.

Tuesday, June 29, 2010

Bertrand Russell & the end of the 20th century /
Ο Μπέρτραντ Ράσελ & το τέλος του 20ου αιώνα


THE FUTURE OF MANKIND

Before the end of the present century, unless something quite unforeseeable occurs, one of three possibilities will have been realised. These three are:
I. The end of human life, perhaps of all life on our planet.
II.    A reversion to barbarism after a catastrophic diminution of the population of the globe.
III.    A unification of the world under a single government, possessing a monopoly of all the major weapons of war.
I do not pretend to know which of these will happen, or even which is the most likely. What I do contend, without any hesitation, is that the kind of system to which we have been accustomed cannot possibly continue.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Πριν το τέλος του παρόντα αιώνα, εκτός αν προκύψει κάτι αρκετά απρόβλεπτο, μια από αυτές τις τρεις πιθανότητες θα πραγματοποιηθεί. Αυτές οι τρεις είναι:
Ι. Το τέλος της ανθρώπινης ζωής, πιθανώς κάθε ζωής στον πλανήτη μας.
ΙΙ. Επιστροφή στη βαρβαρότητα μετά από μια καταστροφικών διαστάσεων ελάττωση του πληθυσμού της γης.
ΙΙΙ. Ενοποίηση του κόσμου κάτω από μια ενιαία κυβέρνηση, η οποία θα κατέχει το μονοπώλιο όλων των ισχυρών πολεμικών όπλων.
Δεν υποκρίνομαι λέγοντας ότι γνωρίζω ποια από τις τρεις θα συμβεί, ή έστω ποια είναι η πιθανότερη. Αυτό που υποστηρίζω, με κάθε βεβαιότητα, είναι ότι το είδος του συστήματος με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι δεν μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να συνεχιστεί.


* Bertrand Russell,
Unpopular Essays
[Αντιδημοφιλή Δοκίμια]
Routledge classics, Taylor & Francis, 1950/2009,
p./σ. 33.


Ο Ραγκαβής (1877), οι προφητείες του Ιησού & οι Χιλιαστές με τα λευκά /
Rankaves (1877), Jesus's prophecies & the Chiliasts with the white robes


««Αμήν λέγω υμίν ού μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται». Αλλ' εψεύσθη η προφητεία αύτη· έκτοτε δ' η ανθρωπότης αναμένει αείποτε το φοβερόν συμβάν, και ιδίως κατά τους σκοτεινούς του μεσαίωνος χρόνους ενόμιζεν αυτό επί θύρας. Κατά το έτος χίλια η γενική περί τούτου πεποίθησις ην τοσαύτη, ώστε τα δημόσια έγγραφα έφερον ως ημερομηνίαν το «Εγγιζούσης της συντελείας του κόσμου». Και νυν δε υπάρχουσιν ασθενείς τινες νόες εις την λεγομένην χιλιετηρίδα (Millenium) πιστεύοντες, ότε οι άγιοι κατελεύσονται, και διαμενούσι χίλια έτη επί της γης, εστί δε πραγματικότης, και ουχί μύθος, ότι οι ταλαίπωροι ούτοι καταγίνονται κατασκευάζοντες λευκά ιμάτια διά τους επισήμους ξένους. Εφαντάζετο δε την συντέλειαν του κόσμου ο Ιησούς ως εξής: «Μελλήσετε ακούειν πολέμους, και ακοάς πολέμων· οράτε μη πτοείσθε· δει γαρ πάντα γενέσθαι, αλλ' ούπω εστί το τέλος. Εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος, και βασιλεία επί βασιλείαν· και έσονται λιμοί, και λοιμοί, και σεισμοί κατά τόπους. Πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων»».

* Κλέων [Ρίζος / Ρίζου] Ραγκαβής / Kleon Rankaves [Rangaves / Rangavis],
Ιουλιανός ο Παραβάτης,
Αθήνα 1877,
σ. 505.
[Greek/Ελληνικά PDF]



Ο Ραγκαβής παραθέτει συχνά από το γαλλικό έργο:

* Émile Lamé,
Julien l'Apostat: Précédé d'une étude sur la formation du Christianisme (1861).
[Google books]
[French/Γαλλικά PDF]



«The controversial Ιουλιανός ο Παραβάτης (Julian the Apostate) in 1865 by Cleon Rangavis deserves mention because it attacked Christianity in the romantic manner of Lord Byron. When it was published in 1877 it caused a public scandal.»

«Το αμφιλεγόμενο έργο Ιουλιανός ο Παραβάτης το 865 του Κλέωντα Ραγκαβή είναι άξιο αναφοράς επειδή επιτέθηκε στον Χριστιανισμό με τον ρομαντικό τρόπο του Λόρδου Βύρωνα. Όταν δημοσιεύτηκε το 1877 προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο».


* Petrakou, Kyriakē / Πετράκου Κυριακή,
«Drama Competitions in Greece from 1851 to 1950»,
Journal of Modern Greek Studies Volume/Τόμος 25, Number/Αριθμός 2, October/Οκτώβριος 2007  E-ISSN: 1086-3265 Print ISSN: 0738-1727  DOI: 10.1353/mgs.2008.0012, The Johns Hopkins University Press, σ. 227.





Απόπειρα αναίρεσης των λεγομένων στον Ιουλιανό του Ραγκαβή:

* Νικόλαος Αμβράζης,
Ιουλιανός ο Παραβάτης εν απελπισία εκπνέων : ή απάντησις εις τα υπό Κλέωνος Ραγκαβή κατά της αμωμήτου ημών πίστεως γραφέντα και επιστημονική αυτών αναίρεσις,
Αθήνα 1878.
[Greek/Ελληνικά PDF]

Monday, June 28, 2010


Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ:
Το Βυζάντιο ήταν μονοπολιτιστικό αλλά όχι μονοεθνικό


Ημερομηνία: 30/05/2010

Παρόλο που η αφορμή της συνομιλίας μας με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ ήταν η επέτειος της Άλωσης, εντούτοις θεωρήσαμε πως αυτό αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να της απευθύνουμε ερωτήσεις εφ' όλης της... βυζαντινής ύλης.
Συνέντευξη στον Στέλιο Κούκο

Το ιδιαίτερο όμως στην περίπτωση της κορυφαίας στον κόσμο βυζαντινολόγου είναι η ξεχωριστή ενάργεια με την οποία παρακολουθεί και τα σημερινά γεγονότα, όπου στην ελληνική τουλάχιστον περίπτωση η βυζαντινή εμπειρία έχει να προσφέρει πάρα πολλά. Γι' αυτό και η κυρία Αρβελέρ δεν διστάζει να προτείνει και τις λύσεις. Έτσι, οι σύγχρονες ελληνικές περιπέτειες μπήκαν κι αυτές στη συζήτησή μας, όπως και η μοναδική ίσως ευκαιρία για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης.

Ποια στοιχεία φανερώνουν τη συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσα στο Βυζάντιο; Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και ίσως και η γνώση του Ομήρου. Στα μέσα του 11ου αιώνα, όταν η ερωμένη του αυτοκράτορα Μονομάχου, η ωραιοτάτη Σκλήραινα, πέρασε από την αγορά της Κωνσταντινούπολης, ένας μάγκας της είπε το περίφημο "Ου νέμεσις" του Ομήρου. Αυτό δηλαδή που οι γέροι Τρώες είπαν όταν είδαν την ωραία Ελένη. Ποιος από τους μάγκες της αγοράς σήμερα ξέρει τον Όμηρο;

Κάποιος θα μπορούσε να πει πως από το Βυζάντιο λείπουν οι φιλόσοφοι και οι σχολές ή ακόμη και οι ποιητές. Οι πατέρες της εκκλησίας, οι βυζαντινοί λόγιοι και οι επιστήμονες, όπως και οι υμνογράφοι, μπορούν να συγκριθούν κατ' αναλογία με τους φιλοσόφους και τους ποιητές της αρχαιότητας; Κάθε εποχή έχει το πνεύμα της. Δεν μπορώ λοιπόν να κάνω σύγκριση. Οι αρχαίοι έγιναν πανανθρώπινο κτήμα, ενώ οι Βυζαντινοί μένουν πάντοτε υπόδειγμα για τους χριστιανούς.

Πάντως τα τελευταία χρόνια με την πρόοδο των βυζαντινών σπουδών, ο χαρακτηρισμός "βυζαντινός", που ξεκίνησε ως υποτιμητικός, φαίνεται πως έχει πάρει αντίθετες διαστάσεις και περιεχόμενο. Απόδειξη και οι μεγάλες διεθνείς εκθέσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια με τίτλους όπως η "δόξα" και η "λάμψη" του Βυζαντίου... Το μόνο που έχω να πω είναι: Ευτυχώς!

Η Θεσσαλονίκη με την ιστορία της, τα βυζαντινά κτίρια (κάστρα, εκκλησίες) και την πνευματική της ενδοχώρα, τον Άθωνα, δεν θα έπρεπε να "επενδύσει" στις σπουδές αυτές; Ή ακόμη να το αξιοποιήσει αυτό για την τουριστική της προβολή; Η Θεσσαλονίκη καλή, μετά την καλλίστη. Δηλαδή μετά την Κωνσταντινούπολη. Η πραγματικά συν-πρωτεύουσα του Βυζαντίου το δείχνει και τώρα ακόμη με το εξοχότατο και αξιολογότατο βυζαντινό μουσείο που έχει και το οποίο, όπως ξέρετε, έτυχε του βραβείου των Μουσείων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν θα μπορούσε λοιπόν η Θεσσαλονίκη να αναδειχθεί ως βυζαντινή πόλη και να προκαλέσει και ανάλογο τουριστικό ενδιαφέρον; Μα για όνομα του Θεού, είναι το μόνο που πρέπει να κάνει. Όπως για παράδειγμα αυτό που έκανε η Αθήνα με την ενοποίηση των αρχαιολογικών της χώρων. Η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να αναδείξει τη βυζαντινή της υπόσταση. Η πόλη έχει επίσης, όπως είπα, και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού που πραγματικά είναι απ' τα καλύτερα. Η πρώην διευθύντρια, Αναστασία Τούρτα, έχει κάνει τεράστια δουλειά.
Αυτά θα πω και στις 5 Ιουνίου που θα μιλήσω στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει να κάνει τώρα ως η πρώτη πραγματικά ευρωπαϊκή πόλη. Γιατί η Θεσσαλονίκη διαθέτει και αρχαία και ρωμαϊκή αλλά και πρωτοχριστιανική ιστορία, ως πόλη που επισκέφθηκε ο Παύλος.

Αυτό δεν πρέπει να είναι άλλωστε και το μέλημά μας; Να δείξουμε δηλαδή τη συνέχεια από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό. Περνώντας όμως από έναν κόσμο που κανείς δεν ξέρει ή που δεν θέλει να μάθει, ή που η Ελλάδα τον έχει βάλει σε παρένθεση. Περνώντας δηλαδή από τη Ρώμη. Αν δεν αναδειχθεί η μεγαλοσύνη της Ρώμης, δεν μπορεί να αναδειχθεί η μεγαλοσύνη της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη είχε ρωμαϊκό ανάκτορο, είχε ιππόδρομο και πολλά άλλα. Μολονότι η Αθήνα είχε πάψει τότε να υπάρχει και παρά τη δόξα του Αλεξάνδρου, όπως γράφει τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Έλιος Αριστείδης, κανένας δεν θέλησε να είναι απόγονος της Πέλλας ή γόνος της Πέλλας. Όλοι θέλουν να είναι γόνοι της Αθήνας.

