«The power of the see of Alexandria, within its own jurisdiction, was very great. Theophilus had stretched it to the uttermost; and Cyril, on first attaining the lofty seat of S. Athanasius, appears to have suffered morally by the
elevation. Like his uncle, he was hostile to S. Chrysostom's memory, and, in consequence, was out of communion with the West. The evil of his uncle's example hung about him for some time, obscuring the nobleness which was to shine out afterwards. He desired above all things the ascendancy of the Church; as to the means of obtaining it, he had fewer scruples than became a minister of Him who rebuked the attack on Malchus. He closed the Novatian church, took away its sacred ornaments, and deprived its bishop of his property. The Jews of Alexandria—a powerful body during many centuries—had procured the disgrace and punishment of Hierax, an admirer of Cyril's sermons. Cyril, naturally indignant, menaced the chief of their community; the Jews' revenge was to raise a cry at midnight," The church of S. Alexander is on fire!" and to massacre those Christians who rushed out to save their church. Cyril appears to have made up his mind that the Christians must right themselves, without expecting justice from the prefect Orestes; and he organized at daybreak a force composed for the most part of the fraternity of Parabolani, so called from venturing their lives in attendance on the sick. Their energies were now unhappily diverted from charitable self-devotion to violence in defence of the Church; they attacked the synagogues, expelled the Jews from Alexandria, and treated their property as rightful spoil. Orestes, exasperated by this hasty and lawless vengeance, would not listen to the explanations which Cyril offered; and the archbishop, after vainly holding out the Gospel-book to enforce his attempts at a reconciliation, gave up all hopes of peace. Five hundred monks of Nitria, inflamed by a furious partisanship, entered the city and reviled the prefect as a pagan. "I am a Christian," he exclaimed; "Atticus of Constantinople baptized me." A monk named Ammonius disproved his own Christianity by throwing a stone at the prefect, which inflicted a ghastly wound. He was seized, and expired under tortures; but Cyril so miserably forgot himself as to call this ruffian an "admirable" martyr,—a proceeding of which he was speedily ashamed. Then followed a yet darker tragedy. Hypatia was supposed to have embittered Orestes against Cyril; and some flery zealots, headed by a reader of the Church, named Peter, dragged her to the Caesareum, and surpassed all the horrors that it had ever witnessed by stripping their victim, killing her with potsherds, and tearing her limb from limb. Cyril was no party to this hideous deed, but it was the work of men whose passions he had originally called out. Had there been no onslaught on the synagogues, there would doubtless have been no murder of Hypatia».
[«Η ισχύς του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της, ήταν πολύ μεγάλη. Ο Θεόφιλος την είχε επεκτείνει σε άνευ προηγουμένου βαθμό· και ο Κύριλλος, όταν αρχικά κατέλαβε την υψηλή θέση του Αγ. Αθανασίου, φαίνεται ότι υπέφερε εσωτερικά λόγω της ανάρρησής του. Όπως και ο πνευματικός του πατέρας, ήταν εχθρικός προς την μνημόνευση του Αγ. Χρυσοστόμου, και κατά συνέπεια βρισκόταν εκτός κοινωνίας με τη Δύση. Η κακία του υποδείγματος που άφησε ο πνευματικός του πατέρας τον ακολουθούσε για κάποιο διάστημα, συσκοτίζοντας την αξιοτιμία που επρόκειτο να λάμψει αργότερα. Περισσότερο από όλα επιθυμούσε την κυριαρχική επιρροή της Εκκλησίας· όσον αφορά τα μέσα για να την αποκτήσει, είχε λιγότερες ηθικές αναστολές απ' ό,τι για να γίνει διάκονος Εκείνου που επιτίμισε την επίθεση κατά του Μάλχου. Έκλεισε τη Νοβατιανή εκκλησία, αφαίρεσε τα ιερά σκεύη, και απέσπασε την περιουσία του επισκόπου της. Οι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας —ένα ισχυρό σώμα επί πολλούς αιώνες— προκάλεσαν τον εξευτελισμό και την τιμωρία του Ιέρακα, ενός θαυμαστή των ομιλιών του Κυρίλλου. Ο Κύριλλος, φυσικά αγανακτισμένος, απείλησε τον αρχηγό της κοινότητάς τους· η εκδίκηση των Ιουδαίων ήταν να κραυγάσουν τα μεσάνυχτα, "Ο ναός του Αγ. Αλεξάνδρου έπιασε φωτία!" και να σφαγιάσουν τους Χριστιανούς που όρμησαν προς τα έξω για να σώσουν τον ναό τους. Ο Κύριλλος εμφανίζεται να έχει αποφασίσει ότι οι Χριστιανοί έπρεπε να διεκδικήσουν το δίκιο τους, χωρίς να αναμένουν δικαιοσύνη από τον έπαρχο Ορέστη· και αυτός οργάνωσε τα χαράματα μια δύναμη αντρών που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από την αδελφότητα των Παραβολάνων, που αποκαλούνταν έτσι επειδή διακινδύνευαν τη ζωή τους παραστεκόμενοι στους αρρώστους. Οι ενέργειες τους όμως τότε δυστυχώς στράφηκαν από την φιλάνθρωπη αυτοθυσία στη βία για την υπεράσπιση της Εκκλησίας· επιτέθηκαν στις συναγωγές, εκδίωξαν τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια, και άρπαξαν τις περιουσίες τους ως δικαιωματικά λάφυρα. Ο Ορέστης, εξοργισμένος από απερίσκεπτη και παράνομη εκδίκηση, δεν άκουγε τις εξηγήσεις που έδινε ο Κύριλλος· και ο αρχιεπίσκοπος, αφού μάταια πρόταξε το βιβλίο του Ευαγγελίου ώστε να ενισχύσει τις προσπάθειες του για συμφιλίωση, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για ειρήνη. 500 μοναχοί από τη Νιτρία, φλογισμένοι από μαινόμενη ανταρτικότητα, μπήκαν στην πόλη και καταφέρθηκαν εναντίον του κατηγορώντας τον ως παγανιστή. "Είμαι Χριστανός", αναφώνησε· "ο Αττικός Κωνσταντινουπόλεως με βάφτισε". Ένας μοναχός που ονομαζόταν Αμμώνιος διέψευσε ότι ήταν Χριστιανός καθώς πέταξε μια πέτρα στον έπαρχο, η οποία τον τραυμάτισε σοβαρά. Τον άρπαξαν, και εξέπνευσε μετά από βασανιστήρια· αλλά ο Κύριλλος με τόσο αξιοθρήνητο τρόπο τα ξέχασε ώστε αποκάλεσε "αξιοθαύμαστο" μάρτυρα αυτό τον ρουφιάνο, —μια εξέλιξη για την οποία σύντομα ένιωσε ντροπή. Κατόπιν ακολούθησε μια ακόμη πιο σκοτεινή τραγωδία. Η Υπατία θεωρείτο ότι είχε προκαλέσει την πικρία του Ορέστη κατά του Κυρίλλου· και κάποιοι εξαγριωμένοι ζηλωτές, με επικεφαλής έναν αναγνώστη της Εκκλησίας, ονόματι Πέτρος, την έσυραν στο Καισαρείο, και ξεπέρασαν οτιδήποτε φρικτό είχε συμβεί ποτέ εκεί καθώς ξεγύμνωσαν το θύμα τους, την σκότωσαν με όστρακα, και την έσκισαν και την κομμάτιασαν. Ο Κύριλλος δεν ενεχόταν σε αυτή την ειδεχθή πράξη, αλλά ήταν έργο ανδρών των οποίων τα πάθη είχε αρχικά προκαλέσει. Αν δεν είχαν συμβεί οι σφαγές στις συναγωγές, αναμφίβολα δεν θα συνέβαινε και η δολοφονία της Υπατίας».
* William Bright,
A History of the Church from the Edict of Milan, A.D. 313 to the Council of Chalcedon, A.D. 451,
[Ιστορία της Εκκλησίας από το Διάταγμα του Μιλάνου 313 μ.Χ. έως τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας 451 μ.Χ.],
Oxford, London 1875, σσ. 273-275. [pdf]
No comments:
Post a Comment