῆς ὁρολογίας, ὑπῆρξαν καί ἄριστοι γνῶστες τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας καί τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκευτικῆς ἰδεολογίας τῆς ἐποχῆς τους, γι᾿ αὐτό ἀποτελοῦν τίς ἀσφαλέστερες πηγές γιά νά γνωρίσουμε τόσο τήν παρουσία τῶν ἐν λόγῳ ἑορτῶν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία καί τό ἰδεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία γεννήθηκαν, διαμορφώθηκαν καί ἐξελίχθηκαν, ὅσο καί τό θεολογικό περιεχόμενό τους. Τά ἔργα τους λοιπόν ἀποτελοῦν τή βάση πάνω στήν ὁποία θά στηριχθεῖ ἡ ταπεινή προσφορά μου στό παρόν συνέδριο.
1. ῾Η ἱστορική ἐξέλιξή τους :
Σύμφωνα μέ τήν Καινή Διαθήκη, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ζήτησε ἀπό τούς μαθητές του νά τηροῦν τήν ἀνάμνηση τοῦ θανάτου του (βλ. Λουκ. 22, 1920), χωρίς ὅμως νά τούς δώσει κάποια ἐντολή ἤ ἀπαγόρευση γιά τόν ἑορτασμό τῆς Γεννήσεώς του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ὕψιστο γεγονός γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βεβαιώνουν ἡ Καινή Διαθήκη (βλ. ἐνδεικτικά Ματ. 1, 18 κ. ἑξ.· Λουκ. 2, 17· Φιλ. 2, 7) ἀλλά καί οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ετσι οἱ ᾿Απόστολοι καί τά μέλη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας γιά ἕνα χρονικό διάστημα δέν ἑόρταζαν τή Γέννηση τοῦ Κυρίου(2). Πόσο μεγάλο ἦταν αὐτό τό χρονικό διάστημα, εἶναι δύσκολο νά προσδιορισθεῖ μέ ἀκρίβεια. Εἶναι σημαντικό ὅμως νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τούς δύο πρώτους αἰώνες μετά τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ κανείς δέν γνώριζε, καί λίγοι ἐνδιαφέρονταν, γιά τόν ἀκριβῆ προσδιορισμό τῆς ἄγνωστης ἡμερομηνίας τῆς Γεννήσεως του(3). ᾿Εκτός αὐτοῦ λόγω τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρικῶν θανάτων τῶν χριστιανῶν, κατά τή συγκεκριμένη περίοδο θεωρεῖτο σημαντική ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου καί ἑορτάζονταν, ὅπως καί μέχρι σήμερα, οἱ ἡμέρες τῆς θανάτωσης τῶν μαρτύρων σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς ἡμέρες γεννήσεως στήν ἔνδοξη καί οὐράνια ζωή, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς ἐπί γῆς γεννήσεως θεωρεῖτο ἀσήμαντη(4). ᾿Εξ ἄλλου οἱ πρῶτοι χριστιανοί θέλοντας νά τονίσουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ σκόπιμα ὑποβίβαζαν τή σημασία τῆς σαρκικῆς του Γεννήσεως(5). ᾿Επίσης ἀπέφευγαν νά ἑορτάζουν γενικῶς τίς ἡμέρες τῶν γενεθλίων πιθανότατα λόγω τῆς σχέσης τους μέ τήν ἀστρολογία καί τή μαντεία(6), τῶν παγανιστικῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς(7) καί ἴσως γιά λόγους ἀποστασιοποίησης ἀπό τίς γενέθλιες ἑορτές τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων(8). Οἱ ἀντιρρήσεις αὐτές φαίνεται ὅτι δέν εἶχαν τόν τρίτο αἰώνα τήν ἴδια βαρύτητα μέ ἐκείνη πού εἶχαν τούς προηγούμενους αἰῶνες· προφανῶς γιατί τότε ἡ πλειονότητα τῶν χριστιανῶν ἦσαν ἐξ ἐθνικῶν πού θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους νομοταγεῖς Ρωμαίους, γιά τούς ὁποίους οἱ ἑορτασμοί τῶν γενεθλίων ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ πολιτισμοῦ τους(9). ῾Ωστόσο ἐδῶ πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι, μέ βάση τά βιβλικά κείμενα(10), σέ καμιά περίπτωση ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου δέν γινόταν ἀντιληπτή μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γινόταν ἡ γέννηση ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου(11). ᾿Εξ ἄλλου ἐφ᾿ ὅσον κατά τόν τρίτο αἰώνα στή ρωμαϊκή κοινωνία οἱ δομές εἶχαν μεταβληθεῖ δραματικά, ἦταν δύσκολο οἱ ἀντιρρήσεις πού ἐπικρατοῦσαν ἐπί κυριαρχίας τῆς εἰδωλολατρείας νά ἐξακολουθοῦν νά ἐμποδίζουν(12) τόν ἑορτασμό μιᾶς τόσο σημαντικῆς στιγμῆς στήν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ(13), πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν ὁ ἑορτασμός αὐτός δέν ἦταν ἀντίθετος μέ τήν Καινή Διαθήκη(14).
Οἱ πρῶτες ἀναφορές περί ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖαι, ἀπό μερικούς ἐρευνητές, ὅτι ὑπάρχουν σέ κείμενα τοῦ πάπα Τελεσφόρου (125136)(15), ἐνῶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τήν ἐκδοχή αὐτή θεωρώντας ὅτι δέν πρόκειται γιά αὐθεντικά στοιχεῖα, ἀλλά γιά μεταγενέστερες παρεμβολές(16). ῎Αλλοι πιθανολογοῦν τήν ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ στό δεύτερο αἰώνα(17) καί ἄλλοι στόν τρίτο(18).
Πάντως κατά τήν ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ σέ πολλές ᾿Εκκλησίες ἦταν στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων καί ἑορτάζονταν στήν ᾿Ανατολή ἀπό κοινοῦ, τήν 6η ᾿Ιανουαρίου, μέ τό ὄνομα Θεοφάνεια ἤ ᾿Επιφάνεια(19). Τά ὀνόματα αὐτά, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἱστορία τῶν ἑορτῶν(20), δείχνουν ὅτι ἀρχικά ἡ ἑορτή ἦταν ἀφιερωμένη στήν ἀνάμνηση τῆς ἐπί γῆς φανερώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γενικῶς, καί εἰδικότερα σέ ὁρισμένα γεγονότα τῆς ζωῆς του στά ὁποῖα κατ’ ἐξοχήν φανερωνόταν ἡ θεότητά του: ἡ Γέννηση, ἡ προσκύνηση τῶν μάγων, ἡ Βάπτιση στόν ᾿Ιορδάνη μέ τήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος, τό ἐν Κανᾷ θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο, ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων ἀνθρώπων μέ πέντε ἄρτους κ. ἄ., ὅπου φανερώνεται ἡ θεία δύναμη τοῦ Κυρίου(21). ῾Η ἑορτή λοιπόν τῶν Θεοφανείων ὑπῆρξε στήν ἀρχή συγκεντρωτική ἑορτή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζονταν πολλά γεγονότα καί γι᾿ αὐτό ἡ ὀνομασία της Θεοφάνεια ᾿Επιφάνεια εἶναι στόν πληθυντικό ἀριθμό(22).
῾Η ἑορτή τῶν Θεοφανείων ἄρχισε νά ἑορτάζεται κατά τήν τρίτη ἑκατονταετία στήν ᾿Ανατολή καί ἰδιαίτερα στήν Αἴγυπτο. Τήν πρώτη μαρτυρία γιά τήν ἑορτή βρίσκουμε στό ἔργο Στρωματεῖς τοῦ Κλήμεντα ᾿Αλεξανδρέα († περί 250), ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι οἱ ὀπαδοί τοῦ γνωστικοῦ Βασιλείδη ἑόρταζαν στήν ᾿Αλεξάνδρεια τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου(23). Φαίνεται ὅτι οἱ γνωστικοί ἄρχισαν νά ἑορτάζουν τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀποδίδοντας σ᾿ αὐτή τή μεγαλύτερη σημασία ἀπ’ ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, διότι σύμφωνα μέ τήν αἱρετική διδασκαλία τους ὁ Χριστός μέχρι τή Βάπτισή του ἦταν συνήθης ἄνθρωπος, ὑποκείμενος στήν ἁμαρτία, καί ἔγινε Υἱός τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὥρα τῆς Βαπτίσεως καί τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατ᾿ αὐτήν. Μποροῦμε ἀσφαλῶς νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιδρώντας πρός τούς γνωστικούς ἄρχισαν νά ἑορτάζουν στήν ᾿Ανατολή τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως ἀποδίδοντάς σ᾿ αὐτήν τήν ὀρθή σημασία· δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός καί πρίν τή Βάπτιση ἦταν Θεός, μόνο πού κατά τή Βάπτιση φανερώθηκε ἡ θεότητά του καί ἀκριβῶς γι’ αὐτό ἡ ἑορτή ἔλαβε τό ὄνομα ᾿Επιφάνεια ἤ Θεοφάνεια. ᾿Ενδιαφέρον εἶναι ὅτι ὁ ᾿Ωριγένης στά μέσα τοῦ τρίτου αἰώνα, ἀπαριθμώντας τίς χριστιανικές ἑορτές στό ἔργο του Κατά Κέλσου, δέν ἀναφέρει τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων(24). Στό κείμενο Testamentum Domini nostri Jesu Christi (Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ) (I, 2628) ἀναφέρεται παράλληλα μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα καί ἡ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. ᾿Επίσης ὁμιλία πού ἀποδόθηκε στόν Γρηγόριο Νεοκαισαρείας τόν θαυματουργό (†270), εἶναι ἀφιερωμένη στήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων(25) καί λίγες δεκαετίες ἀργότερα ὁ ἅγιος Φίλιππος ἐπίσκοπος ῾Ηρακλείας (†304) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἑορτή ἑορταζόταν στή Θράκη(26). Σέ νεότερη ἐποχή στήν πάλαι ποτέ ᾿Αρσινόη (σήμερα Faijûm) τῆς Αἰγύπτου βρέθηκε πάπυρος τῶν ἀρχῶν τοῦ Δ΄ αἰ., στόν ὁποῖο μεταξύ ἄλλων ἀναφέρονται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Βηθλεέμ, ὁ ἀστήρ, καί οἱ ποιμένες· περιέχει δέ καί ἀντίφωνο πού ψαλλόταν κατά τήν ἑορτή τῶν ᾿Επιφανείων (6 ᾿Ιαν.) καί ὅπως φαίνεται, ἀποτελοῦσε εἰσαγωγή στήν ἑορτή(27). ῾Ο ἅγιος ᾿Εφραίμ ὁ Σῦρος (†373) ἀναφέρεται ἀπό κοινοῦ στή Γέννηση, τή Βάπτιση καί τό ἐν Κανᾷ θαῦμα(28). Τό γνωστό ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας (Peregrinatio Aetheriae ad loca sancta) τοῦ τέλους τοῦ Δ΄ αἰ. μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἑορτή τῶν ᾿Επιφανείων (6 ᾿Ιαν.) στά ῾Ιεροσόλυμα, ὁπότε ἑορταζόταν καί ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου.(29) ᾿Από τίς παραπάνω μαρτυρίες βλέπουμε ὅτι ὁ ἑορτασμός τῶν ᾿Επιφανείων Θεοφανείων ἀρχίζει κατά τόν Γ΄ αἰ. στήν ᾿Ανατολή καί συνεχίζει νά ἑορτάζεται ὡς κοινή ἑορτή μέχρι τά τέλη περίπου τοῦ Δ΄ αἰώνα.
Κατά τόν Δ΄ αἰ. ἡ Δύση δέχθηκε τήν ἑορτή τῶν ᾿Επιφανείων (6 ᾿Ιαν.) ἀπό τήν ᾿Ανατολή καί, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, ἡ ἀνατολή λίγο ἀργότερα παρέλαβε ἀπό τή Δύση τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (25 Δεκ.). ῾Ο ρωμαῖος ἱστοριογράφος Ammianus Marcellinus (᾿Αμιανός Μαρκελλίνος) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τό 361 ἡ ἑορτή τῶν ᾿Επιφανείων ἑορταζόταν ἤδη στή Γαλατία καί ὅτι παρευρέθηκε καί ὁ ᾿Ιουλιανός ὁ ἀποστάτης, προφανῶς γιά νά καλύψει τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή χριστιανική πίστη(30). Στήν ῾Ισπανία ἡ σύνοδος τῆς Σαραγόσας (380) μέ τόν τρίτο κανόνα της ἐπιτάσσει νά ἑορτάζονται τά ᾿Επιφάνεια ὡς μία ἀπό τίς πιό ἐπίσημες ἑορτές τοῦ ἔτους(31). ῎Ετσι περί τά τέλη τοῦ Δ΄ καί ἀρχές τοῦ Ε΄ αἰ. ἡ ἑορτή εἶχε ἐπικρατήσει στή Δύση καί ἑορταζόταν παντοῦ πλήν τῶν δονατιστῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἀρνοῦνταν ὡς νεωτερισμό.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Βαπτίσεως καί τῆς Γεννήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μέχρι τά μέσα περίπου τοῦ Δ΄ αἰ. ἑορτάζονταν ὡς κοινή ἑορτή στίς 6 ᾿Ιανουαρίου. Τό στενό σύνδεσμο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν διαπιστώνουμε καί σήμερα ἀπό τίς ἀκολουθίες τους. Στήν ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων συναντοῦμε στοιχεῖα πού ἁρμόζουν στά Θεοφάνεια καί στήν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων στοιχεῖα πού ἁρμόζουν στά Χριστούγεννα.
᾿Από τά μέσα τοῦ Δ΄ αἰώνα ἔχουμε μαρτυρίες ὅτι ὁ κοινός ἑορτασμός τῶν δύο μεγάλων γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, τῆς Γεννήσεως καί τῆς Βαπτίσεως, ἄρχισε νά ἑορτάζεται σέ μερικές ἐπαρχίες ξεχωριστά. Σέ χρονικό τοῦ ἔτους 354, γνωστό ὡς χρονικό τοῦ Furius Dionysius Filocalus, καί συγκεκριμένα στό τμῆμα Depositio martyrum τήν VII kalende (τήν 7η πρό τῶν Καλανδῶν δηλαδή τήν 25η Δεκεμβρίου) ἀναφέρει ὡς «ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στή Βηθλεέμ» (VII Kal. Ian. Natus Christus in Bethleem Judae). Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου πού ἑορτάσθηκε ἀπό τόν πάπα Λιβέριο στή Ρώμη στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 354, ἐνῶ σέ ἄλλες τοπικές ᾿Εκκλησίες ἑορταζόταν ἀκόμη στίς 6 ᾿Ιανουαρίου(32).
῾Ο διαχωρισμός τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τῆς Βαπτίσεως τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου ἀποδίδεται συνήθως σέ δύο λόγους: ῾Ο πρῶτος θεωρεῖ ὅτι μετά τόν τερματισμό τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρικῶν θανάτων τῶν χριστιανῶν ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν οἱ ἐνθουσιαστικές ἐσχατολογικές τάσεις καί νά ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο ἡ ἀνθρώπινη ζωή καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἡμέρα τῆς γεννήσεως ἄρχισε νά γίνεται πιό σεβαστή, μέ συνέπεια νά καθιερωθεῖ καί ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων. ῾Ο δεύτερος λόγος ἀναφέρεται στήν ἀνάγκη τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας νά καθιερώσει κάποια ἑορτή παράλληλη πρός τίς εἰδωλολατρικές ἑορτές πού ἑορτάζονταν στίς 25 Δεκεμβρίου καί τίς προηγούμενες ἀπ’ αὐτήν ἡμέρες. Στή Ρώμη ἀπό τή 17η ἕως τήν 23η Δεκεμβρίου ἄρχιζαν οἱ ἑορτές Saturnalia, ἀφιερωμένες στό θεό Saturna (Κρόνο), πού περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις καί κορυφώνονταν τήν 24η καί 25η Δεκεμβρίου, ἡμέρα ἀφιερωμένη στό θεό Μίθρα, δηλαδή τόν «ἀήττητο ἥλιο» (Sol invinctus), καθώς ἐπίσης καί οἱ ἑορτές Brumalia, ἑορτασμός τῆς μικρότερης ἡμέρας τοῦ ἔτους (bruma) (33). ῾Ο θεός ῞Ηλιος ἑορταζόταν στή Ρώμη ὡς κρατικός καί αὐτοκρατορικός θεός καί ἰδιαίτερα κατά τή βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορα ᾿Ιουλιανοῦ (361363), μέ τήν ἐπέκταση δέ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στή ᾿Ανατολή καθιερώθηκε ἡ συγκεκριμένη ἑορτή σέ χῶρες ὅπου ἀργότερα ἀναπτύχθηκε ἡ χριστιανική ᾿Εκκλησία, ὅπως ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Συρία. ῾Η ἑορτή τοῦ ῾Ηλίου σημειώνεται καί στό χρονικό Filocalus πού προαναφέραμε, ὡς γεννέθλιος ἡμέρα τοῦ «ἀήττητου θεοῦ ἡλίου» (Natalis solis invincti), πού ἑορταζόταν τήν 25η Δεκεμβρίου. ῾Η συγκεκριμένη ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς τοῦ ῾Ηλίου ἦταν ἀσφαλῶς συνδεδεμένη μέ τή θεωρία τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης ὅτι στό χειμερινό ἡλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) σημειώνεται ἡ ἐτήσια μικρότερη διάρρκεια τῆς ἡμέρας καί ἀντιστοίχως ἡ μεγαλύτερη διάρκεια τῆς νύχτας. Μετά τήν παρέλευση δύο ἡμερῶν, μέ τήν ἴδια πρακτικῶς ἀναλογία ἡμέραςνύχτας, ἡ ἡμέρα ἀρχίζει νά μεγαλώνει ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου μέχρι καί τήν ἀντιδιαμετρική περίπτωση, τό θερινό ἡλιοστάσιο (21 ᾿Ιουνίου). Θεωρήθηκε δηλαδή ὅτι κατά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο ὁ ῞Ηλιος ἀρχίζοντας τή νικηφόρο πορεία του ξαναγεννιέται καί γι’ αὐτό καθιερώθηκε ὡς γενέθλιος ἡμέρα του(34).
Τό φυσικό αὐτό φαινόμενο θεωρήθηκε ἀπό τούς χριστιανούς ὡς κατάλληλο σύμβολο τῆς ἐμφάνισης τοῦ ῾Ηλίου τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, πού διέλυσε τή μακρά νύχτα τῆς ἁμαρτίας(35). ῎Ετσι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος (274323), σέ ἀντίθεση μέ τούς προκατόχους του, ὅταν καθιέρωσε τό χριστιανισμό, ἄρχισε νά ἀποδίδει τιμή ὄχι πλέον στόν εἰδωλολατρικό θεό ῞Ηλιο, ἀλλά στόν δημιουργό τοῦ σύμπαντος Θεό Λόγο, τόν Χριστό, τόν «ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», κατά τούς λόγους τοῦ προφήτη Μαλαχία: «καί ἀνατελεῖ ὑμῖν τοῖς φοβουμένοις τό ὄνομά μου ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (4,2)(36). Οἱ χριστιανοί λοιπόν ἄρχισαν νά ἑορτάζουν κατά τήν ἡμέρα πού ἦταν ἀφιερωμένη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες στόν ἀήττητο θεό ῞Ηλιο (Natalis Solis invincti), τή Γέννηση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν ὄχι μόνο «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» ἀλλά καί «φῶς», τόσο ἀπό τούς προφῆτες («ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότι, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χῶρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς» (῾Ησ. 9,2. Πρβλ. αὐτόθι 42,6· 49,6· 27,5· 46,13)), ὅσο καί ἀπό τούς εὐαγγελιστές: «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» (Λουκ. 2,32)· φῶς «ἐξ ὕψους, ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τούς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδόν εἰρήνης» (Λουκ. 1,7879)· «τό φῶς τοῦ κόσμου» (᾿Ιω. 8,12). ῾Ο παραλληλισμός τοῦ Χριστοῦ ὡς ἡλίου καί φωτός τοῦ κόσμου πού ἐπικρατεῖ ἐπί τοῦ σκότους σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν εἰδωλολατρικό ῞Ηλιο, βλέπουμε νά ἀναπτύσεται ἀπό πολύ νωρίς στή χριστιανική γραμματεία καί νά κυριαρχεῖ στήν ὑμνολογία εὐθύς ἀμέσως μετά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑορτῆς. ῎Ετσι ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρέας († περί 250) ὀνομάζει τόν Χριστό «τῆς ἀναστάσεως ἥλιο»(37), ὁ Κυπριανός Καρθαγένης (+258) «sol verus»(38) (ἀληθινό ἥλιο), ὁ ᾿Αμβρόσιος Μεδιολάνων (373/4397) «νέον ἥλιο»(39), ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «τό ἀληθινόν φῶς τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»(40) καί ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός «φῶς νοητόν καί ἥλιος δικαιοσύνης καί ἀνατολή ἐν ταῖς γραφαῖς ὠνόμασται ὁ Χριστός»(41). Στή δέ ἐκκλησιαστική ὑμνολογία καί ἰδιαίτερα στήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ψάλλουμε: «...ἐξανέτειλε γάρ φῶς τοῖς ἐσκοτισμένοις...»(42), «᾿Ανέτειλες Χριστέ ἐκ Παρθένου, νοητέ ῞Ηλιε τῆς δικαιοσύνης...»(43), «...σέ προσκυνεῖν τόν ῞Ηλιον τῆς δικαιοσύνης...»(44).
῾Η χριστιανική ἀντίληψη γιά τό πρόσωπο τοῦ ἐναθρωπήσαντος Χριστοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά κείμενα καί τήν ὑμνολογία, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου δέν ἔγεινε ἀποκλειστικά γιά λόγους ἀνταγωνιστικούς στήν εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἀλλά ὅτι προῆλθε ἁπλῶς ἀπό τή σημασία πού ἤδη οἱ χριστιανοί ἀπέδιδαν στήν ἑορτή, ἡ δέ ἀντιπαράθεση πρός τήν εἰδωλολατρική ἑορτή ὑπῆρξε μόνον ἀφορμή. ῾Ο σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας δηλαδή δέν ἦταν νά ἀντιπαρατάξει μιά χριστιανική ἑορτή σέ μιά ἐπικρατούσα εἰδωλολατρική, ἀλλά νά ἀποσαφηνίσει τό μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στούς πιστούς χριστιανούς καί νά δώσει συγχρόνως ἀπάντηση στίς πνευματικές ἀναζητήσεις τῶν ἐθνικῶν(45). ᾿Επί τοῦ προκειμένου εἶναι πολύ χαρακτηριαστικά τά ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συνδέοντας τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ ἀληθινοῦ φωτός», μέ τό χειμερινό ἡλιοστάσιο: «῞Οταν πλεονάζειν ἄρχηται τό ἡμερήσιον μέτρον κατά τήν χειμέριον ὥραν, τοῦ ἡλίου πρός τόν ἄνω δρόμον ἀναποδίζοντος, τήν τοῦ ἀληθινοῦ φωτός θεοφάνειαν, τοῦ διά σαρκός ἐπιλάμψαντος τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ ἑορτάζομεν»(46).
᾿Αλλά ἐνῶ στή Ρώμη τό 354 ἑορταζόταν ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου, στήν ᾿Ανατολή συνέχιζε νά ἑορτάζεται στίς 6 ᾿Ιανουαρίου μαζί μέ τά ᾿Επιφάνεια καί μόλις μερικές δεκαετίες ἀργότερα ἄρχισε νά ἑορτάζεται στίς 25 Δεκεμβρίου, στήν ἀρχή σέ κάποιες τοπικές ᾿Εκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς. ῎Ετσι βλέπουμε ὅτι ἡ ᾿Ανατολή ἔλαβε ἀπό τή Δύση τόν ἑορτασμό τῆς συγκεκριμένης ἑορτῆς, ἐνῶ, ὅπως γνωρίζουμε, συνήθως ἡ Δύση λάμβανε ἀπό τήν Ανατολή τίς χριστιανικές ἑορτές καί τίς ἡμερομηνίες πανηγυρισμοῦ τους(47).
Στήν Καππαδοκία φαίνεται ὅτι ὁ ἑορτασμός τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου ἄρχισε λίγο πρίν τό 380. Συγκεκριμένα ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τό 382 στό Λόγο του ’Επιτάφιος εἰς τόν μέγαν Βασίλειον περιγράφει τή Λειτουργία «τῶν ᾿Επιφανείων» κατά τήν ὁποία ἱερουργοῦσε ὁ Μ. Βασίλειος καί παρευρέθηκε καί ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (328378), ὁ ὁποῖος θαύμασε «τοῦ τε λαοῦ τό πέλαγος... καί πᾶσαν τήν εὐκοσμίαν, ὅση τε περί τό βῆμα, καί ὅση πλησίον, ἀγγελικήν μᾶλλον ἤ ἀνθρωπίνην»(48). Bεβαίως στήν ὁμιλία αὐτή ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει ἁπλῶς «ἦν δέ ἡμέρα τῶν ᾿Επιφανείων»(49), πού θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ κοινή ἑορτή τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου· ἄν λάβουμε ὅμως ὑπόψη τήν ὁμιλία 38 τοῦ Γρηγορίου, τήν ὁποίαν ἐπιγράφει Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος(50), βλέπουμε ὅτι στό ἐσωτερικό της ἐπιβεβαιώνει τόν τίτλο λέγοντας «τά δέ νῦν Θεοφάνεια, ἡ πανήγυρις, εἴτουν Γενέθλια»,(51) συνεπῶς εἶναι προφανές ὅτι λέγοντας «᾿Επιφάνεια» ἐννοεῖ τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. ῾Ο ρῶσσος ἱστορικός Μ. Skaballanovič(52) θεωρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος εἰσήγαγε στήν Καισσάρεια τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου, βασιζόμενος σέ ὁμιλία του πού ἐπιγράφεται Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν(53), ἡ ὁποία ὅμως θεωρεῖται ἀμφιβαλλόμενη(54). Πρέπει ὅμως νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ ὁμιλία αὐτή, πού ἀναφέρεται πράγματι στό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, θά μποροῦσε νά ἔχει ἐκφωνηθεῖ καί κατά τήν παραδοσιακή ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν 6η ᾿Ιανουαρίου.
῾Ο Γρηγόριος Νύσσης στόν πρόλογο τοῦ ᾿Επιταφίου Λόγου εἰς τόν ἴδιον ἀδελφόν τόν Μέγαν Βασίλειον πού ἐκφώνησε τήν 1η ᾿Ιανουαρίου τοῦ 381(55), ἀναφέρει τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ὡς ἑορτή ξεχωριστή. Συγκεκριμένα ὁμιλεῖ γιά τόν κύκλο τῶν ἑορτῶν λέγοντας ὅτι «Καλόν ἐπέθηκεν ὁ Θεός τήν τάξιν ταῖς ἐτησίοις ταύταις ἡμῶν ἑορταῖς, ἅς διά τινος τεταγμένης ἀκολουθίας κατά τάς ἡμέρας ταύτας ἤδη τε ἠγάγομεν καί πάλιν ἄγομεν. ῾Η δέ τάξις ἡμῖν ἐστι τῶν πνευματικῶν πανηγύρεων...» καί τονίζει τήν ξεχωριστή θέση τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου: «῾Η γάρ ἐπί τῇ θεοφανείᾳ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ χάρις, ἡ διά τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως ἀναδειχθεῖσα τῷ κόσμῳ, οὐχ ἁπλῶς ἐστιν ἁγία πανήγυρις, ἀλλά ἁγία ἁγίων, καί πανήγυρις πανηγύρεων. Οὐκοῦν τάς μετ᾿ αὐτήν ἀριθμήσωμεν...». ῎Ετσι ἀπαριθμεῖ τίς ἑορτές πού ἀκολουθοῦν τά Χριστούγεννα ἀρχίζοντας κατά τάξη ἀπό τούς ἀποστόλους, τούς προφῆτες κ.λπ., καί θέτοντας πρῶτον τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο καί τελειώνοντας μέ τόν Βασίλειο: «εἶτα μετά τούτους φυλάξας τήν ἑαυτοῦ τάξιν, ἐξάρχει τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως ὁ ποιμήν καί διδάσκαλος (=ὁ Βασίλειος)»(56). Μέ δεδομένα α) ὅτι ὁ Λόγος ἐκφωνήθηκε τήν 1η ᾿Ιανουαρίου, ἡ ὁποία καί καθιερώθηκε ὡς ἑορτή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἄλλωστε τό λέγει ὁ ἅγιος Νύσσης «ἐξάρχει (ὁ Βασίλειος) τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως», καί β) ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ἑορταζόταν τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων (26 Δεκ.), πού τό ἀναφέρει ἐπίσης καί σέ ἄλλη ὁμιλία του λέγοντας «χθές ἡμᾶς ὁ τοῦ παντός Δεσπότης εἱστίασε, σήμερον, ὁ μιμητής τοῦ Δεσπότου (=ὁ Στέφανος)»(57), εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων ἤδη τό 380 ἐτελεῖτο στήν Καππαδοκία τήν 25η Δεκεμβρίου. ᾿Αλλά καί σέ μιά ἄλλη ὁμιλία του πρός τιμήν τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου ὁ Γρηγόριος Νύσσης τοποθετεῖ μετά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων τίς ἑορτές τῶν ἁγίων μιμητῶν τοῦ Χριστοῦ: «᾿Επεδήμησε Χριστός τῷ κόσμῳ εἰς σωτηρίαν, καί μετ’ αὐτόν ἐβλάστησαν οἱ καρποί τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ελαμψεν ὁ μάρτυς τῆς ἀληθείας, καί συνέλαμψαν οἱ μάρτυρες τῆς μεγάλης οἰκονομίας. ᾿Ηκολούθησαν οἱ μαθηταί τῷ Διδασκάλῳ, τοῖς Κυριακοῖς ἴχνεσιν ὁδεύοντες· μετά Χριστόν οἱ Χριστοφόροι· μετά τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης οἱ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης»(58). ῾Η διαδοχή τῶν λειτουργικῶν ἑορτῶν πού ἀναφέρει τό κείμενο αὐτό («πρῶτος μέν ἡμῖν ὁ Στέφανος... καί κορυφαῖοι ὁ Πέτρος, καί ὁ ᾿Ιάκωβος, καί ὁ ᾿Ιωάννης, οἱ σήμερον ταῖς ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρίαις σεμνυνόμενοι...»(59)), πού καί μέχρι σήμερα ἰσχύει, μᾶς παραπέμπει ἀσφαλῶς στό ξεχωριστό ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων πού ἐτελεῖτο τότε στήν Καππαδοκία.
᾿Επίσης σέ ἄλλη ὁμιλία τοῦ Νύσσης, πού πιθανῶς ἐκφωνήθηκε τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων (6 ᾿Ιαν. τοῦ 383) καί ἐπιγράφεται Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων(60), ὁ ἱερός πατήρ ἀναφέρεται σαφέστατα στήν προηγηθείσα ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, πού ἀσφαλῶς εἶχε ἑορτασθεῖ στίς 25 Δεκεμβρίου: «᾿Εγεννήθη τοίνυν Χριστός, ὡς πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ὁ πρό πάσης οὐσίας αἰσθητῆς τε καί νοητῆς γεννηθείς. Βαπτίζεται σήμερον παρά ᾿Ιωάννου, ἵνα τόν ἐῤῥυπομένον ἀποκαθάρῃ»(61). ῾Ο ξεχωριστός ἑορτασμός τῶν ἑορτῶν Γεννήσεως καί Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου ὑποδηλώνεται μέ τόν πιό σαφῆ τρόπο καί ἀπό τόν ἐκ Καππαδοκίας ᾿Αστέριο ᾿Αμασείας: «Γενέθλιον ἑορτάζομεν... Φῶτα πανήγυριν ἄγομεν... χαίροντες ἐκπομπεύομεν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ᾿Αναστάσεως»(62).
῾Ο ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων ὡς ξεχωριστή ἑορτή ἀπό τά Θεοφάνεια καί ὁ πανηγυρισμός της στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσάγεται στήν ᾿Εκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Οὐάλεντος καί τήν ἄνοδο στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐκλέχθηκε τό 379 ὁ Γρηγόριος στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά ἀποκαταστήσει τήν ὀρθοδοξία πού εἶχε πληγεῖ ἀπό τόν ἀρειανισμό. ῾Ο Γρηγόριος ἀπό τό ναό τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας, τόν μόνο πού βρισκόταν στά χέρια τῶν ὀρθοδόξων, ἄρχισε τήν κηρυγματική καί ἐν γένει ποιμαντική του δραστηριότητα. ᾿Εκεῖ ἑόρτασε γιά πρώτη φορά στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 379 τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἐξεφώνησε τρεῖς ὁμιλίες· τήν ῾Ομιλία εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος(63), τήν ῾Ομιλία εἰς τά ἅγια Φῶτα(64) καί τήν ῾Ομιλία εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα(65). ῾Η πρώτη ἀφορᾶ τήν πανήγυρη τῆς Γεννήσεως στίς 25 Δεκεμβρίου, γιατί ἀφοῦ ἀναγγέλλει τή Γέννηση τοῦ Κυρίου μέ τό χαρμόσυνο ὕμνο «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»(66), προανάγγέλει στή συνέχεια τήν προσεχῆ ἑορτή τῆς Βαπτίσεως: «Μικρόν μέν οὖν ὕστερον ὄψει καί καθαιρόμενον ᾿Ιησοῦν ἐν τῷ ᾿Ιορδάνι τήν ἐμήν κάθαρσιν... Νυνί δέ... καί τήν γέννησιν σεβάσθητι...»(67). ῾Η δεύτερη, ἡ ῾Ομιλία εἰς τά ἅγια Φῶτα, πού ἐκφωνήθηκε στίς 6 ᾿Ιανουαρίου τοῦ 381, ὑπενθυμίζει τήν προηγούμενη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων: «Τῇ μέν οὖν γεννήσει τά εἰκότα προεορτάσαμεν»(68) καί ἀναφέρεται στό μυστήριο τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, πού παρέμεινε νά πανηγυρίζεται στίς 6 ᾿Ιανουαρίου: «Νυνί δέ πρᾶξις ἄλλη καί ἄλλο μυστήριον... Χριστός φωτίζεται... Χριστός βαπτίζεται»(69). Καί τέλος ἡ Τρίτη, ἡ ῾Ομιλία εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, πού ἐκφωνήθηκε τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὑπενθυμίζει μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο τήν προηγούμενη ἑορτή τῶν Φώτων «χθές τῇ λαμπρᾷ τῶν Φώτων ἡμέρᾳ πανηγυρίσαντες...»(70) καί συνεχίζει νά κάνει λόγο γιά τό βάπτισμα: «σήμερον περί τοῦ βαπτίσματος βραχέα διαλεξόμεθα... εἰ καί χθές ἡμᾶς ὁ λόγος παρέδραμε, τῆς ὥρας κατεπειγούσης καί ἅμα τοῦ λόγου τόν κόρον φεύγοντος»(71). ᾿Αξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στίς ὁμιλίες αὐτές ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς εἰσηγητή τοῦ ξεχωριστοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων στήν Κωνσταντινούπολη: «ἐγώ τε ὁ τῆς ἑορτῆς ἔξαρχος»(72).
Μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Γρηγορίου ἀπό τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 381 φαίνεται ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἔπαυσε νά πανηγυρίζεται στίς 25 Δεκεμβρίου, ἄν λάβουμε σοβαρά ὑπ᾿ ὄψη μιά μεταγενέστερη εἴδηση, τοῦ ἐπισκόπου Νικαίας ᾿Ιωάννη (ΙΒ΄ αἰ.), σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ἑορτή εἰσήχθη στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν βασιλέα ῾Ονώριο (395428), ὅταν ἐπισκέφθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τόν ἀδελφό του ᾿Αρκάδιο (395408) καί τόν ἔπεισε νά ἑορτάζονται τά Χριστούγεννα κατά τό παράδειγμα τῆς Ρώμης. Τό γεγονός αὐτό θά πρέπει νά συνέβη τό 395(73).
Στήν ᾿Αντιόχεια ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσάγεται ἀπό τόν ᾿Ιωάννη τόν Χρυσόστομο. Οἱ πληροφορίες πού λαμβάνουμε ἀπό τίς ὁμιλίες του σχετικά μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, εἶναι περισσότερο ἀκριβεῖς ἀπ᾿ ὅ,τι τῶν ἄλλων πατέρων. Συγκεκριμένα σέ ὁμιλία του Εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος, πού ἐκφωνήθηκε στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 386(74), θεωρεῖ ὅτι ἡ 25η Δεκεμβρίου εἶναι ὄντως ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑορτή ἔγινε γνωστή στήν ᾿Αντιόχεια κατά τήν τελευταία δεκαετία (376386), πληροφορία πολύ ἐνδιαφέρουσα γιά τήν ἱστορία τῆς ἑορτῆς στήν ᾿Ανατολή: «Καίτοι γε οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα γεγένηται»(75).
Στήν Αἴγυπτο στίς ἀρχές τοῦ Ε΄ αἰώνα, ὁ ᾿Ιωάννης Κασσιανός σέ ἔργο του σχετικό μέ τό μοναχισμό τῆς Αἰγύπτου ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑορτή τῶν ᾿Επιφανείων θεωρεῖτο καί ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου· ὀνομάζει δέ τή συνήθεια αὐτή «antiqua traditio» (παλαιά παράδοση)(76). ῾Η παράδοση αὐτή ὅμως λίγο ἀργότερα ἄλλαξε. Αὐτό μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἐπισκόπου ᾿Εμέσης Παύλου στόν Κύριλλο ᾿Αλεξανδρείας (412444) καί τήν ἐκφώνηση στόν Καθεδρικό ναό τῆς ᾿Αλεξανδρείας ὁμιλίας γιά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου κατά τό αἰγυπτιακό ἔτος 29 καί μήνα Χοιάκ, πού ἀντιστοιχεῖ στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 432(77). Συνεπῶς τό 432 εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ στήν ᾿Αλεξάνδρεια ὁ ἑορτασμός τῆς 25ης Δεκεμβρίου.