Ποια στοιχεία της πολιτικής ιδεολογίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας θα μπορούσαν να είναι ακόμη χρήσιμα για τους κυβερνώντες στην Ελλάδα και τον λοιπό κόσμο; Ίσως το... "χρήζομεν οικονόμου και ουχί βασιλέως", που ανεφώνησεν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στα μέσα του 15ου αιώνα! Πάντως, για να μιλήσω πιο σοβαρά, δύο τέτοια στοιχεία είναι η πολυεθνικότητα, ως μοχλός για νέα ξεκινήματα, αλλά και η προσήλωση στα πάτρια, ως μαγιά για την ενσωμάτωση των ξένων σε έναν ενιαίο πολιτισμό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί μια ευρύτερη ένωση εθνών, λαών, κρατών, θα μπορούσε να πάρει κάποια παραδείγματα από την πολιτική ιδεολογία και πρακτική των Βυζαντινών; Η κωνσταντινουπολιτική προσπάθεια αποτελεί και την απαρχή της δημιουργίας μιας καινούργιας ταυτότητας. Αυτό παρά τις διαφορές, εθνικές και άλλες. Γιατί οι Βυζαντινοί ήταν πολυεθνικό και όχι μονοεθνικό κράτος. Ήταν μονοπολιτιστικό, χάρη στην ελληνική γλώσσα, αλλά όχι μονοεθνικό.

Σε ποια κατάσταση βρίσκονται η παιδεία και ο πολιτισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον καιρό της Άλωσης; Σε διχασμό και ανταγωνισμό, ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, σε αναμοχλεύσεις παλιού μεγαλείου. Τόσο που τους Τούρκους, με τους οποίους πολεμούσαν, τους αποκαλούσαν Πέρσες και Αχαιμενίδες, σαν να ήταν δηλαδή οι απόγονοι των μαραθωνομάχων. Και βεβαίως βρισκόταν σε μια κατάσταση δεισιδαιμονίας, που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη το Βυζάντιο.

Πώς κυβερνάται το κράτος την εποχή αυτή; Είναι υπόθεση ενός ανδρός, δηλαδή του αυτοκράτορα; Η εκκλησία είναι αυτή που οργανώνει την κοινή γνώμη. Άρα δεν είναι μόνον οι πολιτικοί, ο αυτοκράτορας, αλλά και οι εκκλησιαστικοί που φέρνουν το βάρος αλλά και την ευθύνη αν θέλετε της εποχής. Το Βυζάντιο θεωρείται και ήταν δημιούργημα θρησκευτικών λόγων, ως αποδέκτης δηλαδή της χριστιανικής θρησκείας. Αλλά και ο θάνατός του ίσως επήλθε για λόγους επίσης θρησκευτικούς. Ως μη αποδέκτης δηλαδή της ένωσης με τους Δυτικούς.

Σε τι κατάσταση βρίσκονται οι πολίτες της Βασιλεύουσας τα τελευταία χρόνια πριν από την πτώση; Να θυμίσω ότι είναι μια πόλη καταδικασμένη από τις πολλαπλές πολιορκίες που έχουν γίνει ήδη πριν από το 1453, που βρίσκεται σε οικονομική εξάντληση λόγω ακριβώς των προνομίων των Βενετών, των Γενοβέζων και άλλων, οι οποίοι έχουν μεταφέρει και τον πόλεμό τους στα λιμάνια της, και επίσης λόγω των δυναστικών διχασμών. Να τονίσω αυτό που γράφει ο Παλαμάς: "Πόρνη η Πόλις και περίμενε τον μακελάρη και περίμενε τον Τούρκο να την πάρει".

Πέρα από τα γνωστά κείμενα, όπως του Φραντζή, του Μπάρμπαρο κ.ά., ποιες άλλες πηγές πληροφόρησης αξιοποιούνται από τους ιστορικούς για τις μέρες της Αλώσεως; Τα ανακαλήματα, οι θρήνοι, ενώ έχουμε και αρκετά δείγματα από την αλληλογραφία μεταξύ των παθόντων εκείνης της εποχής. Υπάρχουν επίσης και πολλά έργα των Δυτικών, μεταξύ των οποίων του Έλιο Σίλβιο, του μετέπειτα πάπα της Ρώμης.

Όπως έχετε πει, η Ελλάδα είναι η μοναδική βαλκανική χώρα η οποία συγκροτήθηκε χωρίς την απελευθέρωση της πρωτεύουσάς της, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μετά την απελευθέρωση έγινε προσπάθεια σύνδεσής μας κατευθείαν με την αρχαιότητα; Πόσο μας ταλαιπωρούν ακόμη τα δύο αυτά γεγονότα; Νομίζω πως αυτό αποτελεί μια αιτία εθνικής σχιζοφρένειας, όπως παραδείγματος χάριν το δείχνει η σημερινή μας παιδεία. Μιλάμε για αρχαίους συγγραφείς στο σχολειό, αλλά δεν διδάσκουμε κανέναν βυζαντινό, ενώ τα παιδιά όταν πηγαίνουν στο σπίτι βλέπουν να ξαναζεί το Βυζάντιο, είτε από τα χριστιανικά ονόματα που φέρουν στην οικογένεια, είτε από το εικονοστάσι κτλ. Και επιπλέον μένει πάντοτε το ερώτημα, ανήκομεν άραγε εις την Δύσιν ή εις την Ανατολήν; Ο Ζουράρις θα γράψει για ευρωλιγούρηδες, άλλοι για ευρωσκεπτικιστές και άλλοι για ευρωλάτρες. Άρα βρισκόμαστε ακόμα στο ερώτημα: πού είμαστε; Ασφαλώς ανάμεσα στα δύο, και δεν ξεχνάμε ότι η Δύση της Ανατολής είναι η Ανατολή της Δύσης.

Μια διαφορετική παιδεία θα μπορούσε να μας φέρει πιο κοντά στην ιστορική και πολιτισμική μας φυσιογνωμία, στη μη απελευθερωμένη πρωτεύουσά μας; Δεν μιλάω ρατσιστικά, εθνικιστικά, ούτε για κάποια απομόνωσή μας. Αλλά για να ζούμε και να υπάρχουμε ως Έλληνες Ευρωπαίοι, οικουμενικοί άνθρωποι. Όπως φαντάζομαι ζείτε κι εσείς... Ασφαλώς ναι. Μια διαφορετική παιδεία. Αλλά το ποια πρέπει να είναι αυτή η παιδεία είναι θέμα όχι μόνο ελληνικό. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος μας δεν μπορεί πια να περιορίζεται στα ελληνικά όρια, ούτε η παιδεία.

Τι σήμαινε η Άλωση της Πόλης για τον υπόλοιπο κόσμο; Ένας Πολωνός γράφει ότι η "χριστιανοσύνη έμεινε μονόφθαλμη". Στη Δύση, όταν οι Βυζαντινοί υπέγραψαν την Ένωση στη σύνοδο της Φεράρας του 1438, οι ιερωμένοι κυρίως νόμιζαν πως πλέον είχαν γίνει μία κοινότητα και γι' αυτό πλέον ερχόταν η δική τους σειρά. Αυτά στη Δύση. Οι Ρώσοι, οι οποίοι τότε ήταν άκρως ανθενωτικοί και βρίσκονται εναντίον των βυζαντινών πολιτικών οι οποίοι είχαν αποδεχθεί την Ένωση, μένουν σχεδόν μακριά από το γεγονός της Άλωσης. Ο Κωνσταντίνος ο 11ος ακριβώς στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 υπέγραψε την Ένωση στην Αγιά-Σοφιά. Μόνο μία μικρή ανάμνηση γράφει "έπεσε η Πόλις". Μετά θα ξυπνήσουν για να την κλάψουν, κυρίως όταν θέλουν να θεωρήσουν τη Μόσχα ως Τρίτη Ρώμη.
Όσο για τους Βυζαντινούς, η πτώση της Πόλης σημαίνει το τέλος του κόσμου. Κατά τις προφητείες το τέλος του κόσμου το περίμεναν χρόνια και χρόνια μετά. Σχεδόν ακόμη... Να σκεφθείτε ότι έχουμε ένα γράμμα ενός Κωνσταντινουπολίτη που γράφει σε φίλο του στην Κρήτη και του λέει, στείλε μου το τάδε εσχατολογικό έργο με τις προφητείες, το έχω απόλυτη ανάγκη τώρα που περιμένουμε το τέλος του κόσμου.

Η Δύση δεν βοήθησε την Αυτοκρατορία για λόγους ανταγωνισμού μεταξύ των εκκλησιών ή για καθαρά πολιτικούς λόγους επικράτησης; Αυτό είναι λάθος. Η Δύση δεν είναι μία πολιτική ενότητα. Δεν υπάρχει ένα κράτος, όπως ήταν το Βυζάντιο που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Δύση. Το πρόβλημα μπορεί να τεθεί μόνο όσον αφορά τον πάπα, ο οποίος είναι η μόνη ενιαία αρχή της Δύσης. Ωστόσο το 1450 ο πάπας της εποχής, Νικόλαος Ε', όταν γιορταζόταν το ιωβηλαίο του, αναγγέλλει ότι όλες οι αφέσεις αμαρτιών που δίνει, τα συγχωροχάρτια δηλαδή, τα οποία τότε πληρώνονταν αδρά, θα χρησιμοποιηθούν για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν μόνο ο Αντωνίνος, ένας επίσκοπος της Φλωρεντίας, λέει εκείνη την εποχή "άσ' τους να χαθούν εφόσον είναι και σχισματικοί". Ενώ τόσο στην παπική μεριά όσο και στους αρχηγούς των τότε μικρών κρατών υπάρχει η προετοιμασία για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν αυτό είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει να πάψουμε να λέμε στα παιδιά, ότι η Δύση δεν βοήθησε. Έκανε ό,τι μπορούσε, και πρέπει να πούμε πως δεν μπορούσε τότε να κάνει πολλά.

Πώς κρίνετε την άποψη ότι ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας αποτελεί μεγαλύτερη καταστροφή από την Άλωση; Κατά τη γνώμη μου αποτελεί την κατακλείδα της ίδιας ιστορίας, της ιστορίας δηλαδή που άρχισε με την Άλωση. Αλλά πλέον σημαίνει το τέλος, που πια δεν έχει επιστροφή. Είναι η μη αναστρέψιμη λύση. Τότε ασφαλώς, κατά κάποιον τρόπο, θάφτηκε ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Οπότε μ' αυτή την έννοια ίσως αποτελεί μια συμφορά μεγαλύτερη και από αυτήν της άλωσης της Πόλης.

Στη σημερινή κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τι θα μπορούσαμε να πάρουμε από τους Βυζαντινούς; Η αποφυγή του διχασμού ίσως θα ήταν το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει για να μη γίνουμε όπως οι Βυζαντινοί στο τέλος τους. Όσο για τα άλλα, πρέπει να κρατήσουμε και την ακράδαντη πίστη των Βυζαντινών στο παρελθοντικό μεγαλείο. Πιο πριν είπα πως οι Βυζαντινοί έλεγαν Πέρσες και Αχαιμενίδες τους Τούρκους, όχι γιατί πίστευαν ότι οι Τούρκοι ήταν απόγονοι των Περσών, αλλά γιατί οι ίδιοι οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι συνέχιζαν τη μάχη του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.

* Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ,
«Το Βυζάντιο ήταν μονοπολιτιστικό αλλά όχι μονοεθνικό»,
Μακεδονία, 30 Μαΐου 2010.

Sunday, June 27, 2010

Εβραϊκή, Αραμαϊκή & Ελληνική κατά τον 1ο αιώνα Κ.Χ. /
Hebrew, Aramaic & Greek languages during the 1st c. C.E.


«Αναφορικά με την Αραμαϊκή γλώσσα θα προσθέταμε τα ακόλουθα: είναι γνωστή και ως Συριακή και Χαλδαϊκή, καθιερώθηκε ως γλώσσα της διπλωματίας (Δ΄ Βασιλείων 18,26) και χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσύριους, Βαβυλώνιους και Πέρσες βασιλείς ως δίαυλος επικοινωνίας των λαών τους71. Κατά τη διάρκεια της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, καθώς και έπειτα, κατέστη η ομιλούμενη γλώσσα, η «lingua franca», του Ιουδαϊκού λαού, ο οποίος περιπλανώμενος στις χώρες της διασποράς σταδιακά λησμόνησε τη μητρική εβραϊκή. Στα Αραμαϊκά καταγράφηκαν, όπως ήδη προαναφέρθηκε, και μερικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης.

      
Σύμφωνα με τον G. Dalman72 η Αραμαϊκή ήταν η μητρική γλώσσα και, επομένως, και η καθημερινή γλώσσα του Ιησού Χριστού, ο οποίος όμως κατ' άνθρωπον γνωρίζει το περιεχόμενο των Αγίων Γραφών, καθώς είχε μαθητεύσει συχνάζοντας στη Συναγωγή73 και το Ναό των Ιεροσολύμων. έτσι, θα ήταν γνώστης και της βιβλικής Εβραϊκής γλώσσας. Φαίνεται ότι γνώριζε και την ελληνιστική γλώσσα, διότι την περιοχή της Παλαιστίνης διέρχονταν πολλοί εθνικοί έμποροι, ταξιδιώτες και διανοούμενοι, οι οποίοι μιλούσαν ως μητρική ή επίκτητη γλώσσα τα Ελληνικά και με τους οποίους πιθανόν ερχόταν σε επαφή ο Χριστός για λόγους είτε επικοινωνιακούς είτε εμπορικούς, καθώς εργαζόταν μέχρι τη στιγμή που έθεσε την αφετηρία του σωτηριώδους φιλάνθρωπου έργου του στον κόσμο ως ξυλουργός κοντά στον μνήστορα Ιωσήφ. Εξάλλου, το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από όσα αφήνεται να εννοηθούν από τη συνάντηση του Ιησού με τους Έλληνες, στους οποίους κήρυξε το λόγο της Αληθείας74. Και, όπως είναι γνωστό, εκείνη την εποχή «Έλλην» σήμαινε «εθνικός», δηλαδή «ειδωλολάτρης», σε αντίθεση με τους μονοθεϊστές Ιουδαίους75.

      
Ο S. Lieberman απέδειξε ότι μολονότι η ραββινική παράδοση του Ταλμού[δ] και της Μισνά διασώζεται μόνον στην Αραμαϊκή και τη μισναϊκή Εβραϊκή, καταλήγει στη διαβεβαίωση ότι οι διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου γνώριζαν σε μεγάλο βαθμό και την Ελληνική76.

      
Ο H. Birkeland στο έργο του «The Language of Jesus» τονίζει ότι η γλώσα του Ιησού ήταν κάποιος τύπος της Εβραϊκής γλώσσας77. Ενώ ο J. A. Emerton υποστήριξε την άποψη ότι η μισναϊκή Εβραϊκή συνέχιζε να χρησιμοποιείται από τον απλό λαό της Ιουδαίας τουλάχιστον μέχρι το Β' μ.Χ. αιώνα, χωρίς όμως να αποκλείεται και η Αραμαϊκή78.

      
Ο H. Rosen αποφάνθηκε ότι η Εβραϊκή επανεισήχθη τον Α' μ.Χ. αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης ως μία μορφή εθνικιστικού αντιπερισπασμού προς τη Ρώμη, η οποία εκδηλώθηκε σε πρακτικό επίπεδο με την εξέγερση του Βαρ-Κοχβά79 (132-135 μ.Χ.) εναντίον του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού (διοίκησε από το 117-138 μ.Χ.)80. Το πόρισμα που προκύπτει είναι ότι η Εβραϊκή δεν αποτελούσε την καθομιλουμένη και ταυτόχρονα τη γραπτή γλώσσα των Ιουδαίων κατά τον Α' μ.Χ. αιώνα, αλλά απλά κατέφευγαν στη χρήση της μέσα στα εξειδικευμένα και στενά πλαίσια της θρησκευτικής μόρφωσης και λατρείας81.

      
Από την δεκαετία του 1950 και μετά οι διεξαγόμενες αρχαιολογικές ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή του Ισραήλ έφεραν στο φως διάφορες Επιγραφές, αναζωογονώντας, μ' αυτό τον τρόπο, το ενδιαφέρον για τη γλώσσα που ομιλούσε όχι μόνον ο Ιησούς Χριστός, αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι του εκεί χώρου82. Οι ελληνικές επιτύμβιες επιγραφές που σώζονται στο έδαφος της Παλαιστίνης αποκαλύπτουν μόνον μία στοιχειώδη ικανότητα στο χειρισμό της γραπτής Ελληνικής, παρόλο που η στοιχειώδης ευχέρεια στην προφορική γλώσσα δεν αποδεικνύεται υπό αυτές τις συνθήκες.

      
Κατά τον Greg Horsley83, ο ισχυρισμός του M. Black, ο οποίος αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο της άποψης ότι η Ελληνική περιοριζόταν μόνο στους κύκλους των μορφωμένων και εξελληνισμένων Ιουδαίων84, καταρρέει με την διατριβή-μονογραφία του M. Hengel, η οποία επιγράφεται «Judaism and Hellenism» και με την οποία διετράνωσε πως ήδη από τα μέσα του Γ' π.Χ. αιώνα όλος ο Ιουδαϊσμός είναι επιτακτικό να ορισθεί ως «Ελληνιστικός Ιουδαϊσμός» με την στενή έννοια του όρου85.

      
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι ελληνικές επιγραφές του Α' μ.Χ. αιώνα αποδεικνύουν ότι μάλλον υφίστατο μία αρκετά αξιόλογη μειονότητα που μιλούσε την Ελληνική ως μητρική γλώσσα86. Οι «Ελληνιστές» που αναφέρονται στο καινοδιαθηκικό χωρίο Πραξ. 6,187 εύλογα θεωρούνται ως εθνικά Ιουδαίοι Χριστιανοί, οι οποίοι είχαν ως κύρια γλώσσα τους την Ελληνική88.

      
Οι ερευνητές Meyers και Strange μελετώντας τις αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες διατύπωσαν τη θέση ότι, ενώ τα Ελληνικά στην περιοχή της Ιουδαίας αρχικά αποτελούσαν μία αστική γλώσσα, σε κάποια χρονική στιγμή κατά τον Α' μ.Χ. αιώνα η τοπική Αραμαϊκή εξοστρακίστηκε από την Ελληνική, αφού πρώτα η δεύτερη εξαπλώθηκε στην ιουδαϊκή ύπαιθρο και ταυτόχρονα η γνώση της πρώτης μειώθηκε στους κύκλους των μορφωμένων και των αστών, χωρίς βέβαια να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά89.

      
Η σχέση μεταξύ της Αραμαϊκής και της Ελληνικής στην Παλαιστίνη ήταν πολυπλοκότερη, καθώς η πρώτη ήταν σημιτική, ενώ η δεύτερη όχι90. Πιθανότατα την Ελληνική τη γνώριζαν και οι Ιουδαίοι κα τα διάφορα ελληνορωμαϊκά έθνη. Αντίθετα, η Αραμαϊκή αποτελούσε τη μητρική γλώσσα των Ιουδαίων και των Σύρων. Γίνεται καταφανές, επομένως, ότι η Ελληνική ομιλούνταν και γραφόταν από μεγαλύτερη κλίμακα πληθυσμού σε σύγκριση με την Εβραϊκή.

      
Η ύπαρξη ελληνικών χειρογράφων στη θρησκευτική κοινότητα του Qumran δηλώνει έμμεσα ότι μερικά μέλη της γνώριζαν καλύτερα την Ελληνική παρά την Εβραϊκή91. Η εύρεση μάλιστα στο Marubba' at μιας ελληνικής επιστολής, η οποία χρονολογείται στα χρόνια της εξέγερσης του Βαρ-Κοχβά (132-135 μ.Χ.) επιτείνει τη σημασία αυτής της υπόθεσης. Σ' αυτή, λοιπόν, την επιστολή αναφέρεται η ακόλουθη φράση, στην οποία εδράζεται η διατύπωση των προαναφερθεισών επιστημονικών εικασιών: «εγράφη/δ[έ= Ελληνιστί δια/τ[ς ορ]μάν μη ευρη / θ[η]ναι Εβραεστί / γ[ρά]ψασθαι» (γραμμές 11-15)92. Ο Greg Horsley κρίνει ότι ο συντάκτης αυτής της επιστολής χρησιμοποίησε την Ελληνική και όχι την Αραμαϊκή, διότι, σύμφωνα με τα επιστημονικά πορίσματα των Meyers και Strange93, που προαναφέραμε, η Ελληνική επισκίαζε την Αραμαϊκή, αντανακλώντας παράλληλα τις διαφορές που υπήρχαν αναφορικά με το status («χαμηλό-υψηλό») μεταξύ των δύο αυτών γλωσσών, οι οποίες στάθηκαν ισάξιες και ισότιμες, αντιπαραβαλλόμενες μέσα στα ιστορικά πλαίσια της πολιτισμικής τους προσφοράς94».

71. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗ, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 988. JOSEPH A. FITZMYER, «The languages of Palestine in the first century A.D.», The Catholic Biblical Quarterly, Volyme XXXII (1970), Edition: The Catholic Biblical Association of America, Waschington, σ. 502.
72. G. DALMAN, Jesus-Jeshua. Studies in the Gospels, London 1929, ανατύπωση, New York 1971, σσ. 1-37.
73. Λουκ. 2, 41-52.
74. Ιω. 12, 20-23.
75. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ, Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. «Βιβλιοπρομηθευτική», Αθήνα 1990, σ.329.
76. S. LIEBERMAN, Greek in Jewish Palestine, Edition Second, New York 1965. Hellinism in Jewish Palestine, Edition Second, New York. 1962.
77. Η. BIRKELAND, The Language of Jesus, Oslo 1949.
78. GREG H. R. HORSLEY, Η Ελληνική της Καινής Διαθήκης, μετάφρ.-επιμ. Κυριακούλα Παπαδημητρίου, Τμήμα Εκδόσεων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2003, σ.34.
79. H. ROSEN, «Die Sprachsituation im romischem Palastina», στην έκδοση των G. NEUMANN-J. UNTERRMANN, Die Sprachen im romischen Reich der Kaiserzeit. Kolloguium... April 1974, Koln 1980, σσ. 223-226.
80. ΙΩΑΝΝΗ ΓΑΛΑΝΗ, Το ιστορικό πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993-1994, σσ. 82-83. ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, «Ρώμη και Ρωμαϊκός Πολιτισμός», Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος-Larousse-Britannica, τόμ. 52, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1992, σ. 378.
81. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σ.34.
82. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σ.36.
83. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σσ.36-37.
84. M. BLACK, An Aramaic Approach to the Gospels and Actes, Edition Third, Oxford 1967, σ. 15.
85. M. HEGEL, Judaism and Hellenism, ανατύπωση London 1981, σ. 104.
86. Μ. ΗΕGEL, ένθ' ανωτ., σ. 104.
87. Πράξ. 6,1: «Εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών».
88. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σ.37.
89. E. M. MEYERS-J. F. STRANGE, Archaeology, the Rabbis and Early Christianity, London 1981, σσ. 90-91.
90. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σ.38.
91. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σσ. 38-39.
92. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σ. 39.
93. E.M. MEYERS-J. F.STRANGE, ένθ' ανωτ., σσ. 90-91.
94. GREG H. R. HORSLEY, ένθ' ανωτ., σσ. 39-40.

* Γεωργίου  Τσιγιάννη,
«
Οι χρησιμοποιούμενες γλώσσες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στην Παλαιστίνη κατά τον Α' μ.Χ. αιώνα», Μέρος Β΄
Θεοδρομία, τεύχ. 4, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2007.

Saturday, June 26, 2010

Ελληνικό Σχολείο & Θρησκευτική Eλευθερία:
Το ιστορικό παραβίασής της συνεχίζεται /
The Greek School & Religious Freedom:
A history of an unfinished Violation




Απόφαση 77Α/2002

(αρ. πρωτ. 1143Α/25-6-02)
(αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια)

[ΤΕΥΧΟΣ 4/2002]

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την Δευτέρα 4 Μαρτίου 2002 και ώρα 10.00 π.μ. και την Δευτέρα 17 Ιουνίου 2002 και ώρα 12:00 μεσημβρινή στο κατάστημά της στην οδό Ομήρου 8, 6ος όροφος αποτελούμενη από τον κ. Κ. Δαφέρμο, Πρόεδρο, και τους κ.κ. Σ. Λύτρα, Ν. Αλιβιζάτο, Ε. Κιουντούζη, Α. Παπαχρίστου και Β. Παπαπετρόπουλο, μέλη, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Εισηγητής επί του θέματος είχε ορισθεί μετά από εντολή Προέδρου ο καθηγητής κ. Ν. Αλιβιζάτος, παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν και η κ. Κ. Καρβέλη ως γραμματέας. Κατά την πρώτη από τις ως άνω συνεδριάσεις (4/03/2002) παρίστατο και ο Περικλής Πάγκαλος, τακτικό μέλος της Αρχής, ο οποίος απεβίωσε στις 25/05/2002.

Με τις από .................... ........... και ............ αιτήσεις τους προς την Αρχή, οι ............ ............... και ........... αντιστοίχως έθεσαν αφ' ενός μεν το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος των μαθητών της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης στο απολυτήριο δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, και αφ' ετέρου, το ζήτημα του τρόπου απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών των μαθητών που οι γονείς τους δεν επιθυμούν να το παρακολουθήσουν, ούτε να εξετασθούν σε αυτό. Εκ μέρους του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, προς τον οποίο ο Πρόεδρος είχε αποστείλει σχετική πρόσκληση, προσήλθε κατά την συνεδρίαση της 4/03/2002 και απάντησε σε ερωτήσεις των μελών της Αρχής ο .............. δικηγόρος δ.ν., ειδικός σύμβουλοςς του Υπουργού. Ο κ. Ν. Αλιβιζάτος ανέπτυξε προφορικά και συμπλήρωσε την από 12/03/2001 εισήγησή του.

Η αρχή σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

1. Η ισχύουσα εκπαιδευτική νομοθεσία, έτσι όπως εφαρμόζεται από τις οικείες αρχές, προβλέπει την υποχρεωτική καταχώριση του θρησκεύματος στους απολυτήριους τίτλους που χορηγούν τα σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης (δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια βλ. άρθρο 10 § 2 π.δ. 104/1979 (Α΄ 23), άρθρο 6 περ. Α΄ π.δ. 201/1998 (Α΄ 161), απόφαση 43275/29-04-1977 του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 233.1/20/57615/22.5-5.6.1978 (Β΄ 515) του αυτού Υπουργού, και την εγκύκλιο Γ2/5821/31-10-2001 του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).
2. Εξάλλου, για την απαλλαγή των μαθητών τόσο από την διδασκαλία όσο και από την εξέταση στο μάθημα των θρησκευτικών, η ισχύουσα ερμηνευτική εγκύκλιος προβλέπει ότι οι γονείς, θα πρέπει να καταθέσουν κοινή δήλωση στο σχολείο, «από την οποία να προκύπτει ότι ο μαθητής είναι άθρησκος, ή ετερόδοξος, ή ετερόθρησκος» (ΥΠΕΠΘ-Γ2/8904/ 29-11-1995). Ειδικά για τους μαθητές - Μάρτυρες του Ιεχωβά, άλλη ερμηνευτική εγκύκλιος ορίζει ότι τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους ακολουθούν το εν λόγω δόγμα (ΥΠΕΠΘ - Γ1/1/2-1-1990).
3. Σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. α΄ και β΄ ν. 2472/1997 (Α΄ 50), το θρήσκευμα αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα ευαίσθητο. Ως εκ τούτου, η καταχώρισή του σε αρχείο και η εν γένει επεξεργασία του υπόκεινται στις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής. Ως νεότερος νόμος εξάλλου, ο οποίος εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη ρυθμίσεις του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου, ο ν. 2472/1997 επιβάλλει την σύμφωνη προς αυτό ερμηνεία και εφαρμογή των παλαιότερων ρυθμίσεων για την συλλογή και επεξεργασία στοιχείων, τα οποία εμπίπτουν πλέον στο προστατευτικό καθεστώς που ο νόμος καθιερώνει (απόφαση 510/17/15-05-200 της Αρχής, ΣτΕ (Ολομ.) 2879-2886/2001).
4. Το άρθρο 4 §1 ν. 2472/1997 εξαγγέλλει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει προς τούτο την συγκατάθεσή του είτε όχι. Σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, ο σκοπός της επεξεργασίας θα πρέπει να είναι νόμιμος και τα δεδομένα που συλλέγονται θα πρέπει να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει του σκοπού αυτού (άρθρο 4 §1 α΄ ν. 2472/1997). Εξάλλου, σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή της αναγκαιότητας, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, θα πρέπει τα δεδομένα να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται για τον σκοπό που επιδιώκεται (άρθρο 1 β΄ ν. 2472/1997).
5. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σχετικές ρυθμίσεις, το θρήσκευμα στα σχολεία καταχωρίζεται, μεταξύ άλλων, α) στους απολυτήριους τίτλους των μαθητών της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης, και β) στο αρχείο που περιλαμβάνει τις δηλώσεις των γονέων και κηδεμόνων των μαθητών οι οποίοι, με βάση την προαναφερθείσα δήλωση, απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών. Ειδικότερα:
α) Η αναγραφή του θρησκεύματος στους απολυτήριους τίτλους των μαθητών στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης προσβάλλει την αρχή της αναγκαιότητας. Διότι σκοπός της σχετικής επεξεργασίας είναι αποκλειστικά και μόνον η επίσημη βεβαίωση ότι ο κάτοχος του απολυτηρίου περάτωσε επιτυχώς τον αντίστοιχο εκπαιδευτικό κύκλο, επιτυγχάνοντας την σημειούμενη επίδοση (βαθμό) σε καθένα από τα μαθήματα του υποχρεωτικού προγράμματος διδασκαλίας. Ενόψει του σκοπού αυτού, η αναγραφή του θρησκεύματος του μαθητή σε ξεχωριστό πεδίο επί του τίτλου - αλλά και η καταχώρισή του στο αντίστοιχο αρχείο που τηρεί το σχολείο (αρχείο τίτλων) - υπερβαίνει τον σκοπό της επεξεργασίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι νόμιμη. Γιατί το θρήσκευμα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επίδοση του μαθητή, ούτε με την διαγωγή του, που και αυτή βεβαιώνεται στον τίτλο. Πολύ περισσότερο που, στον τίτλο του απολυτηρίου σημειώνεται ο βαθμός που πήρε ο μαθητής στο μάθημα των θρησκευτικών (εάν το παρακολούθησε και εξετάσθηκε σε αυτό) και που, ο απολυτήριος τίτλος χρησιμοποιείται από τον κάτοχό του ως τυπικό προσόν για ποικίλες χρήσεις εκτός σχολείου (π.χ. για συμμετοχή σε εξετάσεις και διαγωνισμούς, και για εξεύρεση εργασίας). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο - όπως άλλωστε και η μη συμπλήρωση του σχετικού πεδίου εάν υπάρχει - θα μπορούσε επιπλέον να εκθέσει τον κάτοχο του απολυτηρίου σε διακρίσεις με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ενδεχόμενο το οποίο, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, η έννομη τάξη καλείται πάση θυσία να αποτρέψει. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι ότι τόσο ως προαιρετική, όσο και πολύ περισσότερο ως υποχρεωτική, η αναγραφή του θρησκεύματος στους απολυτήριους τίτλους σπουδών δεν είναι νόμιμη, διότι αντιβαίνει προς την θεμελιώδη αρχή της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 4 § 1 β΄ ν. 2472/1997). Το σχετικό πεδίο (ένδειξη) θα πρέπει συνεπώς να διαγραφεί.
β) Το αυτό συμβαίνει και με την υποχρεωτική δήλωση του θρησκεύματος που προβλέπεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την απαλλαγή μαθητή από τα θρησκευτικά. Διότι τούτο, αφενός μεν θα αντέβαινε προς την αρνητική θρησκευτική ελευθερία τόσο των ενδιαφερόμενων μαθητών όσο και των γονέων και κηδεμόνων τους, αφετέρου θα προσέκρουσε προς το ειδικότερο δικαίωμα των γονέων «όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν [των παιδιών τους], συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις» (άρθρο 2 Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ). Πράγματι, όμως παγίως ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα του Στρασβούργου, το δικαίωμα αυτό αναφέρεται και στις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες, πέραν των αμιγώς θρησκευτικών, οι γονείς ενδεχομένως ακολουθούν και, βάσει των οποίων, επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, για να ζητήσουν την απαλλαγή των παιδιών τους από το μάθημα των θρησκευτικών.

Σημειώνεται εδώ:

1. Ότι με βάση την συλλογιστική αυτή η παρακολούθηση ή μη του μαθήματος των θρησκευτικών και η αναγραφή του σχετικού βαθμού στον τίτλο δεν υποδηλώνει απαραίτητα το θρήσκευμα του κατόχου, αφού και ο άθεος ή ο αλλόθρησκος που επιθυμεί, μπορεί να παρακολουθήσει το μάθημα των θρησκευτικών, αν δεν προβεί σε σχετική δήλωση και

2. Ότι η διοίκηση (ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευθυντής του σχολείου) δικαιούται να ελέγχει τη σοβαρότητα των σχετικών δηλώσεων.

Για τους λόγους αυτούς

Σύμφωνα με τα άρθρα 19 §1 γ΄ και 21 § 1 ν. 2472/1997,





Η αρχή

Απευθύνει σύσταση, προειδοποιεί και καλεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μέσα σε εύλογο χρόνο - και πάντως όχι περισσότερο απ' όσο είναι αναγκαίος για την τροποποίηση των σχετικών ρυθμίσεων και την προσαρμογή των σχετικών πρακτικών - να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης και, ειδικότερα:

1. Να μεριμνήσει για την άμεση τροποποίηση των σχετικών ρυθμίσεων και να λάβει και κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο προκειμένου να μην αναγράφεται, ούτε να επιτρέπεται η αναγραφή του θρησκεύματος στους απολυτήριους τίτλους σπουδών δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης.

