«Η αναβάθμιση του ρόλου της εκκλησίας
Η εμφάνιση των εσωτερικών ρωγμών της ελληνικής κοινωνίας και η αδυναμία των κυρίαρχων ιδεολογιών να συγκαλύψουν τις αντιθέσεις, οδήγησαν στην αναζήτηση νέων μηχανισμών που θα μπορούσαν να διατηρήσουν ή να επιβάλουν την κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα με τις κρατικιστικές αντιλήψεις της περιόδου εκείνης, το κύριο βάρος αυτής της αποστολής έπεφτε στο κράτος και γι' αυτόν το λόγο προτάχθηκε η αναδιοργάνωση όλων των κλάδων του κρατικού μηχανισμού και η ανάπτυξη νέων. Τμήμα του κρατικού μηχανισμού αποτελούσε και η εκκλησία από την εποχή της Βαυαροκρατίας. Η εξάρτησή της από την πολιτική εξουσία στο διοικητικό και οικονομικό τομέα ήταν πλήρης. Το καθεστώς που διαμορφώθηκε με τη διακήρυξη της 1ης Αυγούστου 1833 περί ανεξαρτησίας της ελληνικής εκκλησίας και το βασιλικό διαταγμα της 21ης Δεκεμβρίου 1834 περί σχηματισμού του εκκλησιαστικού ταμείου, ανέθετε τη διοίκηση της ιεραρχίας σε πενταμελή σύνοδο που διοριζόταν από την κυβέρνηση για περιορισμένη θητεία. Στη σύνοδο παρακαθόταν και βασιλικός επίτροπος. Τα οικονομικά των ενοριών και των μοναστηριών βρίσκονταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο των δημάρχων και των νομαρχών αντίστοιχα. Το καθεστώς αυτό δεν τροποποιήθηκε στις βασικές του διατάξεις με την εξομάλυνση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης το 1851. Τα εισοδήματα από την περιουσία των μοναστηριών που διαλύθηκαν τροφοδότησε το Εκκλησιαστικό Ταμείο του Υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης. Με την πάροδο του χρόνου όμως, υπήρχε η τάση οι πόροι του ταμείου να χάνονται μέσα στο γενικό κρατικό ταμείο. Το μέτρο της παραμέλησης της εκκλησίας ως διοικητικής υπηρεσίας από τις κυβερνήσεις δίνεται από το γεγονός ότι, στα τέλη του 19ου αιώνα, η χηρεία για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλών επισκοπών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Παράλληλα, ήταν συχνά τα παράπονα για το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την ανέχεια του ενοριακού κλήρου. Η κακή κατάσταση της εκκλησίας ήταν ένα μόνιμο πολιτικό επιχείρημα που χρησιμοποιούσε η αντιπολίτευση κατά της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά ουσιαστικά η πλειονότητα των πολιτικών είχε αποδεχθεί αυτή την κατάσταση. [...]
Η αναβάθμιση της εκκλησίας ως κρατικού μηχανισμού επιχειρείτο στην Ελλαδα τη στιγμή που σε άλλα κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) ολοκληρωνόταν ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος ή παίρνονταν μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Μία παραδοση που είχε τις ρίζες της στο βυζαντινό μεσαίωνα, συνεχίστηκε με διαφοροποιήσεις κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία και είχε ως αποτέλεσμα τη διαφορετική θέση της εκκλησίας μέσα στον κοινωνικό ιστό. Ανεξάρτητα από τις σχέσεις της εκκλησίας με την κεντρική πολιτική εξουσία, σε τοπικό επίπεδο ο κατώτερος κλήρος ήταν ενσωματωμένος στις δομές της τοπικής ηγεσίας, ενώ ήταν συχνές οι περιπτώσεις όπου οι ελληνορθόδοξοι αστοί και οι αγροτικές κοινότητες διατήρησαν τον άμεσο διοικητικό και οικονομικό έλεγχο πάνω στον κατώτερο κλήρο. Οι αρχιερείς και το Πατριαρχείο είχαν ρόλο ψιλού επικυρίαρχου της εκκλησίας. Από αυτή την άποψη, η Αντιβασιλεία των Βαυαρών, με τη συνεργασία των Ελλήνων πολιτικών, πάνω στις βάσεις της βαυαρικής νομοθεσίας, μετέφρασε στο νομικό ιδίωμα του νέου κράτους την πραγματικότητα που υφίστατο ήδη σε πολλές αστικές και αγροτικές κοινότητες της χώρας και αναγόρευσε σε γενικό κανόνα την υπεροχή της κοσμικής έναντι της εκκλησιαστικής εξουσίας. Ή, ανεξαρτητα από τους πολιτικούς υπολογισμούς που αναφέρονταν στην εξάρτηση της κωνσταντινοπολίτικης εκκλησίας από την Οθωμανική εξουσία, η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της ελληνικής εκκλησίας ήταν απαραίτητη για την υλοποίηση του κανόνα της υπεροχής της κοσμικής εξουσίας στο οικονομικό επίπεδο. Με αυτή τερματίστηκε αυτόματα η θεσμοποιημένη ροή οικονομικών πορων προς την Κωνσταντινούπολη, που ήταν πριν η κύρια έκφραση της ψιλής επικυριαρχίας του Πατριαρχείου πάνω στις τοπικές εκκλησίες.»
* Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμέλεια),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα: οι απαρχές 1900-1922, Τόμ. Α, μέρος Α, 1999, Βιβλιόραμα,
pp./σσ. 27-29.
No comments:
Post a Comment