῾Η παλαιά συνήθεια τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων-Θεοφανείων διατηρήθηκε γιά περισσότερο χρονικό διάστημα στήν ᾿Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων. ῾Ο Βασίλειος Σελευκείας σέ ὁμιλία του κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἀναφέρει ὅτι τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου στά ῾Ιεροσόλυμα εἰσήγαγε ὁ σύγχρονός του πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων ᾿Ιουβενάλιος (425458), τόν ὁποῖο μάλιστα ἐπαινεῖ γιά τήν πρωτοβουλία του αὐτή(78). Φαίνεται ὅτι ὁ ᾿Ιουβενάλιος ἀναγκάσθηκε νά ἀκολουθήσει τό παράδειγμα τῶν ἄλλων ᾿Εκκλησιῶν ὡς πρός τήν ἀλλαγή τῆς ἡμερομηνίας τοῦ πανηγυρισμοῦ τῶν Χριστουγέννων, λόγω τῆς δυσκολίας πού ἀντιμετώπιζαν στή λιτανεία τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ Γεννήσεως καί Θεοφανείων. Ἡ παράδοση τοῦ ῾Ιεροσολυμιτικοῦ τυπικοῦ ἀπαιτοῦσε κατά τίς πανηγύρεις τήν τέλεση λιτανειῶν στούς τόπους ὅπου συνέβησαν τά ἑορταζόμενα γεγονότα. Κατά τόν κοινό ἑορτασμό τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου ἦταν πολύ δύσκολο νά τελεσθοῦν λιτανεῖες ταυτόχρονα στή Βηθλεέμ καί στόν ᾿Ιορδάνη, λόγω τῆς ἀποστάσεως τους ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Φαίνεται λοιπόν ὅτι λόγω αὐτῆς τῆς δυσκολίας παραλειπόταν ἡ λιτανεία στόν ᾿Ιορδάνη καί προφανῶς γι᾿ αὐτό τό ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας γιά τή κοινή ἑορτή Γεννήσεως–Θεοφανείων τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου τίποτε δέν ἀναφέρει γιά λιτανεία στόν ᾿Ιορδάνη, ἐνῶ περιγράφει λεπτομερῶς τή λιτανεία πού ἐτελεῖτο στή Βηθλεέμ(79). Τόν ΣΤ΄ ὅμως αἰώνα ἔχουμε μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου Τουρώνης (†543) γιά τέλεση λιτανείας στόν ᾿Ιορδάνη κατά τήν πανήγυρη τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου(80).
῾Η καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 25ης Δεκεμβρίου ἀπό τόν ᾿Ιουβενάλιο φαίνεται ὅτι ἦταν προσωρινή, ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη δύο μεταγενέστερες μαρτυρίες. ῾Ο Κοσμᾶς ᾿Ινδικοπλεύστης γύρω στό 530 ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἐνῶ παντοῦ ἑορταζόταν στίς 25 Δεκεμβρίου, στά ῾Ιεροσόλυμα ἑορταζόταν μαζί μέ τά Θεοφάνεια(81). ᾿Επίσης σέ κάποια ὁμιλία του ὁ ᾿Αβράμιος ᾿Εφέσου λέγει ὅτι μόνο οἱ ῾Ιεροσολυμῖτες δέν συμφωνοῦσαν μέ τόν ἤδη τότε καθιερωθέντα ἀπό τίς ἄλλες ᾿Εκκλησίες ἑορτασμό τῆς 25ης Δεκεμβρίου(82). Πάντως κατά τήν ἐποχή τοῦ πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων Σωφρονίου (634638), σύμφωνα μέ μαρτυρία του, ἡ ἑορτή ἔχει πλέον καθιερωθεῖ ὁριστικά στά ῾Ιεροσόλυμα(83).
Στήν Κύπρο περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα τά Χριστούγεννα ἑορτάζονταν ἀκόμη, κατά τήν παλαιά συνήθεια, ξεχωριστά. ῾Ο ᾿Επιφάνιος Σαλαμῖνος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορταζόταν τό Νοέμβριο καί ἡ Γέννηση στίς 6 ᾿Ιανουαρίου(84)· ταύτιζε δέ τά ᾿Επιφάνεια μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ(85).
᾿Επί πλέον θα πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων ἐμφανίσθηκαν στήν ᾿Εκκλησία μετά τίς ἑορτές τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς. Στή διάταξη τῶν αὐτοκρατόρων Οὐαλεντινιανοῦ, Οὐάλεντος καί Γρατιανοῦ τοῡ ἔτους 380 πού καθορίζει τίς ἑορτάσιμες ἡμέρες ἀργίας τῶν δικαστηρίων, βλέπουμε ὅτι δέν περιλαμβάνονται οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων(86). Μόλις τό ἔτος 389 σέ νόμο τῶν αὐτοκρατόρων Οὐαλεντινιανοῦ, Θεοδοσίου καί Ἀρκαδίου ἀναφέρονται τά Χριστούγεννα ὡς ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἀπαγορεύονταν οἱ θεατρικές παραστάσεις(87).
᾿Από τά παραπάνω συνάγεται ὅτι στήν ᾿Ανατολή ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη ἀπό τά τέλη τοῦ Δ΄ (περί τό 380) μέχρι τά μέσα τοῦ Ε΄ αἰώνα, ἐνῶ παρέμεινε νά ἑορτάζεται στίς 6 ᾿Ιανουαρίου ἡ Bάπτιση τοῦ Κυρίου· μόνον οἱ ᾿Αρμένιοι ἔμειναν πιστοί στόν κοινό ἑορτασμό Γεννήσεως καί Θεοφανείων στίς 6 ᾿Ιανουαρίου(88).
2. Τά ὀνόματά τους
Οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ μέ πολλές ὀνομασίες, τίς ὁποῖες συναντoῦμε κυρίως στά ἔργα τῶν Καππαδοκῶν πατέρων. Οἱ κυριότερες εἶναι «ἡ γενέθλιος ἡμέρα», «τά Θεοφάνεια», «τά ᾿Επιφάνεια» καί «τά Φῶτα»(89).
Οἱ ἐκφράσεις γενέθλιος ἡμέρα ἤ τά γενέθλια ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους εἶχαν τήν ἔννοια ἑνός ἐπετειακοῦ ἑορτασμοῦ κάποιου γεγονότος, ὅπως τῆς γεννήσεως ἑνός προσώπου ἤ τά ἐγκαίνια κάποιου ἱεροῦ κτηρίου συνήθως ἱεροῦ ναοῦ, ἤ γενικά κάποια ἐπέτειο πού ἔχει σχέση μέ μιά ἱερή φανέρωση καί ὡς ἐκ τούτου λάμβανε θρησκευτική χροιά(90). ῾Ο μέγας Βασίλειος μιλώντας γιά τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τήν ὀνομάζει «γενέθλιον ἡμέραν»(91) καί ὁ ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας ἀναφερόμενος στήν ἴδια ἑορτή λέγει «γενέθλιον ἑορτάζομεν»(92). ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά δηλώσει τήν ἡμέρα τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους «διά γεννήσεως», χρησιμοποιεῖ τή λέξη γενέθλια ὡς ὅρο τεχνικό: «ἡ πανήγυρις εἴτουν Γενέθλια... ἐφάνη γάρ Θεός ἀνθρώποις διά γεννήσεως»(93). ᾿Εδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τή συγκεκριμένη λέξη ὡς νεοεισαχθείσα ὀνομασία γιά τή συγκεκριμένη ἑορτή, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά τήν ἐξηγήσει, προφανῶς γιά νά μπορέσει νά καθιερωθεῖ στό λειτουργικό λεξιλόγιο, πράγμα πού ὅπως φαίνεται συνέβη πολύ σύντομα, ἀφοῦ ὁ ᾿Αμφιλόχιος Ἰκονίου χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια ὀνομασία χωρίς ἰδιαίτερη ἐξήγηση: «῾Η σήμερον τῶν ἁγίων Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν γενεθλίων ἐστίν ἑορτή»(94).
῾Η λέξη Θεοφάνεια χρησιμοποιεῖτο ἤδη στίς ἑλληνιστικές λατρεῖες, ἰδιαίτερα τοῦ Διονύσου καί τοῦ ᾿Ασκληπιοῦ, μέ τήν ἔννοια κάποιας θεϊκῆς φανερώσεως(95). Οἱ χριστιανοί τοῦ δ΄ αἰώνα θεωροῦσαν ὡς θεοφάνεια τά εὐαγγελικά γεγονότα, τίς πράξεις τῶν μαρτύρων πού συναντοῦμαι στά μαρτυρολόγια καί γενικότερα τή φανέρωση τῆς θεότητας στούς ἀνθρώπους(96), ὅπως γιά παράδειγμα τή θεία φανέρωση στό Μωυσῆ ἐπάνω στό ὄρος Σινᾶ(97), ἤ στόν Παῦλο κατά τήν πορεία του πρός τή Δαμασκό(98), ἀλλά πρό πάντων τήν ᾿Ενανθρώπηση τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
᾿Από τούς Καππαδόκες πατέρες ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει μέ μεγαλύτερη σαφήνεια την ὀνομασία Θεοφάνεια στή ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἐξηγώντας ταυτόχρονα καί τή σημασία τοῦ περιεχομένου της: «ὄνομα θώμεθα τῇ ἑορτῇ ἡμῶν θεοφάνεια· ἑορτάσωμεν τά σωτήρια τοῦ κόσμου, τήν γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρωπότητος. Σήμερον ἐλύθη ἡ καταδίκη τοῦ ᾿Αδάμ»(99). ῾Η φράση ὅμως πού ὁ ἱερός πατήρ χρησιμοποιεῖ, «τῇ ἑορτῇ ἡμῶν», δέν μᾶς βοηθᾶ νά ἀντιληφθοῦμε ἄν μέ τή λέξη Θεοφάνεια χαρακτηρίζει τήν πανήγυρη τῆς 25ης Δεκεμβρίου ἤ τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου.
῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπίσης μέ τήν ἴδια σαφήνεια ἐξηγεῖ τό περιεχόμενο τῆς λέξεως θεοφάνεια γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, πού ἑορταζόταν ὅμως στίς 25 Δεκεμβρίου: «Τά δέ νῦν Θεοφάνεια ἡ πανήγυρις... ᾿Εφάνη γάρ Θεός ἀνθρώποις διά γεννήσεως· τό μέν ὤν, καί ἀεί ὤν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος, ὑπέρ αἰτίαν καί λόγον... τό δέ, δι’ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον, ἵν᾿ ὁ τό εἶναι δούς, καί τό εὖ εἶναι χαρίσηται... ῎Ονομα δέ τῷ φανῆναι, Θεοφάνεια»(100). ᾿Αλλά καί ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας πολύ νωρίτερα μιλώντας γιά τό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως ἀναφέρει «τῷ τῆς πρώτης θεοφανείας ἄντρῳ»(101).
῾Ο ἱερός Χρυσόστομος σέ ἀντίθεση πρός τούς Καππαδόκες ἀποφεύγει νά ὀνομάσει τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων Θεοφάνεια, ἀλλά χαρακτηρίζει Θεοφάνεια τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως, τήν ὁποία θεωρεῖ ἐξαρτώμενη ἀπό τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως: «῾Η κατά σάρκα τοῦ Χριστοῦ γέννησις. ᾿Από γάρ ταύτης τά Θεοφάνεια καί τό Πάσχα τό ἱερόν καί ἡ ᾿Ανάληψις καί ἡ Πεντηκοστή τήν ἀρχήν καί τήν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γάρ μή ἐτέχθη κατά σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστί τά θεοφάνεια»(102).
῾Η ὀνομασία τά ᾿Επιφάνεια σημαίνει γενικῶς κάποια ἐμφάνιση, φανέρωση. Στήν Παλαιά Διαθήκη συναντοῦμε τή λέξη αὐτή μέ τήν ἔννοια τῆς ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ καί τῆς θαυμαστῆς ἐπέμβασής του στόν κόσμο(103). Στήν Καινή Διαθήκη σημαίνει εἴτε τή φανέρωση τοῦ Κυρίου, εἴτε τήν παρουσία του(104). Κατά τόν Δ΄ αἰώνα ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λέγοντας «τῆς ἐνσάρκου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιφανείας» ὑποδηλώνει τήν ᾿Ενανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ(105). Oἱ Καππαδόκες χρησιμοποιοῦν διαφόρους τύπους τῆς λέξεως, εἴτε μέ τή γενική ἔννοια εἴτε μέ τή συγκεκριμένη τῶν θείων ἐμφανίσεων ἤ φανερώσεων. ῾Ο Γρηγόριος Νύσσης κάνει συχνή χρήση τοῦ ρήματος «ἐπιφαίνομαι» μέ τήν ἔννοια τῆς ἐπί γῆς θείας ἐπιφανεί ας (106), ὁ δέ ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας ἀναφέρει ὅτι «ὁ θεός ἐπεφάνη τῷ καρτερῷ...»(107). ῾Ο Μέγας Βασίλειος γιά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ λέγει «τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Κυρίου»(108) καί γιά τό Πάσχα «τήν μεγάλην ἡμέραν τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ (=τοῦ Κυρίου)»(109). ῾Ο Γρηγόριος ὁ θεολόγος γιά τήν ἑορτή τῆς ᾿Επιφανείας πρόκειται, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω, γιά τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀναφέρει «ἦν δέ ἡμέρα τῶν ᾿Επιφανείων»(110) καί γία τήν Πεντηκοστή «τοῦ Πνεύματος τιμῆσαι τήν ἐπιφάνειαν»(111).
᾿Απ᾿ ὅσα ἀναφέραμε, δέν φαίνεται οἱ Καππαδόκες νά χρησιμοποιοῦν τήν ὀνομασία ᾿Επιφάνεια γιά μία μόνο συγκεκριμένη ἑορτή, ἀλλά μᾶλλον ὡς ἔνδειξη τῆς φανερώσεως καί ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου, σέ ὅποια ἑορτή καί ἄν ἅρμοζε. ῾Η πρώτη μαρτυρία πού ἀναφέρει τά ᾿Επιφάνεια ὡς ἀποκλειστικά ἑορτή τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου εἶναι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος περί τό 386 ἀναφέρει «οὐχί ἡ ἡμέρα καθ᾿ ἥν ἐτέχθη, ἀλλ᾿ ἡ ἡμέρα καθ᾿ ἥν ἐβαπτίσθη, ἐπιφάνεια λέγεται. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἡμέρα καθ᾿ ἥν ἐβαπτίσατο, καί τήν τῶν ὑδάτων ἡγίασε φύσιν»(112). Τέλος ἡ ὀνομασία τά Φῶτα ἀποδίδει τό θέμα τῆς φανερώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ «ἐν φωτί» καί εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη ἐξ ἀπόψεως ἐννοιολογικῆς μέ τά Θεοφάνεια(113), χαρακτηρίζει ὅμως παραδοσιακά τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει: «῾Η ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα, εἰς ἥν ἀφίγμεθα, καί ἥν ἑορτάζειν ἠξιώμεθα σήμερον... τιμήσωμεν τό Χριστοῦ βάπτισμα σήμερον»(114)· καί θέλει ἀσφαλῶς νά δείξει ὄχι γενικῶς τήν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως, ἀλλά αὐτό πού συμβολίζει τό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου. Λέγει χαρακτηριστικά: «῾Η γάρ ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα... ἀρχήν μέν τό τοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον· ἐνεργεῖ δέ τήν ἐμήν κάθαρσιν καί βοηθεῖ τῷ φωτί, ὅ παρ᾿ αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καί συνεχέαμεν»(115). ῾Ο βαπτισθείς Κύριος δηλαδή, τό ἀληθινό φῶς, παρουσιάζεται ὡς λυτρωτής καί φωτοδότης τοῦ κόσμου, πού μᾶς ἀξιώνει, ὅπως ἀλλοῦ ἀναφέρει, νά γινόμαστε καί ἐμεῖς φῶτα πού θά φωτίζουν τόν κόσμο καί τούς συνανθρώπους μας: «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ ζωτική τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις δύναμις»(116).
Γενικότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ ἀφορμή τήν ἡμέρα τῶν Φώτων μᾶς δίνει τό θεολογικό συμβολισμό τοῦ φωτός, ἀρχίζοντας ἀπό τό «φῶς τό ἀκρότατον καί ἀπρόσιτον, καί ἄρρητον», δηλαδή τόν Θεό, καί φθάνοντας μέχρι τό «φῶς τοῦ βαπτίσματος»(117). Συνεπῶς ἡ ἑορτή τῶν Φώτων, ἄν καί σαφῶς συνδεδεμένη μέ τό βαπτισματικό χαρακτήρα τῆς ἡμέρας, δέν ὀφείλει τήν ὀνομασία της στό βάπτισμα, ἀλλά στό περιεχόμενο του, πού εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Γι’ αὐτό καί οἱ Καππδόκες πατέρες ἐπιμένουν στό μυστικό συμβολισμό τῆς ἑορτῆς, πού ἀσφαλῶς εἶναι οἱ σωτήριες γιά τόν ἄνθρωπο θεολογικές ἀλήθειες. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «... ἄγων καί περιφέρων ὁ χρόνος μνήμην ἁγίων μυστηρίων, καθαιρόντων τόν ἄνθρωπον, ἅ καί τήν δυσέκνιπτον ἁμαρτίαν ἀπορρύπτει τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· ἐπανάγει δέ πρός τό ἐξ ἀρχῆς κάλλος, ὅπερ ὁ ἀριστοτέχνης Θεός ἐφ᾿ ἡμῖν διεπλάσατο»(118).
῾Ο συμβολισμός αὐτός γίνεται σαφέστερος ἀπό τόν ᾿Αστέριο ᾿Αμασείας, ὁ ὁποῖος δηλώνει συγχρόνως καί τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς: «Φῶτα πανήγυριν ἄγομεν, ἐπειδή τῇ τῶν ἁμαρτημάτων ἀφέσει, οἷον ἐκ σκοτεινοῦ τινος δεσμωτηρίου τοῦ προτέρου βίου, πρός τό φωτεινόν καί ἀνεύθυνον ἀναγόμεθα»(119).
Συμπερασματικῶς ὡς πρός τήν ὀνομασία τῶν ἑορτῶν μας, σύμφωνα μέ τίς παραπάνω μαρτυρίες, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι σέ γενικές γραμμές, μετά τό διαχωρισμό τῶν δύο ἑορτῶν, τά Χριστούγεννα λαμβάνουν τήν ὀνομασία τά Γενέθλια ἤ τά Θεοφάνεια, ἐνῶ ἡ ἑορτή τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου λαμβάνει τήν ὀνομασία τά ᾿Επιφάνεια ἤ τά Φῶτα. Οἱ ὀνομασίες αὐτές διατηροῦνται μέχρι σήμερα μέ ἐξέρεση τά Θεοφάνεια, πού δηλώνει συνήθως τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως, καί τήν προσθήκη τῆς ὀνομασίας Χριστούγεννα γιά τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως.
3. ῾Ο ἑορτασμός τους ἀφορμή κατήχησης γιά χριστιανούς καί ἀπάντηση σέ αἱρετικούς καί εἰδωλολάτρες
α) Κατήχηση γιά τούς χριστιανούς
῾Ο πανηγυρισμός κάθε ἑορτῆς ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν ἀφορμή νά ἀναπτυχθοῦν οἱ δογματικές ἀλήθειες πού περικλείουν καί οἱ πνευματικές κατευθύνσεις πού σηματοδοτοῦν. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες, καί ὄχι μόνον, σέ μιά ἐποχή πού σταθερά περνοῦσε ἀπό τήν εἰδωλολατρία στό χριστιανισμό, ἐκμεταλεύτηκαν μέ τόν καλύτερο τρόπο τόν ἑορτασμό τῆς Γεννήσεως καί Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου γιά νά διατρανώσουν μέ τίς θεολογικές τους ὁμιλίες τήν ἀλήθεια τοῦ μυστηρίου τῶν ἑορτῶν καί τίς νέες δυνατότητες πού ἔδωσε αὐτή ἡ ἀλήθεια στή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
᾿Αλλά ἐνῶ ὁ θεολογικός τους λόγος εἶναι ἀρκούντως ἀποκαλυπτικός, οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχουν γιά τόν ἑορτασμό τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἑορτῶν εἶναι πολύ περιορισμένες γιά νά γνωρίσουμε τό ἑορταστικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογία τῶν ἑορτῶν. Κοινός τόπος ὅλων τῶν πατέρων εἶναι ὅτι οἱ ἑορτές τῆς Γεννήσεως καί Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν πηγή ἀγαλλίασης καί εὐφροσύνης(120), εὐκαιρία λαμπρᾶς πανηγύρεως τῶν θείων μυστηρίων(121) καί «ὑψηλότατη μυσταγωγία»(122), μέ τή συμμετοχή πλήθους λαοῦ(123). ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως προαναφέραμε, περιγράφει, σέ γενικές ὅμως γραμμές, τόν ἑορτασμό τῆς ἑορτῆς τῶν ᾿Επιφανείων στήν Καισάρεια κατά τό ἔτος 372 ἤ 373(124), προεξάρχοντος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί παρόντος τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος. Τά δεδομένα τῆς περιγραφῆς αὐτῆς εἶναι: «῏Ην δέ ἡμέρα τῶν ᾿Επιφανείων». ῾Ο αὐτοκράτωρ εἰσέρχεται στό ναό μέ τούς ἀκολούθους του. Τό «πέλαγος τοῦ λαοῦ» στέκεται «προτεταγμένον ὄρθιον... ἀκλινῇ καί τό σῶμα, καί τήν ὄψιν, καί τήν διάνοιαν», μέ «πᾶσαν εὐκοσμίαν» καί «ἐν φόβῳ τινί καί σεβάσματι» γύρω ἀπό τό βῆμα, ψάλλοντας τούς ὕμνους καί προσφέροντας «τά δῶρα τῇ θείᾳ τραπέζῃ». ῾Ο αὐτοκράτωρ βλέποντας αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τῆς εὐλάβειας καί κοσμιότητας ἐθαύμασε τόσο, ὥστε «ἔπαθέ τι ἀνθρώπινον, σκότου καί δίνης πληροῦται τήν ὄψιν καί τήν ψυχήν ἐκ τοῦ θάμβους»(125). ῾Η περιγραφή αὐτή δείχνει ὁπωσδήποτε τή μεγαλοπρέπεια τοῦ ἑορτασμοῦ, δίδοντας κάποια στοιχεῖα τοῦ τυπικοῦ τῆς ἑορτῆς, χωρίς ὅμως νά ὑπεισέρχεται σέ λεπτομέρειες. Πάντως μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ἀπό τίς κορυφαῖες χριστιανικές ἑορτές, πού πανηγυριζόταν μέ μεγάλη ἐπισημότητα.
Μέσα σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα καί ἐνώπιον τέτοιου πλήθους λαοῦ εἶναι πολύ φυσικό οἱ ποιμένες νά διεγείρονται ἀπό τό ποιμαντικό πάθος καί νά αἰσθάνονται ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη νά κατηχήσουν τό ποίμνιο. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Νύσσης μᾶς περιγράφει ἐναργέστατα αὐτό τό πάθος πού τόν διακατεῖχε τήν ἡμέρα τῶν Φώτων: «Πάθος γάρ ὁμολογῶ πάσχων ποιμαντικόν, καί βούλομαι ἐπί τῆς ὑψηλῆς ταύτης καθήμενος σκοπιᾶς, κύκλῳ περί τούς πρόποδας τῆς κορυφῆς βλέπειν ἠθροισμένον τό ποίμνιον... προθυμίας τε ἐμπίπλαμαι θαυμαστῆς, καί κάμνω τόν λόγον ἡδέως, ὡς οἱ ποιμένες τά μέλη τά νομαῖα»(126). Μ᾿ ἕνα τέτοιο λοιπόν πάθος οἱ πατέρες κατηχοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ. Τό βασικό θέμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16), γεννώμενος ὡς ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ ἐμᾶς, ἀπό σάρκα καί αἷμα (῾Εβρ. 2,14), ἤ, ὅπως περίφημα τό διατυπώνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις, τοῦτο ἑορτάζομεν σήμερον, ἐπιδημίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους ἵνα πρός Θεόν ἐνδημήσωμεν, ἤ ἐπανέλθωμεν (οὔτω γάρ εἰπεῖν οἰκειότερον)»(127). ῾Ο ἑορτασμός τοῦ μεγάλου καί σωτηριώδους αὐτοῦ γεγονότος ἦταν ἡ κατάλληλη ἀφορμή γιά νά γνωρίσουν ὅλοι τί σημαίνει ἡ κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι ὁ σωτηριώδης σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεώς του.
Κατ’ ἀρχάς οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν τά σχετικά ἐδάφια τῶν Εὐαγγελιστῶν, οἱ ὁποῖοι τόνιζαν μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τήν ἱστορικότητα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς Βαπτίσεώς του, θέλοντας νά δείξουν ὅτι ὁ Χριστός ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐρωτᾶ: «Οὐκ ἆρα συντυχικῶς ταῦτα κατά τό συμβάν καί γέγονεν, καί ἐπί τοῦ Χριστοῦ ἱστόρηται, καί οὐδείς ἔπεστι τῇ ἱστορίᾳ λόγος; Τί βούλεται τῷ Δεσπότῃ ἡ ἐν σπηλαίῳ καταγωγή, ἡ ἐπί φάτνης ἀνάκλησις;». Καί ἀπαντᾶ ὅτι πέρα ἀπό κάθε ἄλλο λόγο, ὅπως «ὅτι τῆς νομικῆς ἡμᾶς ἐξαιρεῖται κατάρας, αὐτός ὑπέρ ἡμῶν κατάρα γενόμενος, καί τούς ἡμετέρους μώλωπας εἰς ἑαυτόν μετατίθησιν, ἵνα τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰαθῶμεν...», ὁ Χριστός «ἐξ ᾿Ιούδα ἡμῖν ἀνατέταλκε»(128), δηλαδή τονίζει τήν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι πραγματικό γεγονός καί ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε τήν πραγματική ἀνθρώπινη σάρκα καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος.
Τό ἀντικείμενο τοῦ ἑορτασμοῦ τοποθετεῖται ἀπό τούς Πατέρες στό πλαίσιο τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας(129). ῾Ο θεολογικότατος Γρηγόριος, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι «μή θεολογία τό προκείμενον ἡμῖν, ἀλλ’ οἰκονομία»(130), χειραγωγεῖ τό ποίμνιό του στό θεῖο μυστήριο, ἀρχίζοντας ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γιά νά καταλήξει στήν ἀναδημιουργία πού τοῦ πρόσφερε ἡ θεία ἐνανθρώπηση: ῾Ο Θεός, λέγει, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, «ἔθετο (αὐτόν) ἐν τῷ παραδείσῳ»(131) καί τόν τίμησε μέ τό αὐτεξούσιο, δηλαδή τόν κατέστησε ἐλεύθερο νά ἄρχει σέ ὅλα τά αἰσθητά ὄντα καί νά ἔχει θέση θεοῦ πάνω στή γῆ. Αὐτός ὅμως μέ τήν παρακοή καί τήν πτώση του ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου («φθόνῳ διαβόλου, καί γυναικός ἐπηρείᾳ... ἡττήθη... καί τοῦ παραδείσου, καί τοῦ Θεοῦ, διά τήν κακίαν ἐξόριστος γίνεται»(132)). ῾Η παραμονή στήν ἁμαρτία συνετέλεσε στή σταδιακή ἀπανθρωποίησή του, ὥστε ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά ὁδηγεῖται σέ τελείως ἀντίθετη ὁδό ἀπ᾿ ἐκείνη πού ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο μέ τή δημιουργία του, δηλαδή τήν ὁδό τῆς τελειώσεως («ἀλληλοφονίαις, μοιχείαις, ἐπιορκίαις, ἀνδρυμανίαις, τό πάντων ἔσχατον τῶν κακῶν καί πρῶτον, εἰδωλολατρείαις καί τῇ μεταθέσει τῆς προσκυνήσεως ἀπό τοῦ πεποιηκότος ἐπί τά κτίσματα»(133)). Αὐτή ἡ συνεχής πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀνάγκη «μείζονος τοῦ βοηθήματος», γι’ αὐτό «μείζονος καί τυγχάνει». Δηλα δή μόνο ὁ Δημιουργός Θεός, «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπερίληπτος, ὁ ἀσώματος, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου κάλους... ὁ τοῦ πατρός ὅρος καί λόγος» μποροῦσε μέ μιά ἀναδημιουργία νά ἐλεήσει καί ἀναμορφώσει τό πλάσμα του καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἐνανθρώ πηση. ῎Ετσι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρκα φορεῖ διά τήν σάρ κα, καί ψυχῇ νοερᾷ διά τήν ἐμήν ψυχήν μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἀνακαθαίρων»(134)· δηλαδή, χωρίς νά μεταβληθεῖ ἡ θεία φύση του, ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί λαμβάνει ὅλα τά συστατικά τῆς ἀνθρώπινης φύσης γιατί ἔτσι μόνο μποροῦσε νά τά θεραπεύσει(135) «πλήν τῆς ἁμαρτίας»(136). ῾Η ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὁ ὁποῖος πλέον γνωρίζεται ὡς Θεάνθρωπος καί Χριστός ὀνομάζεται λαμβάνει χώρα κατά τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στήν παρθενική μήτρα τῆς Θεοτόκου, γιά νά τιμηθεῖ καί ἡ γέννηση ἀλλά καί νά προτιμηθεῖ ἡ παρθενία («ἔδει γάρ καί γέννησιν τιμηθῆναι, καί παρθενίαν προτιμηθῆναι»(137)). ᾿Ενώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καί μέ τήν πεποίθηση ὅτι ὁρᾶ «μυστήριον ξένον καί παράδοξον», ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει μέ θαυμασμό: «῎Ω τῆς καινῆς μίξεως! ὤ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὤν γίνεται, καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται, καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διά μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης θεότητι, καί σαρκός παχύτητι. Καί ὁ πλουτίζων, πτωχεύει· πτωχεύει γάρ τήν ἐμήν σάρκα, ἵν᾿ ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ θεότητα». Μέ ταπεινότητα δέ ὁμολογεῖ τόν «πλοῦτο τῆς (θείας) ἀγαθότητος», πού οἰκονόμησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: ῎Ελαβα, λέγει, τή θεία εἰκόνα καί δέν τή φύλαξα. ᾿Αντ’ αὐτοῦ λαμβάνει ὁ Θεός Λόγος τή σάρκα μου, γιά νά σώσει καί τήν εἰκόνα καί νά «ἀθανατίσῃ» καί τή σάρκα· ἔρχεται σέ «δευτέραν κοινωνίαν» πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν προηγούμενη, τή δημιουργία, ἀφοῦ κατ’ αὐτήν «τοῦ κρείττονος μετέδωκε», δηλαδή τή θεία εἰκόνα, τώρα δέ «μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος», δηλαδή τή σάρκα. Γι᾿ αὐτό ἡ θεία ἐνσάρκωση ἀποτελεῖ «τοῦ προτέρου θεοειδέστερον» καί «τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον»(138). Καί πράγματι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μόνον ὡς κίνηση θείας συγκατάβασης, ὡς ὑψοποιός κένωση καί φιλανθρωπία, ὡς θεία πτωχεία προκειμένου νά ἀνέλθει ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό πλουτιζόμενος καί πληρούμενος διά τῆς «αὐτοῦ θεότητος». Γι’ αὐτό, καταλήγει ὁ ἱερός πατήρ, σεβόμαστε τή θεία Γέννηση καί προσκυνοῦμε τόν γεννηθέντα Κύριο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἡ «τελείωσις καί ἀνάπλασις, καί πρός τόν πρῶτον ᾿Αδάμ ἐπάνοδος» τοῦ ἀνθρώπου(139).
Οἱ Πατέρες τό γεγονός τῆς θείας ἐνσαρκώσεως δέν τό ξεχω ρίζουν ἀπό τό γεγονός τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό ἄλλωστε ἑορτάζονταν στήν ἀρχή, ὅπως εἰδαμε, ἀπό κοινοῦ. ῾Ο Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει ὅτι «ἡ χάρις τοῦ Βαπτίσματος», ὅπως ἄλλωστε καί τῆς Γεννήσεως, δέν κηρύθχθηκε μόνο μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί πρό αὐτῆς, καί διηγεῖται ὅλα τά περιστατικά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά ὁποῖα προτυπώνουν «τήν εἰκόνα» τοῦ Βαπτίσματος.(140) ῾Η ἑορτή τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό ἀπό τόν ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο γίνεται ἀφορμή νά τονισθεῖ ὅτι τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως συμπληρώνεται ἀπό τό μυστήριο τῆς Βαπτίσεως, ἀφοῦ κατά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται ἡ ἁγία Τριάς καί διακηρύττεται μέ τόν πλέον ἐπίσημο τρόπο ὁ κατ’ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐνανθρωπήσας γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματ. 3,17). ᾿Επί πλέον γίνεται ἀφορμή νά τονισθοῦν καί τά σωτηριώδη ἀποτελέσματα τῆς Βαπτίσεως. Διά τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου φανερώνεται «ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τίτ. 2,11), φωτίζεται μέ αὐτή ὁ ἄνθρωπος καί ἀρχίζει ἡ ἀναγέννηση καί ἡ «διά τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσία» του(141). Γι’ αὐτό ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «῾Η γάρ ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα, εἰς ἥν ἀφίγμεθα, καί ἥν ἑορτάζειν ἠξιώμεθα σήμερον, ἀρχήν μέν τό τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον· ἐνεργεῖ δέ τήν ἐμήν κάθαρσιν καί βοηθεῖ τῷ φωτί, ὅ παρ’ αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ’ ἀρχῆς, ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καί συνεχέαμεν»(142). Μάλιστα φιλοσοφώντας «περί (τῆς) διαφορᾶς (τῶν) βαπτισμάτων» ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν πέντε εἰδῶν βαπτίσματα: Τό πρῶτο εἶναι τό βάπτισμα τοῦ Μωυσῆ, πού ἦταν ἀτελής κάθαρση, τό δεύτερο τοῦ ᾿Ιωάννη, πού ἦταν «εἰς μετάνοιαν», τό τρίτο τοῦ ᾿Ιησοῦ, πού εἶναι ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί γι᾿ αὐτό «τοῦτο ἡ τελειότης (ἐστίν)», τό τέταρτο πού εἶναι «τό διά μαρτυρίου καί αἵματος» βάπτισμα καί τό πέμπτο πού εἶναι «τό τῶν δακρύων» τῆς μετανοίας βάπτισμα(143).
Μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῶν Φώτων ὁ Γρηγόριος στέκεται κυρίως στό τρίτο εἶδος, στό ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βάπτισμα, καί λέγει ὅτι ὑπάρχει «διττή ἡ κάθαρσις, δι’ ὕδατός τε καί πνεύματος»· αὐτή πού ἀφορᾶ τό ὕδωρ λαμβάνεται «θεωρητῶς καί σωματικῶς» καί αὐτή πού ἀφορᾶ τό πνεῦμα λαμβάνεται «ἀσωμάτως καί ἀθεωρήτως». ῾Η πρώτη εἶναι συμβολική, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι ἀληθινή «καί τά βάθη καθαίρει... καινούς ἀντί παλαιῶν, καί θεοειδεῖς ἀντί τῶν νῦν ὄντων ἐργάζεται»(144).
Πέρα ἀπό αὐτά, ὁ Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει τή σημασία τοῦ ὕδατος καί τῆς τριπλῆς καταδύσεως στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος: ᾿Από τά τέσσαρα στοιχεῖα τῆς φύσεως, «πῦρ καί ἀήρ, γῆ καί ὕδωρ», ὁ Κύριος, ἐκπληρώνοντας «τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομίαν... ὑπῆλθε τήν γῆν, ἵν’ ἐκεῖθεν τήν ζωήν ἀνατείλῃ». ᾿Εμεῖς λαμβάνοντες τό βάπτισμα, κατά μίμηση τοῦ Κυρίου, δέν θαπτόμεθα στή γῆ ἡ ὁποία γίνεται σκέπη μόνο τοῦ νεκροῦ σώματός μας μετά τό θάνατο ἀλλά βυθιζόμαστε καί ἀναδυόμαστε στό πιό συγγενές πρός αὐτή στοιχεῖο, τό ὕδωρ, καί μάλιστα τρεῖς φορές, γιά νά ἐξεικονίσουμε στούς ἑαυτούς μας «τήν τριήμερον τῆς ἀναστάσεως χάριν». Καί ἡ τριπλή αὐτή κατάδυση καί ἀνάδυση γίνεται «οὐ σιωπῇ», ἀλλά στό ὄνομα «τῶν τριῶν ἁγίων ὑποστάσεων... εἰς ἅς ἐπιστεύσαμεν, ἐφ’ αἷς καί ἐλπίζομεν, ἐξ ὧν ἡμῖν καί τό νῦν εἶναι, καί τό πάλιν ἔσεσθαι περιγίνεται». Βαπτιζόμαστε λοιπόν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή ὁ Πατήρ εἶναι «ἀρχή τῶν πάντων», ὁ Υἱός «δημιουργός τῆς κτίσεως» καί τό ἅγιο Πνεῦμα «τελειωτικόν τῶν πάντων». Καί ὑποκύπτουμε στόν Πατέρα, στόν Υἱό καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἀπό κοινοῦ «ἵνα ἁγιασθῶμεν», ἀφοῦ δέν ὑπάρχει διαφορά ἁγιασμοῦ μεταξύ τῶν τριῶν ὑποστάσεων(145).
Μιλώντας λοιπόν γιά τίς δύο αὐτές ἑορτές τῆς Γεννήσεως καί Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, μιλᾶμε στήν πραγματικότητα γιά τή δική μας ἀναγέννηση καί ἀναδημιουργία. ῾Ομολογώντας τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως καί τοῦ θείου φωτισμοῦ, ὁμολογοῦμε τή δική μας κάθαρση, τή δική μας θέωση καί κατά χάριν υἱοθεσία. Γιά τούς Πατέρες κάθε ὁμολογία γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο χριστολογική, ἀλλά καί ἀνθρωπολογική καί σωτηριολογική, ἀφοῦ ἀφορᾶ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στέκεται ἰδιαιτέρως στά σωτήρια ἀποτελέσματα πού μᾶς προσφέρει ἡ ἐνανθρωπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί «τό λουτρόν» τοῦ βαπτίσματος καί προτρέπει τό ποίμνιό του: ἀφοῦ καθαρθοῦμε ἀπό τά πάθη μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, νά ψηλαφίσουμε «τόν σαρκωθέντα δι’ ἡμᾶς Λόγον» γιά νά ὁδηγηθοῦμε στήν ὁδό τῆς θεογνωσίας(146). Τό λουτρόν τοῦ βαπτίσματος εἶναι «ἔκπλυσις» ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς θείας εἰκόνος πού φέρουμε μέσα μας, δέν δίνει ἁπλῶς «ἐπικάλυψιν τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλ’ ἀπαλλαγήν» τελείαν· γι’ αὐτό, συνεχίζει, «μή νεκρωθῇς πάλιν, καί γένῃ μετά τῶν κατοικούντων ἐν τάφοις, μηδέ κατασφιγγῇς ταῖς σειραῖς τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων», ἀλλά σύναψε στή ψυχή σου «πάσας τάς Χριστοῦ θεραπείας». Μήν «ἀγνοήσῃς τό μέτρον τῆς χάριτος... μή σεαυτόν ἐλεεινόν καταστήσῃς διά τῆς ἁμαρτίας», ἀλλά «ἀεί φιλοπόθει τήν κάθαρσιν, ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ τιθέμενος». Τή δέ δωρεά τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν πού ἔλαβες, συντήρησε μέ ἐπιμέλεια, ὥστε «τό μέν ἀφεθῆναι σοι παρά Θεοῦ, τό δέ συντηρηθῆναι, καί παρά σοῦ γένηται»(147). ᾿Ασφαλῶς ἡ κάθαρση γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι προϋπόθεση γιά τό θεῖο φωτισμό καί τή θεία ἔλλαμψη, γι᾿ αὐτό λέγει «φύλασσέ μοι τήν κάθαρσιν... ἵνα κλέψῃς τήν σωτηρίαν»(148), «φιλοπόνει τήν κάθαρσιν, ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ τιθέμενος»(149).
β) ᾿Απάντηση στούς αἱρετικούς
῾Η ποιμαντική μέριμνα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν πιστῶν ἐπεκτεινόταν καί στούς αἱρετικούς καί στούς εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ αἱρέσεις πού συντάρασσαν τότε τήν ᾿Εκκλησία, δέν μπορούσαν νά ἀφήσουν ἀδιάφορους τούς Πατέρες. ῾Η θεολογία πού ἀνέπτυσαν μέ ἀφορμή τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί Θεοφανείων, περιέχει καί τίς ἀνάλογες ἀπαντήσεις τόσο στούς αἱρετικούς ὅσο καί στούς εἰδωλολάτρες· καί σ᾿ αὐτές διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀγωνιστική τους διάθεση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀληθινῆς πίστης δέν εἶχε μόνο πολεμικό χαρακτήρα, ἀλλά καί σωτηριολογικό, ἀφοῦ καί οἱ αἱρετικοί καί οἱ εἰδωλολάτρες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶχαν δικαίωμα στή νέα ζωή πού χάρισε μέ τήν ἐνάνθρώπησή του ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα.
῾Ο ἑορτασμός τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτοῦσε ἀσφαλῶς τή διαφορά μεταξύ αἱρετικῆς διδασκαλίας καί ὀρθῆς πίστεως. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς αἱρετικούς Σαβέλλιο καί ῎Αρειο, λέγοντας στούς χριστιανούς ὅτι πρέπει νά ἀπέχουμε ἐξ᾿ ἴσου ἀπό τή διδασκαλία τους: «᾿Απέστω γάρ ἡμῶν ἐξ ἴσου, καί ἡ Σαβελλίου συναίρεσις, καί ἡ ᾿Αρείου διαίρεσις, τά ἐκ διαμέτρου κακά, καί ὁμότιμα τήν ἀσέβειαν»(150). Μέ τή λέξη «συναίρεσις» ἐννοεῖ τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Σαβελλίου, ἡ ὁποία ἀρνεῖτο κάθε διάκριση μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, καί μέ τή λέξη «διαίρεσις» ἐννοεῖ τήν ἀρειανική διδασκαλία, ἡ ὁποία θεωροῦσε τόν Χριστό ὡς κτίσμα καί ποίημα τοῦ Πατρός, συνεπῶς ὄχι ὁμοούσιο πρός αὐτόν καί γι᾿ αὐτό κατώτερο του(151). Πρόκειται δηλαδή τόσο γιά τό τριαδικό ὅσο καί γιά τό χριστολογικό δόγμα, πού ἐπληττονταν ἀπό τούς αἱρετικούς. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Νύσσης μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῶν Φώτων καί τήν ἀναφορά στήν τριπλή κατάδυση τῶν νεοφωτίστων», δέν χάνει τήν εἰκαιρία νά ἐπιτιμήσει αὐτούς πού μάχονται «τήν δόξαν τοῦ Πνεύματος... τολμηρῶς» καί δέν σέβονται «τόν Παράκλητον»(152). ῾Ο Μέγας Βασίλειος ἀπορεῖ μέ τούς χριστιανούς πού ἐκφράζουν τή δυσπιστία τους «πῶς ἐν σαρκί Θεός, καί ποταπῇ σαρκί· καί εἴ τέλειος ἄνθρωπος ἤ ἀτελής ὁ προσληφθείς;»(153). Καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ἐξεικονίζει ἐναργέστατα τίς χριστολογικές συγκρούσεις τῆς ἐποχῆς του στό ἑξῆς χωρίο: «῾Υπό μέν τῶν, ὡς Θεός τιμᾶται καί συναλείφεται· ὑπό δέ τῶν, ὡς σάρξ, ἀτιμάζεται καί χωρίζεται». Καί διερωτᾶται «Τίσιν ὀργισθεῖ πλέον; Μᾶλλον δέ τίσιν ἀφῇ» ὁ Θεός; Αὐτούς οἱ ὁποῖοι «συναιροῦσι κακῶς», δηλαδή, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ἀρνοῦνται τή διάκριση τῶν θείων προσώπων ὡς ξεχωριστῶν ὑποστάσεων τῆς ἁγίας Τριάδος, ἤ αὐτούς οἱ ὁποῖοι «τέμνουσι», δηλαδή διαιροῦν ὡς πρός τή θεότητα τά τρία πρόσωπα; Θά ἔπρεπε νά δέχονται, συνεχίζει, καί οἱ μέν τά τρία πρόσωπα ὡς ἰδιαίτερες ὑποστάσεις, καί οἱ δέ τήν ὁμοουσιότητά τους, τήν κοινή θεία οὐσία τους: «Καί γάρ κἀκείνους διαιρεῖν ἔδει, καί τούτους συνάπτειν· τούς μέν τῷ ἀριθμῷ, τούς δέ τῇ θεότητι». Σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά ἀπ’ αὐτούς τούς αἱρετικούς ὁ Γρηγόριος ἀναγκάζεται νά ἀπευθυνθεῖ μέ αὐστηρότητα λέγοντας: «῏Ω δαιμόνων ἀπιστότερε, καί ᾿Ιουδαίων ἀγνωμονέστερε!», γιατί, ὅπως τούς ἐξηγεῖ, τό νά «προσκόπτεις τῇ σαρκί» εἶναι γνώρισμα τῶν ᾿Ιουδαίων καί τό νά «ἀπιστεῖς τῇ θεότητι» εἶναι γνώρισμα τῶν δαιμόνων(154).
῾Η αὐστηρότητα αὐτή τοῦ Γρηγορίου πρός τούς αἱρετικούς ὀφείλεται ὄχι μόνο στήν ποιμαντική μέριμνα πού εἶχε γι᾿ αὐτούς, ἀλλά καί στό γεγονός ὅτι αὐτοί ἐχλεύαζαν τούς ὀρθοδόξους γιά τῶν ἑορτασμό τῶν μέγάλων γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «καταχλευάζουσι τῆς οἰκονομίας τόν λόγον», διότι τάχα δέν εἶναι εὐπρεπές «σώματος ὑπελθεῖν φύσιν, καί διά γεννήσεως ἑαυτόν τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ καταμῖξαι τόν Κύριον». ῾Ο ἅγιος Νύσσης, ἀφοῦ συμβουλεύσει τούς πιστούς νά μή φοβοῦνται «τόν ὀνειδισμόν τῶν ἀνθρώπων καί τῷ φαυλισμῷ αὐτῶν μή ἡττώμενοι», ἀπευθύνεται μέ πολλή συμπάθεια στούς αἱρετικούς καταλογίζοντάς τους ἄγνοια, «ἀγνοοῦντες, ὡς ἔοικε, τό περί τούτου μυστήριον, ὅπως ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία τήν σωτηρίαν ἡμῶν ὠκονομήσατο», καί τούς προτρέπει νά μήν «περιεργάζονται τόν τρόπον» τῆς θείας οἰκονομίας· προσπαθεῖ δέ, μέ ἔντονη δοξολογική διάθεση, νά τούς μεταφέρει τήν ἐμπειρία τῆς θείας φιλανθρωπίας πού ὁ ἴδιος ζοῦσε, καί νά τούς ἐξηγήσει τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ πού ἀπέκτησε τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεου Λόγου: «᾿Επειδή γάρ ἄλλως οὐκ ἦν ἐξαιρεθῆναι τῶν τοσούτων κακῶν τό ἀνθρώπινον· ὑπέμεινεν ὁ πάσης ἀπαθείας βασιλεύς, τήν ἰδίαν δόξαν τῆς ἡμετέρας ζωῆς ἀνταλλάξασθαι. Καί ἡ μέν καθαρότης ἐν τῷ ἡμετέρῳ γίνεται ῥύπῳ· ὁ δέ ῥύπος τῆς καθαρότητος οὐ προσάπτεται, καθώς φησι τό Εὐαγγέλιον· ὅτι τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ ἔλαμψεν, ἡ δέ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν.... Τό θνητόν ὑπό τῆς ζωῆς καταπίνεται... οὐκ ἐκδαπανᾶται ἡ ζωή τῷ θανάτῳ. Τό κατεφθαρμένον τῷ ἀφθάρτῳ συνδιασώζεται. ῾Η φθορά, τῆς ἀφθαρσίας οὐ προσάπτεται. Διά ταῦτα κοινή πάσης γίνεται συνῳδία τῆς κτίσεως, ὁμόφωνον πάντων τήν δοξολογίαν ἀναπεμπόντων τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως»(155).
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἐμμονή τῶν πατερικῶν κειμένων στό θέμα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως μέ ἀναφορά στίς αἱρέσεις καί κυρίως τόν ἀρειανισμό. Τό βασικό ἐρώτημα πού ἀπασχολοῦσε ὄχι μόνο τούς αἱρετικούς ἀλλά καί τούς εἰδωλολάτρες, ἦταν πῶς συμβιβάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ θεία φύση του. ῾Η πατερική γραμματεία πού ἀπαντᾶ σ’ αὐτήν τήν ἐρώτηση, εἶναι τεράστια καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ στό πλαίσιο τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, γι’ αὐτό θά πρασπαθήσουμε ἐρανιστικά καί ἐπιγραμματικά νά τήν ἀναφέρουμε.
῾Η ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ τό ὕψιστο τῶν θαυμάτων ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «ὁ λογισμός τῶν ἀνθρώπων ἀπορῶν (τυγχάνει)»(156), ἀφοῦ ἡ «θαυμαστή ἱερουργία πάντα νοῦν ἀνθρώπων» ὑπερβαίνει(157). Γι᾿ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος προτείνει: «σιωπῇ τιμάσθω (τό μυστήριον)· μᾶλλον δέ καί ταῖς ἐννοίαις ἡμῶν μή ζητεῖν ἐκεῖνα μηδέ πολυπραγμωνεῖν ἐπιτάξωμεν»(158). ᾿Αποτελεῖ ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τό ὕψιστο τῶν θαυμάτων, ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό καθ’ αὑτό τό γεγονός, ἀλλά καί γιατί ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ θεοῦ δέ ἐπέφερε καμία ἀλλαγή στή θεότητα. Μέ τό νά λάβει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά γίνει «τέλειος ἄνθρωπος», ὁ Θεός Λόγος δέν ἔχασε τή θεότητά του, ἀλλά παρέμεινε καί «τέλειος Θεός» κατά πάντα, ἕνα πρόσωπο σέ δύο φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη καί ὄχι ἐκ δύο φύσεων (159). Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τό μυστήριο αὐτό τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης, δηλαδή τό πῶς ὁ Χριστός ἦταν συγχρόνως τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, οἱ Πατέρες δίνουν τό ἑξῆς παράδειγμα: ῎Ας ἀναλογισθοῦμε τόν προφορικό λόγο τοῦ ἀνθρώπου καί τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. ῞Οπως ὁ λόγος ἑνός ἀνθρώπου μεταδίδεται στούς ἄλλους, ἀλλά συγχρόνως παραμένει ὁλόκληρος σ’ αὐτόν τόν ἴδιο, καί ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου μεταδίδεται στή γῆ, στή θάλασσα καί στόν ἀέρα, ἀλλά συγχρόνως μένει ἀχώριστη ἀπό τόν ἡλιακό δίσκο, ἔτσι καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μένοντας ἀχώριστος ἀπό τόν Πατέρα καί τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς Θεός στόν οὐρανό, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί ἦλθε στή γῆ καί συνανεστράφη μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς(160). ῾Η ἐνανθρώπηση λοιπόν τοῦ Θεοῦ δέν συνεπάγεται ἀπώλεια ἤ κάποια μείωση τῆς θεότητος, οὔτε εἶναι μετάβαση ἀπό τή θεότητα στήν ἀνθρωπότητα, οὔτε μετάβαση ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. ῾Η ἐνανθρώπηση εἶναι, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, «ἀμετάβατη παρουσία», «παρουσία χωρίς ἀπουσία», εἶναι παρουσία τοῦ ῾Ενός προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος ἀποκαλυπτική καί σωστική(161). ᾿Αποκαλυπτική, γιατί μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει στόν κόσμο τήν ἁγία Τριάδα, δηλαδή τόν Θεό Πατέρα, τόν ῾Εαυτό του καί τό ἅγιο Πνεῦμα· καί σωστική, γιατί ἡ παρουσία του στή γῆ, ὡς τέλειου Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἔγινε γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. ῾Ο Θεός λοιπόν χωρίς νά χάσει αὐτό πού ἦταν, δηλαδή τή θεότητα, ἔλαβε αὐτό πού δέν ἦταν, δηλαδή τήν ἀνθρωπότητα, καί ἔτσι ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδή ὡς θεάνθρωπος, πραγματοποίησε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους(162).
Οἱ βασικές αὐτές θέσεις τῶν Πατέρων, πού ἀσφαλῶς ἐκφράζουν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Νικαίας, ἀποτελοῦν τόν κορμό τῆς ἀπαντήσεως στά θεολογικά ἐρωτήματα τῶν αἱρετικῶν ἤ τίς φιλοσοφικές ἀνησυχίες τῶν εἰδωλολατρῶν.
γ) ᾿Απάντηση στούς εἰδωλολάτρες
Οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ Δ΄ αἰώνα, ζώντας σέ ἐποχή παρακμῆς τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, κατά τήν ὁποία ὁ ᾿Ιουλιανός θέλησε νά ἐντάξει τό παγανιστικό παρελθόν σέ μιά νέα πνευματικότητα ἀνανεώνοντας τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις, εἶχαν ἀσφαλῶς πνευματικές ἀναζητήσεις. Τό πῶς ὁ ἄπειρος καί τέλειος Θεός γίνεται παθητός, ἦταν παράδοξο καί σκανδάλιζε τούς ἐπηρεασμένους ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Τό παράδειγμα τοῦ εἰδωλολάτρη Κέλσου, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ἀπό τόν ᾿Ωριγένη νά ἐλέγχει τούς χριστιανούς καί νά «ὀνειδίζει τῷ σωτῆρι ἐπί τῷ πάθει»(163), εἶναι ἀντιπροσωπευτικό. ῏Ηταν λοιπόν πολύ φυσικό οἱ Καππαδόκες Πατέρες, πού εἶχαν, παράλληλα μέ τή θεολογική τους κατάρτηση καί τόν ποιμαντικό τους ζῆλο, μιά ἄριστη κλασική παιδεία, νά προσπαθήσουν νά φέρουν τόν εἰδωλολατρικό κόσμο πιό κοντά στόν χριστιανισμό. Χωρίς νά μετατρέψουν τόν ἱερό ἄμβωνα σέ βῆμα προπαγάνδας ἤ νοσηρῆς ἀντιπαράθεσης, ἤθελαν νά δώσουν μέσα ἀπό τή θεολογία τῶν ἑορτῶν, πού ἤδη ἀναφέραμε μέ ἀφορμή τήν κατήχηση τῶν χριστιανῶν καί τῶν αἱρετικῶν, τή δυνατότητα νά ἀνακαλύψουν οἱ εἰδωλολάτρες τόν ἀληθινό Θεό.
῾Η ἑορτή τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, ὅπου θεωρεῖτο, ὅπως ἀναφέραμε πραπάνω, ὅτι ὁ ἥλιος ξαναγεννιόταν καί ἄρχιζε τή νικηφόρα πορεία του, σέ συνδυασμό μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων δίνει ἀφορμή στόν Γρηγόριο Νύσσης νά μιλήσει γιά τό ἀληθινό φῶς, τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό καί τό εὐαγγέλιό του: «῾Ορᾷς ἐπί τό ἀκρότατον μῆκος προελθοῦσαν τήν νύκτα... ὁρᾷς τήν τοῦ φωτός ἀκτῖνα διαρκεστέραν, καί ὑψηλότερον τῆς συνηθείας τόν ἥλιον; Νόει τοῦ ἀληθινοῦ φωτός τήν παρουσίαν, τοῦ τοῖς εὐαγγελικαῖς ἀκτῖσι πᾶσαν τήν οἰκουμένην καταφωτίζοντος»(164). ᾿Εδῶ δέν φαίνεται νά θέλει ὁ ἅγιος Νύσσης νά ἐναντιωθεῖ στήν ἑορτή, ἀλλά ἐλπίζει τό ἀλληγορικό κήρυγμά του νά ἔχει κάποια ἐπίδραση καί στούς εἰδωλολάτρες.
Δέν λείπει ὅμως ἀπό τά κείμενα τῶν Πατέρων καί ἡ αὐστηρή κριτική τῶν παγανιστικῶν ἐθίμων, ἡ ὁποία γινόταν, ὅπως θά δοῦμε, χάριν τῆς ἀλήθειας ἀλλά καί τῆς μέριμνάς τους γιά τή διαφύλαξη τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, πού ἡ ᾿Εκκλησία ἐπαγγελλόταν στό ποίμνιό της. ῎Ετσι μέ ἀφορμή τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων ἀναφέρονται καί στηλιτεύονται οἱ παγανιστικές συνήθειες. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἀναφερόμενος αὐτή τή φορά σέ κάποια ἐκτροπή τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τήν Κυριακή πρό τῶν Φώτων συμμετεῖχε στήν παγανιστική ἑορτή τῶν Καλανδῶν, ὀνομάζει τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα «ἔξω πλάνην» καί παραπονούμενος στά πνευματικά του τέκνα λέγει «ἔξω πλάνην ἦτε πλανώμενοι, ὡς ὑπόγυιον ἐπί τῆς παρελθούσης Κυριακῆς πεποιήκατε, σχετλιάζω πολλά καί τήν σιωπήν ἀσπάζομαι»(165).
Οἱ εἰδωλολατρικές ἑορτές τῶν Καλανδῶν, πού ἦταν ἀπό τίς πιό δημοφιλεῖς στήν ᾿Ανατολή περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα, δίνουν ἀφορμή καί σέ ἄλλους ἱεράρχες νά καταδικάσουν τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα. ῾Ο ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας, γιά παράδειγμα, ἀντιπαραθέτει τίς δύο ἑορτές τῶν Καλανδῶν καί τῶν Χριστουγγένων τονίζοντας τίς ἀντιθέσεις τους: «῾Η μέν (τῶν Καλανδῶν) ἐστιν τοῦ ἔξωθεν συρφετοῦ, πολύ συνάγουσα τοῦ μαμωνᾶ τό ἀργύριον, καί τήν ἄλλην καπηλείαν ἐφελκομένη, τήν ἀγοραῖόν τε καί ἀνελεύθερον· ἡ δέ (τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου) τῆς ἁγίας καί ἀληθοῦς θρησκείας, οἰκείωσιν τήν πρός Θεόν, καί τήν κεκαθαρμένου βίου τήν ἀρετήν ἐκπαιδεύουσα». ῾Η ἀντιπαράθεση αὐτή φανερώνει ἀπό τή μιά μεριά τή «ματαιότητα τῆς τρυφῆς... τήν μωράν καί βλάπτουσαν τέρψιν» πού ὁδηγεῖ στό θάνατο, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά τήν καθαρότητα τοῦ βίου πού προσφέρει ἡ ᾿Εκκλησία, τήν ὁποία ἀναγορεύει σέ «ἀληθινή θρησκεία», θέλοντας νά δείξει τό ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρείας(166).
᾿Επίσης ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος στά παγανιστικά ἔθιμα τά ὀνομάζει «ἑλληνική πλάνη καί μέθη»(167)· παρακινώντας δέ τούς πιστούς νά ἑορτάζουν τή Γέννηση τοῦ Κυρίου «μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως...», ἀναφέρει τίς ἁμαρτωλές συνήθειες τῶν εἰδωλολατρῶν πού διέπρατταν κατά τίς ἑορτές τους. Χοροί, πολυτέλεια ἐνδυμάτων καί μύρων, πορνεῖες, γαστριμαργίες, οἰνοποσίες, μέθες, μαγγανεῖες εἶναι μερικές ἀπό τίς ἑορταστικές συνήθειες πού ἀποδίδει στούς εἰδωλολάτρες. Καί προσθέτει: «ταῦτα μέν ῞Ελλησι παρῶμεν, καί ῾Ελληνικοῖς κόμποις, καί πανηγύρεσιν· οἵ καί θεούς ὀνομάζουσι κνίσσαις χαίροντας, καί ἀκολούθως τό θεῖον τῇ γαστρί θεραπεύουσι, πονηροί πονηρῶν δαιμόνων... τυγχάνοντες». ῞Οσον ἀφορᾶ ὅμως ἐμᾶς τούς χριστιανούς, συνεχίζει, τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας εἶναι ὁ Θεός Λόγος, καί ἄν πρέπει νά αἰσθανθοῦμαι κάποιες ἑόρτιες χαρές, θά τίς λάβουμε ἀπό τό θεῖο λόγο καί ἀπό τό νόημα τῆς ἑορτῆς· «κἄν δέῃ τρυφᾶν, ἐν λόγῳ τρυφήσωμεν καί θείῳ νόμῳ καί διηγήμασι τοῖς τε ἄλλοις καί ἐξ ὧν ἡ παροῦσα πανήγυρις...»(168).
᾿Εξ ἄλλου ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐγκρατέστατος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί γνώστης τῆς παγανιστικῆς ἰδεολογίας, δίδει μιά ὁλοκληρωμένη κριτική τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, τῆς ὁποίας οἱ βασικές θέσεις εἶναι: Κάθε τελετή καί μυστήριο εἰδωλολατρικό εἶναι «λῆρος... δαιμόνων εὕρημα σκοτεινόν, καί διανοίας ἀνάπλασμα κακοδαίμονος»(169). Οἱ θεοί τους ἀπορρίπτονται λόγῳ τῆς φαύλης ὑπο στάσεώς τους· «Οὐ Διός ταῦτα γοναί καί κλοπαί, τοῦ Κρητῶν τυράννου, κἄν ῞Ελληνες ἀπαρέσκονται... οὐδέ Διόνυσος ταῦτα, καί μηρός, ὠδίνων ἀτελές κύημα, ὥσπερ ἄλλο τι κεφαλή πρότερον... οὐδέ ᾿Αφροδίτης πορνικά μυστήρια, τῆς αἰσχρῶς, ὡς αὐτοί λέγουσι, καί γεννωμένης καί τιμωμένης...»(170). Οἱ δῆθεν θεῖες ἐμφανίσεις καί θαυματουργίες εἶναι ψεῦδος· «Ποῦ δέ θήσεις τήν Πέλοπος κρεουργίαν, πεινῶντας θεούς ἑστιῶσαν, καί φιλοξενίαν πικράν καί ἀπάνθρωπον... οὐδέ Θρακῶν ὄργια ταῦτα, παρ᾿ ὧν καί τό θρησκεύ ειν, ὡς λόγος... οὐδέ ᾿Ορφέως τελεταί καί μυστήρια, ὅν τοσοῦτον ῞Ελληνες ἐν σοφίᾳ ἐθαύμασαν...»(171). Οἱ τελετές καί πανηγύρεις τους μετέχουν «τῆς κακοδαιμονίας ἐφ’ ἅπασιν» καί ὅσοι μετέχουν σ᾿ αὐτές εἶναι «βδελυκτότεροι τῆς εὐτελείας τῶν προσκυνουμένων καί σεβομένων...»(172). Τέλος ἡ πλάνη τους εἶναι τόσο μεγάλη καί δαιμο νική, ὥστε γιά τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη τους θεωροῦν τούς θεούς συνηγόρους, «ἵνα μή μόνον ἀνεύθυνον τό ἁμαρτάνειν, ἀλλά καί θεῖον νομίζεται» (173).
᾿Ασφαλῶς μιά τέτοια κριτική σκόπευε νά ἀποκαθηλώσει τήν εἰδωλολατρία ἀπό τό ὕψος μιᾶς ἀνώτερης θρησκείας καί εἶχε ὡς ἀποδέκτες καί τούς εἰδωλολάτρες καί τούς χριστιανούς· τούς μέν γιά νά ἀντιληφθοῦν τό μέγεθος τῆς πλάνης τους, τούς δέ γιά νά διακρίνουν τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τή σωτηρία ἀπό τήν ἀπώλεια. ῾Η ἀλήθεια καί ἡ σωτηρία δίδεται ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά προϋποθέτει, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀγώνα καί καθαρότητα: «Τέως δέ καθαιρώμεθα καί προτελώμεθα τῷ Λόγῳ, ἵν᾿ ὅτι μάλιστα αὐτούς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν, θεοειδεῖς ἐργαζόμενοι, καί ἥκοντα τόν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί κρατοῦντες, καί τοῖς ἄλλοις προφαίνοντες»(174).
Τέλος ὁ ᾿Αμφιλόχιος ᾿Ικονίου θεωρεῖ ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν πολλά νά ὠφεληθοῦν ἀπό τούς χριστιανούς, «τόν νέον καί ἐκλεκτόν λαόν», βλέποντας «ὅσῳ κάλλει κεκόσμηται πνευματικῷ, ὅσῃ λαμπρότητι καταυγάζει τόν κόσμον». ῾Ο Θεός ἐπέτρεψε στούς χριστιανούς νά εἶναι «μεμιγμένοι ἐν τοῖς ἔθνεσιν», ὥστε νά διαπιστώνεται ἀπό τούς ἐθνικούς «πόσον ἰσχύει Πνεύματος ἁγίου συνοίκησις». Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Πατήρ, ἀπευθυνόμενος στό ποίμνιό του λέγει, ἐπαναλαμβάνοντας τόν ᾿Απόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ. 5, 68): «Οὕτω δέ πολιτευσάμενοι γενησόμεθα ζύμη ἁγία, καί δι᾿ ἡμῶν ζημωθήσεται ὁ κόσμος εἰς σωτηρίαν»(175).
᾿Επίλογος
᾿Από τήν ἀνωτέρω σύντομη ἱστορικοθεολογική θεώρηση πού ἐπιχειρήσαμε, μποροῦμε συμπερασματικά νά ποῦμε: Οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων μέχρι τόν Δ΄ αἰώνα ἑορτάζονταν ἀπό κοινοῦ. Τό 330 γιά πρώτη φορά στή Ρώμη ἄρχισε νά ἑορτάζεται στίς 25 Δεκεμβρίου ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ξεχωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, ἡ ὁποία συνέχισε νά ἑορτάζεται στίς 6 ᾿Ιανουαρίου καί ἔλαβε ἔκτοτε χαρακτήρα βαπτισματικό. Σταδιακά μέχρι τά μέσα τοῦ ΣΤ΄ αἰώνα ὅλες οἱ τοπικές ᾿Εκκλησίες υἱοθέτησαν ὁριστικά αὐτή τή διάκριση τοῦ ἑορτασμοῦ. ῾Η ἀνάλυση τῶν πατερικῶν ὁμιλιῶν γιά τίς δύο αὐτές ἑορτές δείχνει ὅτι τό κέντρο τῆς λατρείας τῆς ᾿Εκκλησίας, κατά τόν Δ΄ τουλάχιστον αἰώνα, ἦταν τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συνοψιζόταν στήν ὁμολογία ὅτι ὁ Θεός Λόγος «ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»(176). Οἱ ἱεροί Πατέρες ἐκστασιασμένοι μπροστά στό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διδάσκουν τούς πιστούς τή θεολογία τοῦ μυστηρίου. Τό ἰδεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ἀπαιτοῦσε ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί εἰδωλολατρῶν. ῾Ο πανηγυρισμός τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν ἀποτέλεσε τήν κατάλληλη εὐκαιρία νά ἐκθέσουν ἐμμέσως πλήν σαφῶς τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στή σύνοδο τῆς Νικαίας, ἀπαντώντας ἔτσι στούς διαφόρους αἱρετικούς. Τούς εἰδωλολάτρες ἀντιμετώπισαν μέ αὐστηρότητα ἀλλά καί μέ οἰκοδομητική διάθεση, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος σαρκώθηκε γιά τή σωτηρία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως οἱ Πατέρες ἀπαιτοῦσαν καθαρότητα ζωῆς, ἀπαραίτητη γιά τήν οἰκείωση ὅσων προσέφερε ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός.
Οἱ ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων δέν προσφέρονται γιά σκέψεις εὐσεβεῖς καί ἀναλύσεις συναισθηματικές, ἀλλά γιά νά συνειδητοποιήσουμε τή ζωτική σημασία τους καί νά μετάσχουμε στά ἑορταζόμενα γεγονότα· νά βιώσουμε ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή δική μας σωτηρία, ὅτι μᾶς ἔδωσε μιά νέα ζωή, πού εἶναι ἡ δυνατότητα νά γίνουμε θεοί κατά χάριν.
Κάθε ἐκκλησιαστική ἑορτή εἶναι ἀνάμνηση ἑνός θείου γεγονότος, ἀνάμνηση ὅμως πού ἐνῶ ἔγινε στό παρελθόν ἐφάπαξ, φανερώνεται, βιώνεται καί ἑορτάζεται μυστηριακῶς στό παρόν καί μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά μετέχουμε βιωματικά σ᾿ αὐτό, δηλαδή ὡς αὐτόπτες μάρτυρες. Καί ἐν προκειμένῳ μποροῦμε νά γίνουμε μάρτυρες τῆς θείας Ἐπιφανείας, νά γίνουμε οἱ ἴδιοι «θεοφανικό γεγονός», πράγμα ἄλλωστε πού ἀποτελεῖ καί τό σκοπό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Γι’ αὐτό τελειώνοντας θά ἤθελα νά κλείσω μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γργηγορίου τοῦ Θεολόγου. ᾿Αδελφοί καί πατέρες «τοίνυν ἑορτάζωμεν, μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμικῶς· μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ δεσπότου· μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας· μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως»(177).
Εἶναι πολύ πιθανόν ὁ κοινός ἑορτασμός τῆς 6ης ᾿Ιανουαρίου νά ὀφείλεται στίς χριστιανικές ἀντιλήψεις πού ἐπικρατούσαν τούς πρώτους μετά Χριστόν αἰῶνες. ῾Η χριστιανική ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρώπινη ζωή, ἰδιαίτερα κατά τήν ἐποχή τῶν μαρτυρίων καί τῶν ἰσχυρῶν ἐσχατολογικῶν ἐνθουσιασμῶν, δέν ἔδινε τόσο σημασία στήν σωματική γέννηση καί στήν ἐν γένει σωμα-τική ζωή ὅσο στήν πνευματική γέννηση, πού θεωρεῖτο ἡ βάπτιση, καί στό σωματικό θάνατο ὡς γέννηση γιά τήν αἰώνια πνευματική ζωή, γι’ αὐτό καί ὁ θάνατος κατ’ ἀρχάς τῶν μαρτύρων καί στή συνέχεια ὅλων τῶν ἁγίων ὀνομαζόταν γενέθλιος ἡμέρα (natalitia). Συνεπῶς ἡ ἡμέρα τῆς γεννήσεως δέν θεωρεῖτο ἡμέρα μεγάλης χαρᾶς ἐπειδή γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἁμαρτωλός, ὁ ὁποῖος μόνο μέ τή βάπτισή του εἶχε τή δυνατότητα πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καί γι᾿ αὐτό ἡ ἡμέρα τῆς βαπτίσεως ἀποτελοῦσε ἡμέρα χαρᾶς. Χωρίς τή βάπτιση οἱ χριστιανοί θά μποροῦσαν νά ἐπαναλαμβάνουν τούς λόγους τοῦ ᾿Ιώβ «ἀπόλοιτο ἡ ἡμέρα, ἐν ᾖ ἐγεννήθην» . Mέ αὐτές τίς χριστιανικές ἀντιλήψεις πιστεύω ὅτι δικαιολογεῖται γιατί οἱ χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων δέν αἰσθάνονταν τήν ἀνάγκη νά θεωρήσουν ἰδιαίτερη ἑορτή τήν ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί νά τήν ἑορτάσουν ξεχωριστά, ἀλλά τήν συνεόρταζαν μέ τό σπουδαῖο γεγονός τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρός τούς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων, PG 49, 365.
2. J. C. MCCOLISTER, The Christian book of Why, London 2000, σ. 205. J. M. GOLBY, The Making of the modern Christmas, London 2000, σ. 234. D. L. JEFFREY, “Christmas”, A Dictionary of Tradition in English Literature, Grand Rapids, Mich: W. B. Eerdmans, 1992.
3. ῾Η ἡμερομηνία Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι γνωστή. Tά εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν οὔτε τήν ἡμέρα οὔτε τό μήνα Γεννήσεως. Tό ἐνδιαφέρον γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἡμερομηνίας τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναπτύχθηκε σταδιακά μετά τόν τρίτο αἰώνα, ἄν καί ἀκόμη μετά τό 410 βλέπουμε τόν ἅγιο ῾Ιερώνυμο νά ἀντιτίθεται σέ μιά τέτοια προσπάθεια (βλ. Σχόλια ᾿Ιεζεκιήλ, PL 25, 18) . ᾿Από τήν πλούσια σχετική βιβλιογραφία βλ. ἐνδεικτικῶς D. L. JEFFREY, “Christmas”, A Dictionary of Tradition in English Literature, αὐτόθι. Δ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΙΩΤΗ, «῾Η πραγματική ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως», Συμβολή εἰς τήν τάξιν τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, 15 (2006), σσ. 17-28. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗΣ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., ᾿Αθήνα 2000, σσ. 532-557, ὅπου παρατίθεται ἡ σχετική ἐπιχειρηματολογία καί πλούσια βιβλιογραφία. Βλ. ἐπίσης τό λῆμμα “Christmas” στίς ἐγκυκλοπαίδειες New Catholic Encyclopedia καί World Book Encyclopedia.
4. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., σσ. 532-533. Βλ. τό λῆμμα “Birthday”, στό Unger’s Bible Dictionary, Moody Press 1974.
5. Βλ. CH. PANATI, Sacred origins of profound things: The stories behind the rites and rituals of the word’s religions, Penguin publications (χωρίς ἡμερ.), σ. 216. ῾Ο ἀπολογητής ᾿Αρνόβιος ὁ πρεσβύτερος (Γ΄-Δ΄αἰ.) ἀπό τή Νουμιδία σέ ἔργο του «Κατά ᾿Εθνικῶν» ἀναφέρει ὅτι δέν εἶναι ἴδιον ἑνός Θεοῦ νά γεννιέται μιά συγκεκριμένη ἡμερομηνία ὡς ἁπλός ἄνθιρωπος (Arnobius, Disputationes adversus Nationes, Philologische Wochenschrift, Leipzig 1935, 1082-84 παρά Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., σ. 532).
6. Βλ. τό λῆμμα “Birthday” στήν ἐγκυκλοπαίδεια McClintock and Strong. Aug. Neander, The history of the christian religion and Church during the three first centuries, σ. 190.
7. J. C. MCCOLISTER, The Christian book of Why, ὅ. π. σ. 205. J. M.GOLBY, The Making of the modern Christmas, ὅ. π. σ. 234. ῾Ο ᾿Ωριγένης συχνά χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις γενέθλια, γενεθλιαλογία συνδυάζοντας τή χρήση τους πάντοτε μέ παγανιστικά παραδείγματα. Γιά παράδειγμα ἡ λέξη γενέθλια συνδυάζεται μέ τήν «ἀπατηλό γενεθλιαλογία» (Κατά Κέλσου, 6, LXXX, BEΠΕΣ 9, σ. 113 (PG 11,...........), ἐννοώντας τή μαντική χρήση τῆς γενέθλιας ἡμέρας ὡς μέσο πρόβλεψης μέ τή βοήθεια τῶν πλανητῶν. ῾Η «γενεθλιαλογία» μέ τήν ἔννοια τῆς σημερινῆς «ἀστρολογίας» καταδικάζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία (βλ. λϛ΄ κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου).
8. Α. ΝEANDER, The history of the christian religion and Church during the three first centuries, London (χωρίς ἡμερ.), σ. 190. D. L JEFFREY, “Christmas”, A Dictionary of biblical tradition in English Literature, Grand Rapids, Mich.: W. B. Eerdmans, 1992. Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι οἱ σαφεῖς ἀναφορές σέ γενέθλια στά βιβλικά κείμενα ἀφοροῦν μόνο εἰδωλολάτρες. Βλ. σχετικά τά χωρία Γεν. 40,20 (γενέθλια τοῦ Φαραώ)· Β΄ Μακ. 6,7 (μηνιαῖος ἑορτασμός γενεθλίων τοῦ ᾿Αντιόχου Δ΄)· Μάρκ. 6, 21 (δεῖπνο γιά τά γενέθλια τοῦ ῾Ηρώδη ᾿Αντίπα).
9. J. F. KELLY, The origins of Christmas, Liturgical Press 2004, σ. 53.
10. Βλ. ἐνδεικτικά ᾿Ιω. 1,14· ῾Εβρ. 1,6.
11. ῾Ο Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεύς, ὁ μοναδικός, ἀπ’ ὅ,τι ἐρευνήσαμε, ἐκτός ἀπό τόν ᾿Ωριγένη, ἐκκλησιαστικός συγγραφέας πού χρησιμοποιεῖ κατά τόν Β΄ αἰώνα τή λέξη γενέθλια, δέ φαίνε-ται νά ἀντιμετωπίζει πρόβλημα στό συνδυασμό τῆς ἔννοιας τῆς γενέθλιας ἡμέρας μέ τή χριστια-νική διδασκαλία: «᾿Επεί δε γενεθλίου ἡμέρας εἰκών ἡ ἀνατολή κακεῖθεν τό φῶς αὔξεται ἐκ σκότους λάμψαν τό πρῶτον, ἀλλά καί τοῖς ἐν ἀγνοίᾳ καλινδουμένοις ἀνέτειλεν γνώσεως ἀληθείας ἡμέρα» (Στρωματεῖς, VII, VII, PG 9, 416A). ᾿Εδῶ φαίνεται σαφῶς ἡ διαφορά μέ τήν ὁποία γινόταν ἀντιληπτή στήν ᾿Εκκλησία ἡ γέννηση ἤ τά γενέθλια τῶν (φαύλων) ἀνθρώπων ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἤ τή γενέθλια ἡμέρα ὡς γενική ἔννοια. ᾿Ακόμη καί ὁ ᾿Ωριγένης, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴδαμε, συνδυάζει τόν ἑορτασμό τῶν γενεθλίων μέ τόν παγανισμό, τιμᾶ καί ξεχωρίζει τή Γέννηση τοῦ Κυρίου: «Εἰκός οὖν καί κατά τήν τοῦ ᾿Ιησοῦ γένεσιν, ἐπί “πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου”, ὡς ὁ Λουκᾶς ἀνέγραψε κἀγώ πείθομαι, ᾔνεσε τόν Θεόν καί ἔλεγε· “δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία”, διά τοῦτο οἱ δαίμονες ἠτόνησαν καί ἐξησθένησαν, ἐλεγχθείσης αὐτῶν τῆς γοητείας καί καταλυθείσης τῆς ἐνεργείας... ὑπό τῆς ψυχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τῆς ἐν αὐτῷ θειότητος» (Κατά Κέλσου, A, LX, BEΠΕΣ 9, σ. 113 (PG 11, 769BC).
12. J. F. KELLY, The origins of Christmas, ὅ. π., σ. 53.
13. ῞Οπως καταγράφεται στά Ματ. 1,8 κ. ἑξ.· Λουκ. 2,1-7· Φιλ. 2, 6-7 κ. ἀ.
14. Πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν συναντᾶται κάποια σχετική ἀπαγόρευση, ἀντιθέτως ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ἀναφέρει: «Μή οὖν τις ὑμᾶς κρινέτω ἐν βρώσει ἤ ἐν πόσει ἤ ἐν μέρει ἑορτῆς» (Κολ. 2,16).
15. Οἱ Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗΣ (Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., ὅ. π. σ. 533) ἀναφέρουν: «Τό οὐσιαστικό πρόβλημα ἀνέκυψε ὅταν ὁ πάπας Τελεσφόρος (125-136 μ. Χ.), γιά πρώτη φορά γύρω στό 135 μ.Χ., ἀποφάσισε νά μνημονεύσει τό ἰδιαίτερο γεγονός τῆς ἔλευσης τοῦ Θεανθρώ-που στόν κόσμο, θεσπίζοντας τή γιορτή τῶν Χριστουγέννων, ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα ᾿Αδριανοῦ (117-138 μ.Χ.)». Πρβλ. A. COLINS, Stories behind the Great traditions of Christmas, Zondervan 2003, σσ. 12-13.
16. J. G. R. FORLOG, “Christmas”, Encyclopedia of religions of faiths of man, Kessinger Publishing 2003, c 1906, 459.
17. J. I. PACKER, Nelson’s illustrated manners and customs of the Bible, Thomas Nelson 1977, σ. 40. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., σ. 533.
18. F. L. CROSS, “Christmas”, The Oxford Dictionary of the Christian Church, London 1957, σ. 277.
19. Οἱ μαρτυρίες ἀναφέρουν ὅτι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Σωτῆρος ἀπό μερικούς ἑορταζόταν τόν μῆνα Μάιον (Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεύς, Στρωματεῖς Ι, ΧΧΙ, PG 8, 884ΑΒ, 888ΑΒ), καί ἀπό ἄλλους ἑορταζόταν τήν ἕκτη ᾿Ιανουαρίου (Παῦλος ᾿Εμέσης, ῾Ομιλία λεχθεῖσα κθ΄ Χοιάκ ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησία ᾿Αλεξανδρείας, καθημένου τοῦ μακαρίου Κυρίλλου, εἰς τήν γέννησιν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 77, 1433, 1437).
20. Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἑορτῶν βλ. F. SMIRNOV, Proishoždenie i značenie prazdnika Roždestva Hristova, Kiev 1883. Μ. SKABALLANOVIČ, Hristianskie prazdniki. Roždestvo Hristovo, Kiev 1916, σσ. 177-182. H. KELLNER, Heortologie oder das Kirchenjahr und die Heiligenfeste in ihrer geschichtlichen Entwicklung, Freiburg 1911, σσ. 82-106. B. BOTTE, Les origines de la Noël et de l’ Epiphanie, Louvain, Mont César 1932. L. MIRKOVIĆ, Heortologija ili istorijski razvitak i bogosluženje praznika pravoslane istočne Crkve, Beograd 1961, σσ. 83-95, 105-111.
21. ΕΦΡΑΙΜ ΣΥΡΟΥ, Sermo in trasfigurationem domini et dei salvatoris nostri Jesu Christi, ἔκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, 24,4-25,5 (μετφρ. ἀπό τήν πρωτότυπη ἔκδ. DUP. ASSEMANI, Sancti patris nostri Ephraem Syri opera Omnia, vol. 2, Rome 1732). ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Κατά αἱρέσεων, II, I, PG 41, 921CD-922A.
22. ῾Η ἔκφραση dies epiphaniarum sive manifestationum ἦταν γνωστή ἀκόμα καί στούς εἰδωλο-λάτρες. Βλ.Ammianus Marcellinus, 21, 2 παρά L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 105.
23. «Οἱ δέ ἀπό Βασιλείδου καί τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ τήν ἡμέραν ἑορτάζουσι, προδια-νυκτερεύοντες ἀναγνώσι...» ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματεῖς Ι, ΧΧΙ, PG 8, 888Α. Πρβλ. Μ. SKABALLANOVIČ, Hristianskie prazdniki, σ. 178.
24. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατά Κέλσου Α΄, Η΄, ΧΧΙΙ, ΒΕΠΕΣ 10, σ. 191. (PG 11,1549C-1552Β).
25. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς τά ἅγια Θεοφάνεια (ἀμφ.), PG 10, 1177-1189.
26. ΤΗ. RUINART, Acta martyrum. Passio sancti Philippi Heracleae, Pers secunda, Augustae Vindelicorum MDCCII, σ. 438.
27. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 106.
28. ΕΦΡΑΙΜ ΣΥΡΟΥ, Sermo in trasfigurationem domini et dei salvatoris nostri Jesu Christi, ὅ. π., 24,4-25,5.
29. Ιtinerarium Aetheriae, ἔκδ. Sources Chrétiennes (στό ἑξῆς S C) 21, σσ. 202 κ. ἑξ. Βλ. H. PÉTRÉ, Introduction, αὐτόθι, σσ. 63 κ. ἑξ.
30. Ammianus Marcellinus, Rerum Gestarum XXI, 2, 5, παρά A. G. MARTIMORT, L’ Église en prière. Introduction à la Liturgie, Desclée, Paris 1961, σ. 729.
31. παρά L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 107.
32. Βλ. H. STERN, Le calendrier de 354. Étude sur son texte et sur ses illustrations, Paris 1953. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία Β΄, ᾿Αθήνα 1990, σσ. 178-179. H. Kellner, Heortologie, σ. 87, 92. A. G. MARTIMORT, L’ Église en prière, σ. 728. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 85. ῾Ο Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ἀναφέρει (᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία, ᾿Αθῆναι 1959, σ. 313) ὅτι «ἡ ἐκκλησιαστική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων τῆς 25ης Δεκεμβρίου εἰσήχθη περί τό 335 ἐν Ρώμῃ... ᾿Εκ τῆς Ρώμης... μετεδόθη εἰς τήν ἐπίλοιπον Δύσιν καί εἰς τήν ᾿Ανατολήν». ῾Η ὕπαρξη ἀρχαίων ὕμνων μέ χριστουγενιάτικη θεματολογία μᾶς ὁδηγοῦν στήν ὑπόθεση ὅτι τά πρῶτα βήματα πού ὁδήγησαν στόν ἑορτασμό ἔγιναν κατά τόν Γ΄ αἰώνα. Βλ. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, τόμ. Α΄, ᾿Αθήνα 1982, σ. 474: «῾Ο πάπυρος Rainer 542 παραδίδει τρεῖς ἀρχαίους ὕμνους, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν μᾶλλον στόν Γ΄ αἰώνα, ἀφοῦ ὁ πάπυρος εἶναι τῶν ἀρχῶν τοῦ Δ΄... Πιθανόν νά πρόκειται γιά ὕμνο στά Χριστούγεννα: ῾Ο γεννηθείς ἐν Βηθλεέμ / καί ἀνατραφείς ἐν Ναζαρέτ / καί οἰκήσας ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ... Ποιμένες ἀγραυλοῦντες / ἐθαύμασαν οὖν / γονυπεσόντες ἔλεγον...».
33. F. SMIRNOV, Proishoždenie i značenie, σ. 179. A. G. MARTIMORT, L’ Église en prière, σ. 728. PH. SCHAFF – D. SCHLEY SCHAFF, History of the christian Church, vol. III, σ. 233. J. F. KELLY, The origins of Christmas, ὅ. π., σσ. 68-70. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ, σσ. 536-537.
34. H. KELLNER, Heortologie, σ. 99. PH. SCHAFF, History of the christian Church, vol. I: Apostolic Christianity A. D. 1-100, σσ. 80, 294 vol. III: Nicene and Post-Nicene Christianity A. D. 311-600, σσ. 232-233. W. MCAFEE, Tά πέντε μεγάλα ζωντανά θρησκεύματα, μτφρ. Σ. ᾿Αγουρίδη, ῎Αρτος Ζωῆς, ᾿Αθήνα 2001, σ. 192. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., σσ. 535-536. Γιά τίς ἑορτές τῶν ἡλιοστασίων Βλ. ἐπίσης Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Μετρώντας τόν ἄχρονο χρόνο. ῾Ο χρόνος στήν ᾿Αστρονομία, ᾿Αθήνα, 1994.
35. Γιά τόν ἴδιο πιθανότατα λόγο ἐπιλέχθηκε ἀργότερα τό θερινό ἡλιοστάσιο (24 ᾿Ιουνίου) γιά τήν ἑορτή τοῦ γενεθλίου τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννη, ὡς ἡ καταλληλότερη ὑπενθύμιση τῶν λόγων του «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (᾿Ιω. 3,30). Βλ. PH. SCHAFF, History of the christian Church, αὐτοθι.
36. Πρβλ. Ζαχ. 6,12: «ἀνατολή ὄνομα αὐτῷ»· Ψαλ. 18,6: «ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τό σκήνωμα αὐτοῦ».
37. Προτρεπτικός πρός ῞Ελληνας, 9, PG 8, 196B.
38. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, De orat. Dom. 35.
39. PL 17, 637.
40. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336A, 392A.
41. ῎Εκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως 85, ἔκδ. B. Kotter, σ. 190 (PG 94, 1133....).
42. Στιχηρόν ᾿Ιδιόμελον Λιτῆς ῾Εσπερινοῦ ἑορτῆς Χριστουγέννων, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. ..., σ. 386.
43. Τροπάριον ῾Εσπερινοῦ ἑορτῆς Χριστουγέννων, αὐτόθι, σ. 383.
44. ᾿Απολυτίκιον ἑορτῆς Χριστουγέννων, αὐτόθι, σ. 387.
45. J. MOSSAY, Les fêtes de Noël et d’ Épiphanie d’ après les sources littéraires cappadociennes du IVe siècle, Louvain: Abbaye du Mont César 1965, σ. 2. Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ πάπας Γρηγόριος ὁ Μέγας (590-640) πίστευε ὅτι «αἱ ἑορταί τῶν ἐθνικῶν πρέπει νά μετατραπῶσι βαθμιαίως εἰς χριστιανικάς» παρά Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ, σ. 535.
46. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, ᾿Επιστολή Δ΄ Πρός Εὐσέβιον, PG 46, 1025Α.
47. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 86.
48. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τόν μέγαν Βασίλειον ἐπιτάφιος, PG 36, 561C-564A.
49. Αὐτόθι, 561C.
50. PG 36, 312.
51. Αὐτόθι, 313C.
52. Μ. SKABALLANOVIČ, Tolkovii tipikon, I, Kiev 1910, σ. 300. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Hristianskie prazdniki, σ. 180.
53. PG 31, 1457-1476. Πρβλ. Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-Μ. ΔΑΝΕΖΗ, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., ὅ. π., σ. 537.
54. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ῾Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 53. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟ-ΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία Β΄, σ. 400.
55. Γιά τή χρονολόγηση τοῦ ἔργου βλ. J. DANIELOU, «La chronologie des sermons de Grégoire de Nysse», Revue des sciences religieuses, 29 (1955), σ. 351. J. QUASTEN, Initiation aux Pères de l’ Église, III, Paris 1963, σ. 397. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία Β΄, σ. 621. Η. ΜΟΥΤΣΟΥ-ΛΑ, «Γρηγόριος Νύσσης (335/340-395/400)», Βιβλιοθήκη ῾Ελλήνων Πατέρων καί ᾿Εκκλησιαστι-κῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) 65 , σ. 299.
56. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, ᾿Επιτάφιος Λόγος εἰς τόν ἴδιον ἀδελφόν τόν Μ. Βασίλειον, PG 46, 788C-789A. Βλ. H. KELLNER, Heortologie, σ. 84. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 87. Βλ. καί Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ, ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία, ὅ. π., σ. 778: «376 (περίπου) καθιεροῦται καί ἐν ᾿Ανα- τολῇ ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων κατά τήν 25ην Δεκεμβρίου».
57. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, ᾿Εγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν Πρωτομάρτυρα, PG 46, 701C-704A. Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Στεφάνου βλ. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σσ. 96-98.
58. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, ᾿Εγκώμιον ἕτερον εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν Πρωτομάρτυρα, PG 46, 721Α.
59. Αὐτόθι, 721Α, 729Β. Τό θέμα τῆς διαδοχῆς τῶν λειτουργικῶν ἑορτῶν συνατοῦμε καί στόν ᾿Αστέριο ᾿Αμασείας (᾿Εγκώμιιον εἰς τούς ἁγίους κορυφαίους ἀποστόλους Πέτρον καί Παῦλον, PG 40, 264-300). Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 18-19.
60. Γιά τήν αὐθεντικότητα τῆς ὁμιλίας καί τήν ἡμερομηνία ἐκφωνήσεως βλ. J. QUASTEN, Initiation aux Pères de l’ Église, III, σ. 395. J. MOSSAY, Les fêtes, σ. 12. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ῾Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ΄, σ. 178. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία Β΄, σ. 622. Η. ΜΟΥΤΣΟΥ-ΛΑ, «Γρηγόριος Νύσσης (335/340-395/400)», σ. 268.
61. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 580BC.
62. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, Λόγος κατηγορικός τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν, PG 40, 217C.
63. PG 36, 312-333.
64. PG 36, 356-360.
65. PG 36, 360-425.
66. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312A.
67. Αὐτόθι, 329ΒD.
68. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 349Β.
69. Αὐτόθι, 349C.
70. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ῾Ομιλία Μ΄ εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 360Β.
71. Αὐτόθι.
72. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ῾Ομιλία ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 349Β.
73. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΑΙΑΣ, Περί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πρός Ζαχαρίαν τόν Καθολικόν τῆς μεγάλης ᾿Αρμενίας, PG 96, 1445C-1448A: “ἐλθών ῾Ονώριος ἐν τῷ Βυζαντίῳ εἰς ἔργον τι, διηγήσατο τῇ μητρί καί τῷ ἀδελφῷ, ὅτι πῶς οἱ ῾Ρωμαῖοι ἑορτάζουσι τήν Γέννησιν εἰς τήν ἡμέραν αὐτῆς, μετά ἀναγνωσμάτων τελείων, καί πολλῶν τροπαρίων καί στοιχαρίων.... ᾿Εφάνη-σαν δέ τά ῥήματα αὐτοῦ τοῦ ῾Ονωρίου, ἐνώπιον τῆς μητρός αὐτοῦ, καί ᾿Αρκαδίου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἀρεστά. Δεικύουσι τήν δύναμιν τοῦ ἔργου ᾿Ιωάννῃ τῷ Χρυσοστόμῳ τῷ ἁγίῳ πατριάρχῃ. Αὐτός δέ, ἐν πολλῇ ἀγχινοίᾳ καί προθυμίᾳ δεξάμενος τόν λόγον... ἐχάρη. ῎Αγουσιν ἐκ τῆς Κύπρου τόν μακάριον ᾿Επιφάνιον, ὅς ἐκ τῆς τῶν ῾Εβραίων γραφῆς, καί ᾿Ιωσήπου τοῦ χρονο-γράφου τῆς ἱστορίας, βεβαιώσας τόν λόγον, ὥρισε τήν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος Δεκεμβ. κε΄». Πρβλ. H. KELLNER, Heortologie, σ. 86. BAUMSTARK, «Die zeit einführung des Weihna-chtsfestes in Konstantinopel», Oriens Christianus 11(1902), σ. 441. V. GRUMEL, «les invectives contre les Arméniens du “Catholicos Isaac”», Revue des Études Byzntines XIV (1956), σσ. 179-180. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 87.
74. Γιά τή χρονολογία Βλ. J. QUASTEN, Initiation aux Pères, σ. 637. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ῾Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ΄, σ. 274.
75. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγος πανηγυρικός εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 49, 351. Βλ. M. SKABALLANOVIČ, Hristianskie prazdniki, σ. 180. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 88. Πρβλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ῾Ελληνική Πατρολογία, αὐτόθι.
76. JOANNIS CASSIANI, Collationes 10, PL 49, 820A. ῾Ελληνική μετάφραση: ᾿Αββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τόμ. Α΄, ἔκδ. «῾Ετοιμασία», ῾Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέας 2004, σ. 364.
77. ΠΑΥΛΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, ῾Ομιλία λεχθεῖσα κθ΄ Χοιάκ ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησία ᾿Αλεξανδρείας, καθημένου τοῦ μακαρίου Κυρίλλου, εἰς τήν γέννησιν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 77, 1433C. H. KELLNER, Heortologie, σ. 83. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 89.
78. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ, ᾿Εγκώμιον εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Στέφα-νον, PG 85, 469. Βλ. H. USENER, Religionsgeschichtliche Untersuchungen, I, Das Weihnachtsfest, Bonn 1911, σ. 333. H. KELLNER, Heortologie, σ. 103.
79. Ιtinerarium Aetheriae, ἔκδ. SC 21, σ. 202 κ. ἑξ.
80. GREGORI TURONENSIS, Libri Miraculorum 1, 88, PL 71, 783ABC. Πρβλ. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σσ. 89-90.
81. ΚΟΣΜΑ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΟΥ, Χριστιανική Τοπογραφία, 5, PG 88, 197ΑΒC.
82. «...μόνον δέ μέχρι τήμερον Παλαιστιναῖοι καί οἱ προσκείμενοι τούτοις ῎Αραβες οὐ συμφωνοῦσι τῇ κοινῇ τῶν πάντων γνώμῃ καί τήν ἡμετέραν ἑορτήν τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως οὐχ ἑορτάζουσιν», ΑΒΡΑΜΙΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, PO 16, 443. Πρβλ. M. JUGIE, «Abraham d’ Éphèse et ses écrts», Byzantinische Zeitschrift, 22 (1913), σσ. 37-59. Πρβλ. M. JUGIE, «La première fête mariale en Orient et en Occident, l’ Avent primitif», Echos d’ Orient 22 (1923), σ. 130. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σ. 90.
83. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Εἰς τούς ἁγίους Πέτρον καί Παῦλον, PG 87, 3361Β.
84. «Καί μετά τόν ἄλλον ἐνιαυτόν ὑπερβάς ἀπό τῆς τῶν γενεθλίων αὐτοῦ ἡμέρας, τουτέστιν ᾿Επιφανίων, ἥτις τυγχάνει ἕκτη ᾿Ιανουαρίου μηνός» (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Κατά αἱρέσεων, ΙΙ, Ι, ἔκδ. Hinrichs, Leipzig 1922, 2, 298, 17-20 (PG 41, 936C). «καί μετά ταῦτα ὡς πληρωθέντος τοῦ διετοῦς χρόνου μετά τό βάπτισμα, καί τήν αὐτοῦ γέννησιν, ἀπό Νοεμβρίου μηνός, καί ἀπό ᾿Ιανουαρίου μηνός» (αὐτόθι, ἔκδ. Hinrichs, Leipzig 1922, 2, 295, 10-12. PG 41, 933B)
85. «ἐκ πολλῶν δέ ἠναγκάσθημεν παραστῆσαι διά τούς ἀπειθοῦντας ὅτι τά ᾿Επιφάνεια καλῶς εἴρηται ἡ ἔνσαρκος γέννησις τοῦ Σωτῆρος ἡ ἐν Βηθλεέμ γενομένη, ὀγδόῃ ὥρᾳ γεννηθέντος αὐτοῦ καί ἐπιφανέντος τοῖς ποιμέσι καί τῷ κόσμῳ διά τῆς ἀγγέλων μαρτυρίας» (αὐτόθι, 2, 287, 4-7). Πρβλ. Μ. SKABALLANOVIČ, Hristianskie prazdniki, αὐτόθι. A. G. MARTIMORT, L’ Église en prière, σ. 731.
86. Cod. Justin. 3, 12, 5.
87. Cod. Justin. 3, 12, 6.
88. L. MIRKOVIĆ, Heortologija, σσ. 90-91.
89. Τό οὐδέτερο πληθυντικοῦ πού παρατηροῦμε, χρησιμοποιεῖται γιά τίς ὀνομασίες τῶν ἑορτῶν καί ὅ,τι αὐτές περιλαμβάνουν. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος: Τίς ἐτήσιες ἑορτές τίς ὀνομάζει «τά ἐτήσια», τήν ἑορτή τῶν γενεθλίων «τά γενέθλια», τήν ἑορτή τοῦ γάμου «τά γαμήλια», τήν ὀνομαστική ἑορτή «τά ὀνομαστήρια», τήν ἑορτή τῶν ἐγκαινίων κατοικίας «τά κατοικέσια», κάθε χαρμόσυνη ἑορτή «τά χαρμόσυνα» κ.ο.κ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος Μ΄ εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 360Β.
90. K. KEYSSNER, «Natalis templi», Real-Encyclopädie, XXXXII (1935), 1800-18002. CHR. MOHRMANN, Epiphania, Nijmegen, Dekker & Van de Vegt, 1953, σσ. 647, 663.
91. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1473Α.
92. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, Λόγος κατηγορικός τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν, PG 40, 217C.
93. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ῾ΟμιλίαΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312C.
94. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΙΚΟΝΙΟΥ, Λόγος Α΄ εἰς τά Γενέθλια τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 39, 37ΑΒ. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 23-24.
95. A. GRABAR, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l᾿ art chrétien antique, II vol. Iconographie, Paris 1946, σσ. 144-145, 152.
96. Αὐτόθι, Ι, σ. 28· ΙΙ, σ. 136.
97. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1136Β: «...τῇ γενομένῃ διά τοῦ φωτός αὐτῷ θεοφανείᾳ Μωυσέως». Πρβλ. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, ᾿Εγκώμιον εἰς τούς ἁγίους κορυφαίους ἀποστόλους Πέτρον καί Παῦλον, PG 40, 288Β: «Κακεῖ γάρ ὁ αὐτός οὗτος Θεός τῷ Μωυσεῖ ἐμφανίζων, ἐν πυρί ἐλάλει· καί τόν νόμον διδούς ἐπί τοῦ Σινᾶ, πυρί καταλάμπων».
98. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, αὐτόθι, 284D-285Α: «καί περιλάμψας αὐτόν αἰφνίδιον τῷ φωτί, καταπλήττει καί μεταβάλλει πρός ταπεινότητα, στήσας μέν τοῦ δρόμου διά τόν φόβον, τούς δέ τό πυρῶδες καί θυμοειδές βλέποντας ὀφθαλμούς σωφρονίσας τῷ σκότῳ».
99. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1473Α.
100. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 313C.
101. EΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς Κωνσταντῖνον τόν βασιλέα τριακονταετηρικός, Θ΄, PG 20, 1369C.
102. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τόν μακάριον Φιλογόνιον, PG 48, 752. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 21-23.
103. Βλ. Β΄ Μακ. 2,21· 3,24· 5,4· 12,22· 14,15· 15,27. Γ΄ Μακ. 2,9· 5,8.
104. Βλ. Ρωμ. 16,26· Α΄ Τιμ. 3,16· Β΄ Τιμ. 1,10· Β΄ Θεσ. 2,8 κ. ἀ.
105. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, ᾿Εκκλησ. ῾Ιστορία, 1, 5, ἔκδ. SC 31, σ. 20 (PG 20, 81Α). Πρβλ. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, 3, 41, 20, 1101Α.
106. «... τότε ἐπεφάνη ἡ χάρις, τότε ἡ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἀκτίς ἀνέτειλε. Τότε ἐπέφανε τῆς δικαιοσύνης ὁ ἥλιος...» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1132C). «...τό νῦν ἐπιφανῆναι τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ τήν θείαν ζωήν» (αὐτόθι, 1129C).
107. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ,᾿Εγκώμιον εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, PG 40, 345C.
108. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1469C.
109. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ῾Ομιλία ΙΔ΄ κατά μεθυόντων, αὐτόθι, 445C.
110. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τόν μέγαν Βασίλειον ἐπιτάφιος, PG 36, 561C.
111. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Λόγος Μ΄ εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 392ΒC.
112. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρός τούς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων, καί εἰς τό ἅγιον καί σωτήριον βάπτισμα, PG 49, 365. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 27-29.
113. CHR. MOHRMANN, Epiphania, σσ. 649-650.
114. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΛόγοςΛ Θ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336 Α, 357D.
115. Αὐτόθι, 336Α.
116. Αὐτόθι, 360Α. Τό θέμα αὐτό εἶναι πολύ ἀγαπητό σ᾿ ὅλους τούς Καππαδόκες Πατέρες. Βλ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΙΚΟΝΙΟΥ, Λόγος Α΄ εἰς τά Γενέθλια τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 39, 44 Α: «ἵνα φαινόμεθα ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ». Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, ᾿Εγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν πρωτομάρτυρα, PG 46, 728Α κ. ἑξ.· 729Β κ. ἑξ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος Μ΄ εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 409C.
117. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος Μ΄ εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 364Β-365Β.
118. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 577C-580Α.
119. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, Λόγος κατηγορικός τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν, PG 40, 217C. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 24-27.
120. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1148C.
121. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΙΚΟΝΙΟΥ, Λόγος Α΄ εἰς τά Γενέθλια τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 39, 36ΑΒ.
122. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, αὐτόθι. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336C-337ΑΒ.
123. ῾Ο Γρηγόριος Νύσσης λέγει συγκεκριμένα: «καί στενοχωρεῖ μέν ὁ λαός τόν οἷκον, εἴσω τῶν ἱερῶν ἀδύτων γινόμενος· πληροῖ δέ τόν ἔξω χῶρον ἐν τοῖς προτεμενίσμασιν, ὅσον οὐ χωρεῖται παρά τῶν ἔνδον, κατά τήν εἰκόνα τῶν μελισσῶν. Αἱ μέν γάρ ἔνδον ἐργάζονται, αἱ δέ ἔξωθεν περιμβοβοῦσι τό σμῆνος» (Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 577Α).
124. Γιά τίς ἡμερομηνίες βλ. MARIE-MADELEINE HAUSER-MEURY, Prosopographie zu den Schriften Gregors von Nazianz, Bonn, σσ. 41-42, σημ. 47. E. STEIN, Histoire du Bas-Empire, I, Paris et Bruges 1959, σσ.179, 509 σημ. 104. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σ. 32.
125. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τόν μέγαν Βασίλειον ἐπιτάφιος, PG 36, 561C-564A. Τό ἴδιο γεγονός περιγράφει εὐσύνοπτα καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου: «εἰς τε τόν θεῖον νεών εἰσελήλυθε καί... τῷ θυσιαστηρίῳ τά εἰωθότα προσενήνοχε δῶρα» (᾿Εκκλ. Ἱστ., PG 82, 1161C).
126. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 577ΑΒ. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφράζει τό ἴδιο πάθος παρομοιάζοντας τόν ἑαυτό του μέ ἑστιάτορα πού προσ-φέρει στό ποίμνιό του λαμπρή τράπεζα, ἡ ὁποία περιέχει τό λόγο τοῦ Θεοῦ: «῎Η βούλεσθε (καί γάρ ἐγώ σήμερον ἑστιάτωρ ὑμῖν) ἐγώ τόν περί τούτων περατῶ λόγον τοῖς καλοῖς ὑμῖν δαιτυμόσιν, ὡς οἷόν τε δαψιλῶς τε καί φιλοτίμως, ἵν’ εἰδῆτε, πῶς δύναται τρέφειν ὁ ξένος τούς ἐγχωρίους,, καί τούς ἀστικούς ὁ ἄγροικος... καί τούς περιουσίᾳ λαμπρούς, ὁ πένης καί ἀνέστιος; ῎Αρξομαι δέ ἐντεῦθεν· καί μοί καθήρασθε, καί νοῦν, καί ἀκοήν καί διάνοιαν, ὅσοι τρυφᾶτε τά τοιαῦτα· ἐπειδή περί Θεοῦ, καί θεῖος ὁ λόγος· ἵν᾿ ἀπέλθητε τρυφήσαντες ὄντως τά μή κενούμενα» (Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 317Α).
127. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, αὐτόθι, 316Α.
128. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1141C- 1144A. ῾Ερμηνεία τῶν εὐαγγελικῶν γεγονότων ἐκτός τοῦ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, αὐτόθι, 1141Β-1148Β βλ. ἰδιαίτερα ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1461C-1476A.
129. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 316Α-325D. Πρβλ. ἐνδεικτικῶς Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 4, PG 52, 789. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 586. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟ- ΜΟΥ, Εἰς τήν ᾿Ανάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 52, 789.
130. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 320Β.
131. Αὐτόθι, 324Β.
132. Αὐτόθι, 324C.
133. Αὐτόθι, 325A.
134. Αὐτόθι, 325B.
135. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ φράση πού χρησιμοποιεῖ ἐπί τοῦ προκειμένου: «τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται» (᾿Επιστ. 101 Πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον, PG 37, 181).
136. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 325Β.
137. Αὐτόθι, 325B.
138. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 324Β-325D.
139. Αὐτόθι, 329CD-332A.
140. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 588Β κ. ἑξ.
141. Αὐτόθι, 592C-593Α.
142. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336Α.
143. Αὐτόθι, 353C-356A.
144. Αὐτόθι, 368ΑΒ.
145. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 585ΑΒCD.
146. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 413BC.
147. Αὐτόθι, PG 36, 404C-408D. Πρβλ. αὐτόθι, 409A-425D.
148. Αὐτόθι, 405Β.
149. Αὐτόθι, 408CD.
150. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 348Α.
151. Βλ. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, Α΄ σσ. 384, 447, Β΄, σσ. 114-115. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ῾Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 387-391. J. QUASTEN, Initiation aux Pères, σσ. 29-37. B. ALTANER, Précis de Patrologie, Paris 1941, σ. 236-238.
152. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 585Β.
153. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1473C.
154. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 329A.
155. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1148C-1149C. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 45-46.
156. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, 584CD.
157. Αὐτόθι, 592Α.
158. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1457C.
159. «῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, καί Θεός καί ἄνθρωπός ἐστιν. Θεός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός πρό αἰώνων γεννηθείς, καί ἄνθρωπός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τῆς μητρός ἐν χρόνῳ γεννηθείς. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος... ῎Ισος τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα... ῞Ος, εἰ καί Θεός ὑπάρχει καί ἄνθρωπος, ὅμως οὐ δύο, ἀλλ᾿ εἷς ἐστι Χριστός. Εἷς δέ, οὐ τροπῇ τῆς θεότητος εἰς τήν σάρκα, ἀλλά προσλήψει τῆς ἀνθρωπότητος εἰς τόν Θεόν. Εἷς πάντως, οὐ συγχύσει τῶν φύσεων, ἀλλ’ ἑνότητι τῆς ὑποστάσεως... Θεός καί ἄνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός» ᾿Αθανασιανόν Σύμβολον, Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς ὀρθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τόμ. Ι, ᾿Εν ᾿Αθήναις 1960, σσ. 103-104.
160. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Λόγος Γ΄ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Τά Εὑρεθέντα Β΄, ἔκδ. Εὐγενίου Βουλγάρεως, ᾿Εν Λειψίᾳ 1768, σ. 233.
161. Αὐτόθι, Λόγος Β΄ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, σσ. 149-150.
162. Αὐτόθι, Λόγος εἰς τήν σωτήριον Σταύρωσιν, σ. 172.
163. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατά Κέλσου Α΄, LIX, ΒΕΠΕΣ 9, σσ. 108 κ. ἑξ.· Β΄ ΧΧΧΙΙΙ, αὔτόθι, σσ.149 κ. ἑξ.· Β΄ ΧΧΙΙΙ, αὐτόθι, σσ. 143 κ. ἑξ. (PG 11, 760C κ. ἑξ.· 848B κ. ἑξ.· 841B κ. ἑξ.). ῾Ο ᾿Ωριγένης ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς ἀναφέρεται «τοῖς τοῦ ἀπαθοῦς πάθεσιν», ᾿Εκλογαί Ψαλμ. ΚΑ΄, ΒΕΠΕΣ, 15, σ. 344 (PG 12, 1253A). Πρβλ. H. CROUZEL, «La Passion de l’ Impassible», L’ homme devant Dieu. Mélanges offerts au P. H. de Lubac. Exégèse et patristique (Τhéologie, 56), Paris 1963, σσ. 272-273. J. MOSSAY, Les fêtes, σ. 46.
164. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1129CD.
165. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, 577Β.
166. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ, Λόγος κατηγορικός τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν, PG 40, 216Β.
167. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336Α.
168. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 316ΒCD. Οἱ εἰδωλολατρικές καταχρήσεις πού ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος, ἀντιστοιχοῦν μέ τίς τέρ-ψεις τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν πού περιγράφει ὁ Λιβάνιος (Oratio IX, 6-14, ἔκδ. R. FOERSTER, I, 2, σσ. 394-397). Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σ. 50.
169. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΘ΄ εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 336C.
170. Αὐτόθι, 337ABC.
171. Αὐτόθι, 340AB.
172. Αὐτόθι, 341A.
173. Aὐτόθι, 341C.
174. Αὐτόθι, 345Β. Πρβλ. J. MOSSAY, Les fêtes, σσ. 48, 54-56.
175. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΙΚΟΝΙΟΥ, Λόγος Α΄ εἰς τά Γενέθλια τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, PG 39, 44 ΑΒ.
176. ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, ΒΕΠΕΣ 30, σ. 119 (PG 25 192Β).
177. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 516ΑΒ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- D. L. JEFFREY, “ .....”, A Dictionary of Tradition in English Literature, Grand Rapids, Mich: W. B. Eerdmans, 1992, σ........
- D. L JEFFREY, “Christmas”, A Dictionary of biblical tradition in English Literature, Grand Rapids, Mich.: W. B. Eerdmans, 1992, σ. ....
-............. J. M. GOLBY, The Making of the modern Christmas, .......2000, σ.......
-J. C. MCCOLISTER, The Christian book of Why, ............2000, σ. 205.
-[1]......... “Christmas”, New Catholic Encyclopedia, σ. .......
-.......... “Christmas”, World Book Encyclopedia, Deluxe 2005, σ....
-PH. SCHAFF – D. SCHLEY SCHAFF, History of the christian Church, vol. III, Kessinger Publishing 2004, σ. 233.
- .................. “Birthday”, Unger’s Bible Dictionary, Moody Press 1974, σ. ......
- Βλ. CH. PANATI, Sacred origins of profound things: The stories behind the rites and rituals of the word’s religions, Penguin publications, ...........σ. 216.
-............... Cyclopaedia McClintock and Strong, ...........................
- Α. ΝEANDER, The history of the christian religion and Church dyring the three first centuries, ..... σ. 190.
-J. F. KELLY, The origins of Christmas, Liturgical Press 2004, σ. 53.
-A. COLINS, Stories behind the Great traditions of Christmas, Zondervan 2003, σ. 12-13.
-J. G. R. FORLOG, “ ..........”, Encyclopedia of religions of faiths of man, Kessinger Publishing 2003, c 1906, 459.
- J. I. PACKER, Nelson’s illustrated manners and customs of the Bible, Thomas Nelson 1977, σ. 40.
- F. L. CROSS – E. A. LIVINGSTONE, “..........”, The Oxford Dictionary og the Christian Church, Oxford University Press 2005, σ. 557.