.

Saturday, March 5, 2011

Chryssides' book review of A. Holden's
Jehovah’s Witnesses: Portrait of a Contemporary Religious Movement /

Βιβλιοκριτική του Chryssides στο βιβλίο του A. Holden
Μάρτυρες του Ιεχωβά: Το Πορτρέτο ενός Σύγχρονου Θρησκευτικού Κινήματος


Jehovah’s Witnesses: Portrait of a Contemporary Religious Movement
ANDREW HOLDEN, 2002
London & New York: Routledge
xiii+206 pp., £50.00, US$80.00 (hb), £14.99, US$23.95 (pb)
ISBN 0-415-26609-2 (hb), ISBN 0-415-26610-6


Although many books have been written about the Jehovah’s Witnesses, there have been remarkably few academic studies. Most of the extant literature consists either of Watch Tower publications or ‘counter-cult’ literature. A neutral study should therefore be welcome. The author’s research is ethnographical, based on field observation, participant-observation, unstructured interviews, and some Watch Tower literature. Holden’s fundamental research question is how the Witnesses succeed in the face of modernity. They appear to be the antithesis of modernity, not participating in civil affairs, acknowledging an absolute source of authority, which does not allow for individualism, and they are hierarchical and patriarchal.

After an opening chapter on sources and methods, chapter two briefly sets out the organisation’s history and doctrines. Subsequent chapters deal with conversion and belonging, millenarianism, contact with outsiders, second and subsequent generation members, and finally apostasy. The author draws substantially on informant testimony; however, while this has some value in eliciting members’ feelings, much of the informant material could equally have been gained from Watch Tower publications, particularly in view of the substantial uniformity that exists among members.

Several statements in the book are incorrect and some are misleading. The most glaring error is the author’s statement that President N. H. Knorr was succeeded by Raymond Franz (p. 152). Raymond Franz belonged at one time to the Governing Body, but resigned and was finally ‘disfellowshipped’ in 1981. Holden has confused him with his uncle Frederick W. Franz. Other questionable statements include the claim that The Watchtower is believed to possess as much truth as the Bible (p. 67), a statement that also contradicts the author’s correct assertion elsewhere that the organisation’s teachings are subject to revision, and his statement that “the Witnesses’ God is the God of the Old Testament” (p. 24). Holden states that doctrines are formulated by “the remnant class” which he defines as “a committee comprising the President and other devotees” (p. 29–30): the glossary subsequently defines the term correctly as “[t]he remaining members of…the 144,000… still alive on earth” (p. 187).

Other problems are more endemic and suggest that the author is not wholly at home with the organisation’s religious ideas. Curiously, Witnesses are described throughout the text as ‘devotees’, despite the fact that they exclusively use this term for followers of ‘false religion’ (i.e. non-Witnesses). Holden incorrectly designates them as ‘fundamentalist’, failing to recognise the term’s original use to designate a conservative Christian movement that emerged in the late 19th century, the tenets of which extend beyond biblical inerrancy and are not shared by Witnesses. He also labels them as ‘world renouncing’ and even ‘ascetic’ throughout—questionable designations since, as the author notes, they live within society and enjoy of hope of an earthly as well as a heavenly paradise. The author’s contention that Witnesses do not “subscribe to civil liberties” (p. 173) is also misleading, since he acknowledges that members have firmly stood up for their right to practise their faith against societal opposition. At one point the author observes: “Throughout the course of my observations, I saw no one meditating or lighting candles and the elders never burned incense. Nor did they wear vestments or stand before an altar” (p. 65). One wonders what the author expected: does his surprise indicate a failure to see the Witnesses as emerging from thorough-going Protestantism?

‘Romanticisation’ is a term that is used frequently, despite lacking precise sociological definition. The author concludes that Witnesses are “rational people with a highly romantic imagination” (p. 102)—a statement that undermines his aim of achieving empathy with his subject matter. As evidence of romanticisation, Holden comments on the Witnesses’ use of metaphor and cites as examples the expressions “Walking by faith, not sight”, “builds faith”, “Put up a hard fight for the faith”, and “Keep your eye simple” (p. 95). He fails to notice that these are not distinctively Watch Tower metaphors, but quotations from the Bible (2 Cor. 5:7; Rev. 21:4; Jude 3; Matt. 6:22). There is further evidence for the author’s lack of empathy in the penultimate chapter where he comments “Like them or loathe them, heterodox religious beliefs are here to stay” (p. 139)—a remark which is applied not only to Witnesses, but also to “Muslims, Sikhs and Hindus”.

To Holden’s credit, he acknowledges that being a Witness involves more than engaging in numerological end-time calculations. Unlike Richard Crompton’s Counting the Days to Armageddon (Crompton, 1996), Holden recognises that belonging to the Watch Tower organisation involves a multi-faceted lifestyle. Notwithstanding this merit, greater empathy and accuracy would have greatly enhanced the reader’s understanding of a much maligned and misunderstood religious organisation.

Department of Religious Studies, University of Wolverhampton

REFERENCE
Crompton, R. Counting the Days to Armageddon. Cambridge: James Clarke & Co., 1996.



Μολονότι πολλά βιβλία έχουν γραφτεί σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, υπήρξαν εξαιρετικά λίγες ακαδημαϊκές μελέτες. Τα περισσότερα από τα υπάρχοντα έργα είναι είτε εκδόσεις της Σκοπιάς είτε "αντιαιρετικά" έργα. Έτσι, μια ουδέτερη μελέτη είναι πάντα καλοδεχούμενη. Η έρευνα του συγγραφέα είναι εθνογραφική, βασισμένη σε επιτόπια παρατήρηση, παρατήρηση μέσω συμμετοχής, αδόμητες συνεντεύξεις και κάποιες από τις εκδόσεις της Σκοπιάς. Το θεμελιώδες ζήτημα της έρευνας του Holden είναι το πώς οι Μάρτυρες έχουν επιτυχία ενόψει της νεωτερικότητας. Παρουσιάζονται να είναι αντίθετοι στη νεωτερικότητα, να μην συμμετέχουν στις πολιτικές υποθέσεις, να αναγνωρίζουν μια απόλυτη πηγή εξουσίας, η οποία δεν αφήνει περιθώριο στην ατομικότητα και να είναι ιεραρχικοί και πατριαρχικοί.

Μετά το εναρκτήριο κεφάλαιο περί πηγών και μεθόδων, το δεύτερο κεφάλαιο δίνει συνοπτικά το περίγραμμα της ιστορίας και των δογμάτων της οργάνωσης. Τα επόμενα κεφάλαια ασχολούνται με τη μεταστροφή και την ιδιότητα του μέλους, τον χιλιετισμό, την επαφή με τους μη ομόπιστους, τα μέλη της δεύτερης και των επόμενων γενεών και εντέλει την αποστασία. Ο συγγραφέας στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε προσωπικές μαρτυρίες· όμως, ενώ αυτό έχει κάποια αξία για την εξακρίβωση των απόψεων των μελών, πολύ από το πληροφοριακό υλικό θα μπορούσε εξίσου να αποκτηθεί από τις εκδόσεις της Σκοπιάς, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η ουσιαστική ομοιομορφία που υπάρχει μεταξύ των μελών.

Αρκετές δηλώσεις στο βιβλίο είναι ανακριβείς και κάποιες είναι παροδηγητικές. Το πιο εξόφθαλμο σφάλμα είναι η δήλωση του συγγραφέα ότι τον Πρόεδρο Ν. Ο. Νορ τον διαδέχθηκε ο Ρέιμοντ Φρανς (σ. 152). Ο Ρέιμοντ Φρανς ανήκε κάποτε στο Κυβερνών Σώμα, αλλά παραιτήθηκε και τελικά "αποκόπηκε" το 1981. Ο Holden τον μπέρδεψε με τον θείο του τον Φρέντερικ Γ. Φρανς. Άλλες αμφισβητούμενες δηλώσεις περιλαμβάνουν τον ισχυρισμό ότι Η Σκοπιά πιστεύεται ότι κατέχει τόση αλήθεια όση και η Αγία Γραφή (σ. 67), μια δήλωση η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την ορθή υπόθεση που κάνει σε άλλο σημείο ο συγγραφέας ότι οι διδασκαλίες της οργάνωσης διαμορφώνονται από την "τάξη του υπολοίπου" την οποία ορίζει ως "επιτροπή που αποτελείται από τον Πρόεδρο και άλλους πιστούς" (σσ. 29, 30): στο γλωσσάριο που ακολουθεί ορίζει τον όρο ορθά ως "τα υπολοιπόμενα μέλη των... 144.000... που παραμένουν εν ζωή στη γη" (σ. 187).

