Διαφορετικές εξελίξεις σημειώθηκαν την ίδια περίοδο στην καθ' ημάς Ανατολή. Το Βυζάντιο, όπως επικράτησε να ονομάζεται η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρήκμασε και κατέρρευσε την εποχή που σημαδεύτηκε από την ακμή των χωρών της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, στη δε παρακμή και την κατάρρευση της αυτοκρατορίας συνέβαλαν σοβαρά και τα πλήγματα που δέχτηκε από τη Δύση. Ωστόσο αυτά, ιδίως η δράση των Δυτικών Σταυροφόρων, δεν ήταν η κύρια αιτία· ήταν σύμπτωμά της. Η αυτοκρατορία που λάμπρυνε με τον πολιτισμό της τον μεσαιωνικό κόσμο κατέρρευσε επειδή δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει την Ευρώπη στα οικονομικά, πολιτικά, επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα που την απομάκρυναν από τον Μεσαίωνα και την ανανέωσαν.
Η βυζαντινή πολιτεία ήταν η πολιτεία των χριστιανών, του νέου Ισραήλ. Οι βάρβαροι και οι άπιστοι που την απειλούσαν, οι Πέρσες, οι Αραβες και οι Σλάβοι, αλλά και οι Λατίνοι, δηλαδή οι καθολικοί χριστιανοί, καθώς και οι Τούρκοι στο τελευταίο στάδιο της μακραίωνης ιστορίας της, ήταν οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι των Ισραηλιτών της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν τα όργανα του θεού για να συγκρατούνται οι χριστιανοί στον δρόμο της ορθής πίστης. Όταν νικούσαν οι βάρβαροι και οι άπιστοι, οι νίκες τους οφείλονταν όχι στην υπεροχή τους, αλλά στις αμαρτίες των χριστιανών. Ακόμα και «αλούσα», η πρωτεύουσα της πολιτείας αυτής συνέχιζε να είναι η Νέα Ιερουσαλήμ, και ταυτόχρονα η Νέα Ρώμη, ανέμενε δε τη λύτρωση της όταν θα έφτανε το πλήρωμα του χρόνου. Η ανάκτηση της κληρονομιάς του πρώτου Βυζαντινού αυτοκράτορα, του αυτοκρατορα των Ρωμαίων Κωνσταντίνου, παρέμενε βασικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας της βυζαντινής πολιτείας.
Άλλο βασικό στοιχείο της ήταν μια βαθιά αίσθηση ανωτερότητας που χαρακτήριζε τη στάση των Βυζαντινών απέναντι στους χριστιανούς της Δύσης, ακόμα και όταν οι Δυτικοί είχαν να επιδείξουν προφανή υπεροχή σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επρόκειτο για μια οίηση καλλιεργημένη και βαθιά εμπεδωμένη, ένα είδος συμπλέγματος υπεροχής που επιδεινώθηκε με τον καιρό αντί να υποχωρήσει. Η επαφή με τους Δυτικούς, ιδίως μετά τον 12ο αιώνα, με τους Σταυροφόρους αλλά και με τους Γενουάτες και τους Βενετούς εμπόρους, ενίσχυσε την περιφρόνηση των Βυζαντινών απέναντι τους και την πεποίθησή τους ότι αυτοί αποτελούσαν τον περιούσιο λαό του Θεού, ενώ οι Δυτικοί ήταν βάρβαροι και αιρετικοί.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί αυτή η οίηση των Βυζαντινών, ιδίως μάλιστα όταν έγινε πασίδηλη η ισχύς και η υπεροχή των Δυτικών, όπως και η οργή τους όταν οι Δυτικοί αναφέρονταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου όχι με τον τίτλο του «αυτοκράτορα των Ρωμαίων», αλλά με αυτόν του «αυτοκράτορα των Γραικών» όταν η Ανατολική Αυτοκρατορία ήταν από κάθε άποψη ελληνική. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων συνέχιζε να είναι ο εκλεκτός του Θεού και ο εκπρόσωπός του επί της γης, εξουσίαζε δε τα πάντα και τους πάντες. Η σχέση αυτή του αυτοκράτορα με τον Θεό αποτελούσε θεμελιώδες αξίωμα που δεν απαιτούσε εξήγηση· η δε αμφισβήτησή του, κατά τους Βυζαντινούς, φανέρωνε είτε άγνοια είτε αίρεση.
Ανάλογη οίηση χαρακτήριζε τη στάση των Βυζαντινών και προς τους όμορους λαούς. Στην προκειμένη περίπτωση την οίηση συνόδευαν αρχαίες ονομασίες, όπως Τριβαλλοί (Σέρβοι), Μυσσοί (Βούλγαροι), Παίονες (Ούγγροι) κ.ο.κ., που φανερώνουν ίσως όχι τόσο άγνοια της ιστορίας και της γεωγραφίας του τόπου, όσο εμμονή σε όλα εκείνα τα γνωρίσματα του κόσμου που θεωρούνταν από τους Βυζαντινούς καθιερωμένα και σταθερά. Άγνοια μάλλον φανερώνουν ονομασίες όπως Φράγκοι ή Κέλτες για τους Ιταλούς, και Ιταλοί για τους Καταλανούς - ήταν άγνοια ηθελημένη, που πήγαζε από την περιφρόνηση των Βυζαντινών προς τους λαούς της Δύσης.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, κάθε άλλο παρά εχθρός της Δύσης, στο έργο του De Administrando imperio συμβούλευε τον γιο του να μην φανερώνει τα μυστικά της αυτοκρατορίας στους βαρβάρους της Δύσης, ούτε να συνάπτει γάμους με τους απογόνους τους. Όταν δε, μετά τον 10ο αιώνα, αυξήθηκαν οι πιέσεις των Δυτικών αυτοκρατόρων να αναγνωριστούν αυτοί αντί των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ως ηγεμόνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενισχύθηκε η παλαιά θεωρία του 6ου αιώνα ότι η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν η «Δεύτερη Ρώμη» αλλά η «Νέα Ρώμη», την οποία είχε «μεταφέρει» ο Κωνσταντίνος θεία εντολή. Δοξασίες όπως αυτή αποτελούσαν, έως το τέλος της αυτοκρατορίας, θεμελιώδη αξιώματα των Βυζαντινών, που ενίσχυαν την καχυποψία και το μίσος προς τους Δυτικούς, όσο οι Δυτικοί αμφισβητούσαν, με ανάλογες δοξασίες, αυτές των Βυζαντινών.
Έως τον 12ο αιώνα οι Βυζαντινοί είχαν απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στις διεθνείς σχέσεις προς όφελος των Δυτικών, φαίνεται δε πως είχαν επίγνωση αυτής της απώλειας. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντί να αποδεχτούν τη νέα κατάσταση και να εξασφαλίσουν, σε συνεννόηση με τη Δύση, τη δέουσα θέση της στις νέες συνθήκες, προτίμησαν να αποστρέψουν το πρόσωπο από τη Δύση και να συνεννοηθούν με τους Τούρκους. Μετά δε την Δ׳ Σταυροφορία (1204) και τις συνακόλουθες καταστροφές και ταπεινώσεις, δεν ήταν εύκολο να πεισθούν και εκείνοι που ήταν διατεθειμένοι να διατηρήσουν διαύλους επικοινωνίας με τους Δυτικούς πως οι τελευταίοι ήταν καλής πίστης συνομιλητές και πως πράγματι αποσκοπούσαν στη συνδιαλλαγή και τη συμφιλίωση, και όχι στην υποταγή του Βυζαντίου. Από την άποψη αυτή, το μεγαλύτερο θύμα αυτής της Σταυροφορίας ήταν οι «Ενωτικοί» του Βυζαντίου, εκείνοι που επιζητούσαν τη συμφιλίωση και την ένωση με τη Δύση. Στο εξής ενισχύθηκε όσο ποτέ άλλοτε η θέση των συντηρητικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας, και αντίστοιχα αποδυναμώθηκε αυτή των φιλοδυτικών, όσων προσέβλεπαν στη Δύση για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας. Οι τελευταίοι, τόσο αυτοί που εξιδανίκευαν τη Δύση όσο και εκείνοι που ήταν σε θέση να την αξιολογήσουν ρεαλιστικά, αδυνατούσαν πλέον επηρεάσουν την πολιτική ή τη θρησκευτική εξουσία. Η αποδοχή της ένωσης των Εκκλησιών, το 1274, από τον Μιχαήλ Η׳ Παλαιολόγο, τον επονομασθέντα «Λατινόφρονα», για να εξευμενιστεί η Δύση προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία του αρνήθηκε, όταν πέθανε, χριστιανική ταφή. Εξίσου ατελέσφορη υπήρξε και η προσπάθεια, έναν αιώνα αργότερα, του Ιωάννη Ε׳ Παλαιολόγου να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών εναντίον των Τούρκων, που προκάλεσε την οργή τόσο της Εκκλησίας, όσο και των υπηκόων του όταν έσπευσε στη Ρώμη για να προσκυνήσει τον πάπα. Ανάλογη αντίδραση προκάλεσε και η επίσκεψη το 1399 του γιου του, του Μανουήλ Β׳ Παλαιολόγου, στη Βενετία, το Παρίσι και το Λονδίνο. Η τελευταία προσπάθεια να σωθεί η παραπαίουσα αυτοκρατορία, αυτή του Ιωάννη Η׳ Παλαιολόγου το 1439 στη Φλωρεντία, όπου έγινε δεκτή η ένωση των Εκκλησιών, ήρθε πολύ αργά.
Ο θάνατος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξε μια μακρόσυρτη διαδικασία. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 απο τους Τούρκους ήταν η ανεπιθύμητη αλλά αναπόδραστη κατάληξη μιας συνειδητής πολιτικής τόσο της θρησκευτικής όσο και της πολιτικής ηγεσίας της αυτοκρατορίας.
Η περιφρόνηση και το μίσος προς την «αιρετική» και «αλαζόνα» Δύση αποτέλεσαν το ένα σκέλος της βυζαντινής κληρονομιάς στους Έλληνες των νεώτερων χρόνων· η αποδοχή της υποταγής στους Τούρκους ως έργου της θείας πρόνοιας το άλλο σκέλος. Οι Τούρκοι κατέλαβαν την αυτοκρατορία όχι μόνο δια των όπλων, αλλά και ως σύμμαχοι συχνά ή ως μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Οι γάμοι Βυζαντινών πριγκιπισσών με Τούρκους ηγεμόνες και ευγενείς για πολιτικούς λόγους ήταν άλλος ένας παράγοντας που διευκόλυνε τη διείσδυση των Τούρκων. Εξάλλου οι μαζικές εξωμοσίες στη Μικρά Ασία μετέτρεψαν την τουρκική διείσδυση σε κατάληψη των ανατολικών εδαφών της αυτοκρατορίας. Από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα εξισλαμίστηκε και ουσιαστικά εκτουρκίστηκε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με το δυτικό, το οποίο κατακτήθηκε τον 14ο αιώνα και διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού του. Η μακρά διείσδυση των Τούρκων στο ανατολικό και κύριο τμήμα της αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τις συμμαχικές τους υπηρεσίες εναντίον των Δυτικών, τους κατέστησε κληρονόμους της· τους συνέδεσε επίσης με την κοσμοθεωρία των ηγετικών ομάδων της Βασιλεύουσας.
Η τουρκική κατάκτηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η επιβληθείσα τιμωρία «διά τας αμαρτίας» των βασιλέων της, και ταυτόχρονα το μέσο για τον εξαγνισμό της. Ο Τούρκοι εξάλλου είχαν σταλεί από τη θεία πρόνοια για να προστατεύσουν τους ορθόδοξος χριστιανούς από τους «λύκους» της Δύσης, τους «αιρετικούς» Λατίνους. Η αποδοχή του Τούρκου σουλτάνου ως νόμιμου ηγεμόνα της αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν και παρέμενε η μόνη αυτοκρατορία, και έδρα της ήταν και παρέμενε η Κωνσταντινούπολη. Ο νέος της ηγεμόνας, ο Μωάμεθ Β׳, ήταν ο «βασιλιάς» της, ορισθείς από τον Θεό: Ήταν ο κληρονόμος του τελευταίου χριστιανού βασιλιά, ο μόνος επί γης αληθινός «αυτοκράτορας» των Ρωμαίων, όπως και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Σε συνδυασμό με την επίκληση της ευαγγελικής ρήσης «Τα του καίσαρος τω καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ», η ερμηνεία αυτή της τουρκικής κατάκτησης απέβη το ιδεολογικό βάθρο στο οποίο στηρίχθηκε η πολιτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι τόσο των Τούρκων όσο και των Δυτικών καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας.
No comments:
Post a Comment