Λεξικό Liddell & Scott (μετάφρ. Μ. Κωνσταντινίδου & Ξ. Μόσχου, εκδ. Ι. Σιδέρη, 1904), 2:431. |
ἡγέομαι,
Dor. ἁγ-έομαι (irreg. pres. part. ἁγώμενος Hymn.Curet.4), impf. ἡγούμην Il.12.28, etc., Ion. -εύμην 2.115, ἡγέοντο 9.15: fut. ἡγήσομαι Il.14.374, etc.: aor. 1 ἡγησάμην Od.14.48, etc.: aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): pf. ἥγημαι 1.126, 2.115, ἅγημαι P.4.248:—go before, lead the way, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ’, ἡ δ’ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη Od.1.125; ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300, etc.; πρόσθεν δὲ . . Ἶρις ἡγεῖτ’ Il.24.96; ἡγοῦ πάροιθε Ph.834 ; ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65; ἐς τεῖχος Il.20.144; κλισίηνδε Od.14. 48, cf. 2.93, etc.; ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται An.2.4.5: Astron., precede in the daily movement, 2.3, al.
b. c. dat. pers., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101; ἐκ Δουλιχίου . . ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Pl.15; ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν Ages.10.2.
c. with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263; ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν 9.15.
d. c. acc. loci, ἥ οἱ . . πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82; ἡ. βωμοὺς ἀστικούς Supp.501.
e. ἅρματα ἡ. drive chariots, Im.2.23.
f. of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, M.8.110 , al., Pr.241, in GC195.13, in Ph.496.14.
g. ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Bel.63.14, cf. 1.47.
2. c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing, θεῖος ἀοιδὸς . . ἡμῖν ἡγείσθω . . ὀρχηθμοῖο Od.23.134; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, P. l.c., Alc.1.125d; ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Lg.730c; ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις Cyr.8.7.1, cf. Del.313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, N.5.25; φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Men.97c; ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου Mem.2.3.15: also, τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Euthd.281a.
3. c. dat. rei, to be leader in . . , κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.
4. c. acc. rei, lead, conduct, ἡ. τὰς πομπάς 21.174; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) 7 ; τὰς τύχας Supp.226: with adverbial acc., ἡ γλῶσσα πάνθ’ ἡγουμένη Ph.99.
5. part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, IA713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Fr.74.
II. lead, command in war, c. dat., νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687; ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211; ἡ. Μῄοσιν 2.864; λόγχαισιν Ba.1360; ἑτέροις 31.17 , cf. An.5.2.6; ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς 12.180 : also generally, πόλει Fr.282.24; but usu. c. gen., Σαρπηδὼν δ’ ἡγήσατ’ . . ἐπικούρων Il.12.101; ἡγήσατο λαῶν 15.311, cf. 2.567, al.; ἡ. τῆς ἐξόδου 2.10; ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ’ οὐκ ἀγόμενος ὑπ’ αὐτῶν 9.45: abs., to be in command, 16.21, etc.
2. rule, have dominion, c. gen., τῆς Ἀσίης, τῆς συμμαχίης, 1.95, 7.148; οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι 9.1: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, Ph.386 , cf. Ag.1363; ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men, 15.22 ; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Acad. Ind.p.107 M., al.
3. as official title, ἡγούμενος, ὁ, president, συνόδου PGrenf.2.67.3 (iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.); ἱερέων PLond. 2.281.2 (i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).
b. of Roman governors, ἡ. ἔθνους, = Lat. praeses provinciae, 1020.5 (ii/iii A.D.); ἡ. τῆς Γαλατίας Alex.44.4. ἡγούμενος as Adj., principal, πυλών PFlor.382.15 (iii A.D.), POxy.55.9 (iii A.D.).
c. of subordinate officials, ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19 (i A.D.); κώμης PRyl.125.3 (i A.D.).
d. abbot, Nov.7.1, al.: fem. -μένη abbess, ibid.
III. post- , believe, hold, (usu. in pf. ἥγημαι, 3pl. ἡγέαται), etc.; ἡ. τι εἶναι 1.126, al.; ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν . . πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν OC278, cf. 2.89, Nu.1020 (lyr.), etc.
2. with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, 6.52; μηδ’ αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον’ ἡγήσῃ ποτέ Pr.1035; ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον Ch.902, cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, Ph.1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ . . τὰ ψευδῆ λέγειν; ib.108, cf. Ant.1167; τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει 4.10; περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν 2.115; περὶ πλείονος 19.10; περὶ πλείστου 2.89; περὶ οὐδενός 7.26; παρ’ οὐδέν Decr. ap. 18.164: c. part., πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Med.454.
3. esp. of belief in gods, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι 2.40, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Eq.32, Hec.800, Ba.1326; δαίμονας ἡ. Ap.27d.
4. ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., 1.23, 1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ . . 2.42 (s.v.l.); ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114 (ii A.D.); ἡγήσατο ἐπαινέσαι Prt.346b.
IV. pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα, = τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. 43.66; ἡγεόμενον being led, 3.14 (ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. (sāg-, cf. Lat. praesagio.)
Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexicon,
p./σ. 763.
p./σ. 763.
The Greek New Testament (4th rev. ed., United Bible Societies, 2007), Dictionary p./σ. 80. |
«δεν διανοήθηκε κάποια αρπαγή»
Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Stavropoulos, 1988, p./σ. 225. |
A Greek and English Dictionary, J. Groves, 1834, p./σ. 144. |
A Modern Greek and English lexicon, I. Lowndes, 1837, p./σ. 190. |
An Intermediate Greek English Lexicon, Liddell & Scott, 1889, p./σ. 192. |
No comments:
Post a Comment