Άλλα προβλήματα έχουν πιο μόνιμο χαρακτήρα και υποδηλώνουν ότι ο συγγραφέας δεν είναι εντελώς εξοικειωμένος με τις θρησκευτικές ιδέες της οργάνωσης. Παραδόξως, οι Μάρτυρες περιγράφονται σε όλο το κείμενο ως "πιστοί", παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι χρησιμοποιούν αποκλειστικά αυτό τον όρο αναφορικά με μέλη της "ψεύτικης θρησκείας" (δηλ. των μη Μαρτύρων). Ο Holden τους περιγράφει εσφαλμένα ως "φονταμενταλιστές", αποτυγχάνοντας έτσι να αναγνωρίσει την αυθεντική χρήση του όρου για να περιγράψει ένα συντηρητικό χριστιανικό κίνημα που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, του οποίου οι δογματικές θέσεις επεκτείνονταν πέρα από το αλάθητο της Αγίας Γραφής και τις οποίες δεν συμμερίζονται οι Μάρτυρες. Τους χαρακτηρίζει ως άτομα που "απορρίπτουν τον κόσμο" και καθ' ολοκληρίαν "ασκητικά" —χαρακτηρισμοί που είναι αμφισβητήσιμοι καθώς, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ζουν εντός της κοινωνίας και απολαμβάνουν την ελπίδα τόσο ενός επίγειου όσο και ενός ουράνιου παραδείσου. Ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι οι Μάρτυρες δεν "συνεισφέρουν στις πολιτικές ελευθερίες" (σ. 173) είναι επίσης παροδηγητικός, καθώς αναγνωρίζει ότι τα μέλη τους έχουν παραμείνει σταθερά υπέρ των δικαιωμάτων τους να ασκούν την πίστη τους παρά την εναντίωση της κοινωνίας. Σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας παρατηρεί: "Στη διάρκεια της πορείας των παρατηρήσεών μου, δεν είδα κανέναν να διαλογίζεται ούτε να ανάβει κεριά και οι πρεσβύτεροι δεν καίνε ποτέ θυμίαμα. Ούτε φορούν άμφια ούτε στέκονται μπροστά σε θυσιαστήριο" (σ. 65). Αναρωτιέται κανείς τι ανέμενε ο συγγραφέας: μήπως η έκπληξή του φανερώνει την αποτυχία του να αντιληφθεί τους Μάρτυρες ως προερχόμενους από τον διεξοδικό Προτεσταντισμό;

Ο όρος "ρομαντικοποίηση" χρησιμοποιείται συχνά, παρά το ότι στερείται ακριβούς κοινωνιολογικού ορισμού. Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι οι Μάρτυρες είναι "λογικοί άνθρωποι με πολύ ρομαντική φαντασία" (σ. 102)—μια δήλωση που υπονομεύει τον σκοπό του για την επίτευξη κατανόησης  του ζητήματος του αντικειμένου του. Ως τεκμήριο της ρομαντικοποίησης, ο Holden σχολιάζει τη χρήση από μέρους των Μαρτύρων της μεταφοράς και παραθέτει ως παραδείγματα τις εκφράσεις "περπατώ μέσω πίστης, όχι μέσω όρασης", "οικοδομείται πίστη", "αγωνίζομαι σκληρά για την πίστη" και  "κρατώ το μάτι μου απλό" (σ. 95). Αποτυγχάνει έτσι να παρατηρήσει ότι αυτές οι εκφράσεις δεν αποτελούν μεταφορές χαρακτηριστικές της Σκοπιάς, αλλά αποτελούν παραθέσεις από την Αγία Γραφή (2 Κορ. 5:7· Αποκ. 21:4· Ιούδα 3· Ματθ. 6:22). Επιπλέον απόδειξη της έλλειψης κατανόησης του συγγραφέα αποτελεί το προτελευταίο κεφάλαιο όπου σχολιάζει πως "Είτε σας αρέσουν είτε τους σιχαίνεστε, οι ετερόδοξες θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι εδώ και θα παραμείνουν" (σ. 139)—ένα σχόλιο που εφαρμόζεται όχι μόνο στους Μάρτυρες αλλά επίσης στους "Μουσουλμάνους, τους Σιχ και τους Ινδουιστές".

Προς τιμήν του Holden, αναγνωρίζει ότι το να είναι κανείς Μάρτυρας συνεπάγεται περισσότερα από το να ασχολείται με αριθμολογικούς υπολογισμούς για το τέλος του κόσμου. Ανόμοια με το έργο του Richard Crompton με τίτλο Counting the Days to Armageddon (Crompton, 1996), ο Holden αναγνωρίζει ότι το να ανήκει κανείς στην οργάνωση της Σκοπιάς συνεπάγεται ένα πολύπλευρο τρόπο ζωής. Παρά το θετικό αυτό στοιχείο, η μεγαλύτερη κατανόηση και ακρίβεια θα αύξαναν κατά πολύ την κατανόηση του αναγνώστη για μια θρησκευτική οργάνωση που έχει κακοπαρασταθεί και παρεξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό.

Department of Religious Studies, University of Wolverhampton

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Crompton, R. Counting the Days to Armageddon. Cambridge: James Clarke & Co., 1996.



* Book review/Βιβλιοκριτική:
George D. Chryssides,
Book Review,
Journal of Contemporary Religion,
Routledge,
January/Ιανουάριος 2003,
Vol./Τόμ. 18 Issue/Τεύχος 1, pp. 125-127.
[English/Aγγλικά, PDF]

No comments: