Σκηνή από την έξοδο του Μεσολογγίου / Εpisode du siege de Missolonghi. Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου De Lansac, 1828 (Δημοτική Πινακοθήκη, Μεσολόγγι) |
Αλλ' υπάρχουν και περιπτώσεις, καθ' ας η αυτοκτονία ού μόνον δεν καταδικάζεται, αλλά τουναντίον και επαινείται. Τοιαύτη περίπτωσις υπολαμβάνεται και εκείνη, καθ' ην γυνή τις πρό του βεβαίου κινδύνου να ατιμασθή φονεύει εαυτήν, ίνα αποφύγη την εντεύθεν ύβριν και καταισχύνην, ως έπραξεν η Δομ[ν]ίνη και αι θυγατέρες αυτής Βερίνη [Βερνίκη;] και Προσδόκη, αίτινες κατελέγησαν εις την χορείαν των μαρτύρων, και των οποίων την μνήμην, την 4ην Οκτωβρίου, εορτάζει η ημετέρα Εκκλησία *. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην αι γνώμαι διίστανται. Ούτως ο μεν Ευσέβιος, ο Χρυσόστομος και ο Ιερώνυμος εγκωμιάζουν την προλαμβάνουσαν την ατίμωσιν αυτοκτονίαν, ο δε Αμβρόσιος επαινεί σφόδρα την αγίαν Πελαγίαν, πνιγείσαν εκουσίως, ίνα μη υποστή το όνειδος της Λουκρητίας, ενώ ο Λακτάντιος και ο Αυγουστίνος αποδοκιμάζουν και την εις την περίπτωσιν ταύτην αυτοκτονίαν. Ο Αυγουστίνος, εις το γνωστόν έργον του De [c]ivitate Dei, εξετάζων το ζήτημα εάν είναι ή ού συγγνωστή η αυτοκτονία γυναικός, ης η τιμή ευρέθη εν κινδύνω, ή και εν άλλαις περιπτώσεσι, καταδικάζει αυτήν ως έγκλημα διά τους εξής λόγους: α) η αυτοκτονία είναι εις πάσαν περίπτωσιν πράξις αποκλείουσα την δυνατότητα της μετανοίας και β) είναι μορφή ανθρωποκτονίας και επομένως παράβασις της έκτης εντολής, την οποίαν ουδεμία εξαίρεσις δικαιολογεί, καθ' ον χρόνον μάλιστα η φονεύουσα εαυτήν ουδέν είχε πράξει άξιον τοιούτου θανάτου. Επομένως, λέγει, η αυτοκτονία προς αποφυγήν βιασμού είναι κατ' ουσίαν αμαρτία μεγαλυτέρα εκείνης, την οποίαν σκοπεί να προλάβη. Ως δε παρατηρεί περαιτέρω η αγνεία της ψυχής έγκειται ουχί εις το σώμα, αλλ' εις την καρδίαν και. κατ' ακολουθίαν, μη συναινούσης της βουλήσεως και μη επιθυμούσης της καρδίας, είναι δυνατόν να διατηρηθή αγνή και αμίαντος η ψυχή ακόμη και μετά τον βιασμόν της σαρκός. Ουχ ήττον και αυτός ο Αυγουστίνος ηναγκάσθη να παραδεχθή την δυνατότητα εξαιρέσεων, καθ' ας η εκουσία αφαίρεσις της ιδίας ζωής, ως αυτοθυσία υπ' ανωτέρου καθήκοντος επιβαλλομένη, είναι επιτετραμμένη, εφ' όσον επί των ημερών αυτού διάφοροι χριστιανοί, υπό ομοίας συνθήκας αυτοκτονήσαντες, ανεγνωρίσθησαν επισήμως υπό της Εκκλησίας ως μάρτυρες. Εις τοιαύτας περιπτώσεις ως η του Σαμψών, ούτινος ο εκούσιος θάνατος ως αυτοθυσία υπό των Πατέρων ηρμηνεύθη, ο Αυγουστίνος έχει την γνώμην ότι η επιδοκιμασία της τοιαύτης πράξεως υπό του Θεού αντικαθιστά μέν, αλλά δεν καταργεί τον γενικόν νόμον, όστις οπωσδήποτε παραμένει εν ισχύι δια πάντας τους κοινούς ανθρώπους.
