Η εμφάνιση ενός συστήματος πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που βαθμιαία έφτασε να μοιάζει με το Δυτικοευρωπαϊκό φεουδαλισμό μπορεί ν' ανιχνευθεί στη Βουλγαρία, όπως και σ' άλλα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, απ' το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η «πρόνοια», μια μέθοδος κυριότητας με την οποία μεταβιβαζόταν ιδιοκτησία (τις περισσότερες φορές γη) απ' τη κυβέρνηση σε κοσμικούς (μη εκκλησιαστικούς) μεγιστάνες, συνήθως σ' αντάλλαγμα για στρατιωτικές υπηρεσίες, με όλες τις προσόδους της και με διοικητικά δικαιώματα επ' αυτής. Οι κάτοχοι αυτών των κτημάτων συχνά εξασφάλιζαν προνόμια και ατέλειες που τους απάλλασαν από φόρους κι άλλες δημόσιες υποχρεώσεις. Στη Βουλγαρία, παράλληλα με τα μεγάλα εκκλησιαστικά κτήματα με τους εξαρτημένους γεωργούς τους (εκείνα της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας και του μοναστηριού του Μπάκοβο στη Ροδόπη συγκαταλέγοταν μεταξύ των μεγαλυτέρων), κοσμικές «πρόνοιες» που τις διαχειριζόταν μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας ήταν πλατιά διαδεδομένες στα τέλη του 11ου και το 12ο αιώνα, και ιδιαίτερα στη Θράκη και τη Μακεδονία. Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσουμε επακριβώς την επίδραση αυτής της εξέλιξης στη στάση των Βουλγάρων προς τους Βυζαντινούς αφέντες τους. Κατ' αρχήν εκείνοι οι χωρικοί που σε δύσκολους καιρούς απαρνήθηκαν την ανεξαρτησία τους για να γίνουν ενοικιαστές ή δουλοπάροικοι κάποιου τοπικού μεγιστάνα αντιμετώπιζαν, χωρίς αμφιβολία, τη νέα τους κατάσταση με κάποια ανακούφιση γιατί τουλάχιστον τους διέσωζε από λιμοκτονία. Αλλά στις ταραγμένες συνθήκες του 11ου αιώνα η οικονομική τους θέση χειροτέρευε σταθερά σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ' όψη τη πολιτική της κεντρικής κυβέρνησης να εκμισθώνει φόρους και να δίνει στους γαιοκτήμονες απεριόριστη ουσιαστικά δικαιοδοσία επί των γεωργών τους. Σ' αυτούς και σ' άλλες τάξεις της Βουλγαρικής κοινωνίας οι Βυζαντινοί «προνοιάριοι» πρέπει να φαίνονταν συχνά ως ξένοι εκμεταλλευτές.
Είναι φυσικό ν' αναρωτηθούμε σε ποιό βαθμό αυτά τα αντιβυζαντινά αισθήματα τα εκμεταλλεύθηκαν οι δυιστές αιρετικοί στη Βουλγαρία, οι Βογομίλοι και οι Παυλικιανοί. Οι νεώτεροι ιστορικοί διατηρούν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το αν οι Βούλγαροι Βογομίλοι υποκίνησαν, ή τουλάχιστον συμμετείχαν στις εξεγέρσεις του 11ου αιώνα, και για το αν υποστήριξαν τους Πετσενέγκους στις επιθέσεις τους κατά της αυτοκρατορίας. Είναι δύσκολο να προσυπογράψουμε αυτή την άποψη. Είναι αλήθεια, όπως έχουμε ήδη δει, ότι οι Βογομίλοι κήρυτταν μια θεωρία πολιτικής απειθαρχίας, που στρεφόταν εναντίον της κατεστημένης τάξης στην Εκκλησία και το κράτος. Το κίνημά τους, επιπλέον, απέκτησε μια νέα ορμή κατά τον 11ο αιώνα και, απεριόριστο τώρα από κρατικά σύνορα, εξαπλώθηκε σ' ολόκληρο το νοτιοανατολικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα η αίρεση απέκτησε μια βάση και στην ίδια τη Κωνσταντινούπολη, και η δίκη και το δημόσιο κάψιμο στον Ιππόδρομο του ηγέτη της Βασιλείου (γύρω στο 1110) ήταν μια αιτία για πανηγυρισμούς εκείνη την εποχή. Αλλά πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο κοινωνικός αναρχισμός των Βογομίλων ήταν μια έκφραση των θρησκευτικών και ηθικών πεποιθήσεών τους, κι όχι ένα πολιτικό πρόγραμμα· κι ότι η βία κι η αιματοχυσία ήταν ασυμβίβαστες και με τη πίστη τους στην έμφυτη κακία του υλικού κόσμου και με το ιδεώδες τους της ευαγγελικής πενίας. Μπορούμε να δεχθούμε ότι οι Βούλγαροι Βογομίλοι συνέχισαν κατά τον 11ο και το 12ο αιώνα ν' αντιτίθενται στη κατεστημένη Ορθόδοξη Εκκλησία και στην ιεραρχική διάρθρωση μιας κοινωνίας στην οποία κυριαρχούσαν οι Βυζαντινοί αφέντες της χώρας τους, χωρίς μ' αυτό το τρόπο να προσυπογράφουμε την άποψη ότι πολέμησαν με ανθρώπινα, υλικά όπλα για να υπερασπιστούν τα ιδεώδη τους. Οι Παυλικιανοί, όμως, ήταν ένα διαφορετικό θέμα. Εγκατεστημένοι στη Θράκη, κι ιδιαίτερα πολυάριθμοι μέσα και γύρω απ' τη Φιλιππούπολη (η Άννα Κομνηνή, η κόρη του Αυτοκράτορα Αλεξίου, υποστήριξε ότι στα τέλη του αιώνα αποτελούσαν σχεδόν την ολότητα του πληθυσμού αυτής της πόλης), είχαν πιθανώς χάσει ως τότε πολλά απ' τα Αρμένικα χαρακτηριστικά τους κι είχαν αναμειχθεί μ' Έλληνες και Σλάβους. Όμως, διατηρούσαν ακόμη το φιλοπόλεμο πνεύμα τους και τη προθυμία τους να ξεσηκώνονται με τη παραμικρή αφορμή εναντίον των Βυζαντινών επικυριάρχων τους. Αρκετές φορές στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα τους βρίσκουμε να έχουν εξεγερθεί, συμμαχώντας με τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Μερικοί απ' αυτούς προσηλυτίσθηκαν στην Ορθοδοξία το 1114 μετά από επίπονες θεολογικές λογομαχίες με τον Αυτοκράτορα Αλέξιο, μια ευλαβική και πιθανώς υπερβολική περιγραφή του οποίου μας έχει αφήσει η κόρη του. Γενικά, όμως, η προθυμία με την οποία οι Παυλικιανοί πολέμησαν εναντίον της Βυζαντινής κυριαρχίας καταδεικνύει την αποτυχία της αυτοκρατορικής πολιτικής που επάνδρωνε τα θρακικά φρούρια με αιρετικούς μεταφερμένους απ' την Ασία.
* Dimitri Obolensky
(μετάφρ. Γιάννης Τσεβρεμές),
Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία Η Ανατολική Ευρώπη, 500-1453,
εκδ. Βάνιας, 1991,
Μέρος Β', σσ. 352-354.
The emergence of a system of political and economic relations which gradually came to resemble West European feudalism is traceable in Bulgaria, as in other parts of the Byzantine Empire, from the second half of the eleventh century. Its characteristic feature was the pronoia, a method of tenure whereby property (most frequently land) was handed over by the government to secular magnates, usually in return for military service, together with its entire revenue and with rights of administration. The holders of these estates were often granted privileges and immunities exempting them from taxes and other public obligations. In Bulgaria, alongside the great ecclesiastical estates with their dependent peasants (those of the archbishop of Ohrid and of the monastery of Bachkovo in the Rhodopes were among the largest), secularpronoiai administered by members of the Byzantine aristocracy were widespread in the late eleventh and in the twelfth centuries, particularly in Thrace and Macedonia. It is not easy to gauge the effect of this development on the attitude of the Bulgarians towards their Byzantine masters. At first those peasants who in times of hardship renounced their independence to become the tenants or serfs of some territorial magnate no doubt regarded their new status, which at least preserved them from starvation, with some relief. But in the unsettled conditions of the eleventh century their economic plight worsened steadily in many districts, particularly in view of the central government's policy of farming out taxes and giving the landlords virtually unrestricted jurisdiction over their peasants. To them and to other classes of Bulgarian society the Byzantine pronoiarioi must have often appeared as alien exploiters.
It is natural to inquire how far these anti-Byzantine sentiments were exploited by the dualist heretics in Bulgaria, the Bogomils and the Paulicians. Modern historians are all but unanimous in their belief that the Bulgarian Bogomils instigated, or at least participated in, the revolts of the eleventh century, and that they supported the Pechenegs in their attacks on the empire. It is difficult to subscribe to this view. It is true, as we have already seen, that the Bogomils preached a doctrine of civil disobedience, directed against the established order in church and state. Their movement, moreover, acquired a new impetus in the eleventh century and, now unrestricted by state frontiers, spread over the entire south-eastern part of the Balkan peninsula. In the last quarter of the century the sect gained a foothold in Constantinople itself, and the trial and public burning in the Hippodrome of its leader Basil c. 1110 was a cause célèbre of the time. But it must be recalled that the Bogomils' social anarchism was an expression of their religious and moral convictions, not a political programme; and that violence and the shedding of blood were incompatible both with their belief in the inherent wickedness of the material world and with their ideal of evangelical poverty. We may accept that the Bulgarian Bogomils continued in the eleventh and twelfth centuries to oppose the established Orthodox Church and the hierarchical structure of a society dominated by the Byzantine masters of their country, without thereby subscribing to the view that they fought with man-made weapons in defence of their ideals. The Paulicians, however, were a different matter. Settled mainly in Thrace, and especially numerous in and around Philippopolis (Anna Comnena, the Emperor Alexius' daughter, asserted that at the turn of the century they formed almost the entire population of that city), they had probably lost by then many of their Armenian characteristics and become mixed with Greeks and Slavs. They still retained, however, their warlike spirit and their willingness to rise at the slightest provocation against the Byzantine overlords. Several times in the second half of the eleventh century we find them in revolt, allied with the Pecheneg and Cuman enemies of the empire. Some of them were converted to Orthodoxy in 1114 after strenuous theological disputations with the Emperor Alexius, of which his daughter has left us a pious and probably over-coloured account. On the whole, however, the readiness with which the Paulicians fought against Byzantine domination illustrates the failure of the imperial policy of garrisoning the Thracian fortresses with heretics transported from Asia.
* Dimitri Obolensky,
The Byzantine Commonwealth Eastern Europe 500-1453,
Phoenix Press, 1971/2000,
pp. 214-216.
No comments:
Post a Comment