2. Να εκδώσει κάθε αναγκαία οδηγία προς τις οικείες εκπαιδευτικές αρχές και τους διευθυντές των σχολείων ώστε, εφεξής, από τους γονείς ή κηδεμόνες που επιθυμούν τα παιδιά τους να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών να μην ζητείται να δηλώνουν, αν είναι άθρησκοι, ετερόδοξοι, αλλά να ασκούν το δικαίωμά τους αυτό, κατ' επίκληση των πεποιθήσεών τους και χωρίς να προβαίνουν σε καμία περαιτέρω διευκρίνιση.


* Πηγή: ΑΠΔΠΧ [DOC], tosyntagma.ant-sakkoulas.gr [HTML]

Thursday, June 24, 2010

The Greek Orthodox church & Anticlericalism /
Ελληνορθόδοξη εκκλησία & Αντικληρικαλισμός


Greece, history of: The role of the Orthodox church

The Orthodox church was the only institution to which the Greeks could look as a focus. Through the use of Greek in the liturgy and through its modest educational efforts, the church helped to a degree to keep alive a sense of Greek identity, but it could not prevent Turkish (which was written with Greek characters) from becoming the vernacular of a substantial proportion of the Greek population of Asia Minor and, indeed, of the Ottoman capital itself.
The Orthodox church, however, fell victim to the institutionalized corruption of the Ottoman system of government. The combining of civil with religious power in the hands of the ecumenical patriarchate and the upper reaches of the hierarchy prompted furious competition for high office. This was encouraged by the Ottomans, for it was soon the norm for a huge peshkesh, or bribe, to be paid to the grand vizier, the sultan's chief minister, on each occasion that a new patriarch was installed. Thus, despite the fact that, in theory, a patriarch was elected for life, there was a high turnover in office. Some even held the office more than once. Grigorios was executed by the Ottomans in 1821 during his third patriarchate, while during the second half of the 17th century Dionysius IV Mouselimis was elected patriarch no fewer than five times. It was this kind of behaviour that prompted an 18th-century Armenian chronicler to taunt the Greeks that they changed their patriarch more frequently than they changed their shirt.

Bribes had to be paid to secure office at all levels, and these could be recouped only through the imposts placed on the Orthodox faithful as a whole. The clergy's reputation for rapacity led to the growth of anticlericalism at a popular level and, in particular, among the small nationalist intelligentsia that emerged in the course of the 18th century. The anonymous author of that fiery nationalist polemic the “Ellinikhi Nomarkhia” (“Hellenic Nomarchy”; 1806) was a bitter critic of the sloth and self-indulgence of the higher clergy, while Adamántios Koraïs (1748–1833), the intellectual mentor of the national revival, though careful to steer between what he termed the Scylla of superstition and the Charybdis of atheism, was highly censorious of the obscurantism of the clergy. What particularly incensed Koraïs and his ilk was the willingness with which the Orthodox hierarchy identified its interests with those of the Ottoman authorities. However, the views of men such as Anthimos, the patriarch of Jerusalem, who argued in 1798 that the Ottoman Empire was part of the divine dispensation granted by God to protect Orthodoxy from the taint of Roman Catholicism and of Western secularism and irreligion, were by no means unusual.


* "Greece, history of",
Encyclopædia Britannica 2010 (Encyclopaedia Britannica Ultimate Reference Suite).

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άνθιμος: Η Διδασκαλία Πατρική &
Αδαμάντιος Κοραής: Η Αδελφική Διδασκαλία /
Patriarch of Jerusalem Anthimos: The Paternal Teaching &
Adamantios Korais: The Brotherly Teaching





THE PATERNAL TEACHING
To my readers: Anthimos, by the Grace of God, Patriarch
of the Holy City of Jerusalem and all Palestine.

Three reasons moved me, my brethren in the faith and children of the Church of Christ, to print the present teaching for the benefit of the Christian brethren reading it.

A. The command of our Lord, who enjoins that each person who has received a gift from God make use of it for the benefit of his brethren, in order that he who hides his talent be not condemned as a deceitful slave.

B. Since I found myself, through divine dispensation and mercy, servant and protector of the most Holy Apostolic and Patriarchal throne of Jerusalem, a throne which is helped and shown consideration by all the Christians of the world in its bodily and essential needs, my conscience did not permit me to remain silent, but impelled me to benefit all my fellow Christian brethren spiritually, as they willingly help materially; just as the Christian faith from the beginning was proclaimed from Jerusalem to all the world as it is written 'from Sion stems the law, and the word of God from Jerusalem'.

C. Since I have arrived at such an age where I await the hour of death at every moment, I take the opportunity, in order to leave as a command and exhortation to the faithful and orthodox people, to declare with brevity to the hearts of all, the correct beliefs of our faith and the deceit and delusion of the devil, who, from generation to generation, continually struggles to dupe, if possible, even the chosen, to topple them from the true faith and to trip them up with snares and delusions; as well as in the present age, the fiend tries us with newly appearing types of constitution and government, allegedly more desirable and more beneficial, which transgress the true precepts of God and the Christian evangelical life, which is restricted and set about with commandments and laws, both civil and ecclesiastical, which guide the faithful to pass the short time of the present life, with patience in sorrow, and hope, not in the present, but in the future life.

For this reason, we urge all, with a fatherly prayer, to receive zealously these few admonitions, and to sweep away every obstacle, visible and invisible, that you meet with in the examination of the injunctions of God, so as not to be tripped up and fall into an abyss of evil and perdition, that you be not deprived of that eternal blessedness, which, in the patience of our souls, may we all achieve according to our Lord's promise: 'See therefore, brethren, do not be deceived for many shall come in the last days, neither knowing what they say, nor whereof they confidently affirm, to the deception of simple souls'. And take care.

Of the trials of God towards the faithful and the chosen
From among the creatures of God who possess reason and freedom of the will only the devil and man have apostasized against God, and for this they have been condemned according to the incomprehensible and inscrutable justice of God. And the devil has been condemned for eternity to the underworld, because he sinned with pride and arrogance against the divine dignity of God and wished to set his own throne above the heavens and, imagining himself on high, was condemned to the underworld.

Man, however, was not condemned for eternity, because he was deceived by that very devil into imagining himself the equal of God, but was only ejected from the blessed life of paradise for a time, assigned in the present life to eat his bread with sweat, to meet with thorns and thistles, sorrows, misfortunes, tyrannies, sufferings, tears, sickness, persecutions, calumnies, and all such bitter and painful things. All these, however, are transitory.

Since God in his unfathomable compassion, decided that man should die and by being dissolved into the elements from which he was composed, according to the decision of God, to be able in time again to reach paradise, and when he had been tested in the present life and tried with temptations, as gold is tested in the crucible, to be considered worthy again of that blessed life, and to take pleasure eternally in the splendour of heavenly rewards with joy and eternal delight.

For this reason, those men and women who have had, from the time of Adam until the present, this just decision of God rooted in their souls and have known the reason for their exile from paradise, have praised God. And for all that they were exiled, they who had experienced bitterness and sufferings, they have given thanks and have run through fire and water, patiently enduring the sorrows of the present life and hoping to be restored to the future and blessed life of paradise.

Since, however, this falling Lucifer, the devil, was envious of such great love of mankind on the part of God and, being by nature after his fall full of wickedness, he became a hater of men and he never again ceased inciting man, now towards one delusion, now towards another unseemliness.

Because of this, at diverse times God has sent inspired and righteous prophets, to guide mankind and to teach them and to counsel them to endure with thanksgiving the sorrows of the present life, so as to be worthy of the inexpressible joys of that future life. This compassionate creator, seeing mankind tyrannized over in this way by the devil, in order to hasten and make more easy their salvation, deigned to send his only begotten Son, who, bending back the heavens, came down to earth and gave mankind a new form, causing it to be born again through water and the spirit, and giving himself as the type and model for salvation to all, he ascended from whence he never at all departed, having accomplished the mystery beyond reason of his incarnation.

Who, Christian brethren, could not admire such condescension on our behalf by God? Who cannot take as an example in the present life this same God, seeing him hunger and thirst, in tribulation, in distress, in persecution? This truly is in the present existence the life of the true Christian, if he wishes to be worthy of the heavenly kingdom.

But the devil, who ever stalks about as a roaring lion, who from the beginning led astray our first parents, and never ceases to sow tares, has made it his aim again to sever the faithful from divine love, and in every way to place difficulties and obstacles in the way of their salvation. And, indeed, in the beginning he raised up persecutors, to chastise with various punishments the Apostles, the Christians, and with persecutions, with bitter deaths, with seizures of their possessions and with exile. But the one who ensnares the wise in his trickery constituted all these things a means of great salvation; he actually strengthened the Christians to suffer these tribulations, and to confess before their persecutors the avowal of their faith, bringing shame on them and the evil devil who prompted them. And truly nothing of human things, wealth, glory, honour, property or possessions, and almost life itself did they prefer to their faith in Christ.

Secondly, when the evil one came to realise that, as a result of his torments and chastisements, not only did he not gain his ends but he caused many thousands of the faithful to be martyrs, he undertook another course of villainy. He sowed the tares of heresies in a treacherous and underhand way, in order to cause the faithful Christians to break with their faith while yet appearing faithful to Christ, becoming the devil's own special followers, they removing themselves from Christ.

And there are diverse heresies that have appeared from time to time, now against the only son, like that of the Arians, now against the Holy Spirit, like that of the Macedonians, now against the Incarnation, such as that of the Nestorians, Monophysites, Monothelites, Iconoclasts, and innumerable others. Because of these heresies diverse ecumenical and local synods took place, and, having censured these heresies, anathematized these turbulent beliefs, and made clear to the faithful the beliefs against God of the heretics, and strengthened the Christians in the spotless faith; they shamed the fiendish devil and his vessels, the heretics, and thus the holy fathers did not allow the worthy to come to grief, except those who of their own set purpose showed themselves worthy of perdition.

Thirdly, the devil raised from the West another newer heresy for the ruin of the pious, I meant he Latin heresy, different in name but similar to the foregoing heresies and leading to destruction. And with this he led astray all the West. This heresy gave birth afterwards to offshoots and different sects: Lutherans, Calvinists, Luthero-Calvinists, Εvangelicals and others without number; this heresy engendered its own destruction, so that it might become clear that it was rotten and unstable, as born of an unsound mind.

However, beloved Christians, here again we should see and admire the boundless love of God towards us. See how clearly our Lord, boundless in mercy and all-wise, has undertaken to guard once more the unsullied Holy and Orthodox faith of us, the pious, and to save all mankind. He raised out of nothing this powerful empire of the Ottomans, in the place of our Roman [Byzantine] Empire which had begun, in a certain way, to cause to deviate from the beliefs of the Orthodox faith, and He raised up the empire of the Ottomans higher than any other kingdom so as to show without doubt that it came about by divine will, and not by the power of man, and to assure all the faithful that in this way He deigned to bring about a great mystery, namely salvation to his chosen people.

The all-mighty Lord, then, has placed over us this high kingdom, 'for there is no power but of God', so as to be to the people of the West a bridle, to us the people of the East a means of salvation. For this reason he puts into the heart of the Sultan of these Ottomans an inclination to keep free the religious beliefs of our Orthodox faith and, as a work of supererogation, to protect them, even to the point of occasionally chastising Christians who deviate from their faith, that they have always before their eyes the fear of God.

The Church of Christ has all the freedom that it has under Orthodox sovereigns of the same faith in the building of churches, as from generation to generation many splendid churches in different provinces and places have been built with the permission of the mighty Empire. And this imperial approval existed from the beginning, and continues up to the present. And let no one think that, because the building of many churches is sometimes hindered, freedom of Christian worship is thereby curtailed. For shame! This is the superstition of some, to consider the building of churches a great benefit.

The faith of Christ has achieved all its growth and perfection not with dignified and lavish temples, but with churches wretched and few in number. For God is not found 'in temples made with hands; neither is he sewed by men's hands'. Elsewhere 'You are the Church of God', says the Apostle. And certainly it is according to divine command that the building of churches magnificent beyond necessity is forbidden, 'for our citizenship is in heaven' and 'we have not here an abiding city, we seek after the city which is to come' according to the Holy Apostle Paul.

The arch-apostate, the devil, understanding then these trials of God, that He changes these trials for the faithful people from generation to generation, as a means of their salvation and to enable them to enjoy eternal and inexpressible blessedness, seeks to lead astray and once more to lead to destruction the abandoned chosen faithful. For this he has devised in the present century another artifice and pre-eminent deception, namely the much vaunted system of liberty, which perhaps on the surface appears to be good, so as to deceive if possible the chosen people. It is, however, a trap of the devil and a destructive poison, to drive the people headlong into corruption and confusion.

And since the evil one is wounded in the heart, seeing the soul-destroying treacheries which he had contrived from time to time trampled underfoot, and seeing that this our Orthodox faith flourishes in this powerful empire, in his envy and shame he has summoned, in desperation, all the spirits of evil to help devise this new and ingenious trap, so that in the end even good Christians may finally fall into it and lose their heavenly kingdom and be eternally tortured with him.

Brothers, do not be led astray from the path of salvation; but as you have always with bravery and steadfastness trampled underfoot the wiles of the devil, so now also close your ears and give no hearing to these newly-appearing hopes of liberty 'for now is salvation nearer to us'. And be very certain that their boastings and teachings, as we have been able to understand them, and from what we know in practice of the nations which have received them, that they are not only the direct contradiction of the written word of the Scriptures and the Holy Apostles, which enjoins us to subject ourselves to the superior powers, not only to those that are just but also to those that are perverse, that we may have tribulation in this world, and keep our minds pure for the Lord; they are, I say, not only the contradiction of Holy Writ, but they do not bring about any transitory good in the present life, as they guilefully promise, in order to lead you astray and to strip you of all riches in heaven and earth.

Where is the glorious and most attractive sight of the envy of all, beautiful Italy? Where now the inexhaustible treasure of the very ancient and serene republic of the Venetians? Everywhere this illusory system of the diabolical one has led to poverty, murder, damage, rapine, complete ungodliness, spiritual destruction and vain repentance.

The teachings of these new libertines, Christian brethren, are deceitful. And beware: guard steadfastly your ancestral faith and, as followers of Jesus Christ, resolutely give your obedience to the civil government, which grants you that which alone is necessary to the present life, and what is more valuable than anything, does not present any obstacle or damage to your spiritual salvation. 'For what is a man profited, if he gain the whole world, and lose or forfeit his own self?'

These newly-appeared teachings, being hostile to the Holy Scriptures and to the Apostolic teaching, even if they were to enable you to obtain all the wealth of the world they should still be hated as a device of the fiendish devil, ever alert for the spiritual destruction of Christians. How much more so when these promises are false and fraudulent, and the consequences are not wealth and blessings but poverty, misfortune and disorder, and what is aimed at by this freedom is a hated oligarchy and tyranny, as experience has shown.

But let us analyse more scientifically the very name of this 'liberty', to see if it can be reconciled with any civil government in which abides order, morality, and safety for its citizens. Let us pass over, for the sake of brevity, monarchical and aristocratic government, as in these (as all admit) such liberty is not granted, and let us examine if, in truth, liberty is granted in a well-administered democratic form of government. When we say 'government' we must mean a group of men, by nature of different constitutions, who inhabit one and the same state, that is the strong and the weak, the healthy and the sick, the wise and the ignorant. Can freedom, then, exist among them?

True freedom is, A, that disposition of the rational soul which, by the grace of God, leads man to the good without, however, compelling him. Such liberty is called 'freedom of the will'. B, it is freedom for man to be able, unhindered, to put into practice the appetites of his desires, which is insubordination. C, it is called freedom for someone to live according to divine and human laws, that is to live free of every reproach of conscience and free of civil discipline.

In such a democracy, when we look on men of different dispositions, possessed of free will and insubordinate, how can such a government be formed? The powerful will dominate the weak, the healthy the sick, and the wise will deceive the ignorant. What order can then remain in such a government, and what morality, when the passions rule? What safety is there for the citizens, when rapine prevails?

The only praiseworthy liberty is the third noted above. This has no place in the system of the new freedom lovers. For how can they live without the reproach of conscience, those who themselves, having been led astray and having been reduced to a wretched condition, are already trying to deceive and to ruin others?

How can they live without any civil discipline, those who despise unsullied marriage, and harm the whole state? How can they live without the reproach of conscience, those of them who, won over by gain, can lightly cheat the civil law; when the fear of God and the threat of eternal punishment is not a bridle against wrong-doing?

You should understand, brethren, that true freedom cannot exist in a good government without faith in God. And for this reason, the Holy Apostles, the immovable pillars of the godliness of our faith, who were enlightened by God, thus preached to the world, thus they and their successors behaved. These same things the Church of Christ received from them and guarded steadfastly.

And when we see with such clarity that this new system of liberty is none other than a confusion and overturning of good government, a path leading to destruction or, simply speaking, a new ambush of the evil devil to lead astray the abandoned Orthodox Christians, are we not going to be judged worthy of all condemnation if we give the slightest hearing to these sly and deceptive teachings? Are we not going to be justly punished afterwards if, knowing most clearly the truth, we follow the guides of the false one against the commandments of God?

No, Christians! Let us have steadfastness and prudence, let us not lose the unfading crowns of eternal blessedness for a false and non-existent liberty in this present life. Let us not deprive ourselves of the inexpressible rewards. Let us not listen at all, in order to bring shame without consolation to the devil, and to enjoy those good things which God has prepared from time immemorial for those who love him.

Strengthen yourselves then, brethren, in the Lord and in the greatness of his strength, take on the panoply of God so that you can resist the machinations of the devil.

Above all take on the emblem of faith, the helmet of salvation and the sword of the spirit, that is the command of God, that you rout every onslaught of the evil one, to be judged worthy of the heavenly kingdom, which may we all succeed in gaining through the love and charity of our Lord Jesus Christ, to whom be the glory, the honour, and the adoration for ever. Amen.

Political Verses

Let everyone remain in that state to which he has been called,
Let him not gainsay the kingdom to which he is subject.
It is acknowledged by those who discern
Things with the logic of the mind and judge,
How inevitable, and how necessary is

Precise reflection in all the things that have to be done.
Right reason demands that everyone should recognize
One power and one head which has authority over him.
In this way the universe is formed, continues and is governed
From its first creation, and in this way it is preserved.
All creation acknowledges one leader and creator,
In heaven, and on earth, and the whole of nature
Obediently offers itself and bows its head,
To one divine kingdom, set above all.
From which, in imitation of the first monarchy,
Which governs all things with divine solicitude,
From its first beginning the world has been subjected
To one first leader, and thus it has been conserved.
Each nation received its own authority,
And yielded to it with ultimate obedience;
To avoid the many wretched consequences
Of anarchy, or government by the many.
And this the law of nature teaches,
With very many examples it makes it abundantly clear.
Sailors subject themselves to a captain,
And all the dwellers in a house to one master of the house,
And if obedience is lacking, both in house and ship,
Then in the end destruction is certainly expected.
And even the illogical animals are led by nature itself,
Without being led they do not move.
With a leader bees govern their lives,
And flocks follow the leading ram,
Such an order is apparent in the things that move,
The relation between the leader and the led.
How much then thinking creatures are obliged
To live with obedience and discipline to the sovereign.
He is, after God, their ruler,
The controller of their possessions, and guardian of their lives.
Both divine and human laws sternly command,
Summon great and small to faith and obedience.
Above all, say the Scriptures, we should praise
Our sovereigns always and for ever,
And again that we should obey the sovereign powers,
As having authority by divine command.
And whoever resists such authority,
Clearly opposes the divine command.
And once again, because the heart of the sovereign is in the hand of God,
And even with one nod of the head the sovereign acts, and not otherwise.
Render unto Caesar that which is Caesar's, it proclaims
And to God that which is God's, it enjoins without fail,
Honour to Him that deserves honour, that which is due to Him that merits it,
And let every member render fear to him.
Hear then, beloved, as an article of our faith,
We should fulfil our proper obligation.
And all fellow-countrymen, since from our beginning,
We never lacked submission,
Let us intensify our faith from the heart.
With absolute obedience and with eagerness,
For we are indebted for all the mercies,
Which we enjoy, both old and young,
Not only to offer everything we possess
But also to despise every anarchy.
This is the will of God, this is salvation,
Certainly, this is the true salvation.
And whoever will think otherwise is despairing,
And clearly abandoned by God.
Settlers, all temporarily sojourning in this life,
For this reason, not even do we have a lasting dwelling,
But we warmly seek the future city.
If we have patience so as to become worthy of it
Let us preserve these things, let us fear God.
And let us submit ourselves faithfully to our sovereign,
Not acting according to foreign examples at all,
Knowing full well that all these are but a deception,
All those doing this, steadfastly standing firm
We shall receive both, we shall live certainly
This temporary life and the life eternal,
As it is meet for those who hope for the heavenly kingdom.

* Richard Clogg,
«The 'Dhidhaskalia Patriki' (1798): An Orthodox Reaction to French Revolutionary Propaganda»,
Middle Eastern Studies, Vol./Τόμ. 5, No./Αρ. 2 (May/Μάιος, 1969), Taylor & Francis, Ltd,
 p./σ. 104

[English/Αγγλικά PDF]







* Αδαμάντιος Κοραής / Adamantios Korais,
Αδελφική διδασκαλία προς τους ευρισκόμενους κατά πάσαν την οθωμανικήν επικράτειαν γραικούς: εις αντίρρησιν κατά της ψευδονύμως εν ονόματι του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων εκδοθείσης εν Κωνσταντινουπόλει Πατρικής διδασκαλίας (1798) #

[Adhelfiki Dhidhaskalia, or Brotherly Teaching addressed to the Greeks throughout the Ottoman dominions. In answer to the Paternal Teaching published pseudonymously in Constantinople in the name of His Beatitude the Patriarch of Jerusalem]

Περιλαμβάνεται σε αυτήν και η Διδασκαλία Πατρική του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου.

[Greek/Ελληνικά PDF]

Ο Πατριάρχης ΚΠολης Κύριλλος Λούκαρις, η μετάφραση της Αγίας Γραφής & η δολοφονία του /
Patriarch Cyril of Constantinople, the translation of the Bible & his murder


«Ο Λούκαρις, στο μεταξύ, έχοντας επίγνωση, όπως και ο Λούθηρος, της επιτακτικής ανάγκης να πάρουν οι πιστοί στα χέρια τους τα Ευαγγέλια γραμμένα σε μια γλώσσα που να μπορούν να την κατανοήσουν, παράγγειλε την απόδοση της Καινής Διαθήκης εις «απλήν διάλεκτον». Το εγχείρημα ανέθεσε στον Μάξιμο Καλλιπολίτη και το έργο τυπώθηκε σε δυο μνημειώδεις τόμους στη Γενεύη, με έξοδα των Ολλανδών. Όταν δοκίμασε να εγκαταστήσει ένα τυπογραφείο στο Πατριαρχείο, όργανο απαραίτητο για τη διάδοση του ορθοδόξου δόγματος, αλλά και όπλο επικίνδυνο σε μια στιγμή που ο πόλεμος ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις διεξαγόταν και στο μέτωπο των δημοσιευμάτων, οι εχθροί του τον κατάγγειλαν στις οθωμανικές αρχές. Το 1638 ο Λούκαρις συνελήφθη και στραγγαλίστηκε. Στη δολοπλοκία δεν ήταν αμέτοχες ούτε οι ξένες δυνάμεις αλλά ούτε και  οι ορθόδοξοι κύκλοι που δεν ήθελαν την αλλαγή. Λίγα πράγματα έχουν σωθεί από τους λίβελλους που έγραψε ο Λούκαρις στη δημοτική κατά των λατίνων και των ιησσυιτών. Η γλώσσα του και το ύφος του είναι ρωμαλέα, αλλά σε αυτό δεν καινοτομεί αφού η κοινή έχει πια υπερισχύσει στην επικοινωνία των ιερέων με τους πιστούς».






* Μario Vitti,
Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
εκδ. Οδυσσέας, 1992,
p./σ. 71.

Η Αγία Γραφή στην Καραμανλίδικη Τουρκική
& η απόδοση του Τετραγράμματου /
Karamanli Turkish Holy Bible
& the Tetragrammaton rendering



The Holy Bible in Karamanli Turkish language.
Η Αγία Γραφή στην Καραμανλίδικη Τουρκική γλώσσα.




Genesis 15:6-9 / Γένεσις 15:6-9

(1869, Σταμπολτά [Κωνσταντινούπολη])





 Genesis 15:6-9 / Γένεσις 15:6-9

* Κιτάπη Μουκαττές γιάχοτ Αχτη Ατίκ ιλέ Αχτη Τζετίτ γιάνι Παλαιά βε Νέα Διαθήκη.
Ιστανπολτά: Α.Χ. Πογιατζιάν ματπαασηντά ταπ ολουνμούστουρ, 1884.
(Ιερά Βίβλος στα καραμανλίδικα. Δαπάνη της Ιερογραφικής Εταιρίας
προς διάδοσιν του Θείου Λόγου εις τε την Βρεττανίαν και τα άλλα έθνη)



Wednesday, June 23, 2010

Η ηθική του Πολέμου: Ένα ελληνικό παράδειγμα /
War ethics: A Greek case






«Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνου απ’ το χαμηλό λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξη και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευχές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο καλό που θα μπορούσα να του κάνω ήταν να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Είχαμε κάτι θαυμάσια μάνλιχερ τότες, ολοκαίνουργα, λαφριά κι ευθύβολα, που βαρούσες πεντάρα με δαύτα. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολάσπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Θαρρείς πως ένιωσε την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπά σαν κάτι στερεό πάνου στο κούτελο του.

Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμμένος στη λάσπη. Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλισε απ’ το κούτελο του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο, και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.

Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις ανοίχτηκε το τζαμί για νάβγουνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. [...]

Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά μες από ένα σοκάκι χύμηξαν, ένα ξεφρενιασμένο πλήθος, τα μωρά και οι γυναίκες που είχανε κλεισμένες μες το τζαμί και τις ξαπολύκανε. Ούρλιαξαν και τρέχανε προς τα πτώματα. Ήτανε χωρίς γιασμάκ, ξεστηθωμένες σαν άγριες μαινάδες. Τα μάτια τους ήτανε τεράστια ανοιγμένα απ’ την τρομάρα και τα μαλλιά τους πετούσανε πίσω σα μαύρα ζωντανεμένα σερπετά. Τρέχανε προς το λόφο, μες απ’ το γλιστερό καλντερίμι του χωριού, για να ψάξουνε μες τα στρωμένα κουφάρια να γνωρίσουνε τους δικούς τους.

Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σα μαράζι. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου».


Οι γραμμές που μόλις διαβάσατε δημοσιεύθηκαν πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, στη συλλογή «Διηγήματα» του Στρατή Μυριβήλη. Περιέγραφαν το κάψιμο ενός τουρκικού χωριού της Πτολεμαΐδας -που τότε λεγόταν ακόμη Καϊλάρια- και τη μαζική εκτέλεση των αρρένων κατοίκων του από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, τον Νοέμβριο του 1912. Αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης. 1912-1922», Εκδόσεις βιβλιόραμα.


* «Πόλεμος και εθνοκάθαση»,
ανάρτηση από τον χρήστη aformi στις 13 Ιανουαρίου 2010,
στο ιστολόγιο με αφορμή... ένα συμβάν, ένα έργο τέχνης, ένα κείμενο.

Ο Φανατισμός & η καταγραφή της Ιστορίας /
Fanatism & the History recording


O όχλος εν δράσει...


Το καλοκαίρι του 1955, διάφορα διαδοχικά επεισόδια ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κοινότητα της Κύπρου δηλητηριάζουν τις σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας. Η κατάσταση φτάνει σε παροξυσμό στις αρχές του Σεπτεμβρίου, όταν διαδίδεται η φήμη ότι εξερράγη βόμβα στο πατρικό σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 6/7ης Σεπτεμβρίου, ένα ανεξέλεγκτο πλήθος κατευθύνεται, με την ανοχή των αρχών, προς το Μπέιογλου (Πέρα), όπου τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα είναι ρωμαίικα. Την επόμενη το πρωί, οι Πολίτες άναυδοι ανακαλύπτουν ένα τοπίο καταστροφής: όλες οι βιτρίνες της Μεγάλης Οδού του Πέρα είναι κατεβασμένες, το οδόστρωμα και τα πεζοδρόμια καλυμμένα με υφάσματα, σχισμένα ρούχα, σπασμένα γυαλιά. Ο απολογισμός είναι δραματικός:

1.004 σπίτια,
4.348 εμπορικά καταστήματα,
27 φαρμακεία,
21 εργοστάσια,
110 εστιατόρια,
αρκετά ξενοδοχεία και καφενεία,
73 εκκλησίες
και 26 σχολεία έχουν είτε καταστραφεί ολοσχερώς είτε υποστεί σοβαρές ζημιές.


Χάρτης της Κωνσταντινούπολης (Istanbul)


Είναι η πρώτη φορά που η ρωμηοσύνη εισπράττει κατ’ αποκλειστικότητα τη λαϊκή οργή. Όμηροι και υπόλογοι για τις ταραχές στην Κύπρο, θύματα αντιποίνων που θεωρούν άδικα, οι Ρωμηοί πιστεύουν ομόφωνα ότι τα γεγονότα όχι μόνο δεν ήταν αυθόρμητα αλλά κι ότι είχαν προγραμματιστεί με σύστημα. Τεκμήριο της ακλόνητης αυτής βεβαιότητας, η παντελής έλλειψη σωματικής βίας σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Οι αυτουργοί των βανδαλισμών ήλεγχαν απόλυτα τις πράξεις τους και δε δρούσαν υπό το καθεστώς της ταραχής [1].

***

H εβραϊκή συνοικία της Κέρκυρας


Στις 2 Απριλίου 1891, στην πόλη της Κέρκυρας, βρέθηκε το πτώμα ενός 11χρονου κοριτσιού. Το πτώμα ήταν άγρια κακοποιημένο, στραγγισμένο από το αίμα του, κλεισμένο μέσα σε σάκο μαζί με πίτουρα και χορτάρια.

Οι βασανιστές και σφαγείς του το είχαν αποθέσει στην εβραϊκή συνοικία της πόλης, κοντά στη Συναγωγή. Το κορίτσι, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, ονομαζόταν Ρουμπίνα και ήταν κόρη του εβραίου ράφτη Βήτα Σάρδη [2].

Ο εισαγγελέας εφετών Μπένσης, που ανέλαβε τη διαλεύκανση της υπόθεσης, έστρεψε όλη του την δραστηριότητα προς την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Κατέσχεσε τα βιβλία της Συναγωγής, ανέκρινε Εβραίους και πολύ σύντομα διέταξε τη σύλληψη υπόπτων, ξεκινώντας μάλιστα από τους γονείς του δολοφονηθέντος κοριτσιού.

Αυτές οι κινήσεις των επίσημων αρχών έπεισαν και τους πλέον διστακτικούς ότι κάτι το πολύ σκοτεινό βρισκόταν πίσω από τον φρικτό θάνατο, κάτι που εκπορευόταν από το εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας. Το έναυσμα για την εκδήλωση αντισημιτικών ταραχών δόθηκε έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις διαβεβαιώσεις του αρχιραβίνου της Κέρκυρας, αλλά και του νομάρχη, πλήθος ιστορίες κυκλοφόρησαν στην πόλη. Στην τελική τους εκδοχή, το κορίτσι παρουσιαζόταν ως χριστιανή κόρη την οποία ο δήθεν πατέρας της έκλεψε ή αγόρασε, ίσως στα Γιάννενα, ώστε να τη διαθέσει στις εβραϊκές ανθρωποθυσίες.

Πλήθη Κερκυραίων συγκεντρώθηκαν πάραυτα, σε κατάσταση υστερίας.

Αλίμονο στους Εβραίους που δεν πρόλαβαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Λιθοβολισμοί, κακοποιήσεις, πυρπολήσεις, καταστροφές και λεηλασίες καταστημάτων, επιθέσεις κατά οικιών.

Τίποτε επίσημο και συγκεκριμένο όμως δεν μπορούσε να μαθευτεί. Οι αρχές επέβαλαν συσκότιση στις περί τα γεγονότα ειδήσεις και απαγόρευσαν την αποστολή τηλεγραφημάτων [3].

Στρατιωτικές δυνάμεις απέκλεισαν την Εβραϊκή συνοικία για περισσότερο από έναν μήνα, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικά, ώστε λιμός έπληξε τους αποκλεισμένους.

Τα γεγονότα εξαπλώθηκαν και στα άλλα νησιά των Ιονίων. Στην Λευκάδα, οι αρχές έκλεισαν τον εβραϊκό πληθυσμό στο Φρούριο, κάτω από άθλιες συνθήκες, για να τον προστατεύσουν.

Στη Ζάκυνθο τα γεγονότα πήραν αγριότερες διαστάσεις καθώς ευθύς εξαρχής χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα [4].

Τα γεγονότα είχαν στο μεταξύ προκαλέσει διεθνή συγκίνηση και, εκτός από τη δυσαρέσκεια της αυτοκράτειρας της Αυστρίας και τη φιλεύσπλαχνη άφιξη στο νησί της πρώην αυτοκράτειρας της Γαλλίας, Ευγενίας, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει τη διεθνή επέμβαση, διπλωματική ακόμα και στρατιωτική. Πολεμικά σκάφη της Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας κατέπλευσαν στην Κέρκυρα ενώ εξετάστηκε πολύ σοβαρά η απόβαση αγημάτων [5].


Γκραβούρα της Κέρκυρας

***

Τα δύο παραπάνω γεγονότα (δύο από τα αναρίθμητα στην ιστορία της ανθρωπότητας) αποτελούν τον ορισμό του πογκρόμ [6].

Η συνταγή γνωστή: επιστρατεύονται οι φοβικές και μισαλλόδοξες ψυχώσεις του όχλου, εφευρίσκεται/κατασκευάζεται η αφορμή (η φήμη περί έκρηξης βόμβας στο σπίτι του Κεμάλ και αντίστοιχα η φήμη περί της κλοπής του κοριτσιού ώστε να χρησιμοποιηθεί ως θύμα σε εβραϊκή ανθρωποθυσία), οργανώνεται η συνάθροιση του μαινόμενου πλήθους, ένας πύρινος λόγος από κάποιον ταγό, ένα σύνθημα, ένα νεύμα, δάδες και όπλα στα χέρια, ουρλιαχτά , και τα αποτελέσματα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου. H νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου δεν τελειώνει ποτέ…

Η διαφορά στα δύο στιγμιότυπα είναι ότι τα Σεπτεμβριανά καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο και σπουδαιότητα στην επίσημη ελληνική ιστοριογραφία, ενώ τα γεγονότα των Επτανήσων του 1891 είναι «κάτω από το χαλί». Κάποιοι νομίζουν ότι η εμφύσηση στους πολίτες μιας αγνής και αμόλυντης εικόνας για την χώρα τους βοηθά στην αυτογνωσία και στην ορθή συμπεριφορά των πολιτών…

Φυσικά ούτε οι Τούρκοι διδάσκουν τα «Σεπτεμβριανά» στα σχολεία τους- ή τα διδάσκουν όπως τους βολεύει, και το Ισραήλ κρύβει -ή όταν δεν μπορεί, δικαιολογεί τα καθημερινά του εγκλήματα εναντίον των Παλαιστινίων…

Οι θύτες και τα θύματα εναλλάσσονται σε αυτό το μακάβριο παιχνίδι της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού και της απανθρωπιάς, ακόμη και σήμερα, σε πολλές γωνιές του κόσμου.

Στη χώρα μας-ευτυχώς, με την εξαίρεση κάποιων περιθωριακών κοινωνικών ομάδων (χρυσαυγίτες, αναρχικοί, χούλιγκανς) αυτές οι πρακτικές είναι απορριπτέες από όλη την κοινωνία.

Ποιο είναι το καύσιμο που μπαίνει στη μηχανή του όχλου;

Τι είναι αυτό που μετατρέπει έναν πολίτη σε μέλος μιας αγέλης που επιτίθεται;

Ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και το μίσος για τον «Άλλον».

Το μίσος που διδάσκεται από την οικογένεια, από το σχολείο, από τους παπάδες, και έτσι ο μέσος πολίτης των Βαλκανίων –και όχι μόνο- μαθαίνει να μισεί, μαθαίνει στα προβλήματά του να βρίσκει ενόχους και όχι λύσεις.

Οι πολιτικές ιδεολογίες στις ακραίες τους μορφές και η θρησκοληψία είναι οι μέντορες του φανατισμένου ανθρώπου.


Ο φανατισμένος άνθρωπος δεν δίνει το δικαίωμα στην ύπαρξη της άλλης γνώμης. Όταν υπάρξει άλλη γνώμη, τότε οι απαντήσεις είναι «έτοιμες».

Γράφει ο Θανάσης Τριαρίδης:
«Όποτε κάνω κριτική στις θρησκείες ή στην εκκλησία, γίνομαι «Αντίχριστος», όποτε μιλάω για τα εγκλήματα των Ελλήνων γίνομαι «ανθέλληνας», όποτε κάνω λόγο για τα εγκλήματα του κομμουνισμού μεταβάλλομαι σε «φασίστα» [7].

Και –για να συνεχίσω πάνω στην ίδια σκέψη- όποιος μιλάει για τις διώξεις και τον ρατσισμό που βίωσαν οι έλληνες της Αλβανίας από τον Χότζα, οι Ρωμηοί [8] της Πόλης από το εθνικιστικό τουρκικό κράτος, οι έλληνες της Ε.Σ.Σ.Δ. από τον Στάλιν, χαρακτηρίζεται από τους «προοδευτικούς» ως εθνικιστής!

Οι υπεραπλουστεύσεις, οι απλοϊκές κρίσεις (γιατί η συνωμοσιολογία του ΚΚΕ σχετικά με τον ρόλο των Αμερικανών είναι λιγότερο γελοία από την συνωμοσιολογία του ΛΑΟΣ;) και οι κατατάξεις σε μορφή άσπρου-μαύρου (τις έζησα προσωπικά στο θέμα των Τσάμηδων, όπου κατηγορήθηκα ότι αφού δεν πήρα από... υποχρέωση το μέρος των ελλήνων σημαίνει ότι ήμουν με το μέρος των …Τσάμηδων!) είναι η πηγή κάθε μορφής φασισμού και ρατσισμού.

Μια ανοιχτή κοινωνία στην πράξη, οφείλει να είναι ανεκτική στο διαφορετικό, όπως αυτό κι αν προσδιορίζεται: στις πολιτικές πεποιθήσεις, στις σεξουαλικές προτιμήσεις, στη θρησκεία, στο χρώμα του δέρματος, στη γλώσσα.

Μία Δημοκρατία είναι αληθινή όταν δίνει λόγο ακόμη και στους εχθρούς της, όταν δεν αποκλείει κανέναν από την κοινωνική ανέλιξη με πρόσχημα κάποια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που δεν συνάδει με αυτά της πλειονότητας.

Είμαστε υπερήφανοι που συμπατριώτες μας είναι βουλευτές και υπουργοί σε άλλες χώρες, αλλά δεν συζητάμε καν το ενδεχόμενο να αποκτήσουν οι μετανάστες στη χώρα μας το δικαίωμα στο «εκλέγειν» και στο «εκλέγεσθαι».

Η ανοχή, η ενσυναίσθηση, η έλλειψη εθνοκεντρικής θεώρησης των πάντων, η αγάπη για τον άνθρωπο, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ανοιχτής κοινωνίας.
______________________________________________________________
­­­­­­­
[1] «Οι Ρωμηοί της Πόλης», εκδόσεις Εστία, σελ.43. Συγγραφείς του βιβλίου είναι η Μερόπη Αναστασιάδου και ο Πωλ Ντυμόν.
Η Μερόπη Αναστασιάδου γεννήθηκε το 1964 στην Θεσσαλονίκη. Είναι νομικός και ιστορικός, ερευνήτρια του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας στο τμήμα Τουρκικών και Οθωμανικών Σπουδών. Ο Πωλ Ντυμόν γεννήθηκε το 1945 στην Βηρυτό. Είναι ιστορικός, καθηγητής τουρκικής γλώσσας, λογοτεχνίας και ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.

[2] Ο πατέρας του είχε δηλώσει την εξαφάνιση στην Αστυνομία και είχε προσλάβει κήρυκα (ντελάλη), υποσχόμενος αμοιβή σε όποιον βοηθούσε τις έρευνες για την ανεύρεσή του. Τα στοιχεία της υπόθεσης, το θρήσκευμα του δολοφονημένου παιδιού και η απελπισμένη αναζήτησή του από τον πατέρα άφησαν αδιάφορη την κοινή γνώμη και τις αρχές της πόλης. Γι’αυτούς, το έγκλημα ήταν οπωσδήποτε εβραϊκή πλεκτάνη…(«Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες», του Γ.Μαργαρίτη, Καθηγητή Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ,σελ.33-34).

[3] Τα του φόνου δημοσιεύτηκαν με κάθε λεπτομέρεια στις Αθηναϊκές εφημερίδες σε καθημερινή βάση, με πολλές μάλιστα ανατριχιαστικές εκδοχές, βλ. λ.χ. τα φύλλα «Εφημερίδος» και των «Καιρών» από τις 3 Απριλίου και μετά. Αντίθετα, οι μετέπειτα εξελίξεις αποδόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και με πολύ λιγότερες λεπτομέρειες, καθώς επιβλήθηκε τηλεγραφική και ταχυδρομική λογοκρισία, στην προσπάθεια να διαφυλαχθεί το κύρος του κράτους. Ο αριθμός των νεκρών εβραίων, λ.χ. είναι άγνωστος.(ο.π. υποσημείωση 10, σελ.34).

[4] Οι μικρές στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στα νησιά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να προλάβουν ή να καταστείλουν τις ταραχές, γεγονός που οδήγησε στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων από την Πελοπόννησο, και την Αθήνα. Στο τέλος Απριλίου μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα μονάδες πυροβολικού και ισχυρή ναυτική μοίρα. (ο.π. σελ. 36).

[5] Οι διπλωματικές πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση πήραν μορφή τελεσιγράφου από τις αρχές Μαΐου. Στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του ίδιου μήνα, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και αυστριακά πολεμικά πλοία εστάλησαν στην Κέρκυρα. Η κατάσταση, στο μεταξύ, άγγιζε την τραγωδία: «Από της 4ης Απριλίου διατελεί η εβραϊκή συνοικία εν στενώ αποκλεισμώ. Πολλοί Εβραίοι αναγκάζονταν να επαιτώσιν όπως αγοράσωσιν ολίγον άρτον διά τας οικογενείας των. Αν ο αποκλεισμός παραταθή επί τινας ημέρα, ότε ο καύσων θα κατασταθή μάλλον επαισθητός, βέβαιον είναι ότι η δημόσια υγεία σπουδαίον διατρέχει κίνδυνον επειδή δεν είναι απίθανον να αναπτυχθή εν τη Ισραηλιτική συνοικία επιδημική τις νόσος, αφού οι κάτοικοι ταύτης αναγκάζονται να μένωσι κεκλεισμένοι εις τα πυκνότατα κατωκημένας οικίας των εν αις συνεσωρεύθησαν και πάντες οι εκτός της εβραϊκής κατοικούντες Ισραηλίται, ούτως ώστε εν περιωρισμένω χώρω είνε εγκεκλεισμένοι εξακισχίλιοι (6.000) άνθρωποι!» («Εφημερίς», 5 Μαΐου 1891).

[6] Πογκρόμ: (το) ακλ.ουσ. [λ.ρωσική] κίνηση για την εξόντωση των Εβραίων στην τσαρική Ρωσία // (γεν.) εξοντωτικός διωγμός («Ελληνικό Λεξικό», Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ζ’ έκδοση,σελ.616).

[7] Θανάσης Τριαρίδης, «Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα», εκδ. «Τυπωθήτω», σελ. 346.

[8] Το πρόβλημα της ονομασίας των ελληνόφωνων χριστιανών της Πόλης (ρουμ ορντοντόξ για το τουρκικό κράτος) δημιουργείται όταν η πλειονότητα των κατοίκων της Ελλάδος θεωρεί ότι η ονομασία «ρωμηοί» είναι υποτιμητική ή τέλος πάντων δεν συνάδει με την σφυρηλάτηση της «εθνικής ουσίας» από τον Παπαρρηγόπουλο και μετά. Στο προεισαγωγικό σημείωμα των συγγραφέων του βιβλίου «οι Ρωμηοί της Πόλης» και μάλιστα από την πρώτη παράγραφο γίνεται η αποσαφήνιση του όρου: «Όταν τελειώναμε τη μελέτη αυτή, λίγες μέρες πριν στείλουμε το χειρόγραφο στον εκδότη, καταληφθήκαμε ξαφνικά από αμηχανία. Αναρωτηθήκαμε αν είχαμε δίκαιο που χρησιμοποιήσαμε συστηματικά τη λέξη «Ρωμηοί», για να ονομάσουμε τους Έλληνες της Πόλης. Ζητήσαμε λοιπόν τη γνώμη ενός από τους κύριους Πολίτες συνομιλητές μας. Απάντηση: «Έτσι λέμε κι εμείς. Αυτό είναι το σωστό». Ως υπενθύμιση εξάλλου αυτής της καταγωγής, ορθρογραφούνται στο κείμενο αυτό όχι με γιώτα (Ρωμιοί), όπως προτείνεται σε αρκετά σύγχρονα λεξικά της νεοελληνικής γλώσσας, αλλά με ήτα (Ρωμηοί), έτσι ώστε να είναι ακόμη σαφέστερη η μεταλλαγή του διψήφου μακρού φωνήεντος άλφα-γιώτα (αι) στο επίσης μακρό ήτα» («Οι Ρωμηοί της Πόλης, σελ.9). 
 * «Φανατισμός»,
ανάρτηση της 17ης Μαρτίου 2008 από τον doctor,
στο ιστολόγιο μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών.