Τώρα που ο πασχαλινός λαογραφικός οίστρος των ΜΜΕ έχει καταλαγιάσει, θα μπορούσε ίσως να τεθεί διακριτικά το ερώτημα: Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο φολκλορικό στοιχείο και στον θρησκευτικό πρωτογονισμό; Κι αν ο θρησκευτικός πρωτογονισμός «πουλάει» ως τηλεοπτικό θέαμα, πρέπει οπωσδήποτε να εξωραΐζεται, να νομιμοποιείται και να εδραιώνεται σαν πολύτιμο λαογραφικό δεδομένο, σαν αυταξία «παράδοσης»; Πώς μπορεί μια κοινωνία να υπερασπίσει το επίμοχθο άθλημα της μεταφυσικής αναζήτησης, να το διασώσει από τη σύγχυση των ορίων εμπειρικής παράδοσης και πρωτόγονων εθισμών, να αντισταθεί στη βεβήλωση της πνευματικής της κληρονομιάς από «γραφικές» εκρήξεις σκοτεινών ορμεμφύτων;
Τρέχουν οι τηλεοπτικές κάμερες κάθε Μεγάλη Εβδομάδα σε χωριά όπου καίνε τον Ιούδα, σε πόλεις όπου σπάνε στους δρόμους κανάτια και στάμνες για να «προεορτάσουν« την Ανάσταση, σε γειτονιές όπου η περιφορά των επιταφίων εξελίσσεται σε προγραμματισμένη μάχη ανάμεσα σε ενορίες, με βαρελότα και κροτίδες. Κάθε χρόνο ανακαλύπτουν και καινούργιες φολκλορικές ιδιομορφίες θρησκευτικού πρωτογονισμού και κατακλύζεται η μικρή οθόνη με κάθε είδους εκτρωματικές βεβηλώσεις της πνευματικής παράδοσης των Ελλήνων.
Η θεαματικότητα νομιμοποιεί και κολακεύει τον πρωτογονισμό, ο πρωτογονισμός τρέφει τη θεαματικότητα. Στους περισσότερους ναούς στην Ελλάδα, τη νύχτα της Ανάστασης, ο πασχάλιος όρθρος και η λειτουργία (εκπληκτικά κορυφώματα τουλάχιστον ποίησης, μέλους, δραματουργίας) πνίγονται στον αποκρουστικό ορυμαγδό βαρελότων, κροτίδων, ρουκετών, πυροτεχνημάτων. Είναι πια αυτονόητο έθιμο, παγιωμένο φολκλόρ. Ο κρετινισμός των αυτουργών δεν αναχαιτίζεται με εκκλήσεις των κληρικών και αστυνομικές απαγορεύσεις, ούτε με τους αριθμούς των κάθε χρόνο θυμάτων. Το ελληνικό Πάσχα έχει ταυτιστεί με αυτή την έκρηξη των ενστίκτων άγριας ηδονής που χαρίζει στα πρωτόγονα στίφη ο κρότος και η λάμψη.
Μάλλον δεν θα υπήρχε νουνεχής Έλληνας, πιστός ή άθεος, που θα κάκιζε τους ποιμένες του εκκλησιαστικού σώματος αν προανήγγελαν και εφάρμοζαν με συνέπεια «αφορισμό» (αποκοπή από κάθε μετοχή στην εκκλησιαστική κοινωνία) όσων ασυνείδητων βανδάλων βεβηλώνουν την κορυφαία για την Εκκλησία πασχάλια Εορτή. Δεν είναι τα άσεμνα βιβλία, η αφελής συκοφάντηση της εκκλησιαστικής εμπειρίας από επιδειξιομανείς μετριότητες, που απειλούν τη ζωντανή δυναμική της ευαγγελικής πανανθρώπινης ελπίδας. Πραγματική απειλή που απαιτεί «αφορισμό» (να τεθεί εκτός ορίων του εκκλησιαστικού γεγονότος) είναι ο πνιγμός αλλοτρίωσης της αναστάσιμης μαρτυρίας μέσα στη φρενίτιδα του δήθεν φολκλορικού πρωτογονισμού.
Αλλά ο πρωτογονισμός των απαιτήσεων της ορμέμφυτης εγωτικής θρησκευτικότητας μοιάζει να έχει διαβρώσει τη νοοτροπία ακόμα και των εκκλησιαστικών ποιμένων. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι ανέχονται σαν αυτονόητη πρακτική (αν δεν κολακεύονται κιόλας) να λιτανεύουν τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής πλαισιωμένοι από ένοπλα στρατιωτικά αγήματα και φιλαρμονικές που παιανίζουν πένθιμα κοσμικά εμβατήρια; Αν συγκρίνει κανείς τη βάναυση ευτέλεια αυτής της «θεαματικότητας» με το πρωταρχικό νόημα της περιφοράς (πένθιμη αλλά και θριαμβική δραματουργία τρυφερής ανταπόκρισης στον μανικό έρωτα για τους ανθρώπους του Νυμφίου της Εκκλησίας) καταλαβαίνει τον τραγικό εκβαρβαρισμό της ελληνικής παράδοσης.
Ο θρησκευτικός πρωτογονισμός καταλύει ανενδοίαστα τον ιλιγγιώδη πολιτισμό της πανάρχαιας εκκλησιαστικής τάξης για χάρη του εντυπωσιασμού, της ανόητης φαντασμαγορίας, των γλυκερών συναισθηματισμών, της ηθικοδιδακτικής παιδαριωδίας. Και οι ποιμένες μοιάζει να μην καταλαβαίνουν ούτε τη γλώσσα που καταγγέλλει την αλλοτρίωση. Είναι απόλυτα συμφιλιωμένοι με τη μεγαφωνική βαναυσότητα, με τα ηλεκτρικά καντήλια, τους θηριώδεις πολυελαίους, το κιτσαριό των πλαστικών διακοσμήσεων στους ναούς. Διαβάζουν «χύμα» με συναισθηματικά τονισμένη απαγγελία το Ευαγγέλιο και τις λειτουργικές ευχές, γιατί θέλουν να «διδάξουν», να προπαγανδίσουν έννοιες - δεν υποψιάζονται τη διαφορά της εμμελούς ανάγνωσης που κρύβει τον ανθρωποκεντρικό ψυχολογισμό και επιτρέπει να κοινωνείται το κείμενο. Αλλοιώνουν τη λειτουργική δραματουργία με προσθήκες επίδειξης ατομικής ευσέβειας, παρεμβάλλουν τις δικές τους κηρυγματικές αφέλειες, διασπώντας τη δραματική συνοχή ακόμα και των εκπληκτικών εσπερινών ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Τα τελευταία χρόνια στις επισημοποιημένες εκδηλώσεις θρησκευτικού πρωτογονισμού προστέθηκε και η μαγική παγανιστική τελετουργία της μεταφοράς του «αγίου φωτός»από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Ειδικό κρατικό αεροσκάφος μεταφέρει τη φλόγα και στην άφιξή της αποδίδονται τιμές υποδοχής αρχηγού κράτους! Δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να θυμίσει στους θρησκεμπόρους του θεάματος τα στοιχειώδη της εκκλησιαστικής αλήθειας: Ότι κάθε τοπική ευχαριστιακή σύναξη είναι η «καθολική Εκκλησία», η πραγμάτωση και φανέρωση της «καθόλου» ευαγγελικής ελπίδας, ολόκληρου του τρόπου της υπάρξεως που συνιστά την Εκκλησία. Και όταν ο προεστός καλεί: «Δεύτε λάβωμεν φως», δεν μοιράζει κάποια μαγική φλόγα με επίσημες πατέντες θαυματουργού προέλευσης, αλλά προσκαλεί τους πιστούς να εικονίσουν αισθητά τον φωτισμό της ζωής και της ύπαρξής τους που τον αντλούν από την κοινή τράπεζα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας.
Στην τοπική Εκκλησία των Ιεροσολύμων ο προεστός μεταδίδει στους πιστούς τη φλόγα από την κανδήλα που συντηρείται ακοίμητη μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Αλλά το σημερινό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων φαίνεται να εισηγείται μια καινούργια αιρετική διδασκαλία «μετουσίωσης» (transubstantiatio) αυτής και μόνο της δικής του φλόγας κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα. Προσφέρει θαύμα που συντελείται τακτά κάθε χρόνο στον ίδιο τόπο και παράγει αισθητό είδωλο λατρείας για λαϊκή κατανάλωση. Ίσως η σημερινή τραγική παρακμή αυτού του Πατριαρχείου, η εκκλησιαστική του ανυπαρξία και η μουσειακή του συντήρηση από τον ελλαδικό εθνικισμό σε βάρος του αυτόχθονου αραβικού εκκλησιαστικού πληρώματος, να επιβάλει ακόμα και τη διολίσθηση στην ειδωλολατρία, προκειμένου να κερδηθεί ο εντυπωσιασμός του θεάματος. Ίσως να εξυπηρετούνται με τεχνικές μεθοδευμένης δημοσιότητας και ιδιοτελείς φιλοδοξίες υποψηφιοτήτων για τον εκεί πατριαρχικό θρόνο.
Το σίγουρο είναι ότι ο θρησκευτικός πρωτογονισμός εκτοπίζει ραγδαία την αλήθεια και μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
μια απόπειρα επιστημονικής προσέγγισης της ανθρώπινης θρησκευτικότητας
an attempt for a scientific approach of the human religiosity
"Sedulo curavi humanas actiones non ridere, non lugere, neque detestari, sed intelligere"
(Spinoza, Tractatus Politicus 1:4)
.
Saturday, April 14, 2012
Χρήστος Γιανναράς:
Πάσχα & ελληνορθόδοξος πρωτογονισμός
Πάσχα & ελληνορθόδοξος πρωτογονισμός
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment