«In order to understand these reasons, it is necessary to visualize the condition of the church around the year 150. The early or primitive period was definitely over. Paul and the Twelve had blended, so far as most were concerned, into a unified group, and the tensions between them were forgotten. Christians were resigned to the fact that the Lord had not yet returned. First generation Christians had been firmly convinced that they would see the Last Day and they expected the end of the world at any moment. Even the fact that Christians were dying before the end came could not shake this expectation. The second generation continued in this conviction. Ignatius of Antioch declared, "The last times have come." Gradually, however, around the year 100, the change began to come. To be sure, the Epistle of Barnabas said: "Close at hand is the day." But 2 Clement said: "Thus we do not want to despair, but want to endure in hope . . . since we do not know the day of the appearance of God."
The Shepherd of Hermas suggested a solution to the problem of the Lord's failure to come: God had delayed the return of Christ in order to give Christians the opportunity for a second repentance through which they could wash away the sins committed since their conversion. Of course, this time of penitence was seen as having a limit; but once the theory that the time of the Last Judgment had been delayed was proposed, it soon took hold and found acceptance. Gradually the idea of a limited, final opportunity for repentance faded more and more into the background, until finally the conviction gained ground that Christ's return and the day of judgment would indeed take place, but in an indefinite future.
People no longer lived as if each day might be the last but began quite unconsciously to make themselves at home in this world. Hand in hand with that went a change in the standards applied to their own actions as well as those of others. The moral demands still remained quite rigorous, but they were no longer as absolute as they had been in the first decades. Also, the structure of the congregations underwent change».
[«Για να καταλάβουμε αυτούς τους λόγους, είναι αναγκαίο να οραματιστούμε την κατάσταση της εκκλησίας γύρω στο έτος 150. Η πρώιμη ή αρχαϊκή περίοδος είχε περάσει οριστικά. Ο Παύλος και οι Δώδεκα είχαν συγχωνευθεί, όσον αφορούσε τους περισσότερους, σε μια ενοποιημένη ομάδα, και οι εντάσεις μεταξύ τους είχαν ξεχαστεί. Οι Χριστιανοί είχαν αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Κύριος δεν είχε επιστρέψει. Η πρώτη γενιά Χριστιανών ήταν σταθερά πεπεισμένη ότι θα έβλεπαν την Ημέρα της Κρίσης και πρόσμεναν το τέλος του κόσμου ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και το γεγονός ότι κάποιοι Χριστιανοί πέθαναν πριν έρθει το τέλος δεν ήταν δυνατόν να διαταράξει αυτή την προσμονή. Η δεύτερη γενιά συνέχισε να έχει αυτή την πεποίθηση. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας δήλωσε: "Οι τελευταίες μέρες έφτασαν". Σταδιακά, όμως, γύρω στο έτος 100, άρχισε να συμβαίνει η αλλαγή. Πράγματι, η Επιστολή του Βαρνάβα λέει: "Πολύ κοντά είναι η μέρα". Αλλά η 2 Κλήμεντος λέει: "Συνεπώς δεν θέλουμε να απελπιζόμαστε, αλλά θέλουμε να υπομένουμε με ελπίδα ... καθώς δεν γνωρίζουμε την ημέρα της επιφάνειας [δηλ. φανέρωσης] του Θεού".
Ο Ποιμένας του Ερμά πρότεινε μια λύση στο πρόβλημα της διάψευσης του ερχομού του Κυρίου: Ο Θεός καθυστέρησε τον ερχομό του Χριστού ώστε να δώσει στους Χριστιανούς την ευκαιρία για μια δεύτερη μετάνοια μέσω της οποίας θα μπορούσαν να αποκαθάρουν τις αμαρτίες που διέπραξαν μετά τη μεταστροφή τους. Φυσικά, αυτή η περίοδος μετάνοιας θεωρείτο ότι είχε ένα όριο· αλλά από τότε που προτάθηκε η θεωρία ότι ο χρόνος της Ημέρας της Κρίσης είχε καθυστερήσει, σύντομα υιοθετήθηκε και έτυχε αποδοχής. Σταδιακά η ιδέα μιας περιορισμένης, τελικής ευκαιρίας για μετάνοια άρχισε να υποχωρεί όλο και περισσότερο, μέχρι που τελικά κέρδισε έδαφος η πεποίθηση ότι η επιστροφή του Χριστού και η μέρα της κρίσης θα λάβουν πράγματι χώρα, αλλά σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον.Οι άνθρωποι δεν ζούσαν πια σαν να επρόκειτο η κάθε μέρα να είναι και η τελευταία αλλά άρχισαν κάπως ασυναίσθητα να εξοικειώνονται με αυτό τον κόσμο. Στενά συνδεδεμένο με αυτό ήταν η αλλαγή στα πρότυπα που είχαν σε σχέση με τις δικές τους πράξεις αλλά και των άλλων. Οι ηθικές επιταγές εξακολούθησαν να είναι αυστηρές, αλλά δεν ήταν πλέον τόσο απόλυτες όσο ήταν τις πρώτες δεκαετίες. Επίσης, η δομή των εκκλησιών υπέστη αλλαγές».]
* Kurt Aland,
Saints and Sinners: Men and Ideas in the Early Church
[Άγιοι και Αμαρτωλοί: Άνθρωποι και Ιδέες στην Πρώιμη Εκκλησία]
Translated by/Μετάφραση του Wilhelm C. Linss,
Fortress Press, pp./σσ. 62, 63.
No comments:
Post a Comment