«Σε εποχές αστάθειας, πολιτικής αβεβαιότητας και ανακατατάξεων γίνεται χρήση των προρρήσεων ή ευνοείται η μεσολάβηση στις πολιτικές εξελίξεις διορατικών μοναχών, που προέρχονται από το περιβάλλον του επίδοξου αυτοκράτορα και είναι σαφώς ενήμεροι της πολιτικής κατάστασης. Η πρόρρηση των μοναχών με έμμεση αναφορά στη θεϊκή βούληση φαίνεται ότι καθιστούσε νόμιμη την άνοδο στο θρόνο αυτοκρατόρων που αναδεικνύονταν ύστερα από ένα πραξικόπημα. Από την άλλη πλευρά, η ανάμειξη των μοναχών στην πολιτική αντικατοπτρίζει τη μεσαιωνική κοινωνία των σκοτεινών αιώνων, μια κοινωνία απομονωμένη όπου κυριαρχεί η έμφαση στο υπερφυσικό.
[...] Η Ειρήνη η Αθηναία ανέλαβε τη βασιλεία παραδόξως θεόθεν, φράση, η οποία εγκλείει τη σημασία του θεϊκού θαύματος. Η Ειρήνη ανέβηκε στο θρόνο όχι ύστερα από κάποια πρόρρηση, αλλά με θεϊκή βούληση, επομένως η ανάδειξη της μπορεί να θεωρείται έγκυρη, ακόμα και μετά τον ύποπτο θάνατο του συζύγου της, αυτοκράτορα Λέοντος Δ' ( 775-780). Το 789 η επίκληση στη θεϊκή προέλευση της βασιλείας της Ειρήνης επαναλαμβάνεται, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Τότε η αυτοκράτειρα επεδίωξε να απομακρύνει από την εξουσία το γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ' επικαλούμενη και πάλι τη θεοπρόβλητη βασιλεία, αλλά στηρίχτηκε επίσης και στις προφητείες των «προγνωστικών» (εκ προγνωστικών πληροφορηθέντες). Από το κείμενο του Θεοφάνη διαφαίνεται ότι οι «προγνωστικοί» προέρχονται μεν από το περιβάλλον της Ειρήνης, αλλά χαρακτηρίζονται ως «άνθρωποι πονηροί», οι οποίοι προέτρεψαν την αυτοκράτειρα να απαλλαγεί από το γιό της και αυτοί είναι που θεωρούνται από το κείμενο υπεύθυνοι για την τελική τύχη του Κωνσταντίνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ δεν παραδίδεται η ανάμειξη προορατικών μοναχών και προφητείας, αλλά πρόγνωσης. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην προφητεία και την πρόγνωση, ενίοτε με δυσδιάκριτα όρια: η πρόρρηση αν και πολλές φορές συγχέεται με την πρόγνωση, παραπέμπει σε θεϊκή βούληση που αποκαλύπτεται μέσω της προφητείας, ενώ η πρόγνωση θα μπορούσε να είναι φυσική, ανθρώπινη, τεχνική δυνατότητα πρόβλεψης με βάση τη γνώση, ενίοτε και με διαβολική έννοια. Το κείμενο του Θεοφάνη, που θεωρείται ότι εξιστορεί αντιφατικά τη βασιλεία της Ειρήνης, δείχνει στο σημείο αυτό να γνωρίζει τη διάκριση ανάμεσα στην προφητεία-πρόρρηση και την πρόγνωση και για εμφανείς λόγους σκοπιμότητας δεν μιλάει καθόλου για προορατικούς μοναχούς, αλλά για ανθρώπους πονηρούς «προγνωστικούς», που κινούνται από το διάβολο, στους οποίους αποδίδει τις ευθύνες για την τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ' και προσπαθεί να άρει τις αντίστοιχες από την αυτοκράτειρα Ειρήνη.
[...] Τα αγιολογικά κείμενα επίσης είναι εξαιρετικά πλούσια σε προρρήσεις προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Μπορούμε να αναφέρουμε για παράδειγμα τον Βίο Νικολάου Στουδίτου, που γράφτηκε πιθανότατα στα χρόνια 915-930, και αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Στουδίτης είχε προφητεύσει τον οικτρό θάνατο του Νικηφόρου Α' δια την της μοιχοζευξίας αλόγιστον ένστασιν εν Βουλγαρία προφητευθέντα οίκτιστον θάνατον, κάτι που σαφώς αποτελεί μεταγενέστερη επινόηση και απηχεί τις απόψεις των Στουδιτών για θεϊκή, άρα δίκαιη τιμωρία του αυτοκράτορα εκείνου που είχε περιορίσει δραστικά τη δύναμη των Στουδιτών.
[...] Οι προρρήσεις αποτελούν τελικά ένα σημαντικό στοιχείο της μοναστικής ζωής. Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν δείχνουν με καταφανή τρόπο ότι οι προρρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για τη νομιμοποίηση της εξουσίας ενός σφετεριστή στο θρόνο. Οι σφετεριστές χρειάζονταν για να ισχυροποιήσουν την ανάρρηση τους τόσο τους πολιτειακούς παράγοντες, όσο και τη «θεϊκή πρόβλεψη» για να νομιμοποιήσουν το εγχείρημα τους.
Οι προρρήσεις πέρα από τον ενδεχόμενο επινενοημένο χαρακτήρα τους, παρουσιάζονται να παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή και δείχνουν πώς αντιδρά η μοναστική κοινότητα στις πολιτικές εξελίξεις. Υπήρχαν προρρήσεις, όπως αυτές για τον Λέοντα Γ' και τους Λέοντα Ε' και Μιχαήλ Β' που δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων από προκατειλημμένες πηγές, που προσπάθησαν να «εξηγήσουν» την ανόσια ανάδειξη αυτών των αυτοκρατόρων και της θρησκευτικής τους πολιτικής. Οι προρρήσεις post eventum, είναι φανερό ότι απηχούν πολιτικές σκοπιμότητες και μεταφέρουν τα δικά τους πολιτικά μηνύματα. Ωστόσο οι προρρήσεις έπαιξαν το δικό τους ρόλο στην ανάδειξη αυτοκρατόρων και αποκαλύπτουν την ενεργή ανάμειξη μοναχών στις πολιτικές διεργασίες. Πέρα από τις σκοπιμότητες των αγιολογικών κειμένων να παρουσιάσουν τον ήρωα τους ως προικισμένο με το ξεχωριστό χάρισμα της πρόρρησης, καθώς η αρετή του επιβεβαιωνόταν και με τα θεϊκά μηνύματα που έλεγε, η πρόρρηση αποκαλύπτει ότι οι μοναχοί συνέχιζαν μία αρχαία παράδοση των προφητών της Βίβλου σε θέματα εξουσίας και διαδοχής. Οι μοναχοί παρουσιάζονται ως γνώστες της κατάστασης και έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον του υποψηφίου. Δικαιολογημένα λοιπόν έγραψε ο Η. G. Beck ότι «η τελική αναγόρευση ενός αυτοκράτορα ήταν πολλές φορές απλώς ζήτημα επιδέξιας σκηνοθεσίας». Τέτοιου είδους προρρήσεις που λειτουργούν ως επιβεβαίωση της νομιμότητας της ανάδειξης του αυτοκράτορα, είναι εύλογο ότι τις συναντάμε σε εποχές που ο αυτοκρατορικός θεσμός είναι αδύναμος, δηλαδή, όταν σπάζει ο κρίκος της διαδοχής και καραδοκούν οι σφετεριστές, ενώ μειώνονται σε περιόδους ισχυρού αυτοκρατορικού θεσμού, όταν η εξουσία και η διαδοχή διατηρείται μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια».
* Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη / Eleonora Kountoura-Galaki,
«Προρρήσεις μοναχών και ανάδειξη αυτοκρατόρων στη διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων»»,
Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.)
[The dark centuries of Byzantium (7th - 9th c.)],
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 2001,
pp./σσ. 434, 436, 437, 441.