«Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο αρνητικός προς τη θρησκεία, καταλήγει όμως σε μια κατά συγκατάβαση και υπό προϋποθέσεις αποδοχή της. Ο Χριστιανισμός, λέει, «δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία» (σ.22) , διευκρινίζει όμως αμέσως: «με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα» (σ.22)· δεν μπορεί, συνεχίζει, «να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας», αλλά προσθέτει: «όπως συνήθως δίνεται στις ‘φυσικές’ λεγόμενες θρησκείες» (σ.23)· επομένως «και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις» (σ.24) . Με παρόμοιο και ίσως ακόμα πιο συγκαταβατικό τρόπο αντιμετωπίζει τα πράγματα και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μελετώντας το συναφές προς τη θρησκεία θέμα της λατρείας: αρνητικός προς τη θρησκεία στην αρχή, διαλλακτικός στη συνέχεια. «Πρέπει να προσεχθεί – γράφει – ότι ο Χριστιανισμός ούτε χαρακτηρίσθηκε, ούτε ταυτίστηκε αρχικά με τη ‘θρησκεία’, η οποία προϋποθέτει Θεό ‘μακράν’ του ανθρώπου. … Ο Χριστιανισμός δεν ονομάζεται στην Κ.Δ. ‘θρησκεία’ αλλ’ ‘οδός’ (=ζωή) (Πράξ. 9,2). Είναι τρόπος ζωής, μέθοδος σωτηρίας/θεώσεως» (σ.23, σημ.10). Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ο π. Γ. Μεταλληνός, η Εκκλησία αποδέχθηκε σταδιακά τον όρο ‘θρησκεία’ «με την έννοια της λατρείας» (σ.24), όπως επίσης αποδέχθηκε τον όρο ‘λειτουργία’, παίρνοντάς τον από την εβραϊκή και την εθνική λατρευτική παράδοση με μια «ενέργεια κυριολεκτικά επαναστατική» (σ.27), αφού «η χριστιανική λατρεία … ως λειτουργία είναι υπέρβαση της λατρείας ως θρησκευτικού φαινομένου» (σ.27).
Παρόμοια είναι και η θέση του Μάριου Μπέγζου. Στο άρθρο του που έδωσε την αφορμή για τις αντιρρήσεις του Στ. Παπαλεξανδρόπουλου που είδαμε ήδη παραπάνω, ο Μ. Μπέγζος μιλά για τη «διάσταση χριστιανισμού-θρησκείας» (σ.77), τονίζοντας ότι ο «χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά Εκκλησία» (σ.81), ότι η Εκκλησία «δεν είναι ένας άλλος τρόπος του ‘θρησκεύεσθαι’, έστω ανώτερος, καλύτερος ή καταλληλότερος» (σ.83) και πως οι Απόστολοι «δεν καθιέρωναν μιαν ακόμα θρησκεία», αλλά «ως Εκκλησία αποτελούσαν άρνηση της θρησκείας» (σ.86). Παρά ταύτα, και για τον Μ. Μπέγζο η Εκκλησία δεν αποκόπτεται εντελώς από τη θρησκεία, απλώς βρίσκεται σε συνεχή ένταση με αυτήν («ούτε μονιστική ταύτιση ούτε δυαλιστική διάσταση, αλλά διαλεκτική ένταση», σ.85). Η ένταση αυτή εκφράζεται με τη «διαλεκτική του ‘εκ’ και του ‘εν’» (σ.85), όπου «η Εκκλησία είναι εν τη θρησκεία χωρίς να είναι εκ της θρησκείας», «έχει όση θρησκεία θέλετε (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστικισμό, θεολογία κτλ.) αλλά δεν είναι θρησκεία» (σ.85). Το πρόβλημα λοιπόν και για τον Μ. Μπέγζο δεν είναι η θρησκεία καθεαυτήν, αλλά η απώλεια της ισορροπίας της διαλεκτικής έντασης, ήτοι η ‘θρησκειοποίηση’ της Εκκλησίας – που «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ‘χριστιανική’ ειδωλολατρία» (σ.85). Συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, το διαφαινόμενο consensus μεταξύ των παραπάνω ‘ενδιάμεσων’ θέσεων ο Ηλίας Βουλγαράκης συμπέρανε ότι «η δυτική θεολογική σκέψη στην από μέρους της σύγκριση Χριστιανισμού και θρησκειών εγκλωβίστηκε στις λύσεις: αντίθεση, συμπλήρωση, εξέλιξη, από τις οποίες τελικά καμιά δεν είναι ικανοποιητική» (σ.94). Πράγματι, λέει, «η θρησκεία, ως διάμεσο ανθρώπου και Θεού, αποτελεί γεγονός της πτώσης» και επομένως δεν είχε θέση εκεί όπου υπάρχει «διαπροσωπική επικοινωνία και σχέση» μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστιανισμός λαμβάνει «θρησκειακή μορφή», η οποία «δεν ανάγεται στην ουσία του, αλλά αποτελεί σκόπιμη συγκατάβαση, που λειτουργεί στο σχήμα κένωση - πρόσληψη - ενσάρκωση» (σ.93). Αν λοιπόν, καταλήγει, διακρίνουμε την ουσία από το ένδυμα του Χριστιανισμού «οι δυτικές λύσεις χάνουν τη διάζευξή τους και έτσι μπορεί να υιοθετηθούν κατά περίπτωση είτε ξεχωριστά είτε μαζί, είτε ακόμη και να απορριφθούν» (σ.94). Με την τελευταία αυτή θέση του ο Ηλ. Βουλγαράκης θεμελιώνει θεωρητικά την επιλεκτική ευχέρεια του ορθοδόξου χριστιανού να υιοθετήσει ή να τροποποιήσει ή να απορρίψει κατά περίπτωση το αντιθετικό δίπολο του Μπαρτ και του Μπονχέφερ, χωρίς αυτή η θεωρητική ‘ανακολουθία’ να συνιστά κατ’ ανάγκη και ουσιαστική ασυνέπεια. Ή, όπως το λέει απλούστερα ο Θανάσης Παπαθανασίου, «ανάλογα με το νόημα που δίνεται στον όρο θρησκεία, διατυπώνονται διαφορετικές θεολογικές θέσεις περί του αν ο Χριστιανισμός είναι η κατεξοχήν θρησκεία (νοούμενη ως η σχέση Θεού και κόσμου) ή, αντιθέτως, η υπέρβαση της θρησκείας (νοούμενης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που προϋποθέτει τείχος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο)». Ο ίδιος πάντως προσεγγίζει το φαινόμενο της θρησκείας ως εκδήλωση της θεμελιώδους δυνατότητας του ανθρώπου να προσδιορίζει τί κομίζει νόημα στην ύπαρξή του και στον κόσμο».
* Βασίλης Ξυδιάς,
«Χριστιανοί κατά της θρησκείας Ο χάρτης ενός γνωστού-άγνωστου τοπίου» *,
περιοδικό Σύναξη, Τόμ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008,
σσ. 45-54.
[Ελληνικά/Greek, HTML]
μια απόπειρα επιστημονικής προσέγγισης της ανθρώπινης θρησκευτικότητας
an attempt for a scientific approach of the human religiosity
"Sedulo curavi humanas actiones non ridere, non lugere, neque detestari, sed intelligere"
(Spinoza, Tractatus Politicus 1:4)
.
Wednesday, January 5, 2011
Ο όρος «θρησκεία» αναφορικά με την Εκκλησία:
Αποδεκτός ή απορριπτέος;
Αποδεκτός ή απορριπτέος;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment