The same theological reasoning which protected the status of the Jews and their religion assigned to them a position of permanent inferiority. The Codes gave legal form to this principle in three ways. First of all, they progressively disabled the Jews from performing public functions. In 404, they were excluded from certain government posts, in 418 from a great many more. In 425, all posts, whether civil or military, were closed to them. It was this last regulation which was repeated by Justinian. Yet there was one public function which the Jews were not only allowed, but compelled to perform. Together with all other financially qualified citizens, they had to accept membership of city councils, to serve as `decurions'; for this service could mean serious financial loss. The decurions had to collect the local taxes and make up the deficit from their own pockets, a system intended to compensate the treasury for the growing poverty of the cities in the Western provinces. The large number of edicts, beginning in 330, reaffirming Jewish responsibilities shows how often Jews, no less than others, tried to evade this honour. But here, too, there was progressive discrimination. According to the Theodosian Code, the Jew, in common with the Christian on whom the lot fell, was allowed to pay for a substitute, particularly if the Jew held an official position in his own community. Some such rights remained in the Code of Justinian, but they were all abolished by a `novel' or separate promulgation in 537, which stressed the principle involved: the Jews must never enjoy the fruits of office but only suffer its pains and penalties.
Secondly, the Jews were not allowed to own Christian slaves. This disability was also punitive. Slavery, as we have seen, was important to the economy and there was no disapproval of Christian slavery as such. The later sections of the Theodosian Code tended to prohibit purchase, as distinct from ownership, which was permitted on certain conditions, particularly if acquired by inheritance. Penalties were confined to the loss of the slaves, usually by means of a forced sale for the price paid. Justinian abolished this distinction and increased the penalties. Any non-Christian lost his Christian slaves without compensation and had to pay a fine of 30 lbs. in gold. A Jew might suffer death.
Thirdly, the same theological principle that enjoined the preservation of Judaism emphasized that it must not be allowed to flourish. No new synagogues could be built. The repair of old ones could be a risky step since, if building operations were judged outside that category, the structure was confiscated and a fine of 50 lbs. in gold had to be paid. In 545, Justinian published a novel making the whole issue legally problematic: possession of a synagogue which could be shown to occupy a site belonging to an ecclesiastical institution was automatically null and void. While existing Judaism was thus restricted, its spread was of course strictly forbidden. One motive for the prohibition of the possession by Jews of Christian slaves was that their conversion to Judaism by their masters was thought to be the most likely way in which the spread of Judaism might be attempted. In both Codes, the penalty for circumcizing a Christian slave was the old Roman penalty for castration –death and confiscation of property. Justinian, when he repeated the permission for Jews to circumcize their own children, declared this penalty for circumcizing any non-Jewish child. The penalty for circumcizing a free adult was normally confiscation of property and exile for life. Here again Justinian introduced the possibility of a death penalty –even for attempted conversion. A Christian who had become a Jew was also subject to penalties –though they were lighter. He might be restricted in his testamentary powers, or his property might be entirely confiscated. These laws imply that the Codes recognized, while they condemned, the Jew by conversion as they did the Jew by birth.
Η ίδια θεολογική λογική που προστάτευε το στάτους τον Ιουδαίων και τη θρησκεία τους ήταν αυτή που τους όριζε σε μια θέση μόνιμης κατωτερότητας. Οι Κώδικες έδιναν νομική μορφή σε αυτή την αρχή με τρεις τρόπους. Πρώτα απ' όλα, οι νόμοι σταδιακά περιόριζαν τους Ιουδαίους ώστε να μην μπορούν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα. Το 404 αποκλείστηκαν από συγκεκριμένες κυβερνητικές θέσεις, το 418 από πολύ περισσότερες. Το 425 όλες οι θέσεις, πολιτικές ή στρατιωτικές, έπαψαν να είναι διαθέσιμες γι' αυτούς. Αυτό δε το διάταγμα επαναλήφθηκε και από τον Ιουστινιανό. Εντούτοις, υπήρχε ένα δημόσιο αξίωμα στο οποίο όχι δεν επιτρεπόταν στους Ιουδαίους να το κατέχουν αλλά μάλλον τους επιβαλλόταν να το κατέχουν. Μαζί με άλλους οικονομικά προνομιούχους πολίτες, όφειλαν να αποδεχτούν την ιδιότητα του μέλους στα συμβούλια των πόλεων, να υπηρετούν ως "δεκουρίωνες"· διότι αυτό το αξίωμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές οικονομικές απώλειες. Οι δεκουρίωνες όφειλαν να συγκεντρώσουν τους τοπικούς φόρους και να καλύψουν τα ελλείμματα από τη δική τους τσέπη, ένα σύστημα το οποίο αποσκοπούσε στην αποζημίωση του κρατικού ταμείου εξαιτίας της αυξανόμενης φτώχειας των πόλεων των δυτικών επαρχιών. Το μεγάλο πλήθος των εδίκτων, αρχής γενομένης το 330, τα οποία επικυρώνουν τις υποχρεώσεις των Ιουδαίων φανερώνει πόσο συχνά Ιουδαίοι, όχι λιγότερο από τους υπόλοιπους, επιδίωκαν να αποκτήσουν αυτό το τιμητικό αξίωμα. Αλλά και εδώ, επίσης, άρχισε να υπάρχει μια σταδιακή διάκριση σε βάρος τους. Σύμφωνα με τον Θεοδοσιανό Κώδικα, στους Ιουδαίους –μαζί με τον χριστιανό στον οποίο θα έπεφτε ο κλήρος– επιτρεπόταν να πληρώσουν για να τους αντικαταστήσει κάποιος, ειδικά αν ο Ιουδαίος κατείχε μια δημόσια θέση στην κοινότητα που ζούσε. Κάποια τέτοια δικαιώματα παρέμειναν στον Ιουστινιανό Κώδικα αλλά όλα καταργήθηκαν από μία "νεαρά" ή ξεχωριστό διάταγμα το 537, η οποία τόνιζε τη σχετική αρχή: οι Ιουδαίοι δεν πρέπει ποτέ να απολαμβάνουν τους καρπούς ενός αξιώματος αλλά μόνο να υφίστανται τα παθήματα και τις τιμωρίες που προέρχονται από αυτά.
Δεύτερον, δεν επιτρεπόταν στους Ιουδαίους να κατέχουν χριστιανούς δούλους. Και αυτός ο περιορισμός είχε τιμωρητικό χαρακτήρα. Η δουλεία, όπως είδαμε, ήταν σημαντική για την οικονομία και δεν αποδοκιμαζόταν η δουλεία από μέρους των χριστιανών. Τα μεταγενέστερα τμήματα του Θεοδοσιανού Κώδικα έτειναν προς την απαγόρευση της αγοράς, διαφοροποιούμενης από την ιδιοκτησία, η οποία επιτρεπόταν υπό ορισμένες συνθήκες, ειδικά αν επρόκειτο για κληρονομική ιδιοκτησία. Οι ποινές που επιβάλονταν ήταν η απώλεια των δούλων, συνήθως μέσω επιβεβλημένης πώλησης στην τιμή που είχε πληρωθεί. Ο Ιουστινιανός κατήργησε αυτή τη διάκριση και αύξησε τις ποινές. Οποιοσδήποτε μη χριστιανός έχανε τους χριστιανούς δούλους του χωρίς αποζημίωση και έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο 14 κιλών χρυσάφι. Ο ιουδαίος θα υφίστατο θανάτωση.
Τρίτον, η ίδια θεολογική αρχή που διέτασσε τη διατήρηση του ιουδαϊσμού τόνιζε ότι δεν έπρεπε να τους επιτρέπεται να αναπτυχθούν. Καμία νέα συναγωγή δεν μπορούσε να χτιστεί. Η επιδιόρθωση των παλιών θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο εγχείρημα καθώς, αν οι οικοδομικές εργασίες κρίνονταν ότι ήταν εκτός αυτής της κατηγορίας, το οικοδόμημα δημευόταν και θα έπρεπε να πληρωθεί πρόστιμο 23 κιλών σε χρυσάφι. Το 545, ο Ιουστινιανός εξέδωσε μια νεαρά που καθιστούσε το όλο ζήτημα νομικά προβληματικό: η κατοχή μιας συναγωγής η οποία θα εμφανιζόταν ότι καταλαμβάνει χώρο που ανήκει σε εκκλησιαστικές εγκαταστάσεις ήταν αυτομάτως άκυρη και ανυπόστατη. Ενώ ο υφιστάμενος ιουδαϊσμός περιστελλόταν κατ' αυτό τον τρόπο, η διάδοσή του φυσικά απαγορευόταν αυστηρά. Ένα κίνητρο για την απαγόρευση κατοχής χριστιανών δούλων από τους ιουδαίους ήταν το ότι η μεταστροφή τους στον ιουδαϊσμό από τους κυρίους τους θεωρούνταν η πιο πιθανή οδός μέσω της οποίας μπορεί να επιχειρούνταν η διάδοση του ιουδαϊσμού. Και στους δύο Κώδικες, η ποινή για την περιτομή ενός χριστιανού δούλου ήταν η αρχαιορωμαϊκή ποινή για τον ευνουχισμό –θάνατος και δήμευση της περιουσίας. Ο Ιουστινιανός, όταν επανέλαβε την άδεια για τους ιουδαίους να περιτέμνουν τα παιδιά τους, διέταξε την ποινή αυτή για την περιτομή οποιουδήποτε μη ιουδαίου παιδιού. Η ποινή για την περιτομή ενός ελεύθερου ενήλικα ήταν κανονικά η δήμευση της περιουσίας και η ισόβια εξορία. Εδώ και πάλι ο Ιουστινιανός εισηγήθηκε τη δυνατότητα θανατικής ποινής –ακόμη και για την απόπειρα μεταστροφής. Ο χριστιανός που είχε γίνει ιουδαίος επίσης υφίστατο ποινές –αν και ήταν ελαφρύτερες. Θα του περιορίζονταν οι δυνατότητες κληροδοσίας ή θα δημευόταν το σύνολο της περιουσίας του. Αυτοί οι νόμοι υπονοούν ότι οι Κώδικες αναγνώριζαν –παρά το ότι τους καταδίκαζαν– τους ιουδαίους μέσω μεταστροφής όπως ακριβώς και τους ιουδαίους από καταγωγής.
* Andrew Sharf,
Routledge & K. Paul, 1971,
pp./σσ. 21, 22.
No comments:
Post a Comment