Προς στιγμήν ο Αθανάσιος μπόρεσε να πείσει τον Μάρκελλο και τους μαθητές του ότι έπρεπε να ενώσουν τις δυνάμεις τους, επειδή είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ' ό,τι με τους Αρειανιστές. Εκείνοι που υποστήριζαν ότι ο Λόγος είχε την ίδια φύση με τον Πατέρα κι εκείνοι που πίστευαν ότι ήταν παρόμοιας φύσεως με τον Πατέρα ήταν «αδελφοί, που εννοούν το ίδιο με μας και διαφέρουν μόνο στην ορολογία». Η προτεραιότητα έπρεπε να είναι η απόκρουση του Αρείου, ο οποίος διακήρυσσε ότι ο Υιός ήταν εντελώς διακριτός από το Θεό και ριζικά διαφορετικής φύσεως. Για κάποιον από τα έξω, αυτές οι θεολογικές διαμάχες φαίνονταν αναπόφευκτα σαν μια ανώφελη δαπάνη χρόνου: ίσως κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει οριστικά κάτι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, και η όλη συζήτηση φαίνεται ότι το μόνο που έκανε ήταν να διχάζει. Ωστόσο, για τους συμμετέχοντες δεν ήταν καθόλου μια άγονη διαμάχη, αλλά αφορούσε την ίδια τη φύση της χριστιανικής εμπειρίας. Ο Άρειος, ο Αθανάσιος και ο Μάρκελλος ήταν όλοι τους πεπεισμένοι ότι κάτι καινούργιο είχε φανεί στον κόσμο με τον Ιησού και αγωνίζονταν να εκφράσουν αυτή τους την εμπειρία με εννοιακά σύμβολα, έτσι ώστε να την εξηγήσουν στον εαυτό τους και στους άλλους. Οι λέξεις δεν μπορούσαν να είναι παρά συμβολικές, επειδή οι πραγματικότητες τις οποίες δήλωναν ήταν άφατες. Δυστυχώς όμως, μέσα στο Χριστιανισμό γεννιόταν μια δογματική μισαλλοδοξία, η οποία θα έκανε εν τέλει την υιοθέτηση των «ορθών» ή ορθόδοξων συμβόλων κρίσιμη και υποχρεωτική. Αυτή η δογματική εμμονή, μοναδική στο Χριστιανισμό, μπορούσε εύκολα να δημιουργήσει μια σύγχυση ανάμεσα στο ανθρώπινο σύμβολο και τη θεία πραγματικότητα. Ο Χριστιανισμός υπήρξε πάντα μια παράδοξη πίστη: η πανίσχυρη θρησκευτική εμπειρία των πρώτων Χριστιανών είχε υπερνικήσει τις ιδεολογικές τους αντιρρήσεις απέναντι στο σκάνδαλο ενός σταυρωμένου Μεσσία. Τώρα στη Νίκαια, η Εκκλησία είχε υποστηρίξει το παράδοξο της ενσάρκωσης, παρ' όλο που ήταν ολοφάνερα ασύμβατη με το μονοθεϊσμό.
Φιλίστωρ, 1998,
σσ. 179, 180.
No comments:
Post a Comment