«Once one takes Luther’s Bible and other Reformation Bibles as a starting point for modern translation history (as indeed Berman [Antoine Berman, “La Traduction et la lettre, ou l’auberge du lointain,” in Les Tours de Babel: Essais sur la traduction (Mauvezin:Trans-Europ-Repress, 1985), 87–91] and others do), it becomes clear that domesticating translations cannot be seen categorically as instruments of hegemonic nationalism. On the contrary, the vernacular Bibles of the sixteenth century—Luther’s and William Tyndale’s most prominently—were perceived as undermining both ecclesiastical authority and the institutions of the State; thus, a 1530 royal proclamation of Henry VIII prohibited the possession of any copy of “the New Testament or the Old translated into English,” because such translations were propagated “to stir and incense [the people] to sedition and disobedience against their princes, sovereigns, and heads.” Luther’s principle of sola scriptura, from this point of view, was a challenge not only to Rome, but indeed potentially to any authority external to an individual reader—that Luther himself repeatedly denied that he was encouraging political foment hardly alters the subversive power of this principle.»
«Εφόσον θεωρηθούν η Βίβλος του Λούθηρου και οι εκδόσεις της Βίβλου κατά την Μεταρρύθμιση ως σημείο έναρξης της σύγχρονης μεταφραστικής ιστορίας (όπως κάνουν πράγματι ο Berman [Antoine Berman, “La Traduction et la lettre, ou l’auberge du lointain,” στο Les Tours de Babel: Essais sur la traduction (Mauvezin:Trans-Europ-Repress, 1985), 87–91] και άλλοι), καθίσταται σαφές ότι οι εκλαϊκευμένες μεταφράσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατηγορηματικά ως όργανα του ηγεμονεύοντος εθνικισμού. Αντίθετα μάλιστα, οι εκδόσεις της Βίβλου στην καθομιλούμενη του δέκατου έκτου αιώνα—με πιο εξέχουσες του Λούθηρου και του Ουίλιαμ Τίντειλ—αντιμετωπίστηκαν ως υπονομευτικές τόσο για την εκκλησιαστική εξουσία όσο και για τους θεσμούς του Κράτους· ως συνέπεια, μια βασιλική διακήρυξη του Ερίκου Η' απαγόρευε την κατοχή κάθε αντιγράφου "της Καινής Διαθήκης ή της Παλαιάς που μεταφράστηκε στα Αγγλικά", επειδή τέτοιες μεταφράσεις διασπείρονται "για να διεγείρουν και να εξαγριώσουν [το λαό] σε εξέγερση και ανυπακοή κατά των αρχόντων, των ηγεμόνων και των ηγετών". Η αρχή του Λούθηρου της sola scriptura [μεταφρ. "η Γραφή και μόνο"], από αυτή την άποψη, ήταν πρόκληση όχι μόνο για τη Ρώμη, αλλά στην πραγματικότητα δυνητικά για κάθε εξουσία εξωγενή του εκάστοτε αναγνώστη—το ότι ο Λούθηρος επανειλημμένα αρνούνταν ότι ενθάρρυνε την πολιτική υποδαύλιση δύσκολα αλλάζει τη δύναμη υπονόμευσης αυτής της αρχής».
* Naomi Seidman,
Faithful Renderings: Jewish–Christian Difference and the Politics of Translation
[Συνεπείς Αποδόσεις: Η Ιουδαιοχριστιανική Διαφορά και οι Πολιτικές Μετάφρασης],
The University of Chicago Press, 2006
p./σ. 119.
No comments:
Post a Comment