Arius' death, like most of his life, is surrounded by uncertainties, and is yet at the same time an unmercifully public affair. His life and death were not easy material for a conventional hagiography, and (if we can judge by Philostorgius) he was never unequivocally a hero for the parties associated with his name. However, this is not so puzzling a fact as the modern student is inclined to make it. 'Arianism' as a coherent system, founded by a single great figure and sustained by his disciples, is a fantasy - more exactly, a fantasy based on the polemic of Nicene writers, above all Athanasius. Some anti-Nicenes may, in the early days, have been happy with the name of 'Arians', as a designation of their theological preferences - not their ecclesiastical allegiance; but it is most unlikely that they would have been content with such a name for long after Nicaea. 'Arianism' was neither a church nor a 'connection', in its own eyes. 'Arians' thought of themselves, naturally enough, as Catholics; or, more accurately, the very wide spectrum of non-Nicene believers thought of themselves as mainstream Christians, and regarded Athanasius and his allies as isolated extremists - though increasingly they also looked on the more aggressive anti-Nicenes (Aetius, Eunomius, and the like) as no less alien to the mainstream of Catholic tradition. It was not just ecclesiastical protocol which made the bishops at Antioch in 341 declare, by way of preface to a non-Nicene confession of faith, that they were not 'followers of Arius; for how could we as bishops be followers of a presbyter?' They meant exactly what they went on to say, that they had accepted Arius as orthodox, but did not look on him as a factional leader, or ascribe any individual authority to him. It is because this is the case that Athanasius' controversial energies, especially in de synodis and (as Kannengiesser has recently and expertly shown) contra Arianos I and II, are dedicated to building up the picture of his enemies as uniformly committed, explicitly or implicitly, to a specific set of doctrines advanced by Arius and a small group of confederates like Eusebius of Nicomedia and Asterius the Sophist.
Nicene apologists thus turn 'Arianism' into a self-conscious sect - as if the boundaries of Catholic identity were firmly and clearly drawn in advance. But the whole history of Arius and of Arianism reminds us that this was not so, and, indeed, that the fact that it was not so was one of the major elements in the controversy. Of course, the Christian Church had become fairly well-accustomed in the second century to reflecting upon its identity and its boundaries; yet the conventions then established were not universally or unambiguously fixed. Against the gnostics, 'Catholic' critics maintained their commitment to a church in which authenticity and acceptability of teaching could be measured by some publicly available standard. Ignatius, Irenaeus, Tertullian and others fix this standard (with varying emphases) in terms of a determinate number of sacred texts as interpreted within those churches which can demonstrate continuity of teaching with the first apostles of Christ - a continuity normally focused in the unbroken succession of presiding teachers from the apostles. However, the career of Origen throws into sharp relief many of the loose ends left by the controversy with gnosticism. Normally the authoritative teacher is the bishop, even for Origen; but there is no clear way of resolving the tensions set up when a bishop's ruling works against a teacher who believes himself to be (and is believed by others to be) a faithful exegete of the sacred text in the Catholic Church. Origen touches on the question in a famous passage from his second homily on Numbers; ordo in the Church is above all a spiritual issue; there must be a true correspondence between institutional authority and spiritual stature. The truly spiritual person, 'free enough from worldly habits to search out all things and to be judged by no one', may sometimes occupy a lower clerical rank, while the selfish and stupid occupy the cathedra doctoris (which may mean either presbyteral or episcopal office, or, less probably, that of a licensed catechist). The implication is clear enough: like the apostle, the inspired teacher is entitled to rely on his own (scripturally grounded) authority when confronted with an unspiritual cleric seeking to decide for him what he shall do or say.
Ο θάνατος του Άρειου, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, περιβάλλονται από αβεβαιότητα και παρ' όλα αυτά αποτελεί μια βασανιστικά δημόσια υπόθεση. Η ζωή και ο θάνατός του δεν ήταν εύκολο υλικό για συμβατική ιστοριογραφία και (αν μπορούμε να κρίνουμε από τον Φιλοστόργιο) δεν υπήρξε ποτέ ομόφωνα ήρωας για τις ομάδες που σχετίζονταν με το όνομά του. Όμως, αυτό δεν είναι τόσο περιπλεγμένο όσο τείνει να θεωρεί ο σύγχρονος σπουδαστής. Ο "αρειανισμός" ως σαφές σύστημα, που ιδρύθηκε από μία μεγάλη μορφή και επεκτάθηκε από τους μαθητές του αποτελεί φαντασία - πιο συγκεκριμένα, μια φαντασία η οποία βασίζεται στην πολεμική των νικαϊκών συγγραφέων, προεξάρχοντος του Αθανασίου. Ορισμένοι αντινικαϊκοί μπορεί αρχικά να χάρηκαν με το όνομα των "αρειανών", ως προσδιορισμού των θεολογικών τους προτιμήσεων - όχι της εκκλησιαστικής τους προσκόλλησης· αλλά είναι εντελώς απίθανο να ήταν ικανοποιημένοι με τέτοιο όνομα για μεγάλο διάστημα μετά από τη Νίκαια. Ο "αρειανισμός" δεν ήταν ούτε εκκλησία ούτε "σύνδεσμος", στα δικά τους μάτια. Οι "αρειανοί" θεωρούσαν τους εαυτούς τους, φυσικά, ως καθολικούς· ή, ακριβέστερα, το ευρύτερο φάσμα των μη νικαϊκών πιστών θεωρούσαν ότι ανήκαν στους επικρατούντες χριστιανούς και αντιμετώπιζαν τον Αθανάσιο και τους συμμάχους του ως μεμονωμένους εξτρεμιστές -μολονότι κι εκείνοι επίσης θεωρούσαν όλο και περισσότερο τους πιο επιθετικούς αντινικαϊκούς (τον Αέτιο, τον Ευνόμιο και τους ομοίους) εξίσου ξένους ως προς την επικρατούσα καθολική παράδοση. Δεν ήταν το εκκλησιαστικό πρωτόκολλο και μόνο που οδήγησε τους επισκόπους στην Αντιόχεια το 341 να διακηρύξουν, μέσω του προλόγου σε μια μη νικαϊκή ομολογία πίστης, ότι δεν ήταν "ακόλουθοι του Άρειου· διότι πώς θα μπορούσαμε εμείς επίσκοποι να είμαστε ακόλουθοι ενός πρεσβυτέρου"; Εννοούσαν αυτό ακριβώς που είπαν στη συνέχεια, ότι είχαν δεχτεί τον Άρειο ως ορθόδοξο, αλλά δεν τον θεωρούσαν ως ηγέτη φατρίας ούτε του απέδιδαν κάποια ιδιαίτερη εξουσία. Αυτό ισχύει επειδή αυτό συνέβη με τις αμφιλεγόμενες ενέργειες του Αθανασίου, στο Περί της εν Νικαία Συνόδου και (και όπως ο Kannengiesser έκανε φανερό πρόσφατα και επισταμένα) στο Κατά Αρειανών Α΄ και Β΄, που αποσκοπούσαν στο να οικοδομήσουν την εικόνα των εχθρών του ως ομοιόμορφα αφοσιωμένων σιωπηλά ή ρητά, σε ένα συγκεκριμένο σύνολο δογμάτων που προωθούσε ο Άρειος και μια μικρή ομάδα συμμάχων του όπως ο Ευσέβιος Νικομήδειας και ο Αστέριος ο Σοφιστής.
Συνεπώς, οι νικαϊκοί απολογητές μετέτρεψαν τον "αρειανισμό" σε μια αυτοσυνείδητη αίρεση - σαν να ήταν τα όρια της Καθολικής ταυτότητας στέρεα και σαφώς προδιαγεγραμμένα. Αλλά η όλη ιστορία του Άρειου και του αρειανισμού μάς υπενθυμίζει ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα και, στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα αποτελούσε καθαυτό ένα από τα κύρια στοιχεία της διαμάχης. Φυσικά, η χριστιανική Εκκλησία είχε εξοικειωθεί αρκετά καλά το δεύτερο αιώνα να αναλογίζεται την ταυτότητα και τα όριά της· εντούτοις, οι συμβάσεις που καθιερώθηκαν τότε δεν ορίστηκαν καθολικά ή αδιαμφισβήτητα. Εναντίον των γνωστικών οι "Καθολικοί" επικριτές υποστήριζαν την προσκόλλησή τους στην εκκλησία της οποίας η αυθεντικότητα και η αποδοχή της διδασκαλίας της μπορούσε να εξακριβωθεί βάσει ενός κριτηρίου το οποίο ήταν δημόσια διαθέσιμο. Ο Ιγνάτιος, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός και άλλοι καθόρισαν αυτό το κριτήριο (με διαφορετικό βαθμό έμφασης) μέσα στα πλαίσια ενός καθορισμένου πλήθους ιερών κειμένων όπως αυτά ερμηνεύονται εντός εκείνων των εκκλησιών οι οποίες μπορούν να επιδείξουν μια συνέχεια στη διδασκαλία που ξεκινάει από τους πρώτους αποστόλους του Χριστού - μια συνέχεια που φυσικά εστιάζεται στην αδιάσπαστη διαδοχή προϊστάμενων δασκάλων από τους αποστόλους. Όμως, η πορεία του Ωριγένη θέτει σε έντονη αντιδιαστολή πολλά από τα εκκρεμή ζητήματα που απέμειναν μετά τη σύγκρουση με το γνωστικισμό. Κανονικά ο εξουσιοδοτημένος δάσκαλος είναι ο επίσκοπος, ακόμη και για τον Ωριγένη· αλλά δεν υπάρχει σαφής τρόπος για να επιλυθούν οι εντάσεις που προκύπτουν όταν ένας επίσκοπος στρέφεται εναντίον ενός δασκάλου ο οποίος πιστεύει για τον εαυτό του (και πιστεύουν και άλλοι για αυτόν) ότι είναι πιστός εξηγητής του ιερού κειμένου εντός της Καθολικής εκκλησίας. Ο Ωριγένης αγγίζει το ζήτημα σε ένα προσφιλές απόσπασμα από τη δεύτερη ομιλία του στους Αριθμούς· η τάξη (ordo) στην Εκκλησία είναι υπεράνω όλων των πνευματικών ζητημάτων· πρέπει να υπάρχει ουσιαστική αντιστοιχία ανάμεσα στην καθιδρυματική εξουσία και στο πνευματικό ανάστημα. Το πραγματικά πνευματικό άτομο, "αρκετά ελεύθερο από τις κοσμικές συνήθειες ώστε να εξετάζει όλα τα ζητήματα και να μην κρίνεται από κανέναν", μπορεί μερικές φορές να κατέχει χαμηλότερο βαθμό κληρικού, ενώ το εγωιστικό και ανόητο άτομο να κατέχει τη διδακτορική καθέδρα (cathedra doctoris) (η οποία μπορεί να είναι η θέση του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου, ή, πιο απίθανο, του αδειοδοτημένου κατηχητή). Ο υπαινιγμός είναι αρκετά σαφής: όπως ο απόστολος, ο εμπνευσμένος δάσκαλος έχει το δικαίωμα να βασιστεί στη δική του (γραφικά θεμελιωμένη) εξουσία όταν έρχεται αντιμέτωπος με έναν μη πνευματικό κληρικό που επιζητεί να αποφασίσει για εκείνον τι θα κάνει ή τι θα πει.