Τινές των ηθικολόγων ηξίωσαν ότι και η μετά βιασμόν ή και επί τη απλή αποπείρα βιασμού γυναικός εξ αισχύνης γενομένη αυτοκτονία είναι θεμιτή. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ταύτας η αύτοκτονία όφειλεται ασφαλώς εις πλάνην, εγκειμένην εις την εσφαλμένην αντίληψιν ότι ο βιασμός της σαρκός συνεπάγεται την στέρησιν και της τιμής και υπολήψεως, ων άνευ η ζωή κρίνεται αδύνατος. Και είναι μεν η πλάνη αύτη αθώα και η πράξις της αυτοκτονίας εις τας περιπτώσεις ταύτας συγγνωστή, εφ' όσον προέρχεται εκ χριστιανικής διαθέσεως και αφοσιώσεως εις τον Θεόν και εξαίρει την αρετήν της γυναικείας αγνότητος. Αλλά θα ήτο πολλώ μάλλον ηρωϊκώτερον και ευγενέστερον εάν η παθούσα έφερε γενναίως και μετά πίστεως εις την αγάπην του Θεού την εις βάρος αυτής αδικίαv, έστω και αν αύτη φαίνεται εις αυτήν καθ' υπερβολήν βαρεία, μέχρι τέλους του βίου, μεθ' υπομονής, ως οι μάρτυρες, οίτινες υφίσταντο το μαρτύριον βαθμηδόν θανατούμενοι.
Μετ' άκρας επιεικείας και συμπαθείας έκρινε και η εθνική ημών ιστορία ωρισμένας ηρωϊκάς αυτοκτονίας, αίτινες έλαβον χώραν υπό ασυνήθως τραγικάς συνθήκας, υφ' ας οι αυτουργοί ευρεθέντες προ ισχυροτάτων ηθικών συγκρούσεων προϋτίμησαν ως μόνην ανθρωπίνως αξιοπρεπή λύσιν την αυτοκτονίαν. Τοιαύτα παραδείγματα ανευρίσκομεν πολλά εις τας λαϊκάς παραδόσεις και την δημοτικήν ποίησιν. Εις πάσας τας περιπτώσεις ταύτας όχι μόνον δεν αισθάνεται τις απέχθειαν και αποτροπιασμόν δια την δοθείσαν εις εκάστην περίπτωσιν λύσιν, αλλά και διαισθάνεται ότι αύτη ήτο η μόνη δυνατή.
Άλλαι περιπτώσεις, καθ' ας η πράξις της εκούσιας εξόδου εκ του βίου ού μόνον συμπαθώς κρίνεται, αλλά και ως πράξις ηρωισμού και αυτοθυσίας, πολλού θαυμασμού αξία υπολαμβάνεται, είναι ωρισμέναι υπό όλως εξαιρετικάς συνθήκας λαβούσαι χώραν αυτοκτονίαι, καθ' ας οι ήρωες ή αι ηρωίδες, προ του κινδύνου να πέσουν εις χείρας βαρβάρων πολεμίων και ατιμασθούν, την ηθικήν αγνότητα και την εθνικήν τιμήν ως υπερτέρας αξίας λογισάμενοι, προϋτίμησαν την θυσίαν της ίδιας ζωής ή την ατίμωσιν. Τοιαύτα παραδείγματα έχομεν εκ της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας την ομάδα των ολίγων εναπομεινάντων αγωνιστών του Σουλίου, οι οποίοι, επικεφαλής έχοντες τόν θρυλικόν καλόγηρον Σαμουήλ, διαπιστώσαντες το αδύνατον της διαφυγής εκ των χειρών των πολιορκούντων το Κούγκι Αλβανών, έθεσαν πυρ εις βαρέλιον πυρίτιδος και ανετινάχθησαν εις τον αέρα. Ωσαύτως και η Σουλιώτισσα Δέσπω, κυκλωθείσα υπό των Αλβανών εις τον πύργον Δημουλά μετά δέκα άλλων οικογενειών αυτής, αφού επολέμησεν όσον ηδύνατο, αντιληφθείσα ότι πάσα περαιτέρω αντίστασις ήτο ματαία και η ατίμωσις εις χείρας βαρβάρων εχθρών αναπόφευκτος, την 25 Δεκεμβρίου 1803, τη ομοφώνω συναινέσει πάντων των μετ' αυτής προϋτίμησε της ατιμώσεως και της δουλείας τον θάνατον, και
Όμοια είναι τα παραδείγματα του Γεωργάκη Ολυμπίου, όστις μετά την καταστροφήν του Ιερού Λόχου και κινδυνεύων να πέση εις χείρας των Οθωμανών, εκλείσθη εις το μοναστήριον της Βουκοβίνας, ένθα μετ' απεγνωσμένην άμυναν έθεσεν ο ίδιος πυρ εις την πυρίτιδα και εφονεύθη μετά των συντρόφων του, την 8 Σεπτεμβρίου 1821, των Σουλιωτισσών του Ζαλόγγου και του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου (1866). [...]δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
«σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε,
παιδιά μ' μαζί μου ελάτε!»Και τά φυσέκια άναψε κι' όλοι φωτιά γενήκαν.
Η Εκκλησία, διδάσκουσα ότι η αυτοκτονία είναι το βαρύτερον των αμαρτημάτων, απηγόρευσεν ανέκαθεν την εκκλησιαστικήν κηδείαν των αυτοκτονούντων επί τω λόγω ότι ουδεμία δέησις ισχύει πρός σωτηρίαν του αυτοκτονήσαντος, καθ' όσον ο εκουσίως βία εξερχόμενος της παρούσης ζωής αποκόπτει αυτός εαυτόν από τον Θεόν, αποκλειόμενος οριστικώς της σωτηρίας.
Ότι όμως αι τιμωρίαι αύται πάσαι είναι ανίσχυροι προς αποτροπήν από της αυτοκτονίας είναι πρόδηλον. Ο πιεζόμενος να εξαγάγη εαυτόν εκουσίως του βίου δεν σκοτίζεται δια την τύχην του νεκρού αυτού. Διό και πανταχού αι τιμωρίαι αύται κατηργήθησαν ως αλυσιτελείς. Διατηρούνται δε μόνον εν ισχύι η υπό της πολιτείας τιμωρία δι' αποτυχούσαν απόπειραν αυτοκτονίας, ως απόπειρα ανθρωποκτονίας θεωρούμενη, και η υπό της Εκκλησίας απαγόρευσις της θρησκευτικής ταφής, ήτις σχεδόν πάντοτε παρακάμπτεται διά της υποβολής ιατρικού πιστοποιητικού πιστοποιούντος φρενοπάθειαν του αυτοκτονήσαντος. Αλλά και κατά της εκκλησιαστικής ταύτης τιμωρίας των αυτοχείρων προβάλλονται εύλογοι αντιρρήσεις, ων αι κυριώτεραι είναι αι εξής: α) Εις την πραγματικότητα οι τιμωρούμενοι δεν είναι οι αυτοκτονούντες, αλλ' οι συγγενείς και φίλοι αυτών, οι οποίοι ουδεμίαν ευθύνην φέρουν δια την πράξιν της αυτοκτονίας, β) Σήμερον ουδείς σώας έχων τας φρένας αυτοκτονεί, διότι εις πάσαν περίπτωσιν αυτοκτονίας η διαταραχή της ισορροπίας των διανοητικών λειτουργιών είναι σχεδόν πάντοτε παρούσα, συνεπαγόμενη την, προσωρινήν έστω, ολικήν ή μερικήν απώλειαν των φρενών. Και γ) η φιλανθρωπία και η συμπάθεια συνηγορούν υπέρ της εκ μέρους της Εκκλησίας επιεικεστέρας μεταχειρίσεως των αυτοκτονούντων, τουλάχιστον ίσης προς εκείνην, ης τυγχάνουν μεγάλοι εγκληματίαι και κακούργοι, προς τους οποίους η κοινή γνώμη αισθάνεται ασυγκρίτως μεγαλυτέραν απέχθειαν ή προς τους αυτοκτονούντας.
* Παναγιώτης Χ. Δημητρόπουλος,
«Η αυτοκτονία εξ επόψεως φιλοσοφικής και χριστιανικής ηθικής»,
Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ,
1965, Τόμ. 10ος, σσ. 365-369.
No comments:
Post a Comment