Ο κλήρος, ο εκπρόσωπος της ιδεολογίας της μεσαιωνικής
φεουδαρχίας, ένιωθε την επίδραση της ιστορικής στροφής με
την ίδια οξύτητα. Η τυπογραφία και οι ανάγκες του πιο εκτεταμένου εμπορίου του είχαν αφαιρέσει το μονοπώλιο όχι μόνο της γραφής και της ανάγνωσης, αλλά και της ανώτερης μόρφωσης. Ο καταμερισμός της εργασίας άρχισε να εισβάλει και στον
πνευματικό τομέα. Η νεοεμφανιζόμενη κλειστή τάξη των νομομαθών έδιωχνε τον κλήρο από μια σειρά από τα πιο σημαντικά αξιώματα. Ο κλήρος άρχισε να γίνεται κι αυτός περιττός και
αυτό το έδειχνε κι ο ίδιος μέσω της όλο και μεγαλύτερης οκνηρίας και αμάθειάς του. Όσο πιο περιττός γινόταν, όμως, τόσο
γινόταν και πιο πολυάριθμος χάρη στα τεράστια πλούτη του,
τα οποία δεν έπαυε να αυξάνει με όλα τα δυνατά μέσα.
Μέσα στον κλήρο, υπήρχαν δύο τελείως ξεχωριστές τάξεις.
Η πνευματική φεουδαρχική ιεραρχία αποτελούσε την αριστο
κρατική τάξη: τους επισκόπους, αρχιεπισκόπους, αβάδες, ηγου
μένους και άλλους ιεράρχες. Αυτοί οι υψηλοί αξιωματούχοι
της Εκκλησίας ή ήταν οι ίδιοι πρίγκιπες της αυτοκρατορίας ή
κατείχαν σαν φεουδάρχες, κάτω από την κυριαρχία άλλων πρι
γκίπων, μεγάλες εκτάσεις γης με πολυάριθμους δουλοπάροι
κους και υποτελείς. Εκμεταλλεύονταν τους κατωτέρους τους
όχι μόνο το ίδιο αμείλικτα με την αριστοκρατία και τους πρί
γκιπες, αλλά και πολύ πιο αναίσχυντα. Πλάι στην ωμή βία, κι
νητοποιούσαν και όλα τα τεχνάσματα της θρησκείας, πλάι στο
φόβο των βασανιστηρίων, έβαζαν όλους τους φόβους του αφο
ρισμού και της άρνησης της άφεσης αμαρτιών, όλες τις μηχα
νορραφίες του εξομολογητηρίου, για να αποσπάσουν από τους
υπηκόους τους και την τελευταία τους πεντάρα ή για να αυξηθεί το μερίδιο κληρονομιάς της Εκκλησίας. Η πλαστογράφηση
πιστοποιητικών ήταν συνηθισμένο και προσφιλές μέσο απάτης
γι’ αυτούς τους αξιότιμους ανθρώπους. Αλλά, παρ’ όλο που,
εκτός από τους συνηθισμένους φεουδαρχικούς φόρους και τα
δοσίματα, εισέπρατταν και τη δεκάτη, όλα αυτά τα έσοδα ποτέ
δεν ήταν αρκετά. Κατέφευγαν στην κατασκευή θαυματουργών
εικόνων και λειψάνων, την οργάνωση ευλογημένων προσευχη
ταρίων, το εμπόριο με τα συγχωροχάρτια, για να αποσπάσουν
από το λαό περισσότερα δοσίματα και για πολύ καιρό με ιδι
αίτερη επιτυχία.
Αυτοί οι ανώτεροι κληρικοί και η πολυάριθμη χωροφυλακή
τους από μοναχούς, που δυνάμωνε διαρκώς με τη διάδοση των
πολιτικών και θρησκευτικών διώξεων, ήταν ο στόχος πάνω
στον οποίο συγκεντρωνόταν το μίσος ενάντια στους παπάδες
όχι μόνο του λαού, αλλά και της αριστοκρατίας. Στο βαθμό που βρίσκονταν άμεσα κάτω από την αυτοκρατορική εξουσία,
μπλέκονταν στα πόδια των πριγκίπων. Η αργόσχολη καλοζωία
των παχουλών επισκόπων και των αβάδων και του μοναστικού
στρατού τους προκαλούσε το φθόνο της αριστοκρατίας και
εξόργιζε το λαό, που έπρεπε να πληρώνει το κόστος της, πολύ
περισσότερο μάλιστα που αυτό ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση
με τα κηρύγματά τους.
Η πληβειακή μερίδα του κλήρου αποτελούνταν από ιεροκήρυκες της υπαίθρου και της πόλης. Αυτοί βρίσκονταν έξω από
τη φεουδαρχική εκκλησιαστική ιεραρχία και δεν είχαν κανένα
μερίδιο στα πλούτη της. Η δουλειά τους ελεγχόταν λιγότερο
και, όσο σημαντική κι αν ήταν για την Εκκλησία, άμεσα ήταν
πολύ λιγότερο απαραίτητη από τις αστυνομικές υπηρεσίες των
στρατωνισμένων μοναχών. Γι’ αυτό πληρώνονταν πολύ χειρό
τερα και τα εισοδήματά τους ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πολύ ισχνά. Αστικής ή πληβειακής καταγωγής, βρίσκονταν
αρκετά κοντά στις συνθήκες ζωής των μαζών, ώστε να διατηρούν τις συμπάθειές τους ανάμεσα στους αστούς και τους πληβείους, παρ’ όλο το ιερατικό τους σχήμα. Η συμμετοχή στα κι
νήματα της εποχής, ενώ για τους μοναχούς ήταν εξαίρεση, γι’
αυτούς ήταν κανόνας. Από αυτούς βγήκαν οι θεωρητικοί και οι
ιδεολόγοι του κινήματος, και πολλοί απ’ αυτούς, εκπρόσωποι
των πληβείων και των αγροτών, πέθαναν γι’ αυτό στο ικρίωμα.
Το λαϊκό μίσος ενάντια στους παπάδες στρέφεται εναντίον
τους μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Όπως πάνω από τους πρίγκιπες και την αριστοκρατία στε
κόταν ο αυτοκράτορας, έτσι στεκόταν πάνω από τους ανώτερους και κατώτερους κληρικούς ο πάπας. Όπως πληρωνόταν
στον αυτοκράτορα η «κοινή δεκάρα», οι φόροι της αυτοκρα
τορίας, έτσι πληρώνονταν στον πάπα οι γενικοί εκκλησιαστικοί
φόροι, με τους οποίους εκείνος χρηματοδοτούσε την πολυτέλεια στη Ρωμαϊκή Αυλή. Σε καμιά χώρα αυτοί οι εκκλησιαστι
κοί φόροι δεν εισπράττονταν με μεγαλύτερη ευσυνειδησία και
αυστηρότητα -χάρη στη δύναμη και τον αριθμό των παπάδων- απ’ όσο στη Γερμανία. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα με τα «αννάτα», όταν απονέμονταν οι επισκοπές. Με την άνοδο των ανα
γκών, εφευρέθηκαν νέα μέσα για τον προσπορισμό χρημάτων:
το εμπόριο με λείψανα και συγχωροχάρτια, οι εισφορές ιωβη
λαίων κλπ. Έτσι, τεράστια ποσά έφευγαν κάθε χρόνο από τη
Γερμανία προς τη Ρώμη και η αύξηση της πίεσης όχι μόνο δυνάμωνε το μίσος ενάντια στους παπάδες, αλλά και προκαλούσε το εθνικό αίσθημα, ιδιαίτερα της αριστοκρατίας, της τότε πιο
εθνικής κλειστής τάξης.
No comments:
Post